Γιάννης Ν. Μπασκόζος
Πρόσφατα εκδόθηκε από το ΜΙΕΤ όλο το έργο του Δημήτρη Καπετανάκη, ενός άγνωστου εν πολλοίς στη χώρα του δοκιμιογράφου, φιλοσόφου, ποιητή. Μια πολύπλοκη προσωπικότητα που πέθανε νωρίς, αν σκεφτούμε ότι όλο το έργο του δημοσιεύτηκε μεταξύ 1932-1944, αλλά άφησε πίσω του μεγάλο σε ποιότητα και ποσότητα έργο. Αυτό το έργο-άθλο το κρατάμε στα χέρια μας και το οφείλουμε κυρίως στην Εμμανουέλα Κάντζια, ερευνήτρια και σήμερα καθηγήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, η οποία επιμελήθηκε δεκάδες κείμενα του Καπετανάκη (δοκίμια, βιβλιοκριτικά και τεχνοκριτικά σημειώματα, διαλέξεις, μεταφράσεις, ποίηση) που δημοσιεύονται σε πέντε τόμους. «Ο Δημήτριος Καπετανάκης», έγραφε το 1944 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος, ένας απόλυτος Έλλην, ένας Άγγλος ποιητής, ένας περιπλανώμενος διαβάτης της Οικουμένης. […] τα γραφτά του, οι φιλίες του, τα βήματά του, οι πατρίδες του, ο θάνατός του είναι μια εισαγωγή σε κάτι απέραντο. Αυτό, ακριβώς, το απέραντο πρέπει να γευθούν με κάποιο τρόπο όσοι μπορούν».
Η ζωή του Δημητρίου Καπετανάκη θα αποτελούσε το υλικό μιας συναρπαστικής βιογραφίας: οι διαδοχικοί ξεριζωμοί και οι μετακινήσεις (από τη Σμύρνη στην Αθήνα, στη Χαϊδελβέργη, πίσω στην Αθήνα, στο Καίμπριτζ και το Λονδίνο)∙ οι φιλοσοφικοί, λογοτεχνικοί και εκδοτικοί κύκλοι στους οποίους κινήθηκε: ο κύκλος του Αρχείου Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών αλλά και η παρέα των Νέων Γραμμάτων, ο Καρλ Γιάσπερς, οι γεωργιανοί, ο κύκλος του Μπλούμσμπουρη – ο Τζον Λέμαν, η Ήντιθ Σίτγουελ, ο Στήβεν Σπέντερ, ο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ∙ τα συναρπαστικά χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Καίμπριτζ και το βομβαρδιζόμενο Λονδίνο κατά τα οποία γίνεται ο «Έλληνας ποιητής στην Αγγλία»∙ ο πρόωρος θάνατος λίγο πριν τη λήξη του πολέμου.
Στον πρώτο τόμο των Απάντων του Καπετανάκη, συγκεντρώνεται όλο το δημοσιευμένο από τον ίδιο έργο που λίγο πολύ μας ήταν ήδη γνωστό, παρότι κυκλοφορούσε αποσπασματικά. Ο δεύτερος τόμος που κυκλοφόρησε φέτος περιλαμβάνει τα κατάλοιπα του συγγραφέα. Ένα μεγάλο μέρος καταλαμβάνουν οι διαλέξεις του στον «Ασκραίο», τη «σχολή ανωτέρας λογοτεχνικής μορφώσεως» που είχε ιδρύσει ο Ιωάννης Συκουτρής με την Τζούλια Αμπελά Τερέντσιο και όπου ο Καπετανάκης δίδαξε μετά την επιστροφή του από τη Χαϊδελβέργη, ανάμεσα 1936-1939. Εκεί -Δραγατσανίου 6, στην πλατεία Κλαυθμώνος – έκανε μαθήματα για την αισθητική, τη φιλοσοφία, την ιστορία της φιλοσοφίας, για μεγάλες φυσιογνωμίες της ιστορίας των ιδεών και της τέχνης στη Δύση.
Η Εμμανουέλα Κάντζια μιλώντας στον Αναγνώστη μάς δίνει μερικά στίγματα για τη σημασία του έργου του Δημήτρη Καπετανάκη.
Ποια είναι η θέση του Καπετανάκη στην ελληνική γραμματεία ; Με ποιους συμπορεύεται;
Ο Καπετανάκης εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα τη δεκαετία του 1930. Με χρονολογικά κριτήρια θα μπορούσαμε να τον εντάξουμε στη λεγόμενη Γενιά του Τριάντα – και πράγματι διατηρεί δεσμούς με την ομάδα των Νέων Γραμμάτων (Κατσίμπαλη, Καραντώνη, Σεφέρη), όπως και με τον Ελύτη και τον Θεοτοκά. Τα ενδιαφέροντά του ωστόσο έχουν φιλοσοφική αφετηρία, γι’ αυτό και δεν αφομοιώνεται ποτέ στους κύκλους αυτούς. Πιο κοντά εκείνα τα χρόνια είναι στους φιλοσόφους της Χαϊδελβέργης (Κανελλόπουλο, Τσάτσο, Θεοδωρακόπουλο) οι οποίοι υπήρξαν και δάσκαλοί του – στο περιοδικό τους, εξάλλου, το Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών δημοσιεύει τα πρώτα σημαντικά του δοκίμια («Έρως και χρόνος», «Μυθολογία του Ωραίου»). Μαθητεύει και στον Συκουτρή – σε αυτόν οφείλει σε μεγάλο βαθμό την αγάπη του για τον Πλάτωνα, που αποτελεί σημείο αναφοράς σε όλο του το έργο. Μεγαλύτερη συγγένεια έχει μάλλον με τον Σαραντάρη, με τον οποίο μοιράζεται τον ενθουσιασμό του για τον Κίρκεγκωρ και τον Ρεμπώ. Σε μια από τις διαλέξεις του στην Αγγλία, λίγο μετά τον θάνατο του Σαραντάρη («The Modern Greek Mind»), μιλάει για τον φίλο του με τρόπο που φανερώνει τον ισχυρό πνευματικό δεσμό τους.
Ποιο είναι το δικό του στίγμα;
Ο Καπετανάκης ήταν ένα ποιητής-φιλόσοφος: όχι μόνο γιατί έγραψε ποίηση και φιλοσοφικά δοκίμια, αλλά γιατί η φιλοσοφική του σκέψη περνάει μέσα από τη λογοτεχνία, όπως και στην ποίησή του συναντάμε αφομοιωμένες τις φιλοσοφικές του ανησυχίες. Η μεγαλύτερη συμβολή του στα νεοελληνικά γράμματα είναι στο δοκίμιο – είδος που καλλιεργεί συνειδητά και συστηματικά. Για τις παλαιότερες γενιές Ελλήνων αναγνωστών, τα δοκίμια αισθητικής του Καπετανάκη της έκδοσης του Γαλαξία αποτελούν ακόμα έργα αναφοράς. Στην Αγγλία πάλι, έγινε γνωστός για τα «φιλοσοφικά πορτρέτα» λογοτεχνών που φιλοτέχνησε (αναφέρομαι στα δοκίμιά του για τον Ρεμπώ, τον Γκεόργκε, τον Προυστ, τον Ντοστογιέβσκι, τον Τόμας Γκρέυ), όπως επίσης και για τα ποιήματα που έγραψε στο τέλος της ζωής του στα αγγλικά.
Ενδιαφέρουσα είναι και η πτυχή του έργου του που συνδέεται με την πολιτισμική διαμεσολάβηση. Ο Καπετανάκης φέρνει στην Ελλάδα –με τα δοκίμιά του και τα μαθήματα που κάνει στον «Ασκραίο», 1936-1939- τη δυτική, ιδίως τη γερμανική, φιλοσοφική παράδοση – τον Βίνκελμαν, τον Γκαίτε, τον Χάμαν, τον Κίρκεγκωρ, τον Γιάσπερς. Και αντίστροφα: την περίοδο του πολέμου, αποκλεισμένος στο Καίμπριτζ και το Λονδίνο, εργάζεται για την προβολή των νεοελληνικών γραμμάτων και τεχνών στην Αγγλία. Κάνει διαλέξεις, δημοσιεύει δοκίμια, μεταφράζει ή μεσολαβεί για τη δημοσίευση μεταφράσεων σε αγγλικά περιοδικά έντυπα. Στο Daylight του John Lehmann, για παράδειγμα, δημοσιεύονται το 1941 πέντε ενότητες του σεφερικού Μυθιστορήματος σε μετάφραση του Κατσίμπαλη και του Ντάρελ, τις οποίες αποστέλλει ο Σεφέρης στον Καπετανάκη από τη Μέση Ανατολή.
Για κάποιον/α που θέλει να τον γνωρίσει από που πρέπει να ξεκινήσει;
Εξαρτάται από τα ενδιαφέροντα του/της. Τα δοκίμια αισθητικής «Έρως και χρόνος» και «Μυθολογία του Ωραίου» θα ήταν μια καλή επιλογή, γιατί ανήκουν στην πρώτη του περίοδο και συγκεντρώνουν όλα τα μεγάλα ζητήματα που τον απασχολούν. Είναι δύσκολα κείμενα – όχι από άποψη ύφους ή γλώσσας/ορολογίας, αλλά γιατί προϋποθέτουν μια φιλοσοφική παιδεία ή έστω μια κάποια προδιάθεση. Μια άλλη επιλογή θα ήταν τα δοκίμια και οι διαλέξεις του για τον πλατωνικό Ευθύδημο, που ο ίδιος παρουσιάζει ως μυητικά στη φιλοσοφία. Εγώ ξεκίνησα από τον Προυστ. Με γοήτευσε ο τρόπος με τον οποίο φιλοσοφεί μέσα από την ανάγνωση λογοτεχνικών έργων και της ζωής των δημιουργών τους. Οι νεότεροι θα ενδιαφέρονταν ίσως περισσότερο για τις διαλέξεις που κάνει ως «Έλληνας στην Αγγλία»: «Οι Έλληνες είναι άνθρωποι» («The Greeks are Human Beings»), «Το σύγχρονο ελληνικό πνεύμα» («The Modern Greek Mind»), ή την εισαγωγή του στη νεοελληνική ποίηση.
Εκτός από τη φιλοσοφία, στη λογοτεχνία τι νομίζετε ότι μας έχει αφήσει;
Ποιήματα – ιδίως τα αγγλικά του ποιήματα είναι μικρά διαμάντια, ή μάλλον «κρυπτογραφήματα»: πυκνά, αινιγματικά, με χιούμορ και σασπένς. Εδώ συναντάμε και το θαυμαστό φαινόμενο ενός ανθρώπου που γράφει ποίηση σε μια ξένη γλώσσα – την τέταρτη κατά σειρά γλώσσα που έμαθε την περίοδο του τελευταίου εκπατρισμού του.
Ωστόσο θα έλεγα ότι και με τα δοκίμιά του, αυτά που χαρακτηρίζουμε φιλοσοφικά ή δοκίμια αισθητικής, άφησε κάτι πολύτιμο στο κοινό της λογοτεχνίας: έναν τρόπο να σκεφτόμαστε τη σχέση της λογοτεχνίας με τη ζωή, τη δική μας ζωή. Ο Καπετανάκης μας υπενθυμίζει διαρκώς ότι η λογοτεχνία γράφεται από ανθρώπους (και για ανθρώπους) που αγωνιούν, ζηλεύουν, φοβούνται, απελπίζονται και αναζητούν τρόπους (στη ζωή και την τέχνη) για να δώσουν νόημα στα πράγματα.