Ελεγεία ύπαρξης (της Χρύσας Φάντη)

0
207

Χρύσα Φάντη

 

 

Η Τζούλια Γκανάσου (γεν. 1978) έχει ήδη διαγράψει μια δεκαπενταετή αδιάλειπτη πορεία στον χώρο της πεζογραφίας, με αξιόλογες διακρίσεις και έργα γνωστά για την πρωτοτυπία και την εσωτερικότητα της ματιάς τους. Στην προηγούμενη νουβέλα της, («Γονυπετής», 2016), κεντρικό πρόσωπο ήταν μια μυστηριώδης γυναίκα, που ενώ μας συστηνόταν με πολλούς και διάφορους τρόπους (μοριακή βιολόγος, σκακίστρια αρχηγός φιλανθρωπικής οργάνωσης κλπ), πεσμένη στα τέσσερα, πραγματοποιούσε ένα τάμα. Στις «Γόνιμες μέρες», μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα εξ ίσου μυστήρια, ασαφή και δυστοπική, επιλέγει να μας μιλήσει για έναν άντρα που ενώ βρίσκεται σε ημικωματώδη κατάσταση, αναβιώνει την εμπλοκή του σε μια σκοτεινή υπόθεση αρχαιοκαπηλίας.

Οριζοντιωμένος πάνω σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, ο άντρας─ αφηγητής ξεδιπλώνει τις αβέβαιες, μπερδεμένες σκέψεις του, με μόνη βοήθεια τα ξέφτια μιας μνήμης, που φαίνεται να μην είναι ανεξάρτητη από τον πόνο και την οδύνη του σώματός του. Η αδυναμία του να θυμηθεί αν έχει ή δεν έχει διαπράξει τον φόνο για τον οποίο θεωρείται ύποπτος, τον φέρνει σε αδιέξοδο ενώ η ιδέα ενός φαρμάκου, το οποίο πρόκειται να του χορηγήσουν για να θέσουν πάλι τον εγκέφαλό του σε εγρήγορση και να καταθέσει, τον τρομοκρατεί και τον παραλύει.

«Τι θυσιάζει το φάρμακο για ν’ αφυπνίσει τον εγκέφαλο και να πάρουν μπροστά τα γρανάζια;» Το ξέρει ότι έσφαλε, ότι έχασε το νόημα αυτής της ζωής, αλλά δεν πιστεύει ότι διέπραξε τον φόνο. «Θα το θυμόταν» λέει, «δεν ξεχνιέται αυτό». Παρ’ όλ’ αυτά, μες στη ληθαργική και απόλυτα μοναχική του διάσταση, συνειδητοποιεί ότι «ο εγκέφαλος έχει την τάση να απωθεί γεγονότα που έχουν σοκάρει. Ο εγκέφαλος μπορεί να εκτοξεύσει στον Άρη. Μπορεί να στήσει μια καθημερινότητα ανεκτή ή σκληρή. Μπορεί να σε κάνει ήρωα, φίδι, μηχανή ή πουλί. Μπορεί να χλευάσει τον χρόνο.»

Ενώ οι επιμέρους αλήθειες του αλλά και ο σταδιακός και συχνά ανερμάτιστος τρόπος με τον οποίο αυτές του παρουσιάζονται, ξεπερνούν κατά πολύ τα στενά πλαίσια που καθορίζει η λογική του, το σώμα του, ακόμη κι αν το «υλικό» του περιτύλιγμα έχει επικίνδυνα απομειωθεί, του μιλά σε όλες (αλλά και με όλες του) τις αισθήσεις. Αναβιώνει τα όνειρά του, περιεργάζεται τις πληροφορίες που δέχεται από το περιβάλλον και τους οικείους του, καταγράφει νέες ή επαναφέρει παλιές γεύσεις κι οσμές. Η ύπαρξή του, όπως και όλα όσα τη διαμορφώνουν, τη διατρέχουν και τη σφραγίζουν, δεν περιμένει μιαν εσχατολογική ανάσταση, για να αποκαλυφθεί σε όλο το βάθος και την πολυπλοκότητά της.

Στις κρίσιμες ώρες που βιώνει, τόσο οι εσώτερες λειτουργίες του όσο και οι εμπειρίες που τις καθοδηγούσαν και τις διαμόρφωναν, μπορεί να αλλοιώνονται ή και ολοσχερώς να απωθούνται, δίνουν, όμως, τη θέση τους σε προϋπάρχουσες πρωταρχικές εικόνες, εικόνες που ανασύρονται πάλι στην επιφάνεια με όλες τις θαμμένες ή απωθημένες σηματοδοτήσεις τους. «Θέλω να δω τα μάτια σου, μάνα. Θέλω να δω τι χρώμα έχουν τα μπαλόνια που έφεραν τα παιδιά.» Η ταλαιπωρημένη υπόστασή του αγγίζει περιοχές που ανάγονται στο βαθύ ασυνείδητο της βρεφικής και πρώτης παιδικής ηλικίας του, χάρη σε μια ενδότερη μνημονική ανάκληση, που μοιάζει να κινείται αυτόνομα, αλλά και σε συνάρτηση μ’ εκείνη που φθίνει.

«Είμαι απόλυτα έγκλειστος μες στο κορμί. Τι άλλο μένει; Με πίεσαν να σε ξεχάσω. Μου το επέβαλλαν. Μου έμαθαν να θυμάμαι ό,τι ήθελαν. Δεν λέω, με φρόντισαν, μου έκαναν και αδελφό για να ολοκληρωθεί η ευτυχία, δεν με γνώρισαν όμως, δεν μιλούσαν, δεν άκουγαν.»  Στη νουβέλα της Γκανάσου με τον αμφίσημο και ειρωνικό τίτλο, Γόνιμες μέρες, η φωνή του αφηγητή δεν είναι ούτε μόνο παροντική, ούτε μόνο μεταφυσική, ούτε μόνο μεταθανάτια. Η ουσία της βρίσκεται στο μυστήριο της ίδιας της φύσης της.

Πέρα από Πλατωνικά και Λαϊμπνιστικά στερεότυπα αλλά και κάθε αβασάνιστο πνευματιστικό ψυχολογισμό ή μεταφυσική βουλησιαρχία, ο μονόλογός του ήρωά της  επιβεβαιώνει ότι το πάσχον σώμα είναι πιο δυνατό απ’ όσο θα υποθέταμε, αλλά και απρόβλεπτο όπως η φωτιά και ο αέρας. «Με κατακλύζει το έντονο άρωμα της κόρης μου. Η παλάμη της χώνεται μες στην δική μου. Είναι υγρή και παγωμένη. Τι συνέβη; Κάνω απόπειρα να σφίξω το χέρι της αλλά…». Αυτά που νιώθει μέσ’ από αλλεπάλληλους συνειρμούς και συχνά αυτοαναιρούμενες σκέψεις και ιδέες, δεν αποδεικνύουν μόνο το χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις αντιλήψεις του, ούτε αποτελούν μια εύκολη εκδοχή της διάστασης ανάμεσα στην ύλη και τη μορφή της (ας μη ξεχνάμε ότι σωματικές είναι και όλες οι μορφές που παίρνουν τα πνεύματα, ακόμη και αυτό το Άγιο Πνεύμα στη Βίβλο).

«Ποιος συνθέτει την αφήγηση της πρώτης ζωής; Ποιος κατασκευάζει τα προϊόντα της Ιστορίας, που διδάσκουν την πρώτη ζωή; Ποια προσέγγιση επιλέγεις τελικά να πιστεύεις; Τι μασάς, τι μηρυκάζεις, τι καταπίνεις, βασικά, τι θωπεύεις;» Με εικόνες αρχέτυπα και αγγίζοντας θέματα υπαρξιακά, φιλοσοφικά και κοινωνικά, σε συμφωνία με τις αρχές της φαινομενολογίας, της σχετικότητας και της επιστήμης της ψυχανάλυσης αλλά και σε υποδόρια συνομιλία με παλιές ερμητικές δοξασίες και σύγχρονες θεοσοφικές θεωρίες, με λόγο πυκνό, μαιευτικό και εμφανώς σωματικό και γλωσσοκεντρικό, η Γκανάσου διευρύνει εδώ τις γλωσσικές και δομικές τεχνικές της, καλλιεργώντας και προωθώντας με τον καλύτερο τρόπο τη συγγραφική ιδιοπροσωπεία της.

 

       

Τζούλια Γκανάσου, Γόνιμες μέρες, Γκοβόστης

Βρες το εδώ

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ Πρέβεζα στις μυλόπετρες της Ιστορίας (του Θανάση Μαρκόπουλου)
Επόμενο άρθροΟ κόσμος του latin αστυνομικού μυθιστορήματος – ένας οδηγός (του Μάρκου Κρητικού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ