Tου Χρίστου Κυθρεώτη
Η σχέση του Ντμίτρι Σοστακόβιτς με τη σοβιετική εξουσία έχει αποτελέσει κατά καιρούς το επίκεντρο αντιφατικών εικασιών, που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο μιας πολεμικής γνωστής διεθνώς με τον όρο Shostakovich Wars. Μια σειρά από βιογράφους, ερευνητές, οικείους και φίλους του συνθέτη έχουν δώσει διαφορετικές ερμηνείες στα λίγο πολύ γνωστά και αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως είναι η δυσμένεια στην οποία περιέπεσε ο Σοστακόβιτς με την όπερα «Η Λαίδη Μακμπέθ του Μτσενσκ», η μετέπειτα αντίδρασή του, η ένταξή του στο κόμμα επί Χρουστσόφ και η ανάδειξή του σε τιμητικές θέσεις της σοβιετικής ιεραρχίας. Οι διαφορετικές ερμηνείες έχουν διαπλάσει αντίστοιχες διαφορετικές εκδοχές του Σοστακόβιτς, που μέσα στα ιδεολογικά φορτισμένα συμφραζόμενα της διαμάχης, λογικό είναι να αλληλοεκτοπίζονται, διεκδικώντας για τον εαυτό τους την απόλυτη αλήθεια. Έτσι, ο εκλεκτός συνθέτης του σοβιετικού συστήματος Σοστακόβιτς διαγκωνίζεται με έναν «ρεβιζιονιστή» Σοστακόβιτς βαθιά εχθρικό απέναντί του – και ο ένας αποκλείει τον άλλον. Η όλη διαμάχη πυροδοτήθηκε από την έκδοση (το 1979) του βιβλίου του Σόλομον Βολκόφ Testimony («Μαρτυρία»), που κατά τον συγγραφέα βασίζεται σε συνομιλίες του με τον συνθέτη, αλλά κατά τους επικριτές του είναι στην πραγματικότητα χαλκευμένο. Στο βιβλίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά η εκδοχή του εχθρικού απέναντι στο σύστημα Σοστακόβιτς, που, αν και για λόγους επιβίωσης συμμορφωνόταν με την εκάστοτε γραμμή και τις υποδείξεις του κόμματος, κατ’ ιδίαν εξέφραζε τον χλευασμό και τον αποτροπιασμό του για τις μεθόδους του, φροντίζοντας μάλιστα να ενθέτει ενδείξεις αυτής της απαρέσκειας στα έργα του.
Στο τελευταίο μυθιστόρημα του, ο Τζούλιαν Μπαρνς επιχειρεί να συνθέσει αυτούς τους διαφορετικούς Σοστακόβιτς για να δημιουργήσει τον δικό του. Αν και υιοθετεί σε γενικές γραμμές την οπτική του Testimony, μοιάζει να αποδέχεται πως η όλη πολεμική που αναπτύχθηκε αργότερα για το ποιος ήταν ο πραγματικός Σοστακόβιτς, λάμβανε χώρα στην πραγματικότητα και μέσα στο μυαλό του συνθέτη. Γραμμένο σε τριτοπρόσωπη αφήγηση που παρακολουθεί στενά τις σκέψεις του ήρωα, το βιβλίο του Μπαρνς εστιάζει στις εσωτερικές συγκρούσεις και την αγωνία του συνθέτη, που μεγεθυνόταν με κάθε ταπείνωση και κάθε συμβιβασμό του, οδηγώντας τον σταδιακά σε ένα είδος ασφυξίας. Τεχνικά, αυτό το συναίσθημα αποδίδεται έξοχα με μια σειρά μοτίβων και επαναλήψεων, καθώς και με τη διάρθρωση της αφήγησης σε μικρές ενότητες που διαδέχονται η μία την άλλη σε ασθματικό τέμπο. Επί της ουσίας, στο βιβλίο είναι έντονη η παρουσία ενός ιδεαλιστικού πρίσματος μέσα από το οποίο ο Μπαρνς υποθέτει ότι ο συνθέτης έβλεπε τον εαυτό του. Υπάρχει μια καθαρή, αυθεντική και «αγνή» εκδοχή του Σοστακόβιτς, από την οποία ο συνθέτης νιώθει ότι απομακρύνεται με κάθε του αναμέτρηση με την εξουσία και με κάθε ήττα του στις αναμετρήσεις αυτές. Αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να νικήσει την εξουσία, ο Σοστακόβιτς του Μπαρνς τής παραχωρεί το εξωτερικό κομμάτι του εαυτού του – της παραχωρεί τις πράξεις του, προσπαθώντας να διαφυλάξει τις σκέψεις του και, κυρίως, τη μουσική του. Εκεί, στη μουσική του, μοιάζει να θεωρεί ότι εδρεύει ο πραγματικός εαυτός του, η ατομικότητά του: ο ψίθυρος που προσπαθεί να ακουστεί μέσα στον «αχό της εποχής».
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, το καθένα από τα οποία εστιάζει και σε ένα διαφορετικό κομβικό γεγονός στη ζωή του συνθέτη: στην απαγόρευση της πιο πάνω όπεράς του το 1936 και την εμπλοκή του σε μια υποτιθέμενη συνωμοσία κατά του Στάλιν, στην επίσκεψή του στις ΗΠΑ το 1948 και στην ένταξή του στο κόμμα το 1960, που θεωρείται ίσως και η πλέον αμφιλεγόμενη από τις πράξεις του, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνων διώξεων και κατά συνέπεια η απόφασή του αποτέλεσε σε μεγαλύτερο βαθμό προϊόν ελεύθερης βούλησης. Από τα γεγονότα στα οποία ο Μπαρνς επιλέγει να εστιάσει είναι προφανές ότι θεματικός άξονάς του είναι η σχέση του συνθέτη με την εξουσία – με τη σοβιετική εξουσία αλλά, και πιο αφηρημένα, με κάθε μορφής εξουσία. Η σχέση του με τη μητέρα του, για παράδειγμα, δεν ξεφεύγει από αυτό το εξουσιαστικό πλαίσιο, και είναι χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο συνθέτης σκέφτεται πως οι γυναίκες που ερωτεύεται αποτυγχάνουν να ικανοποιήσουν τη μητέρα του όπως ακριβώς η μουσική του αποτυγχάνει να ικανοποιήσει τη «μητέρα Σοβιετική Ένωση». Γενικότερα όμως, ο Σοστακόβιτς του Μπαρνς χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των άλλων, καθώς και από την οργή του για τις απαιτήσεις αυτές. Ακόμα και η στάση όσων συμμερίζονται το δράμα του και τον προτρέπουν, όντες οι ίδιοι ασφαλείς, να αντισταθεί με τίμημα τη ζωή του –όσων δηλαδή, σύμφωνα με τον συνθέτη, ζητούν ανέξοδα μάρτυρες που θα επιβεβαιώσουν τις δικές τους ιδέες– τού είναι εξίσου καταπιεστική και απεχθής: συνιστά και αυτή μια μορφή εξουσίας.
Έτσι, με έξυπνη χρήση της ειρωνείας, ο Μπαρνς παρουσιάζει τον Σοστακόβιτς ως εχθρικό απέναντι σε κάθε ετεροκαθορισμό, αν και σε όλη του τη ζωή δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ετεροκαθορίζεται – από την επιλογή του ονόματός του, το οποίο δεν διάλεξαν στην πραγματικότητα οι γονείς του αλλά επιβλήθηκε από τον ιερέα, μέχρι τη σχέση του με τις γυναίκες και κυρίως βέβαια με την κρατική εξουσία και τις κάθε είδους ιδεολογικές χρήσεις της τέχνης του. Στο τέλος ο Σοστακόβιτς εμφανίζεται να ακροβατεί ανάμεσα στις πράξεις του και τον «αληθινό», εσωτερικό εαυτό του, ανάμεσα στην ακεραιότητα και τη διαφθορά, εμφανίζεται με άλλα λόγια τραγικά ανθρώπινος, να αναμένει τον θάνατο σαν λύτρωση. Επιστρατεύοντας όλες του τις γνωστές αρετές, ο Μπαρνς καταφέρνει εδώ να φτιάξει το δεξιοτεχνικό, ψυχολογικά συναρπαστικό πορτρέτο ενός συνθέτη που συνθλίβεται από το εξουσιαστικό πέλμα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, αλλά και ευρύτερα από τις πιεστικές απαιτήσεις του κόσμου γύρω του, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που θα ήθελε είναι να δημιουργεί «μουσική που θα ανήκει μόνο στη μουσική», όπως και έναν εαυτό που θα ανήκε μόνο στον εαυτό του. Το ερώτημα αν ο συνθέτης αυτός είναι όντως ο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς δύσκολα βέβαια θα απαντηθεί.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη μετάφραση του Θωμά Σκάσση, που αποδίδει με σαφήνεια και ευρηματικότητα τη γλώσσα του Μπαρνς, τόσο στα καθαυτό αφηγηματικά όσο και στα ευθέως στοχαστικά κομμάτια του κειμένου.
Τζούλιαν Μπαρνς,
Ο αχός της εποχής,
Μτφρ. Θωμάς Σκάσσης,
Μεταίχμιο, 2016,
Σελ. 240