του Νίκου Μάντη
Όταν ξεκινούσα την μακρά, όπως αποδείχθηκε, ενασχόλησή μου με τον κόσμο των βιβλίων και της γραφής, στις αρχές της μακρινής πια δεκαετίας του ’80, πολλά ήταν εκείνα τα στοιχεία που με τράβηξαν, που με ανάγκασαν να νιώθω την ανάγκη της καθημερινής καταβύθισης στις σελίδες. Αποζητούσα την περιήγηση στα φανταστικά τοπία που μου προσφέρονταν, την απομόνωση και την επικοινωνία ταυτόχρονα, την επαφή με άλλες εποχές και φωνές ανθρώπων που είτε έζησαν είτε δεν έζησαν ποτέ, όλα αυτά τα λίγο πολύ γνωστά και κοινότοπα που οι περισσότεροι από εμάς βρήκαν σαν πρώτο έναυσμα στην αναγνωστική και ενδεχομένως μετέπειτα συγγραφική τους πορεία. Ωστόσο, πάντα, υπήρχε μια σκέψη που επιστέγαζε και κάπως σα να «μεταγγιζόταν» στις υπόλοιπες: η ιδέα ότι όλο αυτό το σύμπλεγμα ιστοριών, μύθων, ιδεών και αφηγήσεων, ήταν σ η μ α ν τ ι κ ό. Όχι απλά σημαντικό «για μένα», αλλά σημαντικό, τελεία. Σημαντικό για τον κόσμο. Περίπου όπως είναι σημαντικές η θρησκεία, η πολιτική και η επιστήμη. Κι ακόμα περισσότερο.
Σήμερα, μετά από τέσσερις και βάλε δεκαετίες, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είμαι τόσο σίγουρος για εκείνο που φάνταζε σαν δόγμα απαράβατο στο παιδικό μου μυαλό. Η λογοτεχνία, και δη η πεζογραφία, και ειδικότερα η νεοελληνική πεζογραφία, την οποία υπηρετώ, παραμένει σημαντική. Γ ι α μ έ ν α, ωστόσο. Προσωπικά. Για όλους μας, όσες και όσοι μοιραζόμαστε το ίδιο αυτό πάθος. Όχι όμως αντικειμενικά σημαντική, με τον τρόπο που ενδεχομένως ήταν κάποτε. Σημαντική για ένα κομμάτι της κοινωνίας, ή του κοινού, για να είμαστε ακριβέστεροι, όπως αντίστοιχα για άλλα πληθυσμιακά τμήματα σημαντικό είναι το τένις, η ζαχαροπλαστική, ο μοντελισμός ή η ορειβασία. Σημαντική σαν μια ακόμα νόμιμη, έγκυρη, ψυχαγωγική και ενδεχομένως κοινωφελής ενασχόληση. Σίγουρα όμως όχι τόσο σημαντική όσο η επιστήμη, η θρησκεία ή η πολιτική.
Το περασμένο καλοκαίρι, κάποιες και κάποιοι αναρωτηθήκαμε «γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό». Ωστόσο, το αρχικό ερώτημα γρήγορα μεταλλάχθηκε, παίρνοντας σχεδόν αμέσως άλλες μορφές, ίσως ακόμα πιο καίριες. «Γιατί, μήπως στο εσωτερικό μας διαβάζουν;» αναρωτήθηκαν ορισμένοι για τους έλληνες πεζογράφους. «Άραγε αξίζουμε να μας διαβάζουν, είτε στο εξωτερικό, είτε στο εσωτερικό;» «Και γιατί θα πρέπει να μας διαβάζουν έξω, αφού ούτε εμείς οι ίδιοι δεν διαβάζουμε τους εαυτούς μας;» «Ποιος είναι τελικά ο λόγος της αβελτηρίας, οι θεσμοί που δεν μας στηρίζουν, ή το δικό μας λογοτεχνικό προϊόν, που παραμένει υποδεέστερης αξίας;» «Μήπως είναι το κοινό που δεν είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο;» Αυτά κι άλλα πολλά, συντεταγμένα ή άναρθρα και κάπως άτακτα («ιμπρεσιονιστικά», όπως παρατήρησαν ορισμένοι – και πώς αλλιώς, άλλωστε, αφού εδώ και χρόνια δεν υπάρχουν καν επίσημες ποσοτικές μετρήσεις στο πεδίο) αναφέρθηκαν από όλους σχεδόν, σε άρθρα και σχόλια, με μια πρωτοφανή ένταση και συχνότητα, που έδειχνε ότι εμείς, οι άνθρωποι της πεζογραφικής δημιουργίας και της φιλολογικής μελέτης στην Ελλάδα, σα να θελήσαμε να ξεσπάσουμε, κωδικοποιώντας με διάφορους τρόπους και αιτήματα, ένα από καιρό καταπιεσμένο παράπονο: το γεγονός της χαμένης μας σημαντικότητας.
Αυτό είναι, θεωρώ, αν θέλω κι εγώ να αυτοψυχαναλυθώ λιγάκι, το μικρό αλλά επίμονο μαράζι που ώθησε πολλές και πολλούς από εμάς να προβληματιστούμε για την αξία της δουλειάς μας, ελαυνόμενοι από το γεγονός ότι δεν της δίνουν ίσως την αναμενόμενη σημασία στο εξωτερικό, αλλά πρωτίστως στο εσωτερικό – και μάλλον από εκεί ξεκινούν όλα. Κανείς δεν θα είχε φυσικά την απαίτηση να ευημερεί απ’ τη γραφή στην Ελλάδα · αυτό αποτελεί μια ουτοπία, μια φρεναπάτη που δεν απέκτησε ποτέ τις διαστάσεις του εφικτού στη χώρα μας. Ωστόσο κάποτε οι συγγραφείς, ακόμα και φτωχοί, ακόμα και πολιτικά και κοινωνικά διωκόμενοι, είχαν «βαριά σκιά». Τουλάχιστον για τη δική μου γενιά, τη γενιά των σημερινών πενηντάρηδων, εκείνη που μεγάλωσε και ενηλικιώθηκε δίχως κινητά και διαδίκτυο, σε σπίτια όπου κυριαρχούσε το χαρτί και η τηλεόραση των τριών μόνο, κρατικών καναλιών. Την εποχή που όλες οι μεγάλες εφημερίδες φιλοξενούσαν πολυσέλιδες συνεντεύξεις των ανθρώπων της γραφής -του Ρίτσου, του Σαμαράκη, της Λιλής Ζωγράφου ή της Διδώς Σωτηρίου- ζητώντας τα φώτα τους για τα πάντα, λες και δεν ήταν απλοί παραμυθάδες, αφηγητές στις παρυφές του κοινωνικού ιστού, αλλά εθνικοί μύστες και ταγοί με μια τεράστια κρυφή δύναμη, που έκλεινε το αίνιγμα του κόσμου ολόκληρου μέσα στις λέξεις τους. Την εποχή που υπήρχαν ειδικά ένθετα για τα βιβλία, ακόμα και δύο την εβδομάδα για κάθε έντυπο, και όπου οι κριτικοί λογοτεχνίας, όχι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού όπως σήμερα, αλλά χωρίς υπερβολή δεκάδες, απηχώντας ποικίλες αισθητικές, πολιτικές, ακόμα και κομματικές καταβολές, κονταροχτυπιούνταν συστηματικά, ανταλλάσσοντας μέχρι και προσωπικές προσβολές, για το περιεχόμενο -αν είναι ποτέ δυνατόν- μερικών μυθιστορημάτων, διηγημάτων και ποιημάτων. Έπρεπε να προσέχεις τι θα πεις και τι θα γράψεις, με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Ποιος δεν θυμάται την αναταραχή που είχε προκαλέσει η «Ορθοκωστά» του Βαλτινού, ποιος δεν θυμάται τις ομηρικές μάχες του Μαρωνίτη με τον Ιωάννου, τις ιερεμιάδες του Χριστιανόπουλου ενάντια στον Ελύτη και τη Δημουλά, ποιος δεν θυμάται την «Ελένη» του Γκατζογιάννη και το «Πού είναι η μάνα σου μωρή» της Πέτρουλα; Έχω ακόμα μπροστά μου τις αψιμαχίες που παρακολουθούσα σε καθημερινά ρεπορτάζ, για το ποιος θα πρωτοπροσκληθεί στην αποστολή της διεθνούς έκθεσης Φρανκφούρτης, εκεί, στο γύρισμα του αιώνα, στην τελευταία μάλλον αναλαμπή του παλιού κόσμου. (Σταματώ εδώ, γιατί σε λίγο θ’ αρχίσω να ακούγομαι σαν boomer σε καφενείο, που νοσταλγεί το «ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο».) Όλα αυτά συγκροτούν ένα πολιτισμικό τοπίο τελείως ανοίκειο για τους τωρινούς νέους, σχεδόν εξίσου αδιανόητο με το να έμπαινε η απαγγελία ενός ποιήματος στις τάσεις του youtube ή να γινόταν η δήλωση ενός έλληνα πεζογράφου viral στο Τwitter.
Σήμερα τα ένθετα για το λογοτεχνικό βιβλίο, όσα έχουν απομείνει, απισχνούνται έως εξαφάνισης, με αραιά δίστηλα και τρίστηλα κριτικής και εποικισμό των λιγοστών σελίδων τους από κάθε λογής άσχετους δημοσιολογούντες, αφού ο χώρος της γραφής καθαυτός θεωρείται ότι «δεν έχει πια πέραση» για τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ. Η άνοδος του ίντερνετ και η κρίση του Τύπου που επέφερε, οδήγησαν τις εφημερίδες σε πλήρη εμπορευματοποίηση της ύλης τους, απεμπολώντας τον παιδευτικό/παιδαγωγικό ρόλο που είχαν παλιότερα, τις εποχές των παχέων αγελάδων. Περιττό φυσικά να προσθέσουμε ότι η κριτική αποδοχή των βιβλίων δεν επηρεάζει πλέον στο παραμικρό την εμπορική τους πορεία -για να μην πούμε ότι εκλαμβάνεται ως στοιχείο εις βάρος της- ενώ και τα αντίστοιχα βραβεία, τόσο τα κρατικά όσο και τα ιδιωτικά, αναγγέλλονται και απονέμονται μέσα σε γενική αδιαφορία. Παράλληλα, αντί για κριτική, έχει επικρατήσει το υβρίδιο της σύντομης βιβλιοπαρουσίασης, με γλώσσα ενίοτε δανεισμένη από την πρακτική της διαφήμισης, καθώς και οι κατάλογοι μαζικής προβολής βιβλίων, ιδίως σε περιόδους διακοπών, που προσομοιάζουν σε ύφος και εικόνα αντίστοιχους ηλεκτρικών ειδών. Ωστόσο, ταυτόχρονα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (μιλώντας κυρίως για το Facebook) αφθονούν οι αναγνωστικές λέσχες και ομάδες, πολλές φορές αριθμώντας ακόμα και δεκάδες χιλιάδες μέλη. Πώς γίνεται λοιπόν, η νεοελληνική λογοτεχνία να εξαφανίζεται απ’ τις σελίδες του Τύπου, οι κριτικές να χάνουν και το λίγο εναπομείναν κοινό τους, και την ίδια στιγμή να αναπτύσσεται η ψηφιακή μορφή της αναγνωστικής ανταλλαγής γνωμών και εμπειριών του τύπου «μ’ αρέσει-δεν μ’ αρέσει», «δεν τρελάθηκα», αλλά ακόμα και εντελέστερων, πιο επεξεργασμένων απόψεων, που ωστόσο παραμένουν προσωπικές φύσει και θέσει, όπως το δηλώνουν άλλωστε συστηματικά οι ίδιοι οι φορείς τους; Η απάντηση είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι πρόκειται για το χλωρό χορτάρι που ευδοκιμεί σε ένα καμένο από καιρό τοπίο.
Tο διαδίκτυο αναντίρρητα προσφέρει ευκαιρίες αναζήτησης, ενημέρωσης και εκπαίδευσης, υπερπολλαπλάσιες των παλιών εποχών της μοναχικής μελέτης με την εγκυκλοπαίδεια και το θεωρητικό σύγγραμμα. Εντούτοις, όπως έχει διαφανεί και σε άλλες τέχνες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μουσική, η πληθώρα του παρεχόμενου υλικού δείχνει να αποτρέπει την πραγματική εμβάθυνση, με τους περισσότερους χρήστες να σερφάρουν στον ωκεανό της πληροφορίας σε μια κατάσταση παθητικότητας, έως αναισθητοποίησης, και τελικά οδηγούμενοι με ασφάλεια στα ρηχά, σε μια καταναλωτική ομοιομορφία όπου κυριαρχεί η μόδα και η διαφήμιση. Και αν η επικράτηση του ίντερνετ θεωρείται για μεγάλο μέρος της βιβλιοφιλικής κοινότητας κάτι σαν «επανάσταση από τα κάτω», παρακάμπτοντας το επιβεβλημένο γούστο των από καθέδρας κηνσόρων της παλιάς φρουράς (λέγε με «επίσημη κριτική»), στην ουσία δεν αποτελεί παρά την επισημοποίηση της αδιαφιλονίκητης εμπορευματοποίησης της λογοτεχνίας, σ’ ένα τοπίο όπου οι εκδότες και η εμπορική προώθηση κάνουν παιχνίδι ανεμπόδιστα, δίχως καμία πανεπιστημιακή ή άλλη ιντελιγκέντσια να μπερδεύεται στα πόδια τους.
Απόδειξη των ανωτέρω είναι ότι, σε αντίθεση με τις παλιότερες ιδεολογικο-αισθητικές διαμάχες που συχνά ξέσπαγαν με αφορμή τα βιβλία, στις μέρες μας απλώνεται μια εκκωφαντική ησυχία: δεν κουνιέται φύλλο. Τα πεζογραφήματα δεν συζητιούνται ευρύτερα, δεν προκαλούν τριγμούς, δεν αναστατώνουν κανέναν, ούτε καν τα μέλη των κλειστών κοινοτήτων που ασχολούνται μαζί τους. Σαν μέρος ενός χόμπι που είναι, τα βιβλία ούτε αξιολογούνται, ούτε ιεραρχούνται στην πραγματικότητα · αν κάτι «δεν αρέσει», αυτό είναι απλά θέμα γούστου, αφού κανέναν βιβλίο «δεν είναι ανώτερο από κάποιο άλλο», ούτε φυσικά το διάβασμα «σε κάνει καλύτερο άνθρωπο». Αντιστοίχως, οι πεζογράφοι σήμερα, θα έλεγε κανείς, απολαμβάνουν μια πρωτόγνωρη, αν και αμφιλεγόμενη, ελευθερία: μπορούν να γράψουν σχεδόν τα πάντα, να χυδαιολογήσουν, να πορνογραφήσουν ή και να λιβελογραφήσουν ακόμα, προσβάλλοντας όσους και όπως επιθυμούν ατιμώρητα, από τα θεία μέχρι τον πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο, που λέει ο λόγος · κανείς δεν θα σοκαριστεί, κανείς δεν θα το πάρει επί πόνου, ούτε και πρόκειται να ετοιμάσει μηνύσεις, όπως θα συνέβαινε ενδεχομένως με μια θεατρική παράσταση ή ένα τηλεοπτικό σήριαλ. Μοιάζει σχεδόν σα να βρίσκονται οι συγγραφείς εκτός κοινωνίας, σε ένα ιδιότυπο καθαρτήριο, μια «υγειονομική ζώνη», όπου κανένας πόλος εξουσίας δεν τους παίρνει στα σοβαρά, αφού έτσι κι αλλιώς το έργο τους αφορά ελάχιστους. Ως φαίνεται, στον μεταμοντέρνο, πολύχρωμο κόσμο μας, η λογοτεχνία υπάρχει για να τέρπει ακίνδυνα τους ολίγους κι έπειτα να τοποθετείται στο ράφι, σαν ένα ακόμα πιστοποιητικό αστικής καλλιέργειας. Μια τέχνη όμως που δεν αποτελεί δυνάμει κίνδυνο για την εξουσία, είναι μια τέχνη που δεν προορίζεται να υπάρξει για πολύ.
Αποτελεί βασική αρχή, και μ’ αυτό θα συνοψίσω την άποψή μου για την ποιότητα (ή τις ποιότητες) της τρέχουσας ελληνικής πεζογραφίας: δεν γίνεται να παραχθεί σημαντικό έργο σε οποιονδήποτε τομέα, όταν ο περιβάλλων χώρος δεν το αποζητά, ούτε το αναδεικνύει με κάποιον τρόπο, παρά στην καλύτερη περίπτωση το ανέχεται. Δεν θα αναφερθώ καν σε επιμέρους δημιουργούς, σε θέματα και εξαιρετικά ενδεχομένως δείγματα – όλα υπάρχουν, αφού είναι πολλοί οι καλοί και φιλότιμοι συγγραφείς στην Ελλάδα, ιδίως τα τελευταία χρόνια, με την ωρίμανση μιας νεότερης γενιάς τριαντάρηδων και σαραντάρηδων πεζογράφων, ιδιαίτερα καλλιεργημένων και προικισμένων με ευαίσθητες και ανοιχτές κεραίες. Παρ’ όλα αυτά, είναι δυστυχώς πανθομολογούμενο -και με δεδομένες τόσο τη μικρή εμβέλεια της γλώσσας μας, όσο και τη σταθερή θέση της πεζογραφίας μας στην περιφέρεια του διεθνούς συστήματος- ότι τα βιβλία μας δυσκολεύονται να «βγουν παραέξω». Απότοκο άραγε κρατικών συγκυριών ή εγγενούς ποιότητας; Το ερώτημα παραπέμπει στο παλιό αντίστοιχο, για την προέλευση του αβγού. Όπως και να το δούμε, ωστόσο, η εξήγηση σχετίζεται αναμφισβήτητα με μία γενικότερη αλήθεια: στη χώρα μας η τέχνη της γραφής δείχνει να αφορά περισσότερο τους συγγραφείς και τον κύκλο τους, απ’ ό,τι την ευρύτερη κοινωνία – και το λέω ανοιχτά, μολονότι ακούγεται ίσως υπερβολικά πικρό, έως μηδενιστικό. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, από το έτσι κι αλλιώς μικρό αναλογικά κοινό της χώρας μας, η συντριπτική πλειονότητα διαβάζει την ευπώλητη εκδοχή της τρέχουσας παραγωγής, που κατά κύριο λόγο σημαίνει αισθηματικά μυθιστορήματα, με όλα τα θεματικά παρακλάδια τους (χαμένες πατρίδες, ιστορικό δράμα, μελόδραμα της καθημερινότητας). Όσοι αναγνώστες απομένουν να επιλέγουν κάτι πιο «απαιτητικό», στην μεγάλη τους πλειοψηφία προτιμούν αποκλειστικά την ξένη πεζογραφία, κι από τους λίγους υπόλοιπους, μια ικανή μερίδα δηλώνει ότι αναζητά μόνο τους έλληνες «κλασικούς» (πράγμα που συνήθως αναφέρεται στη Γενιά του Τριάντα και τον Καζαντζάκη). Το εναπομείναν ποσοστό που τελικά απευθύνεται στη σύγχρονη ελληνική «λογοτεχνική» πεζογραφία, είναι ελάχιστο. Πλέον, αν ένα τέτοιο βιβλίο καταφέρει να πουλήσει τρεις χιλιάδες αντίτυπα, θεωρείται μπεστ-σέλερ – τα περισσότερα δεν κάνουν πάνω από χίλια. Είναι μια κατάσταση οριακά προσχηματική, όπου για τους γραφιάδες ελλοχεύει ο πτωχοπροδρομισμός, η μιζέρια και μια μόνιμη αίσθηση ανικανοποίητου. Εκεί ευδοκιμεί επίσης και η εκδοτική αυθαιρεσία, η αντιμετώπιση των συγγραφέων ως «αγαθούληδων», που δεν δικαιούνται πρόσβαση ούτε σε τυχόν έσοδα, ούτε ακόμα και στον ακριβή αριθμό των αντιτύπων που εκδίδονται, καθώς και η ωμή εκμετάλλευση των πρωτοεμφανιζόμενων, που πλέον καλούνται όλο και συχνότερα να πληρώνουν οι ίδιοι την έκδοση των έργων τους. (Το είδος του εκδότη-«νταραβεριτζή» με μότο το «δουλίτσα να υπάρχει και τα άλλα βρίσκονται», δείχνει να έχει εκτοξευτεί εσχάτως.) Κανείς δεν μπήκε σ’ αυτό το χώρο για να γίνει πλούσιος και διάσημος – το ξαναείπαμε. Ωστόσο, η ολιγάρκεια των πεζογράφων είναι η άλλη όψη της χαμένης τους κοινωνικής επιδραστικότητας. Και τελικά δεν προοιωνίζεται τίποτα, πέρα ίσως από τη σωτηρία της ψυχής τους, αλλά και τη σταδιακή πτώση του γενικότερου αναγνωστικού επιπέδου…
Μικρή παρέκβαση: Κάποτε ο Φίλιπ Ροθ, στις αρχές της χιλιετίας, είχε ερωτηθεί για το μέλλον της μυθιστοριογραφίας. Η πρόβλεψή του ήταν εξαιρετικά δυσοίωνη: πίστευε ότι σε μερικές δεκαετίες η ανάγκη των ανθρώπων για αφήγηση θα έχει εναποτεθεί πλήρως στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο, καθιστώντας τους γραφιάδες μυθιστορημάτων εντελώς περιττούς, όπως περίπου αχρηστεύτηκαν οι μενεστρέλοι και οι επικοί τροβαδούροι, φορείς ως τότε μιας πανάρχαιας τέχνης, με την εξάπλωση της τυπογραφίας στο τέλος του μεσαίωνα. Ο Ροθ, διαισθητικός παλμογράφος της εποχής του, είχε οσμιστεί από νωρίς, απ’ όταν το ίντερνετ ήταν ακόμα στα σπάργανα, εκείνο που στις μέρες μας είναι πια κοινός τόπος: ότι ο πολιτισμός μας γίνεται ολοένα και περισσότερο εικονιστικός. Οτιδήποτε δεν περιλαμβάνει το στοιχείο της «παραστατικότητας», του performance, της άμεσης έκθεσης στο μάτι, είναι καταδικασμένο να υποβαθμίζεται, να «κατεβαίνει εθνικές» στην ιεραρχία του μαζικού γούστου. Αυτός είναι ο λόγος που σήμερα στη χώρα μας η λογοτεχνία σχεδόν απουσιάζει απ’ το προσκήνιο, ενώ ας πούμε το θέατρο βρίσκεται συγκριτικά παντού -κάτι αδιανόητο μερικές δεκαετίες παλιότερα- εκμεταλλευόμενο τις άπειρες δυνατότητες εικονιστικών εξιστορήσεων που παρέχουν το διαδίκτυο και ειδικά τα social media. Ό,τι δεν κυκλοφορεί στην πιάτσα, ό,τι δεν μπορεί να γίνει «ποστ» και «στόρι», χάνει σε δύναμη και ικανότητα επηρεασμού των εξελίξεων. Ακόμα και η κρατική πολιτική, που αρέσκεται σε φωτογραφικά ενσταντανέ και «κοψίματα κορδέλας», εύλογα ενισχύει τις μορφές τέχνης εκείνες που αποφέρουν άμεσα «κλικ» και «λάικ» – δεν είναι ν’ απορεί λοιπόν κανείς που τόσες και τόσες συλλογικές προσπάθειες για κρατική ενίσχυση του χώρου μας συναντούν συνήθως βαρήκοα ώτα.
Λύσεις; Δεν ξέρω αν υπάρχουν, ή αν είναι εύκολες. Ποτέ οι λύσεις σε πολιτισμικά, δομικά προβλήματα δεν είναι απλές. Μπορούν να γίνουν εμβαλωματικές απόπειρες στήριξης του εποικοδομήματος, υπερπηδώντας την παραδοσιακή κρατική αβελτηρία στην οποία αναφέρθηκα, που θα συνέδραμαν τους πεζογράφους ως προσωπικές οντότητες και την πεζογραφία στη δημιουργική της διαδικασία: η αύξηση των κονδυλίων του ΥΠΠΟ για θέματα βιβλίου, η οικονομική στήριξη των πεζογράφων και των μεταφράσεων, η δημιουργία προγραμμάτων επιδοτούμενης διαμονής και συγγραφής, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όχι πολύ μεγαλύτερες απ’ τη δική μας. Οφείλουμε επίσης οι πεζογράφοι αλλά και οι περί ημάς ιθύνοντες να σκαρφιστούμε δημιουργικούς τρόπους εκμετάλλευσης της τρέχουσας κατάστασης: όσο και να μην συμβαδίζει η καλωδίωση του εγκεφάλου μας με τον ορυμαγδό των εικόνων που επιθετικά μας κατακλύζει, ωστόσο είναι ο κόσμος στον οποίο καλούμαστε να κινηθούμε. (Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι και στην Ελλάδα οι συγγραφείς με την εντονότερη παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι συχνά εκείνοι που απασχολούν περισσότερο με το έργο τους το ευρύ κοινό, έστω και υποβοηθώντας το ως μιντιακές περσόνες.) Είναι μια ευαίσθητη ισορροπία, την οποία κι εγώ αναζητώ και για να είμαι ειλικρινής αμφιβάλλω αν θα την βρω ποτέ – η καλωδίωση που λέγαμε πριν.
Ωστόσο, ό,τι και να γίνει στο εποικοδόμημα, όσο δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα που υπάρχει στη βάση, στο δίπολο «σχολείο-βιβλιοθήκη», οι πρωτοβουλίες θα είναι πάντα αμφίβολες και η υλοποίησή τους αποσπασματική. Κατά τη γνώμη μου, και το πιστεύω βαθιά, η μοναδική βιώσιμη μορφή αντίστασης στη σαρωτική επέλαση του εικονιστικού κόσμου της εποχής μας μπορεί να προέλθει από την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – κάτι που στις χώρες της Δύσης είναι παλαιόθεν γνωστό, γι’ αυτό και επενδύουν τόσο συστηματικά στο χτίσιμο αναγνωστικής παιδείας από τις νεαρές ηλικίες. Γιατί η όποια εκτίμηση για τη λογοτεχνία και τη σημασία της εγκαθιδρύεται στην τρυφερή περίοδο που πρωτοεγγράφονται οι αξίες. Αν δεν συνηθίσει ο μαθητής να επιλέγει και να διαβάζει αυτούσια βιβλία, και όχι κουτσουρεμένα αποσπάσματα σε ανθολόγια, δεν πρόκειται ποτέ να βάλει πραγματικά την ανάγνωση στη ζωή του, κάνοντας έστω για λίγο πέρα τον διαρκή περισπασμό του κινητού. Ένα τέτοιο, ουσιαστικό κοινό της λογοτεχνίας και ειδικά της εγχώριας, είναι εκείνο που θα μάθει από νωρίς να ζει μ’ αυτήν, να την αποζητά συστηματικά και οργανωμένα, και αργότερα, μεγαλώνοντας, να τάσσεται ενεργά υπέρ της, είτε στα μέσα ενημέρωσης που χρησιμοποιεί, είτε στα social media, είτε και στους πολιτικούς και στις πολιτικές που στηρίζει με την ψήφο του. Αυτή είναι και η μόνη πιθανή οδός διαφυγής απ’ το παρόν αδιέξοδο. Άλλη λύση δεν διακρίνεται στον ορίζοντα.
Ο κόσμος γύρω μας τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Το ίντερνετ, στην παρούσα εκδοχή του, θεωρείται από κάποιους ότι παρέχει ένα «ανάχωμα ασφαλείας» στο γραπτό λόγο, μιας και ένα μεγάλο μέρος της επικοινωνίας εντός του διεξάγεται ακόμα με τη μορφή κειμένων. Ωστόσο, αν ευοδωθούν τα σχέδια για το περιβόητο ‘‘Meta’’, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο μέσα στα επόμενα χρόνια ολόκληρο το διαδίκτυο να μετατραπεί σε ένα αχανές videogame, δίχως αλφαβητικά ψηφία, λέξεις και φράσεις για οδοδείκτες, παρά μονάχα μορφές εικονικής πραγματικότητας, απευθυνόμενες στον κατώτατο δυνατό παρονομαστή της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Παράλληλα, η επέκταση της μαζικής παραγωγής, των συγχωνεύσεων και της ψηφιοποίησης στο χώρο των τεχνών, έχει οδηγήσει την τελευταία εικοσαετία σε μια άνευ προηγουμένου κατίσχυση των εκδοτών σε βάρος των συγγραφέων (ή αλλιώς «δημιουργών περιεχομένου», κατά το newspeak του Γενναίου Νέου Κόσμου μας) · ακόμα και στην αγγλοσαξονική Δύση, λίγοι είναι πια οι πεζογράφοι που μπορούν να ζουν αποκλειστικά από τη γραφή. Κάποιοι κάνουν λόγο ακόμα και για το θάνατο του μυθιστορήματος, επιβεβαιώνοντας την προφητεία του Ροθ, ή την αντικατάστασή του από τις τηλεοπτικές σειρές. Ζούμε σε μια μεταβατική εποχή, με πολλαπλούς κλυδωνισμούς και μια γενική αβεβαιότητα για πράγματα που θεωρούνταν δεδομένα στη διάρκεια τoυ προηγούμενου αιώνα. Κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το εγγύς μέλλον.
Σε πείσμα όλων αυτών, οι σοβαρές κοινωνίες, που νοιάζονται για την επιβίωση του πολιτισμού τους στον μάταιο τούτο κόσμο, φροντίζουν να επενδύουν στο πνευματικό τους κεφάλαιο, γνωρίζοντας ότι όσο υπάρχει Λόγος, η Λογοτεχνία θα αποτελεί μέτρο αξίας του Λόγου αυτού, αφήνοντας ένα αντίστοιχο αποτύπωμα στο συλλογικό φαντασιακό και στην οικουμενική μνήμη. Μόνο κοινωνίες που δεν νοιάζονται ούτε για την έννοια του συλλογικού ούτε για την έννοια της μνήμης, μπορούν να απέχουν αμέριμνες και αμέτοχες από την ανάγκη μιας τέτοιας φροντίδας. Στη χώρα μας η πεζογραφία, η κιβωτός αυτή των αφηγήσεων και της αποθησαυρισμένης γλώσσας, παραδοσιακά πλέει δίχως πυξίδα, δίχως κατεύθυνση, αφημένη να οδηγείται απ’ τον αέρα και τα ρεύματα. Όμως τα νερά ενέχουν πια περισσότερους κινδύνους. Η στάση που θα κρατήσουμε εφεξής, εξαρτάται και από τον τρόπο που βλέπουμε την ίδια τη λογοτεχνία. Είτε θα τη δούμε ως ένα αναπόσπαστο συστατικό της ζωής μας, που οφείλουμε να το στηρίξουμε πάση θυσία, είτε ως ένα ακόμα αναλώσιμο προϊόν, ένα πεπερασμένο γνωστικό πεδίο που μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Είναι αυτό το νοητικό χάος που χωρίζει τη λογοτεχνία ιδωμένη ως μια συνεκτική μορφή ύπαρξης μέσα στον κόσμο, από τη λογοτεχνία ως απλό χόμπι. Η επιλογή ανάμεσα στις δύο αυτές οπτικές ίσως να βρίσκεται ακόμα στα χέρια μας. Ενδεχομένως όμως όχι για πολύ.
Θυμάμαι πριν χρόνια τις εκπομπές του Ρενου Αποστολίδη… Με πόση θερμη κ φανατισμό μιλούσε για βιβλία και συγγραφείς… Αστραφτε και βρονταγε… (Λένε ότι κάποτε είχε χειροδικησει στο Σπύρο Μελά για μια κακή κριτική…) Άλλες εποχές, αλλά χρόνια, που όλα έμοιαζαν μεγαλύτερα…
Απολαμβάνω κάθε φορά να διαβάζω τα κείμενα του Νίκου Μάντη και να αναγνωρίζω σε αυτά τη δύναμη της φωνής του. Είμαι σίγουρη επίσης, πως αυτή η φωνή δυναμώνει ακόμα περισσότερο καθώς ενώνεται με τη φωνή πολλών συγγραφέων της γενιάς του αλλά και νεότερων. Με την ευκαιρία λοιπόν της συζήτησης που έχει ανοίξει και αφορά το παρόν και μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας, θα ήθελα να καταθέσω και τη δικές μου βασανισμένες σκέψεις. Θα χρησιμοποιήσω ως εφαλτήριο τη φράση «βαριά σκιά» που χρησιμοποίησε ο Ν.Μ. για τους μεγάλους συγγραφείς που «μεγάλωσαν» τη γενιά του και τη γενιά μου και να υπερτονίσω πως η ειδοποιός διαφορά εκείνης της φουρνιάς συγγραφέων με τη σημερινή είναι το ΟΡΑΜΑ. Εκείνοι δεν έγραφαν μόνο για να ικανοποιήσουν τον άκρατο ναρκισσισμό που ελλοχεύει σε κάθε ανθρώπινη οντότητα, έγραφαν για να κοινωνήσουν το όραμά τους. Το όραμα αυτό ήταν ατομικό και συλλογικό, εντασσόταν σε μια ουτοπία όπου όλος ο κόσμος χωρούσε, κι εκείνοι ήταν οι «ιεροκήρυκές» του. Σήμερα όλα έχουν αλλάξει. Όχι, αναγκαστικά προς το χειρότερο. Τα βιβλία είναι ελεύθερα, ακόμα θυμάμαι τον εαυτό μου να στριμώχνεται στο πίσω μέρος του μοναδικού βιβλιοπωλείου της γειτονιάς μου, για να επιλέξει από διαίσθηση και μόνο το βιβλίο, που μοιραία θα γινόταν ο οδηγός της ζωής μου. Ναι. Τότε το βιβλίο είχε αυτή τη δύναμη. Για να μην μακρηγορώ και χωρίς να θέλω να φανώ αφοριστική και κυρίως χωρίς να εκφέρω ύμνους παρελθοντολαγνείας, θα εκφράσω την ταπεινή μου γνώμη η οποία έχει χτιστεί μέσω της προσωπικής μου αναγνωστικής και συγγραφικής εμπειρίας. Επικεντρώνομαι λοιπόν στα σημεία που έχω εντοπίσει και τα οποία μεμονωμένα ή αθροιστικά αποτελούν τα αίτια για τη χωλότητα της λογοτεχνικής παρουσίας σήμερα.
Το πρώτο και σημαντικό πρόβλημα αλλά όχι μοναδικό και αυτοτελές εντοπίζεται στην οργιάζουσα ανοικοδόμηση ενός επίσημου συμπαγούς, τυποποιημένου και ισοπεδωτικού πολιτισμού, ο οποίος σε συνδυασμό με την ασθενή, εσωστρεφή έως μεμονωμένη αντίδραση των πνευματικών ανθρώπων καθώς και την ύπαρξη συντεχνιακών συμφερόντων που ροκανίζουν τον χώρο των καλών τεχνών, οδηγούν στην εξομοίωση τους με την αντίστοιχη «προσομοίωσή» τους, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει παραφραστικά αυτόν τον όρο.
Την ανοικοδόμηση αυτή επιπλέον, επικουρεί όχι αναιτιολόγητα η έλλειψη οράματος εκ μέρους των συγγραφέων και των εμπλεκομένων στη διάδοση του έργου τους. Αν σε αυτό το τερατόμορφο μοντέλο προσθέσουμε τη βαθιά κατηγοριοποίηση των λογοτεχνικών έργων με ταυτόχρονη την επικριτική οπτική έναντι ορισμένων ειδών, η οποία κριτική οξύνει την ταξική διαστρωμάτωση και οδηγεί στη δημιουργία μιας πνευματικής ελίτ ιστάμενης αλαζονικά και όχι αλληλεπιδραστικά επί των άλλων τάξεων. Η ιδέα μιας αταξικής τέχνης ως μια νέα ουτοπία και σήμα κατατεθέν των σύγχρονων λογοτεχνών, ίσως θα μπορούσε να προταθεί ως ένας καίριος προσανατολισμός για τη λειαντική λειτουργία της λογοτεχνίας. Διευκρινίζω, για να μην εκληφθεί η σκέψη μου ως γραφική, πως δεν αναφέρομαι στην εξισωτική άνευ κριτηρίων μορφή τέχνης αλλά σε μια πολυμορφική εικόνα της. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί στο γενικότερο πλαίσιο που θέλει τις καλές τέχνες αρωγούς στην ιδέα της κοινωνικής ισότητας.
Συμπερασματικά, θα έλεγα πως για να φτάσουμε στο ιδεατό ίσως πρέπει να επανεξετάσουμε τη σημασία της λογοτεχνίας, να αντικαταστήσουμε την αλαζονεία με την κατανόηση και αντί για οδοφράγματα να στήσουμε οδοδείκτες που θα διευκολύνουν τον δρόμο των εκκολαπτόμενων συγγραφέων αλλά και των αναγνωστών. Να απαλλάξουμε επίσης, τους με και τους δε από ταμπέλες και να χρησιμοποιήσουμε ως αντίβαρο δυναμικές πρωτοβουλίες όπως αυτή, τυχαία αναφέρω την παρουσία της Εταιρείας των Παπαδιαμαντικών Σπουδών. Αυτό σημαίνει δημιουργική αντιμετώπιση ενός προβλήματος. Κι αν, εν τέλει, επιτάσσεται ο «γραπτός λόγος» να εκφραστεί μέσω της εικόνας από όπου και προέρχεται άλλωστε, ας επιστρέψει σε αυτήν. Τα ζητούμενο είναι: η εικόνα να έχει το δικό μας αποτύπωμα και όχι μιας συσκευής τεχνητής νοημοσύνης, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Όμως όχι, αυτό είναι μια δυστοπική πρόβλεψη που απομακρύνεται όλο και περισσότερο, όσο υπάρχουν ακόμα γερές αντηρίδες που στυλοβατούν το λογοτεχνικό οικοδόμημα. Η δουλειά μας είναι να τις ενδυναμώνουμε με την ανιδιοτελή παρουσία μας.