του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Άκουσα χθες το βράδυ στη Στέγη Γραμμάτων και τεχνών την ωραία συζήτηση του Πολ Όστερ με τον Ηλία Μαγκλίνη. Ο Όστερ μίλησε για όλα: για το πώς το μυθιστόρημα μπορεί να στοιχηθεί με τα τρέχοντα γεγονότα της εποχής του, για το πώς ο ίδιος διακρίνει σαφώς ανάμεσα σε αυτοβιογραφία και μυθιστορηματική αφήγηση, καθώς για το πώς ο καπιταλισμός γίνεται καθημερινά και πιο αδηφάγος ενώ κανένας στον κόσμο αυτή τη στιγμή δεν μοιάζει ικανός να ανακόψει την προέλασή του.
Το εντυπωσιακό στη χθεσινή συζήτηση ήταν το πλήθος των ανθρώπων που προσήλθαν στην αίθουσα της Στέγης, γεμίζοντας και τα δύο θεωρεία. Δεν συμβαίνει, βέβαια, πρώτη φορά. Το φετινό φθινόπωρο το είδα και με δύο άλλους αγγλόφωνους συγγραφείς: με τη Μάργκαρετ Άτγουντ στο Μέγαρο Μουσικής και με τον Φίλιπ Κερ στο Public του Συντάγματος. Πρόκειται για ένα κοινό που παρακολουθεί χωρίς τη βοήθεια μετάφρασης και διατυπώνει τις ερωτήσεις του προς τους συγγραφείς στα αγγλικά, ξέροντας καλά το έργο τους και αποφεύγοντας τις μακρόσυρτες παρεμβάσεις. Είναι ένα κοινό γνωστό και από τις λίστες των ευπώλητων μεταφράσεων που δημοσιεύουν οι εφημερίδες: ένα κοινό που έχει την ικανότητα να μυριστεί από μακριά το καλό πράγμα, αλλά δεν το απασχολεί παρά ελάχιστα το ελληνικό μυθιστόρημα. Το έχω συναντήσει και μεταξύ γνωρίμων και φίλων. Σε ρωτούν γενικά περί ελληνικής λογοτεχνίας κι αν πεις κάτι παραπάνω από δύο λόγια, αρχίζουν να σε αντιμετωπίζουν με μια ευγενική βαρεμάρα. Δεν το κάνουν από ξιπασιά. Είναι περισσότερο μια έλλειψη εμπιστοσύνης, κάτι που δεν τους πείθει στους έλληνες συγγραφείς, ακόμα κι αν δεν τους έχουν διαβάσει (που κατά κανόνα δεν τους έχουν διαβάσει).
Σίγουρα δεν αξίζουν μια τέτοια άγνοια οι έλληνες πεζογράφοι, παλαιότεροι και νεώτεροι. Από την άλλη, όμως, μεριά χρειάζεται να κουβεντιάσουμε και να ψάξουμε γιατί έχει δημιουργηθεί αυτή η σιωπηλή απαξίωση. Για τη μελλοντική συζήτηση, να καταθέσω προκαταρκτικά πως και στις αναγνώσεις των συγγραφέων που είναι κάτω των σαράντα πέντε ετών έχει το πάνω χέρι η ξένη λογοτεχνία ενώ το ενδιαφέρον για την ελληνική, αν προκύψει, κατρακυλάει χρονικά στον 19ο αιώνα. Εκείνο, λοιπόν, που αποθαρρύνει δεν είναι οι ατομικές ποιότητες: η αναξιοπιστία τείνει να αγκαλιάσει τη δημόσια εικόνα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο σύνολό της. Κι αυτό είναι, όπως ο καθένας μπορεί να καταλάβει, ένα σοβαρό πρόβλημα.
O Bαγγέλης βάζει για συζήτηση ένα πολύ σοβαρό θέμα. Ως Αναγνώστης πρέπει να το δούμε εξίσου σοβαρά. Χρειαζόμαστε σχετικές προτάσεις
Η απαξίωση έχει δημιουργηθεί επειδή, γενικά μιλώντας, η ελληνική πεζογραφία κινείται σε μια βαρετή, αυτοαναφορική, ναρκισσιστική μετριότητα. Όταν θα μπορέσει να ξεπεράσει τα μετεμφυλιακά συμπλέγματά της παράγοντας την ίδια ιστορία σε σαράντα διαφορετικές βερσιόν, και τις ναρκισσιστικές ασκήσεις ύφους κάθε ενός που θεωρεί ότι η καταγραφή της προσωπικής του ιστορίας τον καθιστά συγγραφέα, ίσως αρχίσουμε να διαβάζουμε και πάλι ελληνική πεζογραφία.
Ως τότε, η ζωή είναι πολύ μικρή, και τα καλά βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας πάρα πολλά για να προβληματιζόμαστε ως αναγνώστες.
Υ.Γ. Σαφώς υπάρχουν εξαιρέσεις και ατομικές ποιότητες, αλλά μέσα στο πλήθος των εκδόσεων που βγαίνουν κάθε χρόνο, καλή τύχη σ΄ όποιον βγει στον πηγαιμό να τις εντοπίσει. Οι περισσότερες κριτικές, στις εφημερίδες τουλάχιστον, είναι από παραπλανητικές έως διαφημιστικές καταχωρήσεις, τα δε μπλογκ, πρέπει να τα παρακολουθήσει κάποιος πολύ καιρό και να δοκιμάσει με αρκετά βιβλία για να τα εμπιστευτεί.