του Δημήτρη Αγγελή
Το βιβλίο της Βίκυς Κατσαρού που φέρει τον παράδοξο τίτλο Παπούσα είναι εκ πρώτης όψεως ένα βιβλίο ασύμβατο με τα γούστα της εποχής. Ένα βιβλίο με πολύστιχα αφηγηματικά ποιήματα που ξεπερνούν τη μία σελίδα συνιστά εκ των πραγμάτων μία σύνθεση που δύσκολα θα προσελκύσει τον μέσο αναγνώστη, ο οποίος, επηρεασμένος από τους ασθματικούς ρυθμούς της εποχής αλλά και τον διαγώνιο τρόπο ανάγνωσης κειμένων στο διαδίκτυο, ελκύεται πολύ ευκολότερα από πιο ολιγόστιχα, κυριολεκτικά fast-food ποιήματα. Από την άλλη, αναρωτιέμαι, ένας Κλωντέλ ή ένας Ρίτσος της Τέταρτης διάστασης στα καθ’ ημάς, τι ελπίδες θα είχαν να διαβαστούν και ν’ αγαπηθούν σήμερα που ο συρμός επιβραβεύει με υψηλές πωλήσεις διεθνώς (αλλά ευτυχώς όχι ακόμα στη χώρα μας) τους λεγόμενους «ποιητές του ίνσταγκραμ»; Μήπως και κατά μία έννοια η βράβευση της Λουίζ Γκλυκ δεν έδειξε τη βούληση της Σουηδικής Ακαδημίας να υποδείξει κάτι πιο κλασικό, έστω και ακαδημαϊκό, απέναντι στις περιστασιακές μόδες του διαδικτύου; Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο για την ανάγκη αυτής εδώ της παρουσίασης, αποφάσισα να πάω λίγο αντίθετα στο πνεύμα του και να μιλήσω γι’ αυτό κρατώντας σημειώσεις, αντιπαραβάλλοντας κατά κάποιον τρόπο τη δεδομένη ενότητά του με τη θραυσματικότητα των δικών μου παρατηρήσεων που όμως μοιάζουν ενδεχομένως με τη ματιά ενός οποιοδήποτε σύγχρονου αναγνώστη. Ξεκινάμε λοιπόν:
α. Το βιβλίο της Βίκυς Κατσαρού έχει συγκεκριμένο ιστορικό πυρήνα, τη ζωή της Πολωνίδας τσιγγάνας ποιήτριας Μπρονισλάβα Βάις. Στην περιπλανώμενη ζωή της θέλει η ποιήτρια, με κάποια δόση υποκειμενικής αυθαιρεσίας, να εκβάλλουν οι ιστορίες τριών προγενέστερων μαγισσών (της διάφανης Έρσουλα Σάδιλ, της καταχθόνιας Κατρίν Μονβουαζέν και της σχιζοφρενικής Ίζαμπελ Γκάουντι, που όλες τους συνιστούν ενσαρκώσεις της φωτιάς που γίνεται ποίηση). Οι τελετουργικά ξένες μάγισσες εκβάλλουν, δηλαδή, στην φυλετικά και ταυτοτικά ξένη πρωταγωνίστρια. Η χωρίς κάποιον συγκεκριμένο ιστορικό λόγο σύνδεση της Βάις, που είναι γνωστή και ως «παπούσα», που σημαίνει «παιδική κούκλα» στα πολωνικά, με τις τρεις μάγισσες δίνει την ευκαιρία στην Κατσαρού να παρουσιάσει ευκολότερα τη ζωή της, χρησιμοποιώντας κατ’ αρχάς στοιχεία από τον σκοτεινό και ανορθολογικό χώρο των θρύλων, από την πλευρά του φανταστικού δηλαδή, προκειμένου να μιλήσει για την άρριζη ετερότητα της τσιγγάνας πρωταγωνίστριάς της και εν μέρει να εξηγήσει την καταγωγική της αντιπαράθεση με έναν κόσμο που την αποστρέφεται και επιθυμεί να την καταστρέψει.
Η Βάις, την οποία ανακάλυψε ο ποιητής Γιέρζι Φιτσκόφσκι το 1949 να τραγουδά με τη συνοδεία του βιολιστή άντρα της, του Ιβάν του ποιήματος, δικά της τραγούδια, κατέστη αποσυνάγωγη στην κοινότητα των Ρομά κι έζησε μόνη και ατιμασμένη ως τον θάνατό της εξαιτίας της δημοσιοποίησης του έργου της. Η συγγραφή ποιημάτων συνιστούσε απειλή για τα ήθη της περίκλειστης παραδοσιακής κοινότητάς της: «Παπούσα βρήκανε τα ποιήματά σου,/προδίδεις, λένε, τη φυλή σου στους γκατζός./ […] Το ίδιο βράδυ τον Ιβάν έπιασαν/και τον ρωτούσαν τι μυστικά κρατούσα./Μα μυστικό εγώ δεν είχα. /Μόνο τα ποιήματά μου.» Από αυτά τα ποιήματα διασώθηκαν 31, αριθμός ικανός για να αναγνωριστεί η Παπούσα ως σημαντική φωνή της πολωνικής ποίησης. Αυτονόητο είναι ότι η τριπλή ιδιότητά της (γυναίκα, εγγράμματη και διαφορετική: τσιγγάνα) έπαιξε ρόλο στην επιλογή της ως ηρωίδας του ποιήματος της Κατσαρού, ηρωίδας μέσω της οποίας ασφαλώς και η ίδια η Κατσαρού εκφράζει πτυχές της προσωπικότητάς της: την αγάπη της για τη φύση, την προάσπιση των αδυνάτων και ενδεχομένως μια μοιρολατρική ή έστω βαθειά μελαγχολική σύλληψη του κόσμου, μέσα στον οποίο όλοι υπάρχουμε περιπλανώμενοι αλλά και πλανώμενοι ότι είμαστε ελεύθεροι. Μήπως άραγε το γεγονός ότι η Βάις πεθαίνει τη χρονιά που γεννιέται η Κατσαρού υποδηλώνει ότι η ίδια η ποιήτρια αποτελεί τον επόμενο κρίκο σε αυτήν την αλυσίδα των κακοπαθημένων μαγισσών;
β. Αν αφήσουμε κατά μέρος το μυθολογικό κομμάτι της εισαγωγής με τις τρεις μάγισσες, η είσοδος στη σκηνή του κυρίως ποιήματος γίνεται με τους ακόλουθους στίχους, οι οποίοι βεβαίως παρουσιάζουν την Παπούσα ως μετενσάρκωση της Ίζαμπελ Γκάουντι:
Αποφάσισα να γεννηθώ στον κόσμο απ’ την αρχή ξανά,
πόδια ξυπόλητα ένιωσα στέρεα να πατάνε,
δυο χέρια να βυθίζονται στη γη
κι απ’ τις φτέρνες μου να με τραβούν,
στο στήθος μου άρχισε να χτυπά
χωρίς ντροπή η καρδιά μου,
ανάσα των θνητών τραβήξαν τα πνευμόνια μου,
τη μάνα μου έβλεπα μπροστά μου [κ.λπ.]
Η αρχή αυτή συσχετίζει το δεύτερο ποιητικό βιβλίο της Κατσαρού με το πρώτο, Τα κεράσια της Εύας, απ’ όπου διαβάζω:
Ως έκρηξη γεννήσεως
το κλάμα μου ακούστηκε.
Ως ανθός μαραμένος
ξεριζώθηκα
απ’ το γενετήσιο δέντρο
της θνητής μου μάνας.
Γεννήθηκα ξανά
στην παλιά γη […]
Υφολογικά τα δύο ποιήματα έχουν πολλές ομοιότητες, ξεχωρίζεις δηλαδή αμέσως ότι έχουν γραφτεί από την ίδια ποιήτρια (κι ότι έχουν γραφτεί από ποιήτρια), κι αυτή η ιδιοφωνία είναι ασφαλώς από μόνη της ιδιαίτερα σημαντική. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο κοινό: όπως στα κεράσια της Εύας πρωταγωνιστεί κατ’ αποκλειστικότητα η Εύα χωρίς τον Αδάμ, αφού ερωτικό υποκείμενο στο βιβλίο είναι η μορφή του ίδιου του Θεού ή έστω ενός Θεού με στοιχεία αδαμιαία, ανάλογα και στην Παπούσα πρωταγωνίστρια είναι η ανεξάρτητη και διαφορετική ηρωίδα, η ιδιότυπη γυναικεία ευαισθησία της που εκφράζεται μέσα από πέντε οξυμμένες αισθήσεις και τη βιωμένη σωματικότητά της (θυμίζω εδώ το ποίημα «Η άνθρωπος» της Ζωής Καρέλλη). Υπάρχει μία σαφής φεμινιστική ματιά στο βιβλίο (μια τσιγγάνα που παρά την φυλετική της παράδοση γράφει, δηλαδή στερεώνει, καθηλώνει στο χαρτί τον ασταθή/νομαδικό της βίο), η οποία, ακόμα κι αν αποκτά κάποτε ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, σκοπό έχει να παρουσιάσει τη γυναικεία ταυτότητα ως ελεύθερη ηρωική ύπαρξη μέσα στον κόσμο. Μάλιστα αυτή η παρουσίαση δεν γίνεται με τρόπο κραυγαλέο, αλλά εμφανίζεται σαν κάτι αυτονόητο και δεδομένο: το γυναικείο υποκείμενο προηγείται σε σχέση με την κοινότητα απ’ την οποία προέρχεται επειδή αποφασίζει ελεύθερα τους σκοπούς που επιδιώκει. Για να συνδέσουμε πάλι τα δύο έως τώρα ποιητικά βιβλία της Κατσαρού, θα έλεγα ότι η θεολογική ή θεολογίζουσα, γυναικεία πάντως σε κάθε περίπτωση ματιά του πρώτου, γίνεται πολιτική ματιά στο δεύτερο – και εδώ δεν εννοώ βέβαια μόνο το φεμινιστικό βλέμμα που εκφράζει τους γυναικείους ιδιωματισμούς του σώματος, αλλά και την προάσπιση μιας φυλετικής ετερότητας μέσα σ’ έναν γκετοποιημένο κόσμο. Υπό αυτήν την έννοια το νόημα του βιβλίου μπορεί να είναι κι ένας ευρύτερος λόγος υπέρ του αδύναμου και περιθωριοποιημένου ανθρώπου που βιώνει τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση, ένας λόγος υπέρ του αθώου θύματος της Ιστορίας.
γ. Όλα καλά μέχρι εδώ όσον αφορά τους ιδεολογικούς στόχους του βιβλίου και τις συγγραφικές προθέσεις, όμως τι γίνεται με την ουσία, δηλαδή με την ίδια την ποίηση; Η Παπούσα είναι ένα ουσιαστικά και μόνο ποίημα, μια πυκνή αφηγηματική σύνθεση γραμμένη με συγκρότηση, αλλά και με πάθος και ευαισθησία, με λόγο προσεγμένο, εντυπωτικό, καίριο. Η στοχαστική φύση της Κατσαρού, όπως φάνηκε από όσα είπαμε πρωτύτερα, υψώνει μια προσωπική, θηλυκή θεώρηση κόσμου (μακριά από μας ο χαρακτηρισμός «γυναικεία γραφή»), που με ένταση γνησιότητας και σπάνια ευαισθησία διερμηνεύει σκοτάδια ψυχής και μάχεται για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο. Θεωρώ σημαντικό ότι στο βιβλίο δεν διακρίνονται εμφανείς απηχήσεις άλλων ποιητών, η Κατσαρού υπηρετεί το δικό της όραμα με λόγο ρέοντα και διαυγή – και αυτό θα πρέπει να της το αναγνωρίσουμε. Της αναγνωρίζουμε δηλαδή μια θέση δική της στη νεότατη ποίησή μας, που ελπίζουμε να υπηρετήσει και στη συνέχεια με την ίδια συνέπεια και μαχητικότητα.
Σημ: [Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στο βιβλιοπωλείο «Booktalks», στις 3 Νοεμβρίου 2021.]
Βίκυ Κατσαρού, Παπούσα, εκδ. Ενύπνιο, Αθήνα 2021
Βρες το εδώ