του Γ.Ν.Μπασκόζου
Η συγκέντρωση πάνω από 55 συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας σε μια βραδιά είχε ένα βασικό κίνητρο: να διαβάσουν ένα ανέκδοτο κείμενό τους με μόνον 100 λέξεις. Κι ένα επιπλέον κίνητρο : τον ανταγωνισμό μιάς και θα το διάβαζαν μπροστά σε άλλους συγγραφείς, μερικοί εκ των οποίων οι καλύτεροι του είδους.
Συγγραφέας από την μακρινή Πράγα και άλλος από το κοντινό Λουτράκι, πλήθος Αθηναίοι, από το Κέντρο, τα Δυτικά και τα Νότια προάστια και ορισμένοι Θεσσαλονικείς που έστειλαν κείμενο χωρίς να καταφέρουν να παραβρεθούν, παλιότεροι συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών και πολλοί νέοι που τώρα βγαίνουν στον στίβο του λογοτεχνικού αυτού είδους, γυναίκες όλων των ηλικιών, μυθιστοριογράφοι, διηγηματογράφοι αλλά και οπαδοί του docfiction, θεωρητικοί και εμπειρικοί, συντηρητικοί αλλά και μετα-μοντέρνοι στη γραφή βρέθηκαν σε ένα μια αίθουσα, στο Public café του Συντάγματος για να διαβάσουν και να ακούσουν ο ένας τον άλλο. Μάλλον η πρώτη φορά που ήταν τόσοι πολλοί συγγραφείς ενός λογοτεχνικού είδους μαζεμένοι με ένα αίσθημα αλληλεγγύης, συνάφειας και αγάπης για το αντικείμενο. Ανάμεσα τους οι παλιότεροι Φώντας Λάδης, Φίλιππος Φιλίππου, Αργύρης Παυλιώτης και Πέτρος Μαρτινίδης (έστειλαν κείμενο), Ανδρέας Αποστολίδης, συγγραφείς που έχουν βάλει το στίγμα τους στην εξέλιξη της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Το να γράψεις κατά παραγγελία είναι δύσκολο, πόσο μάλλον να αναγκαστείς να στριμώξεις μια ιστορία σε 100 λέξεις. Είναι γνωστή η ιστορία του Χεμινγουαίη με το μικρο-διήγημα. Είχε δηλώσει ότι μπορεί να γράψει μία ολόκληρη ιστορία με μόλις 6 λέξεις. Η παρέα στο παρισινό μπαρ τον πήρε στο δούλεμα και άρχισαν να γελάνε, ισχυριζόμενοι ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί. Τότε εκείνος έβαλε στοίχημα, προκαλώντας τους να βάλουν ο καθένας από 10 δολάρια σε ένα μπολ. Αν έχανε θα τους έδινε τα διπλά, αλλιώς θα έπαιρνε όλο το ποσό που θα είχε συγκεντρωθεί μέσα στο μπολ. Ο Χέμινγουεϊ πήρε μία χαρτοπετσέτα και έγραψε «For Sale: Baby shoes. Never Worn», δηλαδή «Προς πώληση: Παιδικά παπούτσια. Εντελώς αφόρετα».
Μια τέτοια πρόκληση δέχτηκαν και οι συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών. Και το αποτέλεσμα ήταν αναπάντεχο. Θεματική ποικιλία, μορφικές αναζητήσεις, έξυπνοι διάλογοι, σπιντάτη εξέλιξη …όλα χώρεσαν σε κείμενα εκατό λέξεων.
Εξέπληξε πολύ και το συζήτησα με έναν βετεράνο του αστυνομικού μυθιστορήματος η ποικιλία των τρόπων που επέλεξαν οι συγγραφείς να ξεπεράσουν τον σκόπελο του περιορισμού. Είναι δείγμα συγγραφικής ικανότητας, ετοιμότητας και αντίληψης.
Αν ακούσει κανείς και πάλι τις ιστορίες (υπάρχει το σχετικό βίντεο) θα δει το πώς διαμορφώνεται το πολύχρωμο χαλί των ιστοριών.
Μερικές από τις θεματικές: δικαστήριο, μίσος και εκδίκηση, φόνος για ερωτικούς λόγους, αγροτικό έγκλημα, πολιτικό έγκλημα, ντετέκτιβ σε αμερικάνικο στυλ, σπλάτερ σε ύφος Nordic, φλάς σε μια σκηνή πριν ή μετά τον φόνο, οικογενειακοί φόνοι, δημοσιογραφικό ντοκουμέντο, σκηνές παρανόμων, γυναικεία μίση, αυτοκτονία, αλληγορικοί μύθοι, συγγραφικές αντιζηλίες, μίσος για τον εκδότη, ανακριτικά μυστήρια, λησταρχικό έγκλημα, ιστορίες με μέντιουμ, με κυνηγητά, με μοιραίες γυναίκες, αποσπάσματα ομολογιών, μυστήριοι ιερείς, Σέρλοκ και Ουότσον σε νέες περιπέτειες ακόμα και στατιστικές.
Εξίσου ευρηματικοί ήταν και οι τρόποι με τους οποίους υπηρετήθηκαν αυτές οι ιστορίες. Τριτοπρόσωπες αφηγήσεις, κοφτοί διάλογοι, κείμενα με μικρές λιτές προτάσεις, περιγραφή μίας και μόνης εικόνας, παρουσίαση ενός φόνου εν τη γενέσει του και άλλοτε μετά την πράξη, αλληγορίες, φλας μπακ, αισθητική του στυλ, νουάρ και μετά- νουάρ, συμβολιστικές εικόνες κ.λπ. Στόχος όλων ήταν να φτιάξουν ατμόσφαιρα με διαφορετικούς τρόπους και νομίζω ότι τα κατάφεραν.
Οι περισσότεροι των συγγραφέων που βρέθηκαν στο Public café είχαν εκδώσει ήδη μυθιστόρημα και αρκετοί άλλοι είχαν ήδη τίτλους στο ενεργητικό τους. Δεν ήταν λίγοι όμως και αυτοί που είχαν εκδώσει μόλις ένα ή δυο μυθιστορήματα ενώ υπήρχαν και κάποιοι λογοτέχνες που ετοιμάζονταν τώρα να μεταπηδήσουν στην αστυνομική λογοτεχνία. Στο σύνολό τους σχεδόν επρόκειτο για συγγραφείς που ακολουθούν την τυπολογία και τους εσωτερικούς κανόνες του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Η πρόταση των Public, ΕΛΣΑΛ και των περιοδικών Αναγνώστης και Πολάρ έπεσε την κατάλληλη στιγμή. Έχουμε λοιπόν πενήντα τέσσερις συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών που βρέθηκαν την βραδιά εκείνη όλοι μαζί. Αριθμός, μεγαλύτερος από αυτόν των μελών της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας, που φανερώνει μια εξέλιξη: από τις μεμονωμένες περιπτώσεις συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών, οι οποίοι για τους υπόλοιπους λογοτέχνες φάνταζαν και λίγο «γραφικοί», σήμερα υπάρχει μια κρίσιμη μάζα συγγραφέων που συμβάλει στην ποικιλομορφία της ελληνικής λογοτεχνίας και διεκδικεί τα σημεία στήριξής της : πωλήσεις, βραβεία, θέση στις κριτικές των media, θέση στις ιστορίες της λογοτεχνίας (ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου έκανε ήδη την αρχή) και γιατί όχι διεθνή αναγνώριση στα πρότυπα του Πέτρου Μάρκαρη και του Θοδωρή Καλλιφατιδη. Η ύπαρξη του περιοδικό Πολάρ συμβάλλει στην παρουσίαση των τάσεων, στις θεωρητικές επεξεργασίες, στη παρουσίαση ξένων προτύπων, στην αναζήτηση νεότερων προσώπων του είδους, στη δημιουργία μιας κοινότητας που ξεφεύγει αργά και με προσπάθεια από την αφάνεια και δίνει το στίγμα της στην ελληνική λογοτεχνία.
Από την άλλη μεριά υπάρχει ένα στοίχημα κι ένας πήχυς για τους έλληνες συγγραφείς, να γίνουν πιο ποιοτικοί, να αποδείξουν ότι η αστυνομική λογοτεχνία είναι πρώτα από όλα λογοτεχνία, να περάσουν τα όρια του ψυχαγωγικού μυθιστορήματος, να ανοίξουν πανιά για το εξωτερικό. Δύσκολα πράγματα αλλά εφικτά, αυτό μας έδειξε η βραδιά εκείνη.