της Δήμητρας Ρουμπούλα
Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Νταβίντ Γκρόσμαν, «Ένα άλογο μπαίνει σ΄ ένα μπαρ», αφορά στο μοναδικό από τα πολλά ανέκδοτα που δεν ολοκληρώνεται στην αφήγηση. Μα ο Γκρόσμαν έγραψε ένα κωμικό μυθιστόρημα; Κάθε άλλο, κάτι τέτοιο θα ήταν απλώς αστείο για έναν συγγραφέα τόσο υψηλής ηθικής υπευθυνότητας, στρατευμένο στην υπεράσπιση ενός βαθύτερου ανθρωπισμού και στην εξεύρεση ειρηνευτικής λύσης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Έναν συγγραφέα που έχει γράψει το συγκλονιστικό αντιπολεμικό στην ουσία του αριστούργημα «Στο τέλος της γης», με μια δραματική ιστορία που η μοίρα θέλησε να βιώσει κι ο ίδιος με την απώλεια του γιού του σε μια σύρραξη στα σύνορα με τον Λίβανο.
Το «Ένα άλογο μπαίνει σ΄ ένα μπαρ» (εκδ. Ψυχογιός), με το οποίο ο Γκρόσμαν τιμήθηκε με το Man Booker International Prize το 2017, δεν είναι κωμικό μυθιστόρημα, απλώς ο κεντρικός ήρωας είναι ένας σταντ απ κομίντιαν. Περισσότερο μοιάζει με παραβολή για την απώλεια των γονιών και τις απώλειες ενός έθνους. Και όπως κάθε καλή παραβολή, απαιτεί από τον αναγνώστη να δείξει προσοχή ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόημά της. Στο τέλος, θα έχει βιώσει μια απροσδόκητη αναγνωστική απόλαυση.
Ο συγγραφέας με αριστοτεχνικό τρόπο βάζει σε μια «δοκιμασία» τον αναγνώστη, καλώντας τον να κατανοήσει τι είναι πραγματικά ο κεντρικός ήρωας, μέχρι τελικά να τον αγαπήσει. Ο 57χρονος σταντ απ κωμικός Ντόβαλε Γκρινστάιν, ο οποίος έχει την ίδια ηλικία με το κράτος του Ισραήλ και βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας, είναι ένας κακοφτιαγμένος τύπος, κυνικός, χυδαίος, επιθετικός, με βασανισμένη έκφραση, που εμφανίζεται σε καταγώγια τις νύχτες και κάνει το σόου του. «Κυρίες και κύριοι υποδεχτείτε με χειροκροτήματα τον Ντόβαλε Τζι». «Ζαρωμένος σαν πίθηκος», με ξεθωριασμένη μακό μπλούζα και καουμπόικες μπότες με ψηλά τακούνια, ο άνθρωπος επί σκηνής σαρώνει με το βλέμμα όσους κάθονται στην αίθουσα ενός υπόγειου μπαρ στη Νατάνια, χοροπηδάει και λέει κακόγουστα αστεία. Άλλοτε επιλέγει πρόσωπα από το κοινό και τα χλευάζει– «καταπληκτικό μπότοξ και μια αλόγιστη μείωση στήθους», λέει σε μια γυναίκα – κι άλλοτε διακωμωδεί την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα του Ισραήλ – «…πράγματι βρίσκομαι στη Νατάνια και μάλιστα χωρίς αλεξίσφαιρο γιλέκο;» ή «Μια στιγμή, και ποιος έμεινε να βαράει τους Άραβες;», εκτοξεύει προς αυτούς που ήρθαν από οικισμούς οι οποίοι βρίσκονται υπό ισραηλινή κατοχή. Δεν περιορίζεται σ΄ αυτά. Σκοντάφτει πάνω στις φρίκες του Ολοκαυτώματος ή επαινεί δήθεν τις διαγνωστικές ικανότητες του ναζί δρα Μένγκελε, προκαλώντας αμηχανία.
Το κοινό – μια διατομή της κοινωνίας, αποτελούμενο από στρατιωτικούς και απόστρατους μέχρι νοικοκυρές, από ηλικιωμένους μέχρι νέους, μόνους ή ζευγάρια – χασκογελά με τα ανώδυνα αστεία, αλλά με εκείνα που ξύνουν πληγές αντιδρά ποικιλοτρόπως. Στην καλύτερη περίπτωση αναρωτιέται για το τι συμβαίνει εκεί. Ανάμεσά τους και ο αφηγητής του βιβλίου, ο συνταξιούχος Αβισάι Λαζάρ, πρώην ανώτερος δικαστής και άλλοτε συμμαθητής του κωμικού, ο οποίος, όπως και μια μικροσκοπική γυναίκα, τον θυμούνται ως ένα ιδιαίτερο παιδί που σε δύσκολες καταστάσεις περπατούσε με τα χέρια. Παρότι άνθρωπος που «με το ζόρι θυμάται τον ήχο του γέλιου του», ο Λαζάρ έχει αποδεχτεί την ανεπάντεχη τηλεφωνική πρόσκληση του ξεχασμένου Ντόβαλε, με αίτημα να του πει στο τέλος της παράστασης «τι βγάζει προς τα έξω».
Πεινασμένο για αστεία, το κοινό γίνεται επιθετικό και εχθρικό όταν ο Ντόβαλε αρχίζει, στα μέσα του μυθιστορήματος, να ξεδιπλώνει την προσωπική του ιστορία, το τραύμα του. «Υποδεχτείτε, αδέλφια μου, την πιο τρελή και αστεία μέχρι δακρύων ιστορία της πρώτης μου κηδείας». Ένα χιούμορ από την άκρη του τάφου. Στα δεκατέσσερά του, εστάλη σε μια στρατιωτική κατασκήνωση, που προετοιμάζει τους νέους για τη θητεία τους στον ισραηλινό στρατό. Κάποια ημέρα οι στρατιωτικοί υπεύθυνοι της κατασκήνωσης έδωσαν με τον τρόπο τους τέρμα στην παιδική του ηλικία, λέγοντάς του ωμά ότι πρέπει να μεταβεί επειγόντως στην Ιερουσαλήμ για μια «οικογενειακή κηδεία». Καθ΄ όλη τη διάρκεια της πολύωρης διαδρομής από τον νότο προς την Ιερουσαλήμ, μέσα σε ένα καμιόνι, με οδηγό έναν αρχιλοχία, το παιδί σκέφτεται ποιος από τους δύο γονείς πέθανε. Ποιόν θέλει ο ίδιος να σώσει; «Υπάρχει διαφορά μεταξύ ορφανού χωρίς πατέρα και ορφανού χωρίς μητέρα;» Ο οδηγός, ένας αδιάφορος τύπος, αν και στο τέλος γίνεται προστατευτικός, σε όλη τη διαδρομή λέει συνεχώς ανέκδοτα. Ο έφηβος, που βιώνει στο πετσί του την αδιαφορία των άλλων, οδηγείται σε έναν κόσμο όπου το χιούμορ είναι η πιο ανθεκτική μορφή θωράκισης.
Καθώς χτίζεται η δράση, ο Ντόβαλε ματώνει πάνω στη σκηνή, περνά σε ένα είδος ηφαιστειακής έκρηξης. Σπάει τα γυαλιά του, βιώνει την ύπαρξή του ως τα άκρα, αλλά το κοινό, σοκαρισμένο, διαμαρτύρεται και εγκαταλείπει την αίθουσα. Με άλλα λόγια, αδιαφορεί για το δράμα του. «Ήρθαμε να γελάσουμε, και αυτός μας κάνει τη μέρα Ολοκαύτωμα. Άσε που αστειεύεται με το Ολοκαύτωμα». Ο Λαζάρ, από την άλλη, μοναχικός από μικρός και με εύθραυστη προσωπική ιστορία, πλην όμως μακριά από τις πληγές της φυλής, σε αντίθεση με τον Ντόβαλε, αρχίζει να νιώθει ενοχή για σιωπή του στα συλλογικά βάσανα του φίλου του. Υπήρξε μάρτυρας του περιστατικού στην κατασκήνωση, όταν εκείνος έμπαινε στο όχημα για την «οικογενειακή κηδεία» και αυτός δεν έτρεξε να του συμπαρασταθεί. Η «ετυμηγορία» που υποσχέθηκε να του δώσει, μετά την παράσταση, συνδυάζεται με μια «ετυμηγορία» για τον ίδιο του τον εαυτό, μια ενδοσκόπηση της δικής του ζωής, από τα περιπλανώμενα παιδικά χρόνια λόγω της δουλειάς του πατέρα του, μέχρι την πορεία του μέσα στα γρανάζια της ισραηλινής δικαιοσύνης, την πεθαμένη γυναίκα του και τη μοναξιά του.
Ο Γκρόσμαν μπορεί να κάνει κάποιες υποχωρήσεις προς τον αναγνώστη που αποζητά λίγο χιούμορ σε ένα βιβλίο με πρωταγωνιστή έναν κωμικό, ωστόσο, ο στόχος του είναι άλλος. Το «Ένα άλογο μπαίνει σ΄ ένα μπαρ» δεν είναι ένα βιβλίο για το σταντ απ, αυτό «είναι τελικά μια αρκετά αξιοθρήνητη διασκέδαση, ας είμαστε ειλικρινείς, και ξέρετε γιατί; Γιατί ο κόσμος μυρίζει τον ιδρώτα μας! Την προσπάθειά μας να βγάλουμε γέλιο», όπως λέει ο Ντόβαλε. Αλλά ένα βιβλίο για την τέχνη και τη σχέση της τέχνης με τον πόνο της απώλειας. Μέσα από τον χαρακτήρα του δικαστή Λαζάρ, είναι επίσης ένα βιβλίο για τον ρόλο μας ως θεατών, για το τι σημαίνει να είσαι μέλος ενός ακροατηρίου. «Πώς τα κατάφερε, πώς, μέσα σε τόσο λίγη ώρα, κατάφερε να μετατρέψει το κοινό, και κατά κάποιο τρόπο κι εμένα, σε πρόσωπα οικεία στην ψυχή του; Ακόμα και σε ομήρους της», αναρωτιέται ο δικαστής.
Το κοινό στην πλειοψηφία του δεν παραμένει βέβαια όμηρο για πολύ. Όσο ο Ντόβαλε απελευθερώνει από μέσα του τις πιο ειλικρινείς και τρομακτικές ιστορίες της ζωής του, «ένα μικρό σουβενίρ» λέει, τόσο αυτό αδιαφορεί για τις πληγές του. Στην αρχή παρασύρεται και μπαίνει στον πειρασμό «να κρυφοκοιτάζει την κόλαση του άλλου», μετά γυρίζει την πλάτη, θέλει ανέκδοτα. «Είναι ένα που με πεθαίνει… Ένα άλογο μπαίνει σε ένα μπαρ…», αρχίζει ο Ντόβαλε. Αλλά το ανέκδοτο δεν το ολοκληρώνει, πρέπει να μιλήσει για τα τραύματά του, για τον κατεργάρη πατέρα, από τον οποίο η αγάπη έβγαινε με το τσιγκέλι, για την όμορφη και γλυκιά μάνα, της οποίας η αγάπη ήταν ξεκάθαρη, για τα βαριά φορτία που κουβαλούσαν, ειδικά η μάνα, από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μπροστά τους η νέα πατρίδα, το Ισραήλ, οι πολεμικές συγκρούσεις, η κατοχή… Όλο αυτό είναι ένα υλικό που έχει διερευνηθεί πολύ από τον Γκρόσμαν, αλλά ποτέ δεν το παρουσίασε συνδυάζοντάς το με κωμικά στοιχεία.
Εκτός λοιπόν από βιβλίο για την αδιαφορία των άλλων είναι κι ένα βιβλίο για το Ισραήλ και για κοινωνίες που δυσλειτουργούν. Ο Γκρόσμαν, όπως ο ήρωάς του, μας οδηγεί σε πολλές αλήθειες σε μια εποχή ψεμάτων και αδικιών. Ιδού λοιπόν η απάντηση στα ερωτήματα του δικαστή στην αρχή της παράστασης του κλόουν: «Τι τους δίνει; Τόσο γυμνός και αξιολύπητος, τι έχει να τους δώσει;», «Τι πωλεί ο εαυτός του;»
Η ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και τραγικό που έχει επιτύχει ο Νταβίντ Γκρόσμαν είναι αξιοθαύμαστη. Μια λεπτή ισορροπία που δημιουργεί ασύλληπτη ένταση. Τίποτα στο κείμενο δεν μοιάζει ξένο, ούτε ένα σημείο στίξης, ούτε μια λέξη, ούτε μια σταγόνα από τον ιδρώτα του Ντόβαλε στη σκηνή, του ήρωα που έχει όλα τα φόντα να καταγραφεί στο πάνθεον των λογοτεχνικών ηρώων. Ακόμα και η απεικόνιση της κοινωνίας του Ισραήλ φαίνεται πλούσια και πλήρης. Εξαιρετική η μεταφορά του μυθιστορήματος στα ελληνικά από τη Λουίζα Μιζάν, η οποία έχει μεταφράσει και το «Στο τέλος της γης» (εκδ. Καστανιώτης) και γνωρίζει πώς να συμβαδίζει με το ύφος και την τεχνική του σπουδαίου Ισραηλινού συγγραφέα.
info: «Ένα άλογο μπαίνει σ΄ ένα μπαρ» Νταβίντ Γκρόσμαν, εκδ. «Ψυχογιός», μτφρ. Λουίζα Μιζάν, σελ. 304