Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν- Η Τζο και η Φράνσι στο παρελθόν

0
2296

 

 

Της Γεωργίας Συλλαίου. (Εφηβικό κλασικό βιβλίο, Μέρος Β΄)Μία προσωπική ανάγνωση του βιβλίου της Μπέτυ Σμιθ.

Η δωδεκάχρονη Τζο διαβάζει την ιστορία της ενδεκάχρονης Φράνσι. Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν. Δεν γνωρίζει ακόμη τί είναι ακριβώς το Μπρούκλιν, αλλά γνωρίζει πολλά άλλα πράγματα που μοιάζουν με ό,τι συμβολίζει το Μπρούκλιν – αυτό θα το καταλάβει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου.

Η Τζο διαβάζει και διαβάζει. Όπως και η Φράνσι. Και τα δύο κορίτσια έχουν το ίδιο καταφύγιο: την φανταστική= απολύτως υπαρκτή δική τους πραγματικότητα. Κάθε επαφή με την αντικειμενική πραγματικότητα σημαίνει γι αυτές μια γρατσουνιά ή ένα ακόμη μεγαλύτερο τραύμα.

Όσο προχωρεί η ανάγνωση τα δύο κορίτσια γνωρίζονται. Δεν χρειάζεται να μιλήσουν, δεν χρειάζεται να πάνε σε τραυματικές εφηβικές γιορτές μαζί.  Άλλωστε η μία είναι η σκιά της άλλης και οι σκιές δεν μιλούν μεταξύ τους .

Τα ρούχα τους είναι είτε φτηνά, είτε μεταχειρισμένα και οι πλάγιες ματιές των άλλων κοριτσιών με τα βελούδινα φορέματα και τους αβρούς τρόπους , πληγώνουν. Όμως η Φράνσι και η Τζο ζουν σε έναν άλλο κόσμο, με άλλα χρώματα, με άλλη γεύση και κυρίως με άλλες σκέψεις. Αυτός ο κόσμος είναι απροσπέλαστος για τις κοπέλες που θα θελήσουν έστω και να τον κρυφοκοιτάξουν με μοναδικό όπλο τα γυαλιστερά χτενίσματα και τα μεταξωτά ρούχα.

Η Φράνσι δεν έχει φίλες. Κάπου βαθιά μέσα της γνωρίζει ήδη ότι η συναισθηματική επένδυση είναι επικίνδυνη, μπορεί να την οδηγήσει έως και στην ικεσία. Η μικρή σιχαίνεται την ικεσία όσο σιχαίνεται η μητέρα  της  ( η Κέιτι Ρόμελι) την φιλανθρωπία. Είναι η πρώτη διαφορά που εντοπίζει η Τζο μεταξύ τους: αυτή επενδύει και τρώει αναφανδόν τα μούτρα της, κάνει μήνες να συνέλθει από την αναλγησία των ανθρώπων. Κι άλλος ένας λόγος να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει το βιβλίο, να γίνεται η σκιά της ηρωίδας που διαβάζει τα βιβλία της στη σκιά του μοναδικού δέντρου που μεγαλώνει στη φτωχογειτονιά που ζεί. Αυτό το δέντρο αγαπά τους μη κατέχοντες και τους ιδιόρρυθμους.

 

Αίφνης η Τζο αντιλαμβάνεται ότι ο πατέρας της Φράνσι τής είναι πιο οικείος κάποιες φορές ,ακόμη περισσότερο και από την ίδια την Φράνσι. Ο Τζόνι Νόλαν,  είναι Ιρλανδός και θέλει να ζήσει χωρίς να έχει ευθύνες. Είναι μόλις 26 χρονών και έχει ήδη μία σύζυγο και δύο παιδιά.

Ο Τζόνι δουλεύει ως σερβιτόρος και ταυτοχρόνως τραγουδά. Όταν δεν έχει δουλειά, πίνει και πίνει και ξαναπίνει. Η ζωή του απέχει πολύ από τα όνειρά του.

Η Κέιτι, η μητέρα της Φράνσι προκαλεί έως και απέχθεια στην Τζο. Όχι ακριβώς η ίδια, αλλά ο τρόπος που ζει. Σκοτώνεται στη δουλειά, τρίβει πατώματα, καθαρίζει τα σπίτια ακόμη και όταν η τρίτη εγκυμοσύνη της δεν της το επιτρέπει, είναι ακατάβλητη.

Ο Τζόνι  (όπως και η Τζο) δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει ένας άνθρωπος να είναι ακατάβλητος. Δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει κάποιος να υποστεί όλη αυτή την αναίτια κούραση, να ανεχθεί τόσες κι άλλες πολλές προδοσίες των ονείρων του.

Διότι η  χώρα των ονείρων του τον υποδέχεται μέσα από τις πιο αληθινές ψευδαισθήσεις. Ο Τζόνι αρνείται να μεγαλώσει και πεθαίνει στα τριαντατέσσερά  του χρόνια.

Ο Τζόνι Νόλαν τα κάνει μονίμως όλα μαντάρα. Γίνεται ο περίγελως των παιδιών της γειτονιάς, είναι ο τέως μεγάλος έρωτας και νυν μεγάλος μπελάς της γυναίκας του, αλλά όταν πεθαίνει, η Τζο βλέπει έναν ξανθό άγγελο να ταξιδεύει στον ουρανό, απαλλαγμένο από τον παράλογο πόνο και τον ασυγχώρητο κόπο της πραγματικής ζωής.

Ο Τζόνι περιγράφει το άγγιγμα της μανόλιας. Δεν έχει δει ποτέ του μανόλια. Μιλάει για εξωτικές χώρες τις οποίες ουδέποτε έχει επισκεφθεί. Η Φράνσι και η Τζο τον ακούν μαγεμένες, γιατί ο Τζόνι  μπορεί να μεταμορφώσει ένα παγωμένο δωμάτιο σε μια ανθισμένη βεράντα.

Τα κορίτσια διασκεδάζουν με τη θεία Σίσσυ, το βαρύ της άρωμα και την ανεμελιά της. Η Σίσσυ υπονομεύει την άσκοπη ηθική και χορεύει στους δικούς της ρυθμούς. Όπως και ο θείος Έντι  που στο τέλος τινάζει στον αέρα την οικογενειακή καθεστηκυία τάξη. Γίνεται ο άνθρωπος –ορχήστρα, καταφέρνει να παίζει τρία όργανα μαζί και περιφέρεται ελεύθερος στους δρόμους του Μπρούκλιν. Του πετάνε δεκάρες, αλλά είναι ελεύθερος. Ελεύθερος όπως είναι ελεύθερη και η λυτρωμένη ψυχούλα του Τζόνυ Νόλαν.

Μέσα στις μυρωδιές και στις ιστορίες, το επίμονο δέντρο μεγαλώνει.

Το δέντρο που αγαπά τη φαντασία και χρυσώνει τη φτώχια. Είναι το δέντρο του Καλού και τίποτε ποταπό δεν μπορεί να το αγγίξει: τα δύο κορίτσια το ξέρουν καλά αυτό, όταν παίρνουν τα βιβλία τους, ένα ποτήρι νερό, λίγες καραμέλες και κάθονται στη σκιά του για να συναντηθούν επιτέλους με την ευτυχία. Η Φράνσι και η Τζο ( ναι,  η Τζο το καταφέρνει πλέον  αυτό) δεν χρειάζονται φίλες, δεν αγαπούν τις γυναίκες.

Η εσωτερική τους ζωή είναι τόσο έντονη που δεν χωρά καμμία σαχλή παρηγοριά.

Πολύ νωρίς το Κακό συναντά τη Φράνσι με τη μορφή ενός ανθρώπου που  αγγίζει και πολλές φορές το άγγιγμά του σκοτώνει τα κοριτσάκια. Λίγο πριν, η Τζο έχει συναντήσει τον ίδιο άνθρωπο καθώς κατεβαίνει στην παραλία, χαμένη στις σκέψεις της μετά το διαγώνισμα της Ιστορίας. Η συνάντηση της Τζο με το Κακό είναι για γέλια και για κλάματα: το κορίτσι έχει ακούσει τη λέξη «μπουρδέλο» αλλά δεν ξέρει τι είναι αυτό και επίσης έχει ακούσει ότι στην οδό Δαγκλή πίσω από το σχολείο της έχει πολλά «μπουρδέλα». Επειδή το όλο θέμα δεν κεντρίζει το ενδιαφέρον της, της διαφεύγουν τα γελάκια και τα υπονοούμενα των άλλων κοριτσιών. Αποφασισμένη να μην μεγαλώσει ποτέ, αρνείται να εισέλθει στον κόσμο της ενηλικίωσης και επομένως αγνοεί αρκετά από την «άλλη»πραγματικότητα. Επομένως όταν ο ξένος ρωτάει την Τζο «Κοριτσάκι ξέρεις αν εδώ κοντά υπάρχει κάνα μπουρδέλο;» αυτή απαντά πρόθυμα «Βεβαίως, έχει πολλά στην οδό Δαγκλή, ίσια θα πάτε και μετά στρίψτε δεξιά».

Όταν αντιλαμβάνεται τι πάει να συμβεί το βάζει φυσικά στα πόδια και κλείνεται όλη τη μέρα στο δωμάτιό της τρίζοντας τα δόντια από τον τρόμο και σφίγγοντας την αγαπημένη της γάτα. Η Φράνσι αντιθέτως παλεύει σθεναρά με τον εισβολέα της αθωότητάς της και η μητέρα της τον πυροβολεί –κάτι που δεν θα έκανε ποτέ η μητέρα της Τζο, διότι η μητέρα της Τζο είναι μια ονειροπαρμένη που βρέθηκε παντρεμένη χωρίς να το καταλάβει.

Όσο προχωρεί το βιβλίο η Φράνσι μεγαλώνει και μπαίνει αποφασιστικά στο «παιχνίδι της ζωής». Ανταγωνίζεται, παλεύει, οργανώνεται, νικά, ερωτεύεται. Η Τζο έχει μείνει στα δώδεκα και όλα αυτά όχι απλώς της είναι ξένα, αλλά και ολίγον βαρετά. Ξεφυλλίζει απρόθυμα τις τελευταίες σελίδες, όπου η Φράνσι σουλατσάρει  με μαύρα δαντελωτά εσώρουχα, όπου η Φράνσι κλαίει για έναν άτυχο έρωτα, όπου η Φράνσι σχεδόν χαμογελά στον καινούργιο μπαμπά της.

Το παρελθόν είναι απλώς παρελθόν για την Φράνσι, ενώ για την Τζο είναι η μοναδική της πατρίδα. Ακόμη και το παρελθόν των άλλων.

Και ενώ η Φράνσι εγκαταλείπει το Μπρούκλιν, περνάει για τελευταία φορά τη γέφυρα και με ανοιχτή καρδιά υποδέχεται την υπέροχη νέα ζωή στην υπέροχη πάντα νέα πατρίδα της, η πάντα μικρούλα Τζο παίρνει τη θέση της κάτω από το Δέντρο και χωρίς τίποτε να αποσπά την προσοχή της, ξεκινά την ανάγνωση ενός άλλου βιβλίου.

Δεν θα συγχωρήσει την ενηλικίωση της φίλης της.

Με τη γενναιότητα του μοναχικού, θα βρει τις πατρίδες που οι ενήλικες είτε αγνοούν, είτε, ακόμη πιο σκληρό και άδικο κατ’ αυτήν, ελησμόνησαν.

 

INFO:

Μπέτυ Σμιθ

Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν

Μετ. Πόλυ Μοσχοπούλου

Eκδ. Αναστασιάδη

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ θαυμαστός κόσμος της «τριλογίας» του Ιουλίου Βερν
Επόμενο άρθροΚαλό Πάσχα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ