της Αλεξάνδρας Χαΐνη (*)
Το τελευταίο μυθιστόρημα που διάβασα και γέλασα ήταν το «Γεμάτη ζωή. Μια συζυγική νουβέλα» του Τζον Φάντε. Πραγματικά απολαυστικό. Ο Φάντε είχε πάρει τη σκυτάλη από τον Τζέραλντ Ντάρελ και την τριλογία της Κέρκυρας -κυρίως το πρώτο βιβλίο «Η οικογένειά μου και άλλα ζώα»- την οποία διάβασα με τον γιο μου όταν ήταν 5-6 ετών, αρκετά χρόνια πριν. Ήταν φορές που δεν μπορούσα να διαβάσω από τα γέλια. Σε αντίστοιχη φάση έχω βρεθεί και με τον Ντέιβιντ Σεντάρις αλλά και κάποιες (σπάνιες) στιγμές με την Ελίζαμπεθ Στράουτ. Θέλω να πω ότι δεν προτιμώ τα «αστεία» βιβλία, ή καλύτερα, εκείνα δεν με προτιμούν. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι τα πραγματικά κωμικά βιβλία -άσχετα αν πρόκειται για αγνό χιούμορ ή (αυτό)σαρκασμό-, σπανίζουν. Φαίνεται ότι πιο «εύκολα» γράφεται ένα δράμα παρά μια κωμωδία. Εξάλλου πόσα ανέκδοτα να πεις πια και να παραμείνεις αστείος/α χωρίς να γίνεις γραφικός/ή;
Όταν λοιπόν ξεκίνησα το μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη «Ψυχοστασία» ξαφνιάστηκα ευχάριστα. Με είχε προειδοποιήσει ο Γιάννης Μπασκόζος για το ιδιότυπο χιούμορ της («που μοιάζει με το δικό μου» – τιμή μου, να προσθέσω) αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα γελούσα σε κάθε σελίδα του. Θεωρώ δε, ότι είναι άλλο να έχεις χιούμορ στον προφορικό λόγο και άλλο να μπορείς να το μεταφέρεις στο χαρτί και να δουλέψει, βγάζοντας πούρο, ατόφιο γέλιο. Η Σαμοθράκη το καταφέρνει αυτό. Όχι, δεν είναι το στόρι που κάνει το μυθιστόρημα αστείο. Η «Ψυχοστασία» είναι ένα αστυνομικό βιβλίο με όλα τα χαρακτηριστικά ενός αστυνομικού βιβλίου που σέβεται τον εαυτό του και το είδος του: γερή δόση ίντριγκας, πολιτικής και μη, ευφάνταστοι φόνοι, ιντελιγκέντσια, μοιραίες γυναίκες («φαμ φατάλ»), αστυνομικοί στο όριο της ανικανότητας, απρόβλεπτοι ντετέκτιβ και πάει λέγοντας. Το γέλιο που βγάζει δεν αφορά δηλαδή την πλοκή καθαυτή ούτε καν τις ευτράπελες καταστάσεις στις οποίες μπλέκουν οι ήρωες (που δεν είναι δα και τόσο ακραίες αν σκεφτώ τι έχουμε διαβάσει στη σύγχρονη ή την παλαιότερη αστυνομική λογοτεχνία) αλλά ο σχολιασμός τους από τον ήρωα-αφηγητή.
Ο κριτικός λογοτεχνίας Δαμιανός Ανδρέου -πιθανόν το alter ego της συγγραφέως- ολίγον μισογύνης, ολίγον ημιμαθής, ολίγον νάρκισσος, αρκετά σέξι και ακόμη περισσότερο είρωνας και αυτοσαρκαστικός σε σημείο σχεδόν ισοπεδωτικό, κινείται άνετα στους λογοτεχνικούς κύκλους, συναναστρεφόμενος ανθρώπους που αγαπάει να μισεί και τούμπαλιν. Όταν όμως ο κύκλος αυτός αρχίζει να αδειάζει επικίνδυνα και ο κλοιός να στενεύει γύρω του, θέλοντας και μη θα αναλάβει δράση. Θα αναγκαστεί να κολυμπήσει σε αχαρτογράφητα νερά, θα κυνηγήσει και θα κυνηγηθεί, θα τρίψει τα μάτια του από το απίστευτο θάρρος του, με δυο λόγια θα βγει με φόρα από το comfort zone χωρίς στιγμή να αναλογιστεί τις συνέπειες.
Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες και spoiler, θα πω μόνο ότι θα μπορούσε κάλλιστα ο Ανδρέου να ήταν ο μικραδερφός του Μάνου Καραργύρη, του ήρωα του τελευταίου βιβλίου του Τάκη Καμπύλη «Το κόμμα του καλού θεού». Ένιωσα μια επικοινωνία των δύο ηρώων – ερήμην των δημιουργών τους: μοιράζονται πάνω κάτω τις ίδιες αξίες και σε γενικές γραμμές έχουν φτάσει και οι δύο σε μια αδιέξοδη κατάσταση, ενώ δεν τηρούν καν τα προσχήματα. «Αχ αυτό το “θα μπορούσε”. Εκεί κατοικεί όλη η λογοτεχνία», λέει σε κάποια φάση ο Ανδρέου προς επίρρωση (;) των παραπάνω.
Η λογοτεχνία κατέχει εξέχουσα θέση στο βιβλίο. Ο ήρωας διατηρεί μια ιδιαίτερη σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση, όχι απαραίτητα τρυφερή. Διαβάζει/δεν διαβάζει αυτά για τα οποία γράφει και παρουσιάζει, όμως καθότι συνεπής στα δομικά στοιχεία του χαρακτήρα του, δεν διστάζει να το παραδεχτεί: «Για να ασκήσεις καλή κριτική, πρέπει να αγαπάς. Ο σωστός κριτικός βιβλίου πρέπει να αγαπάει όχι τα βιβλία αλλά τους ανθρώπους […] Όσοι κάνουν κριτική επαγγελματικά, δεν μπορούν να απολαύσουν αυτό που διαβάζουν – θα μου έκανε εντύπωση οι πόρνες να έχουν οργασμό με τους πελάτες τους. Οι κριτικοί είμαστε οι πουτάνες των τεχνών, απλώς λιγότερο έντιμοι.»
Τα ερωτικά άλλωστε είναι και το πεδίο που ο Ανδρέου πάει ένα βήμα πιο μπροστά από τον Καραργύρη. Ίσως απλώς και μόνο επειδή είναι πιο νέος και λιγότερο καμένος στο πεδίο των σχέσεων. Ομολογώ μάλιστα ότι οι ερωτικές σκηνές του Ανδρέου με την εκρηκτική Ντάρσυ, είναι εξαιρετικές και τις ζήλεψα λίγο, όχι για την (συν)ουσία τους, μην παρεξηγηθώ, αλλά για τη δεινότητα της συγγραφέως στην περιγραφή τους (ένα ακόμη δύσκολο εγχείρημα πέρα από το να καταφέρεις να κάνεις τον αναγνώστη να γελάει), σε νουάρ πάντα στιλ αλλά με καλτ πινελιές και χωρίς καμία επιτήδευση.
Η Σαμοθράκη είναι και δεν είναι μια πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας. Γιατί μπορεί μεν η «Ψυχοστασία» να είναι το πρώτο της μυθιστόρημα όμως έχει ήδη αφήσει το στίγμα της στα γράμματα με δύο θεατρικά έργα, το «Γιάφκα Γιασεμί» και το «Ο Φαρμακός» που ανέβηκαν, το 2011 και το 2012 αντίστοιχα, στο Εθνικό Θέατρο σε μορφή αναλογίου. Από το 2010 αρθρογραφεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο αναγνώστης» όπου διατηρεί και τη στήλη «Ημιμαθής και Γουστάρω». Ζει (στον κόσμο της, όπως λέει) στη Μεγάλη Βρετανία.
***
(*) Η Αλεξάνδρα Χαΐνη είναι δημοσιογράφος
Το μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη «Ψυχοστασία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ισνάφι.