Έκτωρ Κακναβάτος: “Είμαι μεγάλος ποιητής!” (του Τέλη Σαμαντά)

0
562

 

του Τέλη Σαμαντά για τη σημερινή επέτειο γέννησης του ποιητή Έκτορα Κακναβάτου (9-11-1920)

 

 

[…] Τα δυο υψώματα τα ζυγωματικά σου τα κρατούσαν παρτιζάνοι

μικρά κατσίκια βόσκανε στα ζυγωματικά σου

ο πόλεμος θα ’φευγε απ’ το λόχο του με δεκαπέντε μέρες άδεια

κι ήσουν στο φράχτη σαν απλωμένο σεγκούνι από τα τρίκαλα,

αχ τρυφερή ανωμαλία στο αίμα μου

ψωμάκι ζύμωνες απ’ το χωράφι μας απ’ τα βότσαλα του γέλιου σου

σταράκι της αναπνοής μου

και πάλι με ρωτούσες όπως αιματηρό δυστύχημα

που αν αγαπούμε μας ρωτά

το σκούρο σίδερο και τις βραδινές εφημερίδες.

 

Η ιστορία των δυο μας όπως ξέρεις είναι σαν άδειος κάλυκας οβίδας

γεμάτος από θάνατο κωφάλαλο

κι όμως οι κύριοι δικαστές ακόμη δεν κατάλαβαν το ρόλο

που τα ζυγωματικά σου παίζουνε στις αναψηλαφήσεις

όταν πικρίζει το χορτάρι πάνω τους και φεύγουν τα μικρά κατσίκια˙

έτσι μπορεί να δικαστούνε πάλι οι αθηναίοι στρατηγοί

για το ατύχημα στις αργινούσες

δηλαδή να δικαστώ εγώ

ακόμη και για την πατρίδα που έχασα στην πρέφα

και για την άπρεπη χειρονομία μου στα σκέλη σου,

ώς εκεί ω αγαπημένη των καιρών.

Είσαι για μένα μια παράβαση ίσως ανεπανόρθωτη˙

θα πάρω ακόμα μια φορά το θάρρος

για την απαλλαγή των δικαστών απ’ την ευθύνη που συντρίβει,

θα υποβάλω ένα σχέδιο για τη στρογγυλότητα των περιπτώσεων,

ας πούμε της κοιλιάς σου

γλυκό μου πρόστιμο, τιμάριθμέ μου. […]

 

 

Τον Έκτορα Κακναβάτο τον πρωτογνώρισα το 1971, σ’ εκείνο το τυπογραφείο-μπιστρό-γιάφκα-πνευματικό όμιλο-εκδόσεις, τα «Κείμενα» δηλαδή, του Φίλιππου Βλάχου, εκεί που τόσα και τόσα γεννήθηκαν, από βιβλία και ιδέες, μέχρι σχέσεις προσωπικές κι ερωτικές, από αντιστασιακές πράξεις και διασταυρώσεις πνευματικών ανησυχιών μέχρι ανταλλαγές από στιχάκια λαϊκά και δημώδεις εκφράσεις εξαιτίας των οποίων σήμερα, έτσι όπως όλα τα πλακώνει και τα σκιάζει η πολιτική ορθότητα, θα μας διπλοσταυρώνανε. Συνάντησα, λοιπόν, τον Κακναβάτο, κάποια φορά που με τα λεπτά κι όμως τόσο δυνατά ακροδάχτυλα του ο ίδιος ο Φιλιππόβλαχος έπιανε ένα-ένα τα γράμματα απ’ την τυπογραφική κάσα, για να συνθέσει τις αράδες του «Τετραψήφιου». Δεν είπαμε πολλά-πολλά, λίγες κουβέντες αραιά και πού ανταλλάσσαμε για κάποιους μήνες. Άλλωστε το ενδιαφέρον του το τραβούσαν περισσότερο κάποιες νεαρές θηλυκές υπάρξεις που φώτιζαν το χώρο της Μαυρομιχάλη, παρά εμείς οι κάπως μουρτζούφληδες για τα γούστα του, στοχοπροσηλωμένοι μεν οι ίδιοι, αλλά και με το ματάκι, να πούμε την αλήθεια, να παίζει προς τις προαναφερθείσες υπάρξεις.

Τα χρόνια πέρασαν, ο Φιλιππόβλαχος μας άφησε πρόωρα ορφανούς, κι εμάς και τις «Κυρές» που σύχναζαν στο στέκι του – χαθήκαμε. Χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 2001, τον ξαναείδα σ’ ένα τριήμερο Συνέδριο για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του, στην Άνδρο. Συμμετείχε σ’ ένα πάνελ με θέμα τον υπερρεαλισμό εν γένει και ειδικά την ιστορία του. Πολλά τα πάνελ κι ακόμα πιο πολλοί οι ομιλητές σ’ εκείνο το τριήμερο. Αποφασίστηκε λοιπόν να ισχύσει ένα 45λεπτο για κάθε εισήγηση. Με το που ξεκίνησε να μιλάει ο Κακναβάτος όλοι καταλάβαμε πως όχι μόνο 45λεπτο δε θα κρατούσε αλλά πως ταξιδεύαμε πλησίστιοι προς το βράδυ με τη φωνή του στ’ αυτιά μας. Και, για να πούμε και την αλήθεια, δεν ήταν και τίποτα πρωτότυπα αυτά που έλεγε, την ιστορία του υπερρεαλισμού από γενέσεως του αφηγούνταν. Έκλεισε η ώρα, πιάσαμε τη μία και τέταρτο και ζήτημα ήταν αν ο ομιλητής είχε φτάσει, ιστορικά μιλώντας, στο μανιφέστο του Μπρετόν. Ανησυχία στο ακροατήριο, αμηχανία των συνομιλητών, μικρά τριξίματα των καθισμάτων, μέχρι που άρχισαν και κάτι ψίθυροι «άντε να τελειώνουμε». Και το αποκορύφωμα ήταν όταν ο μακαρίτης σήμερα Μιχάλης Μήτρας ανέβηκε στη σκηνή κι άρχισε να παίζει ένα κομμάτι στο πιάνο που βρισκόταν εκεί πάνω. Δίλημμα: τι γίνεται; Πώς σταματάς έναν Έκτορα Κακναβάτο, που σε πλήρη έκσταση τελών, αφηγείται τη συνάντηση του Μπρετόν με τον Τρότσκι ενώ έχει κλείσει κιόλας μιάμιση ώρα ομιλίας; Τη «σολομώντεια», τρόπος του λέγειν, λύση, ανέλαβε να τη δώσει ο συντονιστής του πάνελ, διευθυντής τότε του ΕΚΕΒΙ, φίλος Χρήστος Λάζος, με … δημοψήφισμα! Ν’ αποφασίσει δηλαδή το κοινό αν θα συνεχίσει ή όχι ο Κακναβάτος την περιγραφή της πορείας του υπερρεαλισμού. Και προφανώς σ’ αυτή τη … «σουρεαλιστική» κατάσταση το πνευματικά κατάκοπο κοινό, με σαφή πλειοψηφία, αποφαίνεται: να σταματήσει! Αποτέλεσμα: ο ποιητής, με κατεβασμένο κεφάλι ηττημένου κονκισταδόρου ή σφραγιδοφύλακα που του αφαίρεσαν τα εργαλεία της δουλειάς του, σηκώνεται από το τραπέζι και κινείται προς το λόμπι του Δημοτικού Θεάτρου όπου φιλοξενείται το συνέδριο.

(Παρένθεση: εκείνη η εμπειρία ενέπνευσε στον Χρήστο Λάζο κι ένα στιχάκι, που ακόμα το θυμάμαι: «Ομιλεί ως φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτος, ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος»)

Εν πάση περιπτώσει βγαίνω κι εγώ από την αίθουσα ακολουθώντας τον Κακναβάτο. Και αίφνης, μέσα μου, γεννιούνται πολλαπλές αναμνήσεις. Από τα πρώτα τότε χρόνια των «Κειμένων», μέχρι τα χρόνια τα πολλά της σχέσης μου με τους στίχους του. Κι ύστερα θυμάμαι έναν άνθρωπο, στον οποίο τους έχω απαγγείλει. Μέσα μου, αναδύεται μια ανάγκη συνέχειας ή «αποκατάστασης» ενός διαρκούς παρελθόντος . Τον πλησιάζω, ενώ πίνει αργά και σκοτισμένος το ουίσκυ του, και του συστήνομαι:

-Κύριε Κακναβάτο, με λένε Τέλη Σαμαντά και σας έχω γνωρίσει, πολλά χρόνια πριν, στα Κείμενα του Φίλιππου Βλάχου.

Με κοιτάζει, ελαφρώς παραξενεμένος. Απτόητος, συνεχίζω:

-Αυτό, πάντως, που ήθελα να σας πω είναι πως έχω χρησιμοποιήσει τους στίχους σας «Τα δυο υψώματα τα ζυγωματικά σου τα κρατούσαν παρτιζάνοι / μικρά κατσίκια βόσκανε στα ζυγωματικά σου», για να ρίξω μια γκόμενα.

Με κοιτάζει έκπληκτος κι αυτόματα ρωτάει:

-Έπεσε;

-Έπεσε, του απαντάω.

Και τότε ο Κακναβάτος, αυτόματα, στεντορεία τη φωνή, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παρισταμένων, ανακράζει: «Είμαι μεγάλος ποιητής! Είμαι μεγάλος ποιητής!».

Και σε συνέχεια, αναπτερωμένος, ευδιάθετος όσο δεν παίρνει, μου δίνει μια στην πλάτη, και οι δυό μας παραγγέλνουμε άλλο ένα ποτό, και ξεκινάμε μια ήρεμη συζήτηση, όπου ο υπερρεαλισμός μπλεκόταν με τη γραμματοσειρά των πρώτων του εκδόσεων, και κάποια άποψη του Νταλί με το αν θυμάμαι «κάποια ξανθιά με μακριά πόδια»… Ενώ, μέσα στην αίθουσα, στα διαδοχικά πάνελ, αναπτύσσονταν τα διαδοχικά στάδια του σουρεαλισμού και οι επιπτώσεις του στην τέχνη και τη ζωή μας.

Πάντως ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον συνέδριο.

ΩΣΤΟΣΟ:

Ίσως γι αυτό ακριβώς πολλές φορές αποφεύγω ν’ αφηγηθώ ιστορίες, ανεκδοτολογικές, από ανθρώπους που γνώρισα, σε μια μακρόχρονη, ομολογουμένως, πορεία. Γιατί μπορεί να περιγράφουν κάποιο κλίμα και ορισμένες καταστάσεις, μπορεί να καλύπτουν μια ορισμένη περιέργεια, να προσφέρουν ακόμη και μια κάποια αναγνωστική απόλαυση, αλλά, πολύ συχνά, διαισθάνομαι πως, ταυτόχρονα, κάτι αφαιρούν από το καίριο, από αυτό που πάνω απ’ όλα μετράει: από το ίδιο το έργο, την ίδια την κατ’ εξοχήν δημιουργία. Ιδίως σε μια εποχή που όλο και περισσότερο, όλο και συχνότερα, το «περιρρέον», το «ανεκδοτολογικό», το «διαμεσολαβητικό», κερδίζει έδαφος σε σχέση με το ίδιο το δημιούργημα. Γιατί πιστεύω απόλυτα στη σημασία αυτού που έγραψε ο Balthus όταν του ζήτησαν να  γράψει κάτι για τη ζωή του στη μεγάλη αναδρομική του έκθεση στην Tate: ««Όχι βιογραφικές λεπτομέρειες. Ο Balthus είναι ένας ζωγράφος για τον οποίο δεν είναι γνωστό τίποτα. Ας δούμε τώρα τους πίνακες».

Ας διαβάσουμε, λοιπόν, κι εμείς, και ας ξαναδιαβάσουμε και το αναρτημένο, παραπάνω, ποίημα του και το σύνολο των ποιημάτων  του σπουδαίου –και κάπως παραμελημένου, κατά την άποψη μου- ποιητή Έκτορα Κακναβάτου. Κι ας αναρωτηθούμε  πώς αντηχούν μέσα μας και πώς –ίσως- αντηχούν πάντα μέσα σ’ αυτούς που αγαπάμε.

Άλλωστε:

Στην πορεία μας φανάρια

η στόχαση

η φυρονεριά

οι νάνοι ίσκιοι…

ω τιτάνια νερά

ψυχή μου των πελάγων

 

Ή, αλλιώς:

 

Για ιδές τον τον αμάραντο

Ολοκλωνίς όξω εγκρεμού

που είναι μια να ζυγιαστεί και δυό να πέσει

Και βάλε αυτί

μην ακουστώ μέσα στο αχ της άβυσσος.

 

Ο Έκτορας Κακναβάτος γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 9 Νοεμβρίου του 1920

https://www.youtube.com/watch?v=z6OruzKXBWo

Κι ένα σάιτ αφιερωμένο στον ίδιο

https://www.facebook.com/profile.php?id=100063654997481

 

Προηγούμενο άρθροΜνήμες γυναικών από την Χριστίνα Τασκασαπίδου (Μπάγκειον)
Επόμενο άρθρο15+1 Διάφορα βιβλία με (και για) καλά αισθήματα (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ