«Εμένα με ενδιαφέρει η ιεροτελεστία του έρωτα…» (του Παντελή Βουτουρή)

0
307

 

του Παντελή Βουτουρή (*) 

 

Το 1905 ο Σ. Φρόυντ, στις Τρεις μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας  έκανε λόγο για μιαν αμυντική διαδικασία διοχέτευσης και «μετουσίωσης» (sublimierung [sublimation]) των σεξουαλικών ενστίκτων σε άλλες περιοχές, γενικότερα αποδεκτές. Μία από αυτές τις περιοχές σχετίζεται άμεσα με την τέχνη, η οποία μπορεί να μετουσιώνει τη σεξουαλική επιθυμία, να τη νομιμοποιεί και να τη μετατρέπει σε υψηλή ευχαρίστηση. Παράδειγμα, το έργο σημαντικών ηδονιστών συγγραφέων στο οποίο η μετουσιωμένη ερωτική επιθυμία υψώνεται τελετουργικά· αυτό ακριβώς συμβαίνει  με τον Ανδρέα Καραγιάν, έναν αυτοβιογραφούμενο ηδονιστή συγγραφέα, που συνοψίζει με την εξής αυτοαναφορική ομολογία την ποιητική μέθοδό του: «Εμένα με ενδιαφέρει η ιεροτελεστία του έρωτα. Δεν είναι το κορμί του άλλου  που έχει σημασία αλλά η ιστορία που θα δημιουργήσω εγώ με αυτό το κορμί. Έτσι γεννιέται ο Μύθος».

Το Πέμπτο βιβλίο αποτελεί την επιτομή κατά κάποιον τρόπο της μυθιστορηματικής τετραλογίας του Καραγιάν, η οποία ξεκίνησε με την Αληθή ιστορία το 2008 και συνεχίστηκε με τις Ανήθικες ιστορίες το 2011,  τις Σκοτεινές ιστορίες το 2013, και τον Άκρατο γέλωτα το 2016. Τι είναι ακριβώς το Πέμπτο Βιβλίο; Όπως και τα προηγούμενα τέσσερα βιβλία θα μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε ως ένα αυτοβιογραφικό ημερολογιακό μυθιστόρημα. Διευκρινίζω σχετικά με τους δύο όρους (αυτοβιογραφία και ημερολόγιο) ότι  στην αυτοβιογραφία και την αυτοβιογραφική μυθοπλασία ο συγγραφέας, ο αφηγητής και ο πρωταγωνιστής ταυτίζονται, είναι το ίδιο πρόσωπο, ενώ το  ημερολογιακό είδος γραφής συνεπάγεται την ύπαρξη ορισμένων τυπολογικών συμβάσεων. Κωδικοποιώ τις σημαντικότερες από αυτές: (α) ο βιωματικός χαρακτήρας των εγγραφών, (β) η μνημονική ανάκληση των βιωμάτων, (γ) η αυτοαναφορικότητα, (δ) οι τοποχρονολογικές ενδείξεις, (ε) η αυτοτέλεια ή η σχετική συνάφεια των εγγραφών, και (στ) η τοποθέτησή τους σε μια σειρά χρονολογικής αλληλουχίας.

Όλα αυτά ισχύουν για το  Πέμπτο βιβλίο, το οποίο απαρτίζεται από τέσσερα μέρη.  Το πρώτο μέρος τιτλοφορείται «Έρως και τέχνη» και αποτελείται από δέκα εγγραφές, με  επεισόδια φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους, τα οποία αφορούν στη σχέση έρωτα και τέχνης, τον έρωτα για την τέχνη και την τέχνη του έρωτα. Η πρώτη εγγραφή φέρει τη χρονολογική ένδειξη 20. 9. 2018 και η έκτη 25. 2. 2019. Ο λόγος είναι εξομολογητικός, ελλειπτικός, και τα επεισόδια, όπως είπα, εκ πρώτης όψεως ασύνδετα: «το φέις μπουκ», ένα βράδι κοντά στο κύμα», ο Κώστας των 4 ημερών», η «ωραία Αγγέλα», ο Μουσταφά από την Τυνησία, η ιστορία του Τόνι, καί άλλα· κυρίως ερωτικές μνήμες. Μέσα σε όλα αυτά και η γνωριμία του αφηγητή με τον Γ. Π. Σαββίδη, αυτό τον πληθωρικό άνθρωπο -όπως γράφει ο Καραγιάν- που αγαπούσε την τέχνη και το φαγητό και τον ξεναγούσε κάθε φορά που πήγαινε στην Αθήνα. Ο Σαββίδης του είχε δώσει δεκατρία ποιήματα του Καβάφη, αφορμή (και  έμπνευση) για τη σειρά «Καβάφης», αποτελούμενη από δεκαπέντε συνολικά πίνακες, που εξέθεσε στο Βερολίνο στις 11 Ιουνίου του 1995. Γράφει ο Καραγιάν:

Την έκθεση την αφιέρωσα στον Γιώργο Σαββίδη. Την ημέρα των εγκαινίων με ειδοποίησαν ότι ο Γιώργος πέθανε ακριβώς εκείνο το απόγευμα γυρνώντας από μια εκδρομή! Θυμάμαι πάντα μια από τις τελευταίες συναντήσεις μας στο καινούριο του σπίτι όπου είχε μεταφέρει τις βιβλιοθήκες του και το αρχείο του Καβάφη. Είχα καθίσει σε μια άνετη πολυθρόνα στο σαλόνι, σκεπασμένη με ένα πράσινο βελούδινο ύφασμα. «Ξέρεις πού κάθεσαι;» με ρώτησε ο Γιώργος με το πάντα παιχνιδιάρικο ύφος του. «Στην πολυθρόνα του Καβάφη». Τρόμαξα, πετάχτηκα και κάθισα σε μια επιβλητική ξύλινη καρέκλα. «Ξέρεις πού κάθεσαι;» ξαναρωτά ο Γιώργος. «Στην καρέκλα του Σικελιανού». «Καλά Γιώργο μου, δεν έχεις μια απλή καρέκλα να μπορέσω να καθίσω;» (σ. 18-19).

Ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος παρεμβάλλεται ένα ιντερμέδιο, «Αλεξανδρινό ιντερμέδιο», αποτελούμενο από μία εισαγωγική εγγραφή (Αλεξάνδρεια 2018), και άλλες εφτά οι οποίες αφορούν σε δύο εβδομάδες, ανάμεσα στα απομεινάρια της λαμπρής Αλεξάνδρειας· της πόλης που ο αφηγητής αισθάνεται κατά κάποιον τρόπο ως δικό του τόπο: «”Εσύ στον κόσμο σου” μου λέει και ο Άντχαμ. “Θα είσαι από τους λίγους πια Αλεξανδρινούς που θα ζεις την ομορφιά της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας”.  Έτσι με λένε όλοι, “ο Αλεξανδρινός” και έτσι αισθάνομαι. Ο Άντχαμ βλέπει τη λατρεία που έχω γι’ αυτή την πόλη. “Είσαι πιο Αλεξανδρινός κι από εμένα” μου λέει» (σ. 43-44).

Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «Σύνοψις τετραλογίας». Πρόκειται για το πιο σύντομο εξομολογητικό, αυτοβιογραφικό, και αυτοαναφορικό από τα τέσσερα μέρη, το οποίο μπορεί δυνητικά να διαβαστεί ως σύνοψη της τετραλογίας, εάν θεωρήσουμε ότι οι σκέψεις και τα βιώματα του αφηγητή είναι η μήτρα από την οποία εξακτινώνονται οι ιστορίες που συνθέτουν τα τέσσερα βιβλία. Το τρίτο μέρος με τίτλο  «Μέρες στο ογκολογικό»  περιλαμβάνει εφτά ημερολογιακές εγγραφές, 1. 11. 2016 μέχρι 7. 11. 2016, γραμμένες (διαβάζω από το προλογικό σημείωμα) «στο περιθώριο της Mrs Dalloway της  Virginia Woolf ενώ περιμένω τη σειρά μου για την ακτινοθεραπεία στο ογκολογικό κέντρο» (σ. 73). Το τέταρτο μέρος τιτλοφορείται «Μέρες κορωνοιού και Τζέιμς Τζόις, 18 Μαρτίου 2020» και έχει ως μότο τη φράση «if we were all suddenly somebody else», από τον Οδυσσέα. Ακολουθεί το Γκράντ Φινάλε μια λυρική ονειρική επιστροφή στις πηγές της μνήμης και της φαντασίας, στα χρόνια της παιδικής αθωότητας. Διαβάζω τις τελευταίες σειρές του βιβλίου: «Η οδός Ουζουνιάν ζωντάνευε, γέμιζε και πάλι με ήχους, χρώματα, ζωή. Ένιωθα να με πλημμυρίζει μια ανείπωτη χαρά βλέποντας τη μητέρα να φτιάχνει το πρωινό, ενώ τον πατέρα τον ξύριζε ο κουρέας στον μεγάλο ηλιακό και ο εφημεριδοπώλης, όπως κάθε Κυριακή, μου έφερνε τα Κλασικά Εικονογραφημένα! Ήταν όλα όπως έπρεπε να είναι». (σ. 119).

Αυτά σχετικά με το περιεχόμενο του βιβλίου. Συνεχίζω αυτή την παρουσίασή μου κωδικοποιώντας τα βασικά κατά τη γνώμη μου κλειδιά της  συγγραφικής τέχνης του Καραγιάν: το πρώτο είναι η μνήμη, έννοια που συναρτάται με άλλα δύο κλειδιά, την εικόνα και τη φαντασία. Το δεύτερο είναι η δραματοποίηση. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στο πρώτο, στη μνήμη, στην προκειμένη περίπτωση στην αυτοβιογραφική μνήμη, ο Καραγιάν γράφει πως χωρίς αυτή  δεν υπάρχουμε, «χωρίς τις μνήμες δεν υπάρχει το εγώ μας» (σ. 59). Πώς λειτουργεί όμως η μνήμη στο Πέμπτο Βιβλίο και πώς συναρτάται με την εικόνα; Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Καραγιάν είναι όχι μόνο εξαίρετος πεζογράφος αλλά και σπουδαίος ζωγράφος. Η απάντηση και πάλιν από τον ίδιο: «Με τη μνήμη αναπλάθουμε τις διάφορες στιγμές σαν ζωγραφιές προσθέτοντας αντικείμενα, δένδρα, λουλούδια, ανθρώπους. […] προσθέτω χρώματα, κινήσεις, χαμόγελα, ερωτικές αισθήσεις» (σ. 22). Οι μνήμες για να το πω με άλλα λόγια μορφώνονται μυθοπλαστικά με εικόνες και όχι με έννοιες· όπως ακριβώς το ασυνείδητό μας απελευθερώνεται στα όνειρά μας, με εικόνες. Και εδώ επεισέρχεται η φαντασία η δεύτερη έννοια με την οποία έχω συναρτήσει τη λειτουργία της μνήμης.  Γράφει και πάλιν ο Καραγιάν  (στο κεφ. 8 του πρώτου μέρους: «Ο Μουσταφά από την Τυνησία»): «αναπλάθω στη μνήμη μου έναν πλασματικό κόσμο […] φορώντας τα γυαλιά μιας υπερρεαλιστικής πραγματικότητας» (σ. 31)· μιας πραγματικότητας στα όρια της οποίας συνείρονται, σαν συγκοινωνούντα δοχεία  (όπως διεκήρυσσε ο Αντρέ Μπρετόν) το όνειρο και η εγρήγορση,  ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος.

H μνήμη γνωρίζουμε σήμερα ότι κάποτε δεν ξεχωρίζει καλά, μπερδεύει το πραγματικό με το φανταστικό, τις  «φαναναμνήσεις» (τις φανταστικές δηλαδή αναμνήσεις, όπως έγραφε και ο Νίκος Καχτίτσης).  Γι’  αυτό συχνά η επιθυμία  κατευθύνει τη μνήμη από την πραγματικότητα στο όνειρο. Η μνήμη εδρεύει στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και της φαντασίας· εξάλλου τι είναι η φαντασία παρά εικόνες συσσωρευμένες στη μνήμη; Όπως έγραφε S. T. Coleridge η φαντασία  συνδέεται και ετυμολογικά με την εικόνα (imagination – image): η πραγματικότητα γράφει με τη σειρά του ο Καραγιάν είναι αυτό που «νόμιζα πως έχω ζήσει αλλά τελικά δεν είναι τίποτα άλλο παρά η χρυσόσκονη από την οποία είναι καμωμένα τα όνειρά μας» (σ. 22)· αυτή είναι και η απάντηση στην απορία του περίεργου αναγνώστη αν όσα αφηγείται στις αυτοβιογραφικές μυθοπλασίες του είναι πραγματικά ή φανταστικά.

Το δεύτερο κλειδί  της συγγραφικής ιδιοτυπίας του Καραγιάν, εκτός από τις μνημονικές -στο όριο της πραγματικότητας και της φαντασίας- εικόνες, είναι όπως ανέφερα προηγουμένως, η δραματοποίηση ή με άλλα λόγια η δραματική φόρτιση των εικονοποιημένων μνημονικών συνειρμών. Κάθε ημερολογιακή εγγραφή μπορεί να διαβαστεί ως σκηνή ενός σπονδυλωτού θεατρικού κειμένου. Εξάλλου ο προσεκτικός αναγνώστης διαπιστώνει ότι όχι μόνο η αφήγηση αλλά και η δομή του Πέμπτου Βιβλίου, με τα τέσσερα μέρη, ένα ιντερμέδιο, και το Γκραντ φινάλε, προσομοιάζει στη δομή ενός δραματικού έργου. Και βεβαίως το βασικό συστατικό της δραματικής τέχνης είναι η αντίθεση ή η αντίστιξη διαμετρικά αντίθετων συναισθηματικών καταστάσεων.

Αντί επιλόγου σε αυτή την παρουσίαση παραθέτω κάποια αποσπάσματα από το πέμπτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους το οποίο φέρει τον τίτλο «Εμπειρία στο νεκροταφείο» στο οποίο απαντούν όλα τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν την αφηγηματική τέχνη του Καραγιάν: μνήμη, εικόνες, φαντασία και δραματική αντίθεση. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι ένα ποιητικό κατά βάσιν κείμενο στο οποίο οι μνήμες μετασχηματίζονται εικαστικά και εκφέρονται με έναν δραματικό λόγο, μέσα από την πιο ακραία δραματική αντίθεση η οποία δεν είναι άλλη από την αντίθεση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. «Στις 2 του Νοέμβρη ημέρα των ψυχών μπορούμε οι Καθολικοί Λατίνοι να επισκεφτούμε το νεκροταφείο μας στην πράσινη γραμμή», έτσι ξεκινά το κείμενο που εκτείνεται σε τρεις μόνο σελίδες. Παραθέτω από αυτό μερικές μόνο φράσεις με τις οποίες ο συγγραφέας κορυφώνει τη δραματική, μνημονική, εικονοποιημένη αφήγησή του:

 

Το τοπίο στεγνό, ξηρό, σιωπηλό, άγονο, πιο νεκρό και από τους νεκρούς […] οι σταυροί σπασμένοι, οι ταφόπετρες ταραγμένες, έτσι θα μοιάζει το τοπίο στη Δευτέρα Παρουσία όταν θα αναστηθούν οι νεκροί […] Αναζητώ τον τάφο της γιαγιάς […] Με το χέρι καθαρίζω τα χόρτα και τους μύκητες και βλέπω το πρώτο Μ. Είναι σαν να ανακαλύπτω κάποιο κρυμμένο θησαυρό. Σιγά σιγά το όνομα καθαρίζει «Μαριάννα» και βλέπω το ιώτα που ακολουθεί (Ισσέγιεκ). Με πιάνει το παράπονο και δακρύζω. Σε κάτι απομεινάρια από τον σταυρό που σπασμένος κείτεται απάνω στο μνήμα και δείχνει τα σιδερένια σωθικά του, διαβάζω ηλικίες: 80, αυτή θα είναι η γιαγιά λέω. 74, αυτός ο παππούς και 22, η Νέλλη […] έβλεπα τα πεύκα έξω από το παράθυρο που φύτρωναν επάνω στους τάφους, και έπαιρναν ζωή από τις σάρκες και τα υπολείμματα των νεκρών και έκλεβαν τις φωνές τους και σιγοψιθύριζαν μυστικά καθώς ο απαλός άνεμος ανάδευε τα κλαδιά τους (σ. 25-26).

 

Σημειώσεις

 

  1. Freud, “Three Essays on the Theory of Sexuality (1905)”, The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume VII (1901 -1905), 177 και 237-238.
  2. Ανδρέας Καραγιάν, Τό πέμπτο βιβλίο, Εστία 2022, σ. 68 (εφεξής οι παραπομπές στο συγκεκριμένο βιβλίο ενσωματώνονται στο κυρίως κείμενο).

 

(*) Τo κείμενo του Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Παντελή Βουτουρή διαβάστηκε σε εκδήλωση προς τιμήν του συγγραφέα με αφορμή τα ογδοηκοστά
γενέθλιά του (Λευκωσία 25/4/2023).

 

Ανδρέας Καραγιάν, Το πέμπτο βιβλίο, Εστία

Προηγούμενο άρθροΕνεργοποιώντας ένα κοίτασμα πολιτισμού- Όψεις του μαγικού ρεαλισμού (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)
Επόμενο άρθροΜια ονειρική διάσταση στα πεπραγμένα (της Νάσιας Διονυσίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ