του Μπένη Νατάν
Πήραν τον 10 από το Τούσον της Αριζόνας, διέσχισαν το Νέο Μεξικό και μπήκαν στο Τέξας. Είχε σουρουπώσει. Στα δεξιά εμφανίστηκε μια μεγάλη πινακίδα «Ελ Πάσο – Πληθυσμός 681.000».
Ο Νίκος έπιασε να της τραγουδάει «θα γίνει νέα μονομαχία μες στο Ελ Πάσο». Η Λία μελετούσε τους τουριστικούς οδηγούς. «Προτείνω αύριο να πάμε βόλτα με τα πόδια στην Χουαρέζ στο Μεξικό. Περνάμε την γέφυρα του Ρίο Γκράντε και είμαστε εκεί. Φτάσαμε ως εδώ, δυο βήματα είναι» του είπε. Δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα, την Αμερική την ήξερε, το Μεξικό όμως τού ήταν άγνωστο. «Ασ’ τα τώρα, δεν ξέρουμε μετά αν θα μας αφήσουν να επιστρέψουμε. Δεν τους ξέρεις εσύ τους Αμερικάνους, αν κάτι δεν τους αρέσει θα μας απαγορεύσουν την είσοδο». «Είσαι φοβητσιάρης, πάντα φέρνεις τον κατακλυσμό». Ενέδωσε και πήγαν σε μπαρ για μαργαρίτες.
Ο ποταμός, ο Ρίο Γκράντε, ήταν μισόξερος. Από τα έργα τον φαντάζονταν πολύ μεγαλύτερο. Στα τοιχώματα της κοίτης ήταν ζωγραφισμένα γκραφίτι με συνθήματα εναντίον των Αμερικάνων, κόκκινες σημαίες με σφυροδρέπανα και πορτρέτα του Τσε.
Η Χουαρέζ είχε δυο αξιοθέατα, το μερκάτο -την αγορά- και τον καθεδρικό ναό της Παναγίας. Περπάτησαν κάνα χιλιόμετρο. Η αγορά ήταν στοιχειώδης και έφυγαν. Ο καθεδρικός ναός ήταν κοντά. Η θερμοκρασία είχε ανέβει, έπρεπε να είχε τουλάχιστον 35 βαθμούς. Κόσμος πολύς στον δρόμο, βρώμα παντού, μύριζε έντονα σκουπίδια.
Μπήκαν στην εκκλησία, ο Νίκος κάθισε σε ένα στασίδι και η Λία κοίταζε την αρχιτεκτονική. Άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες έντονα, αυτός σκέφτηκε να φύγει, αλλά τελικά έμεινε να παρακολουθήσει την λειτουργία. Ξεκίνησε μια περιφορά μέσα στον ναό, πρωτοστατούσε ένας ξερακιανός κληρικός, από τα άμφια και το μέγεθος της τιάρας θα ήταν μάλλον υψηλόβαθμος, ίσως επίσκοπος. Περνώντας από μπροστά του, ο ιερωμένος ξαφνικά σταμάτησε. Τον πλησίασε, τον κοίταξε με τα σκούρα καστανά του μάτια, άπλωσε το χέρι του και του έδωσε ένα φασόλι. Ο Νίκος σάστισε, δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά το πήρε. Ο κληρικός ένευσε καταφατικά, επέστρεψε και συνέχισε με την πομπή.
Ο Νίκος, αμήχανος, κοίταξε το φασόλι και το έβαλε στην τσέπη. Η γυναίκα του τον ρώτησε τι έγινε. «Δεν ξέρω» της είπε, «σταμάτησε όλη την τελετή για να μου δώσει ένα φασόλι. Ό,τι καταλαβαίνεις, καταλαβαίνω. Άκου φασόλι!»
Πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Έφτασαν στα σύνορα, στην γέφυρα, έδειξαν τα διαβατήρια και η υπάλληλος τους έβαλε στην άκρη. Περίμεναν κάτω από ένα υπόστεγο, είχε ζέστη, υγρασία, η ατμόσφαιρα αποπνικτική, αστυνομικοί ένστολοι, οπλισμένοι. Αυτός ήταν τρομοκρατημένος. Μέσα του βλαστημούσε τον εαυτό του που άκουσε την Λία.
Εμφανίστηκε ένας γεροδεμένος αμερικάνος με μπλε στολή. Είπε στην Λία να περιμένει έξω, αυτόν τον οδήγησε στο γραφείο. Είχε κλιματισμό κι όμως ο Νίκος ίδρωνε ασταμάτητα, βρεμένο το πουκάμισο του στις μασχάλες. Ο αστυνομικός ρώτησε γιατί θέλουν να μπουν στις ΗΠΑ. Ο Νίκος του εξήγησε πως είχαν έλθει από κει το ίδιο πρωί, το αυτοκίνητο ήταν στο Ελ Πάσο, στο πάρκινγκ έξω από την γέφυρα. Συμμετείχε σε συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης Μηχανολόγων Μηχανικών στο Τούσον και σκόπευαν να συνεχίσουν για τουρισμό μέχρι την Νέα Ορλεάνη. «Πού πήγατε στην Χουαρέζ;» ρώτησε. «Στο μερκάτο και στον καθεδρικό ναό» απήντησε. «Τι αγοράσατε;» «Ένα μπουκάλι νερό».
«Άκου Νίκολας» του είπε ο αμερικάνος, «το 1834, ο στρατηγός Σάντα Άννα, έπιασε 176 Τεξάνους αιχμάλωτους. Αποφάσισε να εκτελέσει περίπου το 10%. Έβαλε σε ένα κουτί 159 άσπρα φασόλια και 17 μαύρα. Οι δεκαεφτά που τράβηξαν μαύρο τουφεκίστηκαν». Του έδειξε ένα κουτί. «Εδώ έχει 50 άσπρα φασόλια και 50 μαύρα. Βάλε το χέρι σου και τράβηξε ένα. Αν είναι άσπρο, θα περάσετε. Αν είναι μαύρο θα σας συλλάβω για απόπειρα παράνομης εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Φοβισμένος, έβαλε πρώτα το ιδρωμένο χέρι του στην τσέπη, το άσπρο φασόλι ήταν εκεί, και μετά στο κουτί.