Της Κωνσταντίνας Γεωργαντά.
υπαναχωρώ αποσύρομαι βαθμηδόν με λαθραίο τρόπο, αποκηρύττω
υπανδρεία η παντρειά
υπανδρεύω δίδω σε γάμο γυναίκα
ύπανδρος (επί γυναικός) έγγαμος
υπάνθρωπος άνθρωπος κατώτερος ηθικά
Επίτομο Λεξικό Καθαρευούσης Χάρη Πάτση, 1969.
Υπάρχει κάτι το αναμενόμενο στην ακολουθία λέξεων που περιτριγυρίζουν την «υπανδρεία» μιας γυναίκας (όπως καταγράφεται το 1969) καθώς αυτή ξεκινά με μια «υπαναχώρηση» (από τα όποια πρότερα δικαιώματα και κατακτήσεις) και καταλήγει στον «υπάνθρωπο», ενώ η ίδια εκείνη φαίνεται να υπάρχει μόνο ως ορισμός και να λείπει από τον ίδιο τον όρο. Η «υπανδρεία» αν μη τι άλλο οδηγεί, αν ακολουθήσουμε τους παραπάνω όρους, στην απαξίωση. «Οι γυναίκες πάντα θρηνούν τα μικροπράγματα», γράφει η Μέλπω Αξιώτη, «γιατί τους είπανε και το πιστέψανε πως δεν είναι άξιες για τα μεγάλα» (Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;, 1940) Αντίστοιχα, η λέξη «ανύπανδρος» έρχεται μετά από τον «ανυπάκουο» (που ορίζεται ως απειθής, απείθαρχος) και προλογίζει τον «ανύπαρκτο» (αυτός που δεν υπάρχει ή δεν υπήρξε). «Τι τα θες, η ποίηση πια δε φτουράει», όπως γράφει η Τζένη Μαστοράκη το 1978, «Μας τα ’παν κι άλλοι, σου λένε. / Κι έπειτα, έχει κάμποσες να τραγουδήσουν / τη χαρά της μητρότητας.» Υπαναχώρηση, ανυπακοή, ανυπαρξία, ηθική απαξίωση του ανθρώπου∙ έννοιες που, αν και φαινομενικά δηλώνουν αντίσταση (με την έννοια της απειθαρχίας χωρίς λόγο ύπαρξης) ή υποβάθμιση, δείχνουν όμως και το δρόμο προς κάποιες αρετές. Συγκεκριμένα, στη σοφία του να αποσύρεσαι από μια θέση εφόσον την επανεξετάσεις και να μη μένεις στάσιμος σε κάτι που πλέον δε σε πείθει. Στην τόλμη να μην υπακούς σε ό,τι σε θίγει και έτσι να κάνεις ένα πρώτο βήμα προς την αλλαγή της καθεστηκυίας τάξης. Στη διορατικότητα να αναγνωρίζεις πότε κάτι αναγκαίο δεν υπάρχει και έτσι να δημιουργείς τις κατάλληλες περιστάσεις για τη δημιουργία του. Τέλος, στην αίσθηση δικαιοσύνης που σε ωθεί να ζυγίζεις την αξία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά και ανεξάρτητα από το όποιο πολιτικο-κοινωνικό σκηνικό. Αυτές τις αρετές φέρνει στην επιφάνεια η ιστορία της Ζαννιάς Κότσικα, η οποία αν και δε γράφτηκε πρακτικά από τα δικά της χέρια, της αξίζει να τη φανταστούμε να καταγράφεται σε ένα δωμάτιο δικό της (ακριβώς όπως το ονειρευόταν και η Βιρτζίνια Γουλφ για τις γυναίκες το 1928) αφού το βιβλίο Ζαννιά Κότσικα είναι τ’ όνομά μου (επιμέλεια Μαρία Σαμπατακάκη, Τόπος, 2010) μας μεταφέρει αυτούσια τη δική της εμπειρία και ερμηνεία των γεγονότων της ζωής της με τη δική της γλώσσα.
Η Ζαννιά Κότσικα γεννήθηκε στην Ορεινή Αρκαδία το 1912. Εφτά χρονών μένει ορφανή από πατέρα και οχτώ χρονών αρχίζει να δουλεύει στα χωράφια για να βοηθήσει τη μητέρα της και τα δυο μικρότερά της αδέρφια. Το 1930 την παντρεύουν με τον Μπάμπη Ντάρα, δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της, και μαζί έρχονται στην Αθήνα δύο χρόνια μετά. «Οι πόλεμοι τα μέρη μας τα ‘χανε ρημάξει», αφηγείται, «Εφύγανε τ’ αρσενικά παιδιά, χαθήκανε τα χέρια. Αφήκαμε τη γης και ερημώθηκε. Από τότες δεν εσυνήλθαμε.» (σ.74-75) Κερδίζουν κάποια χρήματα από το Λαχείο του Στόλου και ανοίγουν ένα ψιλικατζίδικο στο Μεταξουργείο και ένα εστιατόριο στην Αχαρνών. Αρχίζει να παρατηρεί τα νέα δεδομένα της ζωής στην πόλη, όπως μια ηθική διαφορετική («Με βάλανε και μένα κάτω. Να με μάθουνε βαλσάκι. Και ταγκό. Και ρούμπα. Εντρεπόμουνα. Στο χωριό είχαμε τα δημοτικά. Χέρι με άντρα δεν ακουμπάγαμε. […] Στην Αθήνα άλλες συνήθειες. Σ’ έσφιγγε ο καβαλιέρος από τη μέση. Σ’ ήφερνε γυροβολιές. Όσο να’ναι μου φαινότανε παράξενο.», σ. 93-94) αλλά και τη θέση της γυναίκας η οποία μπορεί να βιοπορίζεται μόνη της:
Ετήραγα την κυρία Ανδρομάχη και την εζήλευα. Είχε ανάστημα. Εψώνιζε στα μανάβικα κι άμα της εδίνανε σκάρτο πράμα, τους το γύριζε πίσω. Είχε δικό της καπελάδικο. Επήγα κι εγώ κι έμαθα την τέχνη. Εδούλεψα. Έκαμα και κομπόδεμα. Ήθελα να ‘χω εφόδια. Να μη βρίσκομαι στην ανάγκη τ’ αντρός μου. Με το χέρι απλωμένο. Είναι μεγάλη σκλαβιά η ζητιανιά. Κι ας είν’ κι απ’ τον άντρα σου. Θέλει σε κρατάει, θέλει σε διώχνει. Κείνος κάνει κουμάντο. (σ. 97)
Η ίδια είναι έτοιμη να αλλάξει αυτό που μέχρι τότε θεωρείτο δυνατό και η διάθεση αυτή είναι που τελικά θα σώσει την οικογένειά της όταν ένας γιος τους θα αρρωστήσει και θα πρέπει να πληρωθεί κλινική, γιατροί και φάρμακα.
Στο μαγαζί έρχονται κατά καιρούς ο πολιτικάντης που θέλει να εξαπατήσει – «Ντυμένος, γυαλισμένος, σένιος. Απ’ τη θωριά του και μόνο, τον εκαταλάβαινες τι λωποδύτης είναι. Εκαθότανε στο μαγαζί και μίλαγε. Πολιτικά μίλαγε. Μαζευόσαντε κόσμος και τον άκουγε. Και τι έλεγε πια; Τρίχες. Βοήθα με φτωχέ να μη σου μοιάσω» (σ. 100) – ή ο πρόσφυγας που γυρεύει τα προς το ζην («Ήταν πρόσφυγας. Μικρασιατης. Οι Αθηναίοι δεν τους εθέλανε στα μέρη τα δικά τους. Τους είχανε για παρακατιανούς. […] Εμείς χωριάτες ήμασταν. Δεν είχαμε τίποτα να μοιράσουμε μαζί τους. Ξένοι ήμασταν και μεις», σ. 110) Η Ζαννιά τοποθετείται καθαρά απέναντι και στους δύο και με την ίδια τόλμη και αίσθηση δικαιοσύνης κρίνει τα τεκτενόμενα την περίοδο του εμφυλίου: «Όχι όπως πολλοί που λέγανε, ‘Κοιτάω τη δουλειά μου εγώ’. Δε συμφωνάγαμε. Ούτε με τους από δω, ούτε με τους από κει. Κανείς δεν είχε ολότελα με το μέρος του το δίκιο. Ήσαν μπλεγμένο το δίκιο του με τ’ άδικο. […] Άνθρωποι φτωχοί, βασανισμένοι, τι είχανε να μοιράσουνε; Σκοτωνόσαντε.» (σ. 140) Προς το τέλος της αφήγησής της μας αποκαλύπτει την κοσμοθεωρία της που δεν είναι άλλη από τη συγχώνευση των διαφόρων αρετών που μας έχουν αποκαλυφθεί ως τότε μέσα από τη ζωή της και τη ματιά της στα πράγματα: «Οι άνθρωποι όλοι είναι αλυσίδα. Φτωχοί, πλούσιοι, δεξιοί κι αριστεροί, κουτσοί, στραβοί, όλων των λογιών τα σουλούπια χρειαζούμενοι είναι. […] Αλλά είναι και μερικοί που πιάνουνε παρά στο χέρι ή όπλο και παριστάνουνε τους καμπόσους. Νομίζουνε τρανέψανε. Και βγάνουνε το κεφάλι απάνω απ’ τους άλλους. Αμ έχει τέλος τ’ ανθρώπου η κουταμάρα;» (σ. 141)
Να γράφει ως μια γυναίκα που έχει ξεχάσει ότι είναι γυναίκα έτσι ώστε οι σελίδες της να είναι γεμάτες από αυτή τη χαρακτηριστική ιδιότητα που δίνεται σε ένα έργο όταν το φύλο δεν έχει συναίσθηση του εαυτού του.[1] Έτσι οραματίζεται το 1928 η Γουλφ τη γυναίκα συγγραφέα η οποία θα μπορεί να αναμετρηθεί ισάξια με το αντίθετο φύλο για το έργο της αφού εκεί θα μπορεί τότε να καταγραφεί ένα γνέψιμο, που έως τότε δεν είχε αποτυπωθεί στο χαρτί, ή εκείνα τα λόγια τα ανείπωτα ή μισο-ειπωμένα, τα οποία δημιουργούνται τη στιγμή της απουσίας του άλλου φύλου∙ η γυναίκα, έγραφε η Γουλφ, θα πρέπει να μπορέσει να μιλήσει για κάτι άλλο αλλά και πάλι να μιλά για εκείνη.[2] Με τέτοια μη συναίσθηση του εαυτού της μας εξιστορεί την ιστορία της η Ζαννιά Κότσικα.
Πέρα από τις βασικές της παρατηρήσεις για τη συμπεριφορά των ανθρώπων σε διαφορετικές καταστάσεις – πολιτική, ξεριζωμός, χρήματα – αυτό που μας προσφέρει η αφήγηση της Ζαννιάς είναι εκφράσεις και μικρές κινήσεις που μας φανερώνουν πτυχές της ζωής της που θα ξέφευγαν από έναν εξωτερικό παρατηρητή. Γνωρίζοντας τη δύναμη που συνοδεύει τη γνώση, κάθεται κάτω από το ανοιχτό παράθυρο στο σχολείο του αδερφού της και μαθαίνει να γράφει και να διαβάζει, όμως, συνάμα, κατανοώντας πως αυτό δεν θεωρείτο προσόν για μια γυναίκα της θέσης της, συνεχίζει να υπογράφει με σταυρό. «Οι γυναίκες αξία δεν είχαμε», σημειώνει, «Σκολείο δεν πηγαίναμε. Εγώ έμαθα γράμματα στα κρυφά. […] Μοναχή μου, χάιντε χάιντε, έμαθα να γράφω και να διαβάζω. Αντίς όμως για υπογραφή, έβανα σταυρό. Έλεγα, ‘Καλύτερα να μη σε ξέρει ο άλλος, τι είσαι, τι δεν είσαι.’» (σ. 97) Ακολουθούμε την ιστορία της καθώς λαμβάνει διάφορους ρόλους – της συζύγου που κουμαντάρει ένα σπιτικό με λιγοστά χρήματα, της μητέρας που στην Κατοχή ταξιδεύει με τρία από τα παιδιά της και έγκυος στο πέμπτο προς το χωριό και προσπαθεί να τα κάνει να ξεχάσουν τις δυσκολίες («Κοίταγα να τα ξεγελάω. Χάιντε να μαζέψουμε εφτούνο το λουλουδάκι, να και μια σαύρα παρέκει.», σ. 124), της γυναίκας που θέλει να κάνει δικό της κομπόδεμα, είναι ο ταμίας του μαγαζιού και κρατάει την ισορροπία στο σπίτι, του ανθρώπου που παρατηρεί τους γύρω του και σε μια άτυπη δίκη στο καφενείο του χωριού για να καταδικαστεί ένας αντάρτης, σηκώνεται και μιλά: «Σεις που επήρατε το ευαγγέλιο στα χέρια σας και γυρεύετε να τον στείλετε στ’ απόσπασμα στ’ όνομα του Θεού, έγκλημα δεν κάμετε; Τις πομπές τις δικές σας δεν τις εθωράτε.» (σ. 137)
Η ιστορία της – καθότι δεν είναι λογοτεχνικό κατασκεύασμα και έτσι δε γνωρίζει την απόλυτη κλιμάκωση – τελειώνει κάπως απότομα για τον αναγνώστη που θα ήθελε να δει την προσωπικότητα της αφηγήτριας να ξεδιπλώνεται παραπέρα. Έχοντας παρακολουθήσει συνοπτικά διάφορα επεισόδια από τη ζωή της και έχοντας ζυγίσει τις αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν σε διάφορες καταστάσεις, το τέλος, με τη Ζαννιά να μπαίνει σε νέες ατυχείς καταστάσεις αφού αναγκάζεται να μετακομίσει και πάλι με την οικογένειά της, είναι μάλλον μια αντι-κλιμάκωση. Βρισκόμαστε σε μια ακόμη μέρα σε ένα σπίτι δίχως πόρτες και παράθυρα: «Άλλο δεν έχει, θυγατέρα. Εφτούνα που ζεις είναι η ζωή σου. Αμέ τι νόμισες;» «Εμόχθησα, εδούλεψα, εκουράστηκα. Πάλι στον γκρεμό θα κρέμομαι; Κουράστηκα». «Τράβα μα ξαπλώσεις λιγάκι, θα τις εσυγυρίσω ‘γω τις μπάμιες, έχει για όλους ο Θεός». (σ. 147-48) Τα καθησυχαστικά λόγια της μητέρας ηχούν λειψά στα αυτιά του αναγνώστη που θα ήθελε η πρωταγωνίστρια να βρίσκει υπέροχες λύσεις σε αξεπέραστα προβλήματα. Όμως η Ζαννιά ουδέποτε ηθικολόγησε και αυτό που διαβάζουμε είναι η ζωή της, η αληθινή και μόνη (όπως τη βίωσε εκείνη ή όπως τη θυμάται). Η τελική σκηνή που διαδραματίζεται μπροστά μας – καθώς η Ζαννιά ρίχνει αλάτι σε ένα ταψί με μπάμπιες και το βγάζει στον ήλιο να τις ξεράνει ο ήλιος – είναι η αναπαράσταση της πεισμωμένης ελευθερίας της σιωπής των γυναικών όταν «αρνούνται να οργιστούν» και, αγέρωχες, δε μιλούν, όπως γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο «Όταν έρχεται ο Ξένος», 1958:
κι όταν έρριχναν το αλάτι στο φαΐ ποτέ δεν ήξερες τι προετοιμάζανε∙
το τσουκάλι, το καζάνι, το τηγάνι,
φορούσαν μια προσωπίδα καπνιά∙ δε μαρτυρούσαν τα μυστικά της γυναίκας, δε μαρτυρούσαν
τα κρυφά τους βότανα, τους συνδυασμούς της μαγειρικής τους, τη μοναξιά τους όταν ψιλοκόβουν το μαϊντανό,
όταν σιδερώνουν στην κάμαρα ως αργά, και τις προφταίνη το φεγγάρι στο ανοιχτό παράθυρο
κι αυτές προσέχουν μην πατήσουν το τετράγωνο του φεγγαριού πάνω στο πάτωμα,
την ώρα που τα σιδερωμένα εσώρουχα, στοίβα στο τραπέζι,
είναι σαν άκοπα φύλλα βιβλίων που εκείνες τα διάβασαν
και ξέρουν όλα τα μυστικά του σώματός μας.
«Εφτούνα που ζεις είναι η ζωή σου», λοιπόν, κι έτσι τα λόγια της μητέρας της Ζαννιάς μας φέρνουν πίσω σε μια πραγματικότητα όπου τα θέματα τα οποία θίγονται μέσω της εξιστόρησης που διαβάζουμε είναι ζητήματα γνώριμα σε εμάς ακόμη. Η έννοια του ξένου («Ξένοι ήμασταν και μεις»), η ανάγκη για οικονομική ανεξαρτησία και αυτοδυναμία («Εδούλεψα. Έκαμα και κομπόδεμα. Ήθελα να ‘χω εφόδια.»), η δύναμη της πολιτικής οξύνοιας («Βοήθα με φτωχέ να μη σου μοιάσω»), η αίσθηση της ανθρώπινης εμπειρίας ως οικουμενικής και η αποφυγή των άκρων («Ήσαν μπλεγμένο το δίκιο του με τ’ άδικο»), καθώς και η διαβρωτική δύναμη της εξουσίας («Αλλά είναι και μερικοί που πιάνουνε παρά στο χέρι ή όπλο και παριστάνουνε τους καμπόσους») ή οι σεξιστικές («Οι γυναίκες αξία δεν είχαμε») ή άλλες διακρίσεις («Οι Αθηναίοι δεν τους εθέλανε στα μέρη τα δικά τους. Τους είχανε για παρακατιανούς»), ηχούν στα αυτιά μας ξανά και ξανά με διάφορους χρωματισμούς. Θέματα σημαντικά για μια γυναίκα που θα έπρεπε να θρηνεί τα μικροπράγματα∙ «Εμάς οι ευκολίες συχνά μας τρομάζανε / τόσο πολύ μεγάλη σημασία δώκαμε στη ζωή» (Μέλπω Αξιώτη, «Σύμπτωση», 1939).
Μια γυναίκα ευαίσθητη στις κακουχίες των άλλων καθότι και η ίδια προϊόν προς εκμετάλλευση κι έτσι αρμόδια να μας μιλήσει για τους χίλιους τρόπους με τους οποίους το άτομο υποτιμάται και υποβιβάζεται. Η ιστορία της είναι σημαντική ακριβώς γιατί βάζει τον άνθρωπο στο επίκεντρο και, καθώς τελειώνει με την έννοια του κυκλικού χρόνου που συνεχώς επαναλαμβάνεται, μας μεταφέρει το επείγον του μηνύματός της στο σήμερα. Κινήσεις που επαναλαμβάνονται είναι εύκολα αναγνωρίσιμες και έτσι γνώριμες από την κόρη στη μάνα και από τη μάνα στην κόρη. «Δεν είναι λοιπόν απουσία / το άνοιγμα του παράθυρου ή του λάκκου μπρος στον ουρανό. Δεν είναι απουσία ο καλπασμός του αλόγου / η αντικατάσταση των μαραμένων λουλουδιών με φρέσκα λουλούδια στο ποτήρι / με φρέσκο νερό το πλύσιμο του ποτηριού», όπως συνεχίζει ο Ρίτσος, «κ’ η μια χειρονομία που διαδέχεται την άλλη – ποια αμαρτία; / Όλα πορεύονται κάπως κυκλικά επιστρέφουν / σ’ ένα πιο πάνω επίπεδο τα ξανασυναντούμε».
Η Ζαννιά δεν εκφράζει την απόλυτη εξάρτησή της από τον άντρα της, αφού κατά τη διάρκεια της ιστορίας της έχει συναίσθηση της αξίας της για την οικογένεια και για εκείνον αν και αναγνωρίζει τους περιορισμούς της ως γυναίκα στην περίοδο την οποία ζει αλλά και τις διαφορές της δικής της ζωής με αυτές άλλων γυναικών της πόλης που έχουν δικά τους οικονομικά μέσα. Εξού και εάν κοιτούσαμε να συνοψίσουμε την ιστορία της δε θα πήγαιναμε στο ποίημα «Η άνθρωπος» (1973) της Ζωής Καρέλλη («Εγώ, γυναίκα, η άνθρωπος, / ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε, / ήταν ως τώρα του ανδρός / και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω») αν και το τέλος του, «εγώ πια δεν του ανήκω / και πρέπει μονάχη να είμαι, / εγώ, η άνθρωπος», δείχνει το σημείο από το οποίο θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε το έργο μας, κι αυτό επειδή η εξιστόρηση που διαβάζουμε έχει έντονο το στοιχείο του εγώ αφού βλέπουμε την αφηγήτρια και πρωταγωνίστρια να αυτενεργεί και να εννοεί το προσωπικό ως πολιτικό. Σε κάθε περίπτωση, «εγώ, η άνθρωπος» είναι η αναγνώριση της μοναδικής σημασίας της κάθε ξεχωριστής ιστορίας του καθενός από εμάς, πράξη επαναστατική σήμερα που, όπως σημειώνει ο Γιώργος Κατσαμπέκης, «είμαστε σχεδόν όλες και όλοι μας οιονεί homines sacri», καθώς απογυμνωνόμαστε από βασικά συνταγματικά μας δικαιώματα και ελευθερίες, την ίδια στιγμή που δίπλα μας γεννιούνται «αρχετυπικές μορφές του homo sacer», όπως αυτό βιώθηκε στην περίπτωση των οροθετικών γυναικών το 2013.[3] Αυτό που διαβάζουμε είναι έτσι μια ατομική ιστορία που όμως συνάμα γίνεται συλλογική μνήμη χωρίς να χάνει την μοναδική της ξεχωριστή ιδιότητα ως η ιστορία μιας γυναίκας που γεννήθηκε στην ορεινή Αρκαδία το 1912. Το ατομικό καθορίζεται από την αξία του μέσα στη συλλογική εμπειρία και αναβαθμίζεται ως καταλυτικό κομμάτι αυτής της εμπειρίας αφού σώζεται από τη λήθη και γίνεται αναπόσπαστο μέρος της. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε, παραφράζοντας ολίγον κάποιες γραμμές του Ρίτσου, πως η Ζαννιά «Ανάμεσα σε τόσες αρνήσεις / βρήκε μια λέξη καταφατική / δική [της] – / αυτήν που ανήκει / σε όλους μας».
Ένα δωμάτιο λοιπόν για τη Ζαννιά Κότσικα από την ορεινή Αρκαδία, ένα για τη Λενάκι από τα Αμπελάκια Θεσσαλίας, άλλο ένα για την Ιρίνα Τίσκνα-Ειρήνη Γκίνη από το Ρουσίλβο της Έδεσσας, ένα για τη Λέλα Καραγιάννη από τη Λίμνη Ευβοίας, αλλά και ένα για την κα Ελευθερία από τη Λίμνη Πλαστήρα, μητέρα της Σπυριδούλας, της Βαγγελιώς, του Αποστόλη και του Μπάμπη. Ένα, κι άλλο ένα.
INFO: Ζαννιά Κότσικα είναι τ’ όνομά μου, επιμέλεια: Μαρία Σαμπατακάκη, εκδόσεις Τόπος
[1] Virginia Woolf, “A Room on One’s Own”, in A Room on One’s Own and Three Guineas, Oxford: Oxford University Press, 1992, 121: “She wrote as a woman, but as a woman who has forgotten that she is a woman, so that her pages were full of that curious sexual quality which comes only when sex is unconscious of itself.”
[2] ibid., 110: “Set to work to catch those unrecorded gestures, those unsaid or half-said words, which form themselves, more palpably than the shadows of moths on the ceiling, when women are alone, unlit by the capricious and coloured lights of the other sex […] talk of something else, looking steadily out of the window, and thus note, not with a pencil in a notebook, but in the shortest of shorthand, in words that are hardly syllabled yet, what happens when Olivia […] feels the light fall on it, and sees coming her way a piece of strange food – knowledge, adventure, art.”
[3] Γιώργος Κατσαμπέκης, «Σκέψεις πάνω στα οροθετικά ερείπια: Με αφορμή ένα ντοκιμαντέρ», Αναγνώσεις Κυριακάτικης Αυγής (16 Νοεμβρίου 2013). Διαθέσιμο από: http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_4143.html