«Ελευθερία στη Βρέμη»: οι καφέδες της απόγνωσης (της Όλγας Σελλά)

0
526

 

της Όλγας Σελλά

Οι περισσότεροι δεν το είχαμε δει ποτέ αυτό το έργο. Η «Ελευθερία στη Βρέμη», το 16ο θεατρικό έργο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1971 στη Βρέμη, και παραστάθηκε κυρίως τη δεκαετία του ’80 σε ελληνικές σκηνές.  Αρκετά χρόνια μετά, το επιλέγει για τη χειμερινή του παραγωγή τη σεζόν 2022-2023 το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, με συμπαραγωγό το Θέατρο Τέχνης. Και από τις 25 Ιανουαρίου η παράσταση στεγάζεται στο Υπόγειο της οδού Πεσμαζόγλου.

Εμπνεόμενος από ένα πραγματικό γεγονός του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, ο Φασμπίντερ μέσα από την ιστορία της Γκέεσε Γκότφριντ (Μαρία Κεχαγιόγλου), μιας απλής και θεοσεβούμενης γυναίκας, που προσπαθώντας να αποσείσει από γύρω της όσα την έπνιγαν και την καταπίεζαν και επιχειρώντας να διεκδικήσει τον αυτοσεβασμό και την αυτοτέλεια της ως άτομο, κατέληξε να δηλητηριάσει δεκαπέντε πρόσωπα του στενού της περιβάλλοντος, ο Γερμανός σκηνοθέτης προφανώς θέλησε να σχολιάσει την εξουσία στις διαπροσωπικές σχέσεις και το σύνηθες θύμα τους: τη γυναίκα. Η Γκέεσε Γκότφριντ, το 1831 οπότε αποκαλύφθηκαν τα εγκλήματά της, αποκεφαλίστηκε δημοσίως στη Βρέμη, στην τελευταία εκτέλεση που έγινε σ’ αυτή την πόλη.

Ο Νίκος Μαστοράκης, που υπογράφει τη διασκευή, τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια και τη μουσική επιμέλεια της παράστασης, εντάσσει την εμφανή επίδραση της θρησκείας και των κοινωνικών επιταγών της την εποχή της Γκέεσε και δίνει μια νότα σύγχρονη στο υπόλοιπο σκηνικό, μεταφέροντάς το στην εποχή της γραφής του: στη δεκαετία του 1970 (έπιπλα μικροαστικού σαλονιού). Το έργο χωρίζεται σε σκηνές με κύριο ένα ακόμα πρόσωπο δίπλα στην Γκέεσε. Παρακολουθούμε την ιστορία της, την ψυχολογική και σωματική κακοποίησή της από το περιβάλλον (κυρίως από τους άντρες που την περιβάλλουν και με τους οποίους συνδέεται). Είτε γιατί τους της επέβαλαν είτε γιατί τους επέλεξε αλλά την πρόδωσαν: (Διαμαντής Καραναστάσης, Γιωργής Τσαμπουράκης, ‘Αγης Εμμανουήλ). Και μαζί παρακολουθούμε και τη διαδρομή της προς την απελευθέρωση από τα δεσμά, κοινωνικά και προσωπικά. Μετά από κάθε βήμα της προς αυτή την κατεύθυνση, μετά από κάθε φόνο της δηλαδή, η Γκέεσε βγάζει ένα από τα ρούχα που φοράει, πετάει ένα βαρίδι (εύστοχος συμβολισμός). Μετά από κάθε σκηνή-φόνο, όλος ο θίασος εμφανίζεται στη σκηνή ακολουθώντας βήματα χορού του 19ου αιώνα (μία επιλογή που ίσως να μη χρειαζόταν, γιατί δεν πρόσθεσε κάτι ιδιαίτερο στην παράσταση, κι όχι γιατί είχε πρόβλημα η κίνηση ). Μετά από κάθε σκηνή-φόνο η Γκέεσε λέει μια προσευχή και σβήνει ένα κερί. Όμως ο τρόπος που λέει αυτή την προσευχή, την ίδια κάθε φορά, δηλώνει και τη διαδρομή του μυαλού και της ψυχής της και είναι αυτό από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της παράστασης και από τις πιο δυνατές ερμηνευτικές στιγμές της Μαρίας Κεγαχιόγλου. Γιατί κάθε φορά την λέει αλλιώς αυτή την προσευχή. Την πρώτη φορά με τρόμο και απόγνωση. Τη δεύτερη με δέος. Την τρίτη με οίκτο. Σιγά σιγά αυτή η προσευχή εμπεριέχει την τρελή δικαίωση που νιώθει μετά από κάθε «εμπόδιο» που εξαφανίζει από τη ζωή της, κερνώντας απλώς ένα φλιτζάνι καφέ. Στο τέλος μοιάζει να έχει άποψη, να νιώθει ότι επιτελεί έργο («ήθελα να σε σώσω από τη ζωή που ζεις» λέει στην οικογενειακή φίλη (Μαριάννα Δημητρίου), να ηδονίζεται από αυτή τη διαδικασία… Η απελπισία οδήγησε το μυαλό της σε άλλες διαδρομές. Εργαλειοποιεί το έγκλημα, σχεδόν το ιδεολογικοποιεί…

Είναι πράγματι ένα σκληρό, σοκαριστικό έργο. Που συχνά συνομιλεί με εγκλήματα τωρινά ή παλαιότερα που μας έχουν σοκάρει (μας ήρθαν πολλά στο μυαλό). Σε κάποιο σημείο μοιάζει να συνομιλεί ακόμα και με τη Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη. Ένα σύνθετο, σκληρό έργο, που όμως δείχνει την ηλικία της γραφής του, παρότι εξακολουθεί να έχει πολλά κρυμμένα μυστικά, πολλά σημεία που δεν δέχονται μόνο πρώτη ανάγνωση. Ο Φασμπίντερ επέλεξε να αποστασιοποιηθεί από τον ζόφο, διακωμωδώντας την απελπισία που γίνεται σκληρότητα. Στοιχείο που ανέδειξε και ο Νίκος Μαστοράκης στην παράσταση, ίσως όμως με παραπάνω δόση αποστασιοποίησης. Ήταν άραγε αυτό το στοιχείο που με κράτησε αμήχανη (αν όχι απόμακρη) από στιγμές της παράστασης; Ή μήπως ήταν το γενικό στήσιμο; Ή μήπως κάποιες ερμηνείες; Η Μαρία Κεχαγιόγλου έδωσε αυτή την απελπισμένη διαδρομή στον όλεθρο της Γκέεσε με γήινο και μεστό τρόπο. Ξεχωριστή η ερμηνεία της Καίτης Μανωλιδάκη (μητέρα της Γκέεσε), αλλά και η σύντομη της Μαριάννας Δημητρίου. Πιο αδύναμες, πιο εξωστρεφείς, ήταν οι ανδρικές ερμηνείες και νομίζω θα προτιμούσα μια αντιμετάθεση στους ρόλους του Διαμαντή Καραναστάση και του Γιωργή Τσαμπουράκη (σύζυγος, εραστής).

Ήταν μια παράσταση που δημιουργούσε πολλαπλά συναισθήματα στον θεατή: δέος, συγκίνηση, αμηχανία. Αλλά δεν σε άφηνε αδιάφορο. Και οπωσδήποτε μας χάρισε ένα άγνωστο σε πολλούς σημερινούς θεατές έργο (τα εύσημα στο ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης που το επέλεξε).

 

 

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφρας: Γιώργος Δεπάστας, Διασκευή, σκηνοθεσία, σκηνικά-κοστούμια, μουσική επιμέλεια: Νίκος Μαστοράκης, Κίνηση: Μαρίζα Τσίγκα, Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας, Συνεργάτης σκηνογράφος: Σταύρος Μπαλής, Συνεργάτις ενδυματολόγος: Άση Δημητρολοπούλου, Βοηθός σκηνοθέτη: Μπάμπης Συμεωνίδης, Φωτογραφίες παράστασης: Γιώργος Αναστασάκης.

Παίζουν: Μαριάννα Δημητρίου, Άγης Εμμανουήλ, Διαμαντής Καραναστάσης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Καίτη Μανωλιδάκη, Γιωργής Τσαμπουράκης, Χάρης Τσιτσάκης.

 

Κατάλληλο για θεατές από 16 ετών και άνω

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή στις 7.30μ.μ., Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 9μ.μ.

Έως 9 Απριλίου

Προηγούμενο άρθροΠαίζοντας με την πολιτική Βιβλίου (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΗ νεοελληνική φιλολογία χθες, σήμερα, αύριο (του Ευριπίδη Γαραντούδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ