του Στέφανου Δημητρίου (*)
«Ζούμε στον κόσμο που διαμόρφωσε η Μεταρρύθμιση, αλλά η άγνοιά μας για αυτήν στην Ελλάδα είναι παχυλή». Αυτή η φράση, από το οδηγητικής χρήσης, πολύ κατατοπιστικό, επίμετρο (σ.70), που συνοδεύει την έκδοση του «Περί ελευθερίας του χριστιανού» και το οποίο συνέγραψε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, δείχνει με ακρίβεια σε ποιο σημείο βρισκόμαστε σε σχέση με τα έργα του Λούθηρου. Είναι το δεύτερο κείμενο του Λούθηρου, το οποίο μεταφράζεται και κυκλοφορεί στη χώρα μας. Είχαν πρωτοπορήσει οι εκδόσεις «Πόλις», όταν, το 2004, είχαν εκδώσει το «Για την εγκόσμια εξουσία και μέχρι που εκτείνεται η υπακοή μας σ’ αυτήν» (μετάφραση: Γιώργος Γρηγορίου, εισαγωγή: Κοσμάς Ψυχοπαίδης). Κρατάμε, όμως, την παρήγορα ελπιδοφόρα εξαγγελία του «Άρτου Ζωής» ότι «Θα συνεχίσουμε και με άλλα έργα του ίδιου αλλά και της προτεσταντικής θεολογικής παράδοσης γενικότερα» (σ. 72). Ποια είναι, όμως, η μείζων και καθοριστική, εφόσον «μετά τον προτεσταντισμό, ο τρόπος που εννοούμε τον χριστιανισμό και μιλάμε για αυτόν είναι διαφορετικός, είτε το ξέρουμε είτε δεν το ξέρουμε» (σ. 72), αλλαγή που επέφερε η Μεταρρύθμιση; Ίσως – οι θεολόγοι, καθώς και άλλοι βαθύτεροι γνώστες, είναι αρμόδιοι να μιλήσουν μετά βεβαιότητος – η σημαντικότερη αλλαγή να έγκειται στην άρνηση του μεσολαβητικού έργου της Εκκλησίας. Εάν η χριστιανική Εκκλησία, όμως, ως πνευματικό καθίδρυμα, ως πνευματική ένωση και κοινότητα, παύει να μεσολαβεί ανάμεσα στην ανθρώπινη αμαρτία και την θεία δικαιοσύνη, τότε τι έπεται; Ας αναζητήσουμε την απάντηση στο κείμενο: Ο Λούθηρος θα αναφερθεί στο κήρυγμα του εκκλησιαστικού λόγου, μετά την κατάργηση του μεσολαβητικού ρόλου της Εκκλησίας: «Από όλα αυτά, καταλαβαίνουμε ότι το κήρυγμα δεν είναι ικανοποιητικό όταν κηρύττονται η ζωή και το έργο του Χριστού επιφανειακά και μόνο σαν μια ιστορική αφήγηση και κάποιο χρονικό, πόσω μάλλον όταν σωπαίνουν εντελώς όσον αφορά τον ίδιο και κηρύττουν το πνευματικά ορθό ή άλλους ανθρώπινους νόμους και διδασκαλίες. Από αυτούς, υπάρχουν πολλοί που κηρύττουν και διδάσκουν τον Χριστό με το να συμπάσχουν μαζί του, να οργίζονται με τους Εβραίους ή να εφαρμόζουν άλλους, ακόμα πιο παιδιάστικους τρόπους. Εκείνον όμως οφείλουμε και πρέπει να τον κηρύττουμε έτσι ώστε, σ’ εσένα και σ’ εμένα, η πίστη να μεγαλώνει και να διατηρείται. Η πίστη αυτή μεγαλώνει και διατηρείται όταν μου λένε γιατί ήρθε ο Χριστός, πώς πρέπει κανείς να τον χρησιμοποιεί και να ωφελείται από αυτόν, τι μου έφερε και μου έδωσε. Και, αυτό συμβαίνει, όταν ερμηνεύει κανείς σωστά τη χριστιανική ελευθερία, την οποία έχουμε λάβει από αυτόν, και πώς είμαστε βασιλείς και ιερείς, κυρίαρχοι επί όλων των πραγμάτων∙ και ότι όλα όσα κάνουμε είναι ευπρόσδεκτα ενώπιον του Θεού και εισακούγονται, όπως το έλεγα μέχρι τώρα. Γιατί όπου μια καρδιά ακούει τέτοια πράγματα για τον Χριστό, τότε χαίρεται από τα βάθη της, παρηγορείται, γλυκαίνει απέναντι στον Χριστό και τον αγαπάει με τη σειρά της. Εδώ, δεν μπορεί να φτάσει ποτέ με νόμους ή με έργα. Ποιος θα μπορούσε να βλάψει ή να τρομάξει μια τέτοια καρδιά; Αν πέσει πάνω της η αμαρτία ή ο θάνατος, πιστεύει ότι η δικαιοσύνη του Χριστού είναι δική της και ότι η αμαρτία της δεν είναι δική της, αλλά του Χριστού∙ κι έτσι η αμαρτία της εξαφανίζεται αναγκαστικά μπροστά στη δικαιοσύνη του Χριστού μέσα στην πίστη, όπως είπαμε παραπάνω» (σς. 34-35). Η πίστη, λοιπόν, είναι το θεμέλιο της ελευθερίας του χριστιανού. Είναι αυτήν που τον καθιστά κυρίαρχο επί όλων των πραγμάτων. Η ελευθερία του πιστού είναι μία θεολογικώς ερμηνεύσιμη ελευθερία. Θεμέλιο αυτής της ελευθερίας είναι η πίστη. Επί της ουσίας, ταυτίζονται. Ελευθερία και πίστη είναι το ίδιο (σ. 16). Δεν μπορεί να οριστεί η μία ανεξάρτητα από την άλλη. Αυτή η σχέση επιτρέπει στον πιστό να επικοινωνεί με τον Χριστό, χωρίς τη σχέση της μεσολάβησης. Άλλωστε η λουθηρανική μεταρρύθμιση δεν αποδέχεται την πατερική παράδοση ως αυθεντία σε σχέση με την ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Αντιθέτως, δέχεται ότι ο Θεός, μέσω της Αγίας Γραφής, απευθύνεται κατά τρόπον άμεσο, χωρίς μεσολάβηση, στην ανθρώπινη ψυχή, στην ψυχή του πιστεύοντος ανθρώπου. Ως εκ τούτου, η Αγία Γραφή, για τον Λούθηρο, δεν είναι σκοπός, αλλά ο τρόπος, για να αχθεί ο πιστός προς τη γνώση του Χριστού. Αυτή είναι το κέντρο του ερμηνευτικού εγχειρήματος, το οποίο είναι ατομικό εγχείρημα ως προς τον ερμηνεύοντα πιστό. Η υποκειμενικότητα, λοιπόν, η εξατομίκευση δηλαδή, εισέρχεται ήδη κατά τον προσδιορισμό της σχέσης ανάμεσα στον πιστό και στην Αγία Γραφή, εφόσον έχει αποκλεισθεί η ερμηνευτική διαμεσολάβηση της Εκκλησίας, οπότε και ο πιστός επικοινωνεί αυτός ο ίδιος απευθείας με τον Χριστό διά μέσου της πίστεώς του και μόνο. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι η πίστη του είναι αρκετή, ώστε να ερμηνεύσει αυτός ο ίδιος, χωρίς τον φορέα της αυθεντίας. Συνεπώς, εάν ισχύει αυτό, τότε η απευθείας αυτή ερμηνεία είναι μέρος της ελευθερίας του χριστιανού και της θεολογικής της σημασίας. Εφόσον ο πιστός ερμηνεύει χάρη στην πίστη του, η οποία θεμελιώνει την ελευθερία του, αυτή η ίδια πίστη θα εγγυάται και την σωτηρία του. Ο πιστός δεν σώζεται διά της μετοχής στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Σώζεται μόνο χάρη στην ελευθερία του, η οποία, όμως, θεμελιώνεται στην πίστη του – και ταυτίζεται μαζί της – άρα σώζεται χάρη στην πίστη του στον λόγο του Θεού και μόνο. Αυτή η πίστη είναι που τον δικαιώνει ως πιστό και ελεύθερο: «Ούτε κι ο Χριστός ήρθε προς χάριν καμιάς άλλης υπηρεσίας, παρά για να κηρύξει τον Λόγο του Θεού. Επίσης, όλοι οι απόστολοι, οι επίσκοποι, οι ιερείς και όλη η τάξη των κληρικών έχουν κληθεί και τοποθετηθεί μονάχα για χάρη του Λόγου, μολονότι δυστυχώς τώρα τα πράγματα έχουν αλλιώς» (σ.14).
Η απόρριψη, όμως, αυτής της μεσολάβησης, δηλαδή της Εκκλησίας, αποτέλεσε και την συνθήκη για την ανάδυση της έννοιας του ατόμου, εφόσον η άρνηση της αυθεντίας ως προς την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, οδήγησε στην προσωπική, ατομική ερμηνεία, και, ακολούθως, αποτέλεσε προϋπόθεση και της πρωταρχικής σύλληψης της έννοιας της ατομικότητας, άρα και της ατομικής ευθύνης. Είναι, άραγε, αυτή η συνθήκη και μια συνθήκη ατομικής αυτοσυνειδησίας, ως προς την σχέση δικαιοσύνης και αδικίας, εφόσον η αδικία λογίζεται ως αμαρτία; Είναι ο ελεύθερος πιστός υπόλογος ,αυτός ο ίδιος, ως φορέας της ατομικής του ευθύνης, ως προς τις πράξεις του, έναντι του δημιουργού του; Τι είναι, όμως, αυτός ο χριστιανός, αυτός ο ελεύθερος πιστός; Ο Λούθηρος απαντά ως εξής: «Για να μπορέσουμε να γνωρίσουμε σε βάθος τι είναι ένας χριστιανός και ποια είναι η φύση της ελευθερίας την οποία κέρδισε για χάρη του και του έδωσε ο Χριστός, για την οποία γράφει πολλά ο απόστολος Παύλος, θα διατυπώσω τις δύο αυτές θέσεις:
Ένας χριστιανός είναι ελεύθερος κύριος όλων των πραγμάτων και υποτελής κανενός.
Ένας χριστιανός είναι δούλος υποτακτικός όλων των πραγμάτων και υποτελής όλων» (σ.9).
Ο χριστιανός, για τον Λούθηρο, είναι δισυπόστατος άνθρωπος, επειδή είναι και πνευματικός και σωματικός άνθρωπος. Το πρώτο δηλώνει την σχέση του με τον Θεό. Το δεύτερο δηλώνει την συμβιωτική του σχέση με τους άλλους ανθρώπους, άρα και το τι πράττει. Η πνευματικότητα του ανθρώπου είναι η εσωτερικότητά του. Η σωματικότητα του ανθρώπου αφορά την εξωτερικότητά του. Τι μπορεί, όμως, να σημαίνει αυτό ως προς την πίστη του, η οποία, ταυτιζόμενη με την ελευθερία του, είναι και θεμέλιο της δικαιοσύνης του; Σημαίνει ότι η ελευθερία του, δηλαδή η πίστη του, ανυψώνεται μέσω της υποτέλειάς του. Ο ελεύθερος είναι υποτελής των άλλων: «Και μολονότι [ένας χριστιανός] είναι εντελώς ελεύθερος, [οφείλει] παρ’ όλα αυτά να γίνει με τη θέλησή του υπηρέτης για να βοηθήσει τον πλησίον του, να του συμπεριφέρεται και να ενεργεί απέναντί του όπως ενεργούσε ο Θεός μέσω του Χριστού∙ κι όλα αυτά χωρίς ανταμοιβή» (53). Γι’ αυτό ο πιστός, το ενεργούν υποκείμενο των πράξεων, είναι, όχι μόνο ελεύθερος, αλλά και δίκαιος λόγω της πίστης του και όχι λόγω των πράξεών του, δηλαδή των έργων του: «όποιος θέλει να κάνει καλά έργα δεν πρέπει να ξεκινάει μ’ αυτά, αλλά με το πρόσωπο το οποίο οφείλει να κάνει τα έργα. Το πρόσωπο όμως δεν το κάνει καλό κανένας άλλος εκτός από την πίστη, και κακό δεν το κάνει κανένας άλλος εκτός από την απιστία. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι, στα μάτια των ανθρώπων, τα έργα είναι που κάνουν δίκαιο ή κακό κάποιον, δείχνουν δηλαδή, εξωτερικά, ποιος είναι δίκαιος ή κακός» (σ.46). Σε αυτό συνίσταται η διάκριση ανάμεσα σε πνευματικό-εσωτερικό και σωματικό-εξωτερικό άνθρωπο: η εσωτερικότητα του πρώτου είναι η πίστη του. Η εξωτερικότητα του δεύτερου είναι τα έργα του. Εφόσον, όμως, η σωτηρία του ανθρώπου δεν προκύπτει από τα έργα του, αλλά είναι υπόθεση του Θεού, τότε η πίστη σε αυτόν είναι αρκετή για την ανθρώπινη δικαίωση. Αυτή η διάκριση, όμως, ανάμεσα σε εσωτερικό-πνευματικό άνθρωπο, δηλαδή τον άνθρωπο της πίστης, και τον εξωτερικό άνθρωπο, ο οποίος πράττει, οδηγεί και σε κάτι ακόμη. Οδηγεί σε κάτι προδρομικά νεωτερικό: δηλαδή στην έννοια της εξατομίκευσης και, ταυτοχρόνως, στην διάκριση δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, κατ΄αντιστοιχία προς τον εσωτερικό και εξωτερικό άνθρωπο. Μπορεί, για τον Λούθηρο, να είναι αδιάφορο το ποιο πολίτευμα κυριαρχεί κάθε φορά και να τον ενδιαφέρει μόνο η νομιμοποίηση της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, όπως ισχύει και το ότι δεν θεωρεί το πεδίο δράσης του εξωτερικού ανθρώπου, το πεδίο των έργων, ως τόπο ανάπτυξης χειραφεσιακών έργων, που θα φέρουν την δικαιοσύνη στην επίγεια, εγκόσμια ζωή, αλλά, παρ’ όλα αυτά, η σχέση εσωτερικού και εξωτερικού ανθρώπου ορίζει σαφώς το πεδίο στο οποίο διαχωρίζονται αυτές οι δύο σφαίρες. Αυτή η διάκριση, μαζί με την δυνατότητα της προσωπικής ερμηνείας της Βίβλου – ως εκδήλωσης ατομικής κρίσης και ευθύνης για την συνεπή, άρα την στέρεη και δικαιολογημένη και όχι αυθαιρέτως αναγόμενη σε κάποια αυθεντία – ερμηνεία είναι ίσως και πρωταρχική συνθήκη για το πώς ερμηνεύουμε τα κείμενα σήμερα. Οφείλουμε στην λουθηρανική μεταρρύθμιση την ανάδειξη του ελεύθερου, αυτόνομου και ίσου υποκειμένου και της ερμηνευτικής του συνέπειας, ως προς τη μη αυθαιρεσία, και ευθύνης. Είπαμε, όμως, όχι μόνο ελεύθερου και αυτόνομου, αλλά και ίσου. Ίσου, όμως, γιατί; Μα, εφόσον όλοι, μέσα από τη χάρη του Χριστού, είναι ισότιμα μέλη της κοινότητας των πιστών, τότε δεν υπάρχει καμία υπερκείμενη θεολογική, ιερατική αυθεντία. Όλοι ανυψώνονται, διά μέσου της πίστεως, που τους καθιστά εξίσου ελεύθερους πιστούς, άρα και ισοτίμως ζητούντες την δικαίωσή τους μέσω αυτής. Υπό αυτήν την έννοια, όλοι είμαστε και κάπως «λουθηρανικά μεταρρυθμισμένοι», όταν ερμηνεύουμε, άρα όταν αναμετριόμαστε με την ευθύνη της κριτικής επιχειρηματολογίας, προκειμένου να δικαιολογήσουμε τις ερμηνευτικές μας κρίσεις. Υπάρχει, όμως, και κάτι ερμηνευτικώς πολύ δύσκολο, τουλάχιστον για τις δυνατότητες του γράφοντος: εφόσον ο ελεύθερος πιστός έχει ο ίδιος την ατομική του ευθύνη για τις πράξεις του, επικοινωνώντας απευθείας με τον δημιουργό του, πώς αντέχει, μη συντριβόμενος, το βάρος αυτής της απευθείας λογοδοσίας, χωρίς την παρηγορητική παραμυθία της εκκλησιαστικής μεσολάβησης; Η απάντηση, όμως, σε αυτό το ερώτημα ανήκει στους ανθρώπους της μαρτυρίας και όχι σε εμένα, ώστε να μην παραχαραχθεί ακούσια το πνεύμα αυτού του σπουδαίου κειμένου και των ιδρυτικών της νεωτερικότητάς μας σημασιών και συνεπειών του.
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.