του Θανάση Μήνα
Ο Alexis de Tocqueville (1805-1859), αν και προερχόταν από τη γαλλική αριστοκρατία, υπήρξε ένας από τους πιο βαθυστόχαστους εκπροσώπους του πολιτικού φιλελευθερισμού στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά το πρώτο μισό του 19oυ αιώνα. Για παράδειγμα, στο έργο του Το παλαιό καθεστώς και η επανάσταση (Εκδόσεις Πόλις, 2006, μτφρ. Ανδρέας Παππάς), θέτει οξυδερκή ερωτήματα: Ποια θα είναι η τύχη και οι προοπτικές της ελευθερίας στη γαλλική κοινωνία μετά την Επανάσταση; Γιατί η Γαλλία δεν μπορούσε να γίνει φιλελεύθερη κοινωνία κατά το πρότυπο της Μεγάλης Βρετανίας ή της Αμερικής; Η τελευταία αποτέλεσε το έργο της ζωής του: Η Δημοκρατία στην Αμερική (1835-1840) αποδείχθηκε εξαιρετικά διορατικό αναφορικά με την εξέλιξη της νεαρής τότε δημοκρατίας.
O Tocqueville έγραψε με πολύ πιο μεγάλη διαύγεια για την Αμερική. Σε αυτό το πεδίο, η σκέψη του απελευθερώνεται, καθώς ο ίδιος παρατηρεί με το βλέμμα του «εξόριστου». Ο Ιταλικός ιστορικός Enzo Traverso, αναφερόμενος κυρίως στον Τρότσκι και σε άλλος εβραϊκής καταγωγής στοχαστές της διασποράς, πριν από «Το τέλος της εβραϊκής νεοτερικότητας», έχει υποστηρίξει ότι ο «εξόριστος» μπορεί να παρατηρεί τα πράγματα και τα φαινόμενα στην πλήρη έκτασή τους, χωρίς υλικές η συναισθηματικές δεσμεύσεις, και έτσι είναι σε θέση να προχωρά σε μια βαθύτερη ανάλυση.
Θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του Tocqueville, ο οποίος ξεκίνησε το πρώτο του ταξίδι για την Αμερική λίγο μετά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830, μια επανάσταση για την οποία ο στοχαστής, αρχικά τουλάχιστον, είχε αμφίθυμη θέση. Η δική του θέση στη Γαλλία είχε καταστεί επισφαλής. Το ταξίδι στην Αμερική, λοιπόν, ήταν για τον ίδιο ένα μέσο διαφυγής.
Είχε προηγηθεί, βεβαίως, το αντίστοιχο Ταξίδι στην Αμερική του Chateaubriand (1827), ο οποίος επίσης αναζήτησε στον Νέο Κόσμο μια Δημοκρατία με πληθώρα καινοτόμων χαρακτηριστικών, που θα μπορούσαν να μεταφερθούν στον Παλαιό Κόσμο. Όμως ο Chateaubriand δεν διάθετε την οξυδέρκεια και το πληθωρικό, ελεύθερο πνεύμα του Tocqueville.
Το ταξίδι του Alexis de Tocqueville πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1831 και έφτασε έως τα έσχατα όρια του αμερικανικού πολιτισμού. Ο θαυμασμός και το δέος του μπροστά σε μια φύση παρθένα ακόμη, καθώς και η επέλαση της αδυσώπητης αστικοποίησης προς δυσμάς, του ενέπνευσαν αυτή την εκπληκτικά επίκαιρη αφήγηση που ζωντανεύει τον μύθο των συνόρων.
Στο επίμετρό του, ο καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος σημειώνει: «έτσι, έχουμε εδώ την πρώτη, και μάλιστα αρκετά αυθόρμητη απόπειρά του να καταγράψει τις εντυπώσεις του από την Αερική, κάνοντας έναν συνδυασμό αταξινόμητων ανθρωπολογικών, κοινωνιολογικών και πολιτικών παρατηρήσεων, που ωστόσο μοιάζουν να προετοιμάζουν τον βαθύτερο στοχασμό πάνω στην αμερικανική δημοκρατία […] Το πρώτο που αντιλαμβάνεται πιο έντονα έχει να κάνει με την εξαθλίωση των πραγματικών γηγενών Αμερικανών, δηλαδή των διαφόρων ινδιάνικων φυλών. Η επέλαση των “λευκών” και των δικών τους αξιών στην αχανή αυτή ήπειρο έχει ωθήσει τους γηγενείς σε μια απογοητευτική αλλοτρίωση του δικού τους μακραίωνου πολιτισμού».
Πράγματι, στο κείμενό του ο Tocqueville εκφράζει αμφίθυμα συναισθήματα για τη νεοσύστατη Δημοκρατία. Αφενός θαυμασμό απέναντι στις πολιτικές και θεσμικές κατακτήσεις της, αφετέρου θλίψη για την αναγκαστική συντριβή των προηγούμενων αυτόχθονων πολιτισμών και του φυσικού περιβάλλοντος (παρεμπιπτόντως, μια παρόμοια αμφιθυμία απαντάται και στα κείμενα του Μαρξ για την αποικιοκρατία).
Γράφει ο Tocqueville: «Σε λίγα χρόνια, αυτά τα αδιαπέραστα δάση θα έχουν πέσει, ο αχός του πολιτισμού και της βιομηχανίας θα σπάσει τη σιωπή του Σάγκινο. Ο απόηχός του θα σιγήσει… Προβλήτες θα φυλακίσουν τις όχθες του και πλώρες καραβιών θα ταράζουν τα νερά του, που σήμερα κυλούν άσπιλα και γαλήνια στη μέση μιας ανώνυμης ερημιάς. Πενήντα μόνο λεύγες χωρίζουν τούτη τη μοναξιά από τους μεγάλους ευρωπαϊκούς οικισμούς. Είμαστε ίσως οι τελευταίοι ταξιδιώτες που τους δόθηκε η ευκαιρία να την αντικρίσουν μέσα στην πρωτόγονη μεγαλοπρέπειά της, τόσο ισχυρή είναι η παρόρμηση που παρασύρει τη λευκή φυλή προς την ολοκληρωτική κατάκτηση ενός νέου κόσμου».
Και λίγο πιο κάτω:
«(O άποικος) απεναντίας, για να κερδίσει την ευμάρεια έχει αψηφήσει τη μοναξιά και τις αμέτρητες δυσκολίες της άγριας ζωής, έχει πλαγιάσει στο γυμνό χώμα, έχει εκτεθεί στον πυρετό και στα τόμαχοκ των Ινδιάνων. Ανέλαβε αυτή την προσπάθεια αμέσως μόλις εγκαταστάθηκε εδώ, την επαναλαμβάνει χρόνια τώρα, ίσως τη συνεχίσει για άλλα είκοσι ακόμη, χωρίς να παραπονεθεί ή να αποκαρδιωθεί. Πώς, λοιπόν, ένας άνθρωπος ικανός για τέτοιες θυσίες μπορεί να είναι ψυχρός και αναίσθητος; Συγκεντρωμένος στον μοναδικό στόχο να κάνει περιουσία, ο άποικος καταλήγει να δημιουργήσει μια εντελώς ατομοκεντρική ζωή […] Αυτός ο άγνωστος άνθρωπος είναι ο εκπρόσωπος μιας φυλής στην οποία ανήκει το μέλλον του Νέου Κόσμου, φυλή ανήσυχη, ορθολογική και τυχοδιωκτική, που εκτελεί ψυχρά ό,τι μονάχα ένα φλογερό πάθος μπορεί να εξηγήσει, που εμπορεύεται τα πάντα, μη εξαιρουμένης ούτε της θρησκείας ή της ηθικής».
Στιλίστας της γραφής, ο Alexis de Tocqueville προετοιμάζει το έδαφος για συγγραφείς που ανέπτυξαν συναφείς προβληματισμούς, όπως ο Joseph Conrad σε έργα του όπως το Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου (το πρόπλασμα της Καρδιάς του Σκότους), ή ακόμα και για σύγχρονες τηλεοπτικές σειρές όπως το Deadwood. Στον πυρήνα επίσης του αφηγήματός του, ανιχνεύονται ψήγματα της θεωρίας της αποανάπτυξης.
Προπάντων, ο Alexis de Tocqueville αντιλαμβάνεται έγκαιρα τις αντιφάσεις τις Αμερικής και συλλαμβάνει τα δύο κυρίαρχα πολιτισμικά στοιχεία που οικοδόμησαν αλλά και που δίχασαν και συνεχίζουν να διχάζουν βαθιά τις ΗΠΑ: Race & Space (Φυλή και Χώρος). Στην πιο επεξεργασμένη Δημοκρατία στην Αμερική υπογραμμίζει: «αυτός ο πλανημένος φιλελευθερισμός ενδέχεται να επισπεύσει την έλευση μιας νέας απολυταρχίας».