Της Βούλας Κοκολάκη.
Πόσες φορές δε διαβάσαμε ένα βιβλίο, σηκώσαμε τα μάτια από τις σελίδες και σκεφτήκαμε μια άλλη παλιότερη ανάγνωση; Πόσες φορές γράψαμε μια φράση από ένα άλλο λογοτέχνημα που διαβάσαμε δίπλα σε μια παράγραφο; Πόσες φορές δε τοποθετήσαμε δύο ή και παραπάνω βιβλία μαζί στο ράφι, γιατί μαζί μας δίνουν συνειρμούς για το ίδιο πράγμα; Στα χέρια μας, σε κάθε μας ανάγνωση, κυριολεκτικά κρατάμε ένα βιβλίο, ένα αντικείμενο. Αλλά θεωρητικά; Είμαστε αλήθεια επισκέπτες ενός δωματίου ή είμαστε παρόντες σε μια αναγνωστική παράλληλη διάσταση, που άλλοτε υποψιαζόμαστε και άλλοτε όχι; Συνειδητοποιούμε αυτόν τον αναγνωστικό πολλαπλασιασμό ή αφηρημένοι καταλήγουμε εγκλωβισμένοι. Πως θα μπορούσαμε να δούμε πέρα από τη δομή;
Ας ξεκινήσουμε από το γλωσσικό σημείο και από τι συναποτελείται κατά τον Saussure; Από το σημαίνον που είναι ο ήχος και η εικόνα της λέξης και το σημαινόμενο, την έννοια της. Ο συνδυασμός αυτός παράγει το νόημα, το οποίο περισσότερο αναφέρεται στο σύστημα της γλώσσας παρά στον εξωτερικό κόσμο. Το σημείο είναι αυθαίρετο ως προς τη λειτουργία μέσα στο σύστημα, καθώς το parole, το συγχρονικό, η πράξη της γλωσσικής επικοινωνίας συνδέεται αυθαίρετα με το langue, το διαχρονικό, που προϋπάρχει του συστήματος. Είναι, επίσης, διαφορικό. Η επιλογή και η τοποθέτηση καθορίζουν τον συντακτικό και παραδειγματικό άξονα. Άρα, το νόημα γίνεται σχετικό. Τέλος είναι αρνητικό. Καμιά ιδέα ή κανένας ήχος δεν προϋπάρχει του συστήματος. Το νόημα ορίζεται μέσα από την ομοιότητα ή τη διαφορά προς ένα άλλο σημείο. Κανένα σημείο δεν έχει αυθυπόστατο νόημα. Και έτσι συμπτύξαμε τη βάση του δομισμού, ενός συστήματος σημείων. Το διαφορικό σημείο παράγει ένα ευρύ αριθμό από πιθανές σχέσεις, γεγονός που μπορούμε να το θέσουμε να ισχύει και στο λογοτεχνικό σημείο. Οι συγγραφείς επιλέγουν λέξεις, πλοκές, γενικά χαρακτηριστικά, χαρακτήρες, εικόνες, τρόπους αφήγησης, φράσεις από προγενέστερα λογοτεχνικά κείμενα.
Από μια άλλη θέση, ο Bakhtin τη δεκαετία του ’20 αντέδρασε απέναντι στη λογοτεχνικότητα, την οποία προέβαλαν οι φορμαλιστές και επέκρινε το φόβο τους απέναντι στο νόημα της τέχνης. Τοποθέτησε τη γλώσσα μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις. Η έκφραση είναι ανθρωποκεντρική, είναι παράσταση, μια συνειδητοποίηση του εδώ και τώρα, μια ιστορική στιγμή, επικαιρότητα. Η γλώσσα, παράλληλα, είναι μια αδιάκοπη ροή του γίγνεσθαι. Υποστηρίζει ότι η γλώσσα μέσα στην κοινωνική διάσταση αντικατοπτρίζει και μεταβάλλει τα κοινωνικά, θεσμικά, εθνικά και άλλων ομάδων συμφέροντα. Δεν διεκδικεί ουδετερότητα. Εφόσον υπάρχει το μοντέλο πομπός- δέκτης, δηλαδή απεύθυνση, το νόημα της έκφρασης εκπορεύεται από ήδη καθιερωμένους τρόπους νοήματος. Η γλώσσα απαντάει σε προηγούμενες εκφράσεις και προϋπάρχοντες τρόπους νοήματος και αξιολόγησης. Δεν είναι, με άλλα λόγια, μνημειώδης. Αντίθετα, η διαλογικότητα είναι το δομικό στοιχείο της γλώσσας. Ανάλογα και στο μυθιστόρημα, εκδηλώνεται η πολυφωνία. Κάθε χαρακτήρας έχει προσωπικότητα, κοσμοθεωρία, ένα τυπικό τρόπο ομιλίας, ιδεολογική θέση και εκφράζονται μέσω λέξεων. Έτσι η συνάντηση των χαρακτήρων δημιουργεί για τον κάθε χαρακτήρα μια διαλογική συνείδηση. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει αντικειμενική αφηγηματική φωνή. Αν και ο Bakhtin παραδέχεται ότι ακόμα ο συγγραφέας στέκεται πίσω από το μυθιστόρημα, δεν αποδέχεται τον παντογνώστη αφηγητή. Ακόμα και όταν εκφράζεται μια φωνή, η λέξη ηχεί ως διπλή, γιατί έχει ληφθεί από άλλες φωνές. Η σκέψη βρίσκει τη λέξη ήδη πολιτογραφημένη. Αυτή η ικανότητα της γλώσσας να συμπεριλαμβάνει εντός της πολλές φωνές την ορίζει ως ετερογλωσσία.
Επαναστατική είναι η οπτική του μεταδομισμού απέναντι στη σταθερή σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου, για την οποία κάναμε λόγο παραπάνω, που κατέληξε να είναι η κυρίαρχη ιδεολογία της δύναμης ως τότε. Η ψευδαίσθηση ενός υπερβατολογικού σημαινομένου υπερβαίνει τα σημεία, τα οποία με τη σειρά τους προέρχονται από αυτήν. Η απάντηση σε μια ερώτηση δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαχείριση μια σειράς νέων σημαινομένων, τα οποία με τη σειρά τους οδηγούνται στο να καταλήξουν να είναι άλλα σημαίνοντα. Με αυτήν την οπτική η γλώσσα παύει να είναι ένα συνεκτικό και ταξινομημένο σύστημα. Ως αποτέλεσμα, το κείμενο αμύνεται απέναντι στη σταθερή σημασιοδότηση. Παύει να αποτελεί στη σκέψη του μεταδομισμού το προϊόν, μετατρέπεται σε παραγωγή.
Η Kristeva υποστηρίζει ότι το κείμενο είναι κατασκευασμένο από έναν ήδη (προ)υπάρχον διάλογο. Πάνω στο κείμενο λαμβάνει χώρα μια διακίνηση κειμένων. Πραγματώνεται δηλαδή αυτό που όρισε ως διακειμενικότητα. Τα κείμενα διασχίζουν το ένα το άλλο και αλληλοεξουδετερώνονται. Ενώ παράλληλα διακρίνει την κατασκευή τους η σύνθεση πολιτισμικών κειμένων. Με αυτήν την θέση ακυρώνονται έννοιες όπως οι πηγές, η επιρροή, το υπόβαθρο, το συγκείμενο. Το κείμενο είναι πρακτική και παραγωγικότητα, καθώς διαμορφώνεται από αποσπάσματα του κοινωνικού κειμένου, ενσωματώνει τη διαλογική αντιπαράθεση της κοινωνίας πάνω από το νόημα των λέξεων, λέξεις που διατηρούν το ανοίκειο μέσα στο ίδιο αυτό κείμενο. Με άλλα λόγια, κάθε κείμενο είναι ένα ιδεολόγημα. Το νόημα βρισκόμενο εντός τόσο του γραπτού κειμένου όσο και του ιστορικού και κοινωνικού κειμένου μπαινοβγαίνει μέσα στο κείμενο. Η μορφή του κειμένου προκύπτει μέσα από δύο διαδικασίες: την οικειοποίηση και την ανακατασκευή. Αξιοποιώντας τα εργαλεία της λακανικής ψυχανάλυσης αιτιολογεί τη διαπλοκή των επιφανειών των κειμένων με τη διολίσθηση αυτή ανάμεσα στα σημαίνοντα του διασπασμένου υποκειμένου. Η επιθυμία δεν ακολουθεί τη συμβολική οργάνωση της γλώσσας. Η επιθυμία δεν είναι το αίτημα. Το κείμενο αποκτά έτσι δύο επίπεδα, το φαινομενικό και το γενετικό. Το πρώτο διακρίνεται για μια δομή που μπορεί να οριστεί και χρησιμοποιεί τη γλώσσα της επικοινωνίας, ενώ το δεύτερο διαρρηγνύει αυτήν την κατασκευή, επενδύοντας το με το ρυθμό, τη μελωδία, την επανάληψη, την αφηγηματική οικονομία, παράλληλα όμως είναι αυτό που διαρθρώνει την επιθυμία μιας προγλωσσικής υποκειμενικότητας και το εισάγει στη χώρα της σημειωτικής.
Συγγενική είναι και η άποψη του Barthes ότι τα κείμενα παράγουν το νόημα τους περισσότερο σε σχέση με το λογοτεχνικό και πολιτισμικό σύστημα, παρά με την πραγματικότητα του φυσικού κόσμου. Το λογοτεχνικό έργο είναι ένα σύνολο δυνητικών συσχετισμών, καταγράφει τη σχετικότητα της θέσης των σημείων και άλλων κειμένων μέσα σε συστήματα νοήματος. Υποστηρίζει ότι ο αναγνώστης είναι αβέβαιος για το ποιος μιλάει σε ένα κείμενο και τι είδους γλώσσα χρησιμοποιεί. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται το discourse, ο διάλογος, η συζήτηση. Η ιδέα, με άλλα λόγια, ότι στην κοινωνία κάθε εποχής υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι ομιλία ή γραφής. Το κείμενο αναδεικνύεται σε ένα πολυδιάστατο χώρο εντός του οποίου διάφορες γραφές μπορούν μόνο να μιμηθούν έναν τρόπο απλώς προηγούμενο, ποτέ αυθεντικό. Η δύναμή του περιορίζεται στο να αναμειγνύει γραφές. Κατά κάποιον τρόπο «μεταφράζει» ένα λεξικό. Με τη σειρά του δε, ο συγγραφέας συνιστά πλέον έναν συμπιλητή ή διασκευαστή προηγούμενων πιθανοτήτων μέσα στο γλωσσικό σύστημα. Ο Barthes με αυτόν τον ορισμό σκοτώνει το συγγραφέα. Αν τα πάντα έχουν γραφτεί και αναγνωσθεί, δεν υπάρχουν αυθεντικές σκέψεις. Και με αυτήν την προκείμενη δεν υπάρχει τίποτα πριν την κειμενοποίηση ή ορθότερα την εγγραφή. Το ίδιο το διακείμενο καταλήγει να είναι πλέον ένα σημαίνον. Ένας διαχωρισμός που επιτυγχάνει είναι επίσης αυτός έργο- κειμένου. Το έργο είναι το βιβλίο, το τελευταίο στάδιο του σκοπού. Είναι αυτός ο χώρος που επιδέχεται νοηματοδότησης και ερμηνείας. Το κείμενο είναι το παιχνίδι του σημαίνοντος μέσα στο έργο, ένα μεθοδολογικό πεδίο και ριζοσπαστικά πλουραλιστικό. Το πολυφωνικό νόημα που εκπορεύεται από το παιχνίδι των σημαινόντων, η ιχνηλασία μιας διαδοχής σημαινόντων αναβάλλει, για τον Derrida, το νόημα κάθε ενός από αυτά. Το νόημα του κειμένου είναι ο διασκορπισμός μέσα σε αυτό ήδη υπαρχόντων νοημάτων. Ο Βarthes, υπό αυτές τις προϋποθέσεις κατατάσσει τα κείμενα σε δύο κατηγορίες: τα αναγνώσιμα και τα εγγράψιμα. Στα πρώτα ανήκουν τα ρεαλιστικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα που προσφέρουν την αναπαράσταση, την ψευδαίσθηση του μοναδικού νοήματος –αν και υποβόσκει η διακειμενικότητα- και παράγουν ένα σχετικά παθητικό αναγνώστη. Οι δόξες, δηλαδή, κατά τον Barthes οι πολιτισμικές κατασκευές και οι ιδεολογίες καθιστούν αντιληπτή την ύπαρξή τους. Αντίθετα, τα εγγράψιμα κείμενα υπάρχουν λόγω της σκιάς τους, δηλαδή των άλλων κειμένων που συγκροτούν το διακείμενο. Με αυτό το σχήμα που διαμόρφωσε εδώ ο γάλλος θεωρητικός επιφυλάσσει και μια περισσότερο ενεργητική θέση για τον αναγνώστη. Ξεφεύγει πλέον από το δέκτης που καταναλώνει ένα κείμενο κατανοώντας ένα και μοναδικό νόημα και γίνεται παραγωγικός και ο ίδιος συγγραφέας. Ο αναγνώστης ξαναγράφει το κείμενο. Επιχειρεί, αν και προορισμένη να παραμείνει ατελής λόγω μιας εγγενούς αυθαιρεσίας , την κειμενική ανάλυση.
Ο Genette προσφέρει ένα οπτικό εργαλείο από το δομισμό για τη θέαση αυτού του φαινομένου, το τρισδιάστατο κείμενο. Αρχικά, κατασκευάζει την έννοια του αρχικειμένου ή του πρωτογενούς κειμένου, δηλαδή αμετάβλητα θεμέλια που στηρίζουν ολόκληρο το λογοτεχνικό σύστημα και είναι αδύνατο να οριστούν με ακρίβεια και είναι πανταχού παρόντα. Έτσι, ο Genette κατασκεύασε το παλίμψηστο. Η πρωτογενής κειμενικότητα είναι ένα ολόκληρο σύνολο από γενικές κατηγορίες τύπων λόγων, τρόποι διατύπωσης, λογοτεχνικά είδη, από τις οποίες αναδύεται κάθε μεμονωμένο κείμενο. Εκεί βασίζονται και οι προσδοκίες του αναγνώστη για το έργο.
Με αυτόν το σύντομο, πυκνογραμμένο και λιτό τρόπο δοκιμάστηκε μια περιήγηση σε κάποια θεωρητικά μονοπάτια που οδηγούν έξω από τη δομή. Κυρίως, για να μας προσφέρουν μια αφορμή για σκέψη και αναζήτηση μιας άλλης οπτικής για τα λογοτεχνικά κείμενα. Στην ουσία αποτελεί μια παρότρυνση, για να διαβάζουμε άλλα τόσα βιβλία μετά από το ένα που κλείνουμε και τοποθετούμε στη βιβλιοθήκη, γιατί πρακτικά βρίσκεται στο ράφι αλλά με ένα διαφορετικό τρόπο βρίσκεται και μέσα στα βιβλία που θα διαβάσουμε στο μέλλον. Το βιβλίο μέσω του κειμένου συνεχίζει να επεκτείνει τις γραμμές του έξω από το εξώφυλλο. Είναι μια προτροπή να δώσουμε ένα εύρος στις αναγνώσεις μας.
Βιβλιογραφία:
Intertextuality, Graham Allen, Routledge, London, 2011