Έλενα Καρακούλη: Πως ξηλώνεται ένας γάμος (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

0
561

συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη

Η θρυλική τηλεοπτική σειρά του Ingmar Bergman, που παρακολουθεί ένα ζευγάρι, την Marianne και τον Johan να ξηλώνουν έναν προς έναν τους γαμήλιους όρκους τους,  έχει επηρεάσει από το 1973 που προβλήθηκε ουκ ολίγους δημιουργούς: από τον Woody Allen ( Husbands and Wives), μέχρι τον Noah Baumbach ( Ιστορία Γάμου), και μόλις έγινε πολύ επιτυχημένο remake και από την HBO. Στη χώρα μας, κάνει πρεμιέρα σε μια νέα θεατρική του βερσιόν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με πρωταγωνιστές τους Νίκο Ψαρρά και Μαρίνα Ασλάνογλου, τυχαία, αλλά καθόλου συμπτωματικά, την ημέρα του Πραξικοπήματος του ‘67, την 21η Απριλίου.  Είναι τελικά ο γάμος χειρότερος από την χούντα; Σε ποιο βαθμό ο ένας σύζυγος πρέπει να στηρίζει τον άλλον; Πότε είναι αναπόφευκτο να παίξουν μπουνιές;  Και γιατί όλοι αυτοί που βλέπουν θέατρο δεν ανοίγουν και ένα αναθεματισμένο βιβλίο;

Η σκηνοθέτις, Έλενα Καρακούλη, («Γυναίκα Από τα Παλιά» του Ρόλαντ Σιμελπφένιχ  (2015), «Φοβάσαι;» του Άνταμ Σάιντελ (2016),  «Himmelweg» του Χουάν Μαγιόργκα (για το Φεστιβάλ Αθηνών 2019)  που στη ζωή είναι παντρεμένη με τον πρωταγωνιστή της  απαντάει στις απορίες μου περί γάμου, τέχνης και πολλών άλλων.

ΕΡ:  Φαντάζομαι σε ρωτάνε συνέχεια αν παίρνετε στο σπίτι πακέτο τη δουλειά της πρόβας; 

ΑΠ: Είναι αυτονόητο ότι η δουλειά συνεχίζεται στο σπίτι. Η πρόβα δεν τελειώνει ποτέ. Κουβαλάμε τις έγνοιες, τις εκκρεμότητες  ακόμα και τις .. ατάκες του έργου.

ΕΡ: Διάβασα κάπου ότι μετά τη μίνι σειρά του Μπέργκμαν αυξήθηκαν τα διαζύγια στη Σουηδία.  Άρα θα είναι επιτυχημένο το ανέβασμά σας αν αυξηθούν τα διαζύγια και στην Ελλάδα; Ή αν μειωθούν, με την έννοια ότι το έργο σας έσωσε γάμους από την υποκρισία;

ΑΠ: Προσωπικά θα θεωρήσω επιτυχία, αν ο θεατής πηγαίνοντας σπίτι του τολμήσει να εξετάσει κριτικά τον γάμο του ή τη ζωή του.

ΕΡ: Τώρα που ανέφερες την κριτική σκέψη, μήπως φταίει η απουσία της για τα δεινά του γάμου;

ΑΠ: Η αλήθεια είναι ότι καλούμαστε να παίζουμε όλοι μας ρόλους. Σε όλα τα στάδια της ζωής μας υπάρχει ένας  «οδηγός». Ο γάμος δεν θα μπορούσε να αποτελεί την εξαίρεση. Το νυφικό, η  λίστα γάμου, η διακόσμηση του σπιτιού – στην παράσταση μας έχουμε ένα  πανέμορφο σπίτι Cocomat- τα Κυριακάτικα γεύματα με τους γονείς. Μπαίνουμε μοιραία σε ένα   παιχνίδι συσσώρευσης αποκτημάτων και υποχρεώσεων, το υπηρετούμε και τα αποκτήματα αυτά είναι ένα είδος αναπλήρωσης. Εθελοτυφλούμε, ή για να το πω με τα λόγια του Μπέργκμαν εξασκούμε «την τέχνη να σκουπίζεις κάτω από το χαλί» μέχρι που ο γάμος μας και εμείς οι ίδιοι καταρρέουμε. Τη συμβατικότητα και την επένδυση σε αυτό που λέγεται αστική ζωή, υλική ασφάλεια βάζει στο στόχαστρο άλλωστε και ο Μπέργκμαν στην ταινία του.

ΕΡ: Πλήττει ο καταναλωτισμός τον γάμο;

ΑΠ: Αυτό είναι ένα ερώτημα που με απασχόλησε καθώς δούλευα το έργο.  Υπάρχει ξέρεις και ο όρος «stuffocation» που περιγράφει  τον υλισμό του 21ο αιώνα, την ανάγκη μας να αγοράζουμε διαρκώς πράγματα, αντί να επενδύουμε στις σχέσεις μας με τους άλλους. Από την άλλη υπάρχει και ο δύσκολος δρόμος δηλαδή η αυτάρκεια ή αλλιώς το less is more.

ΕΡ: Από την αντίθετη πλευρά του νομίσματος, δεν είναι ένα άλλο είδος καταναλωτισμού να χρησιμοποιούμε τον σύζυγο για να κάνουμε τικ στα κουτάκια γάμος, σπίτι κτλ και μετά να τον/την πετάμε σαν κάτι μιας χρήσης για να επιδιώξουμε τη δική μας ευτυχία;

ΑΠ: Έχει ομορφιά να μένεις και να το παλεύεις αν αξίζει. Το μεγάλο ερώτημα είναι: πώς καταλαβαίνουμε αν αξίζει; Σε κάθε περίπτωση κυριαρχεί η άποψη ότι οτιδήποτε δεν δουλεύει μπορούμε να το αλλάξουμε, να το αντικαταστήσουμε, ελαφρά τη καρδία. Και αυτό δεν αφορά μόνο τα υλικά αγαθά. Εγώ νομίζω ότι συμφωνώ πιο πολύ με τη λογική του κιντσούγκι- πάλι η Ιαπωνία!- την τέχνη που επιδιορθώνει ένα σπασμένο πορσελάνινο αντικείμενο καλύπτοντας τις ρωγμές του με μια χρυσή σκόνη. Το να βλέπεις την ομορφιά μέσα στο ατελές και να αποδέχεσαι το ελάττωμα είναι θέμα φιλοσοφίας, απαιτεί χρόνο και κάνει τα πράγματα να αποκτούν μια νέα αξία. Με λίγα λόγια είναι πιο εύκολο να πετάξεις ένα σπασμένο βάζο ή μια σπασμένη σχέση, αλλά αν μπεις στον κόπο να τα επισκευάσεις, αυτό μπορεί να γίνει τέχνη.

ΕΡ: Δεν έχουν όμως όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες αντοχές. Πόσο δίκαιο ή θεμιτό είναι να φορτώνεται ο ένας όλα τα βάρη του γάμου;

ΑΠ: Είναι απαραίτητο κάποιες στιγμές αυτός που αντέχει περισσότερο να δίνει περισσότερο. Απλά πρέπει να έχεις και τις κόκκινες γραμμές σου. Να μην είναι πάντα ο ίδιος που πιάνει στον αέρα τη μια «καυτή πατάτα» μετά την άλλη, επειδή ο άλλος δεν μπορεί, γιατί στο τέλος θα καεί και ο ίδιος και ο γάμος. Εναλλαγή ρόλων λοιπόν και σεβασμός.

ΕΡ: Και πώς ξέρουμε ποιες είναι κόκκινες γραμμές μας;

ΑΠ: Το σώμα σου ξέρει μέχρι που αντέχει. Αν γίνει κάτι και σε ταρακουνήσει αρχίζεις και προσέχεις τον εαυτό σου. Για λίγο καιρό βέβαια, μέχρι να το ξεχάσεις και να ξαναρχίσεις τα ίδια.

ΕΡ: Εντάξει αλλά στο θέατρο θα δούμε τον υπέροχο Νίκο Ψαρρά- με την απαστράπτουσα Μαρίνα Ασλάνογλου να τεμαχίζουν τον γάμο τους. Αν δεν μπορούν αυτοί οι δυο να κάνουν τον θεσμό να δουλεύει  εμείς οι κοινοί θνητοί τι ελπίδες έχουμε;

ΑΠ: Τι σχέση έχει η εξωτερική εμφάνιση; Όποιο ζευγάρι και να είναι, όσο λαμπερό κι αν είναι, από τη στιγμή που κλείνει η πόρτα του σπιτιού τους και μένουν μόνοι, είναι το ίδιο.

ΕΡ: Είναι κάθε θεατρικό έργο πολιτικό;

ΑΠ: Ο Μπρεχτ, νομίζω, έλεγε πως αφού δει ο θεατής  μια παράσταση πρέπει να βγει από το θέατρο έτοιμος να κάνει επανάσταση. Στο έργο μας τώρα επιστρέφοντας κάποιος στο σπίτι του αν νιώσει την ανάγκη να αναθεωρήσει κάτι, είναι κι αυτό μια μικρή επανάσταση .

ΕΡ: Ποιο το νόημα της τέχνης; Εννοώ πως στη Ρωσία στις αρχές του 20ου αιώνα, αφού διάβασαν Τσέχωφ και Ντοστογιέφσκι και Τολστόι, έγινε η Επανάσταση και είδαμε πρωτοφανείς φρικαλεότητες.

ΑΠ: Ωραία ερώτηση!  Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, σε μια χώρα που υποβαθμίζει τον πολιτισμό, απογοητεύει τους καλλιτέχνες και κλείνει τους κινηματογράφους.. Αλλά μην πάμε μακριά. Εγώ κινούμαι και στον χώρο της εκπαίδευσης  όπου πρόσφατα, κάνοντας μια πρόταση που αφορούσε τη θεατρική παιδεία, άκουσα το εξής- σαρκαστικό- σχόλιο: «Νομίζεις ότι το θέατρο θα αλλάξει τον κόσμο; Τι είναι; Το ιερό δισκοπότηρο; » Ε λοιπόν, ναι πιστεύω ότι αν κάτι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αυτό είναι η τέχνη..

ΕΡ: Έλα τώρα, αλήθεια το πιστεύεις αυτό;

ΑΠ: Εννοείται. Το πιστεύω απόλυτα.

ΕΡ:  Με ποιο τρόπο;

ΑΠ: Καλλιεργώντας βαθιά τους ανθρώπους.  Θέτοντας ερωτήματα ακόμα κι αν δεν δίνει έτοιμες τις απαντήσεις.

ΕΡ:  Μα υπάρχουν  άνθρωποι στον χώρο του θεάτρου- όπως και του βιβλίου- που ενώ εκτίθενται  σε τόσες ιδέες και ερεθίσματα παραμένουν- πώς να το πω κομψά;- ζωντόβολα.

ΑΠ: Συμπλεγματικές συμπεριφορές παρατηρούνται παντού..

ΕΡ: Μιας που το έφερε η κουβέντα, για τους κριτικούς λογοτεχνίας τι γνώμη έχεις;

ΑΠ: Ξέρεις, κάποτε έγραφα και εγώ θεατρικές κριτικές.  Σταμάτησα όμως, όταν άρχισα να συμμετέχω σε πρόβες ως δραματολόγος του Εθνικού θεάτρου και είδα με τα ίδια μου τα μάτια τη διαδικασία,  τις αναποδιές, τον κόπο, την προσήλωση, τις θυσίες που συνεπάγεται το ανέβασμα ενός έργου. Μάλιστα είχα κάποτε γράψει, πριν τον γνωρίσω, πως ο «Νίκος Ψαρράς ήταν επαρκής στο ρόλο του». Το είχε δει όταν μετακομίσαμε μαζί και το σχολίαζε..

ΕΡ: Μετά ήρθε ο γάμος ως.. επαρκής τιμωρία; (γέλια)

Απ Περίπου..

ΕΡ: Οπότε πώς θα μπορούσαν οι κριτικοί να γίνουν καλύτεροι στη δουλειά τους, πιο «χρήσιμοι» για τους θεατές και τους συντελεστές μιας παράστασης;

ΑΠ: Προσωπικά διαβάζω με ενδιαφέρον τις κριτικές ανθρώπων που εκτιμώ και βρίσκω γόνιμο το διάλογο. Νομίζω όμως πως δεν αρκεί η θεωρητική κατάρτιση. Αν θα μπορούσε ως μέρος της εκπαίδευσης τους να προστεθεί και, ας πούμε, μια δίμηνη παρακολούθηση δοκιμών, θα τους άλλαζε εντελώς την οπτική, θα τους επέτρεπε μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη.

ΕΡ: Είναι κοινή παραδοχή πως «οι Έλληνες δεν διαβάζουν», αυτή τη στιγμή όμως υπάρχουν εκατοντάδες θέατρα με καθημερινά sold out, οπότε το καλλιεργημένο κοινό υπάρχει. Πώς το εξηγείς αυτό;

ΑΠ:  Το βιβλίο είναι πολύ απαιτητικό- προϋποθέτει χρόνο και συγκέντρωση, δυο πράγματα που είναι σε έλλειψη, ιδίως όσο αυξάνεται η χρήση κινητών και λοιπών οθονών. Επιπλέον το θέατρο είναι και μια κοινωνική έξοδος – θα πας με τους φίλους σου. Η λογοτεχνία είναι μια πιο μοναχική μορφή ψυχαγωγίας .

ΕΡ: Λες πως θα μπορούσε το θέατρο να υποκαταστήσει τη λογοτεχνία ή τουλάχιστον να μετριάσει τις απώλειες;

ΑΠ:  Σίγουρα και το θέατρο καλλιεργεί την ενσυναίσθηση, την κριτική σκέψη και τη φαντασία. Επίσης μας φέρνει σε επαφή με σπουδαία κείμενα. Ωστόσο η λογοτεχνία δεν μπορεί για μένα να υποκατασταθεί με οτιδήποτε άλλο.

ΕΡ: Είδες καλές παραστάσεις φέτος;

ΑΠ: Φέτος δεν έχω καταφέρει να δω και πολλά. Βλέπω κυρίως παιδικό θέατρο με τον γιο μου.

ΕΡ: Λες να βλέπουν τα παιδιά καλύτερο θέατρο από εμάς;

ΑΠ: Δεν ξέρω αν βλέπουν καλύτερο θέατρο, το σίγουρο είναι ότι είναι το πιο εκφραστικό κοινό.  Τα παιδιά ζουν την δράση, γελάνε στα αστεία, συγκινούνται, τρομάζουν.. Δεν πάνε στο θέατρο φορτωμένα, με τη γνώμη κάποιου κριτικού ή γνωστού τους για την παράσταση. Στην είσοδο τα αφήνουν όλα πίσω και ζουν την παράσταση..

ΕΡ: Και τα χαρακτηριστικά ενός καλού θεατή ποια είναι;

ΑΠ: Αυτό που μόλις σου είπα. Να πηγαίνεις στο θέατρο ανοιχτός στο ενδεχόμενο να φύγεις αλλαγμένος από την παράσταση. Μπορείς να πας στο θέατρο όπως πάει ένα παιδί ; Αυτό είναι το καλύτερο..Και δεν είναι καθόλου το ίδιο με το να είσαι απλώς θεατρόφιλος.

ΕΡ: Πώς επιλέγεις ποιο έργο θα ανεβάσεις;

ΑΠ: Δύσκολα! Γι αυτό και οι επιλογές μου είναι μετρημένες..

ΕΡ: Έλα πες μου, σε ρωτάω σε περίπτωση που μας διαβάζει κάποιος εκκολαπτόμενος σκηνοθέτης, μπορεί να βοηθηθεί.

ΑΠ Μέρος της   δουλειάς μου ως δραματολόγος ήταν να προτείνω έργα σε άλλους σκηνοθέτες, πράγμα που ήταν πιο απλό. Κατά βάθος θα προτιμούσα να έρθει μια ανάθεση χωρίς να χρειαστεί να επιλέξω. Στο τέλος όμως πάντα είναι ένα έργο που θέτει ερωτήματα που με απασχολούν και εμένα, σε προσωπικό επίπεδο. Στις «Σκηνές από Ένα Γάμο» προχώρησα σε διασκευή κι έτσι η παράσταση κρατάει περίπου δύο ώρες.

ΕΡ: Έκανες δηλαδή εκ νέου δραματουργική  επεξεργασία;

ΑΠ: Ναι- έκανα νέα μετάφραση και χρησιμοποίησα ανάμεσα στις 6 σκηνές του έργου, εμβόλιμα αποσπάσματα από δυο έργα- το μυθιστόρημα «Ιστορία ενός Γάμου» (εκδόσεις Ποταμός) του  Νορβηγού Γκούλιγκσεν Γκάιρ που επίσης ανατέμνει το θεσμό του γάμου με σκανδιναβικό νυστέρι- καθώς και  από την τελευταία ταινία του Μπεργκμαν «Σαραμπάντ». Τέλος διάβασα και επηρεάστηκα πολύ από την «Ανησυχία» της Λιν Ούλμαν, κόρης του Μπεργκμαν και της Λιβ Ούλμαν (Μαριάννε της ταινίας)

ΕΡ: Χρησιμοποιείς  στοιχεία από τη ζωή σου ή τους γνωστούς σου σε μια παράσταση;

ΑΠ: Πώς αλλιώς;

ΕΡ: Τι πιστεύεις για τις μητέρες  που αφήνουν τα παιδιά τους, όπως η Νόρα στο Κουκλόσπιτο ή η κυρία Ζακομπι στις Σκηνές;

Α{: Η κυρία Ζακόμπι δεν εγκαταλείπει τα παιδιά της. Είναι συνεπής με τις υποχρεώσεις της, κάνει το καθήκον της μέχρι να μεγαλώσουν- αλλά μετά πρέπει να χωρίσει. Είναι υπαρξιακό το ζήτημα. Δεν μπορεί να ζήσει άλλο έτσι. Ούτε εδώ  χωράει διάκριση φύλου. Οι άνθρωποι εγκλωβίζονται σε σχήματα, σε όλες τις εποχές. Και ασφυκτιούν.

ΕΡ: Τελικά το έργο  είναι σεξιστικό και απαισιόδοξο;

ΑΠ:  Η βία δεν έχει φύλο. Οι άνθρωποι ξεσπούν. Και ο Γιόχαν και η Μαριάννε είναι βίαιοι. Διαλύουν τον γάμο τους αλλά μαζί απεκδύονται και την ανειλικρίνεια- για μένα αυτό είναι ίσως το μόνο αισιόδοξο στοιχείο ότι δηλαδή μετά την ερήμωση γεννιούνται τελικά δυο νέοι άνθρωποι που συνεχίζουν με τα τραύματά τους να κοιτάζουν ακόμα ο ένας τον άλλο.

ΕΡ Κάπου η Μαριάννε λέει πως θα ήθελε να παίρνει τη ζωή όπως έρχεται. Μας έμαθε το λοκ ντάουν να εκτιμούμε τα βασικά;

ΑΠ: Για κάποιους λειτούργησε αυτό. Αναρωτήθηκαν τι είναι σημαντικό. Όμως μετά την πίεση του εγκλεισμού βλέπουμε ότι οι περισσότεροι αυτό που θέλουν είναι  να βγουν, να ψωνίσουν, να αναπληρώσουν όσα στερήθηκαν. Καλό είναι να θυμόμαστε όσα μάθαμε, έστω και από μια περίοδο δοκιμασίας, όπως ήταν το λοκ ντάουν.

ΕΡ: Με ποιο κριτήριο κράτησες ποιες σκηνές από το πρωτότυπο;

ΑΠ: Εστιάζοντας στη σχέση του ζευγαριού. Το μόνο πρόσωπο που παρουσιάζεται σε βίντεο είναι η κυρία Ζακόμπι η γυναίκα που θέλει διαζύγιο- την οποία υποδύεται σε βίντεο η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.

ΕΡ: Μοναξιά- η μάστιγα της εποχής μας- Φταίει που είμαστε συναισθηματικά αναλφάβητοι που λέει ο Γιόχαν; Αν ναι πώς θα μορφωθούμε;

ΑΠ: Κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Παρατηρώντας. Δίνοντας χρόνο. Έχοντας  υπομονή, σεβασμό στη διαφορετικότητα και κυρίως ψυχραιμία..

 

 

Ταυτότητα της παράστασης:


Μετάφραση-δραματουργική επεξεργασία- Σκηνοθεσία :Έλενα Καρακούλη
Σκηνικά: Αλέγια Παπαγεωργίου
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Κίνηση: Φαίδρα Σούτου
Μουσική σύνθεση, βίντεο: Violet Louise
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Ανθή Φουντά
Βοηθός σκηνογράφου: Κωνσταντίνα Παπαθανασίου
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Μαρίνα Ασλάνογλου, Νίκος Ψαρράς

Προηγούμενο άρθροΗ «γενιά της αριστερής μελαγχολίας»: οι εξουσιαστικοί όροι διαχείρισης ενός «αντιεξουσιαστικού» κανόνα (Μαρία Βαχλιώτη)
Επόμενο άρθροΔιεθνές Βραβείο Booker – η μικρή λίστα (επιμ. Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ