Εκατομμυριούχοι ποιητές (του Χρήστου Τσιάμη-ανταπόκριση από Μανχάταν)

0
557
American poet Amanda Gorman reads a poem during the 59th Presidential Inauguration at the U.S. Capitol in Washington, Wednesday, Jan. 20, 2021. (AP Photo/Patrick Semansky, Pool)

του Χρήστου  Τσιάμη

  

Ευθύς εξ αρχής, φαινομενικά, ο τίτλος είναι σχήμα οξύμωρο.  Γιατί στην ιστορία του πολιτισμού αποτελεί σχεδόν αξίωμα ότι ο ποιητής πεθαίνει στο ψαθί.  ΄Η, εκφρασμένο στα λόγια ενός πατέρα, λόγια γεμάτα ανησυχία για το «φαντασμένο» του παιδί τα χρόνια της εφηβείας, «η ποίηση δεν έχει ψωμί…».  Κι έτσι έχουν τα πράγματα μέχρι να φτάσει ο καπιταλισμός στο προσκήνιο, στον κολοφώνα της δόξας του στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, και να φέρει και σε αυτό το θέμα την ανατροπή.  Συγκεκριμένα , στη Μέκκα του καπιταλισμού, στην Αμερική, αρχίζουν να δημιουργούνται προϋποθέσεις για την οικονομική ανύψωση των ποιητών μέσα από σχετικά καλοπληρωμένες θέσεις διδασκαλίας της ποίησης στις χιλιάδες πανεπιστήμια της χώρας αυτής.  Με καπιταλιστικό γνώμονα, αυτό ήταν η προσφορά ακόμη ενός προϊόντος με πιθανότητα ζήτησης στη σφριγηλή ακαδημαϊκή βιομηχανία.  Και ύστερα, μόλις πρόσφατα, έρχεται και η δεύτερη μεγάλη καπιταλιστική ανατροπή στο χώρο της ποίησης: δηλαδή, οι δυνατότητες, μέσα στο σύστημα, για ποιητές που έχουν αντιληφθεί πώς αυτό το σύστημα δουλεύει, να γίνουν εκατομμυριούχοι!

Το πρώτο ποιητικό δαιμόνιο, στην νεοσύστατη τότε χώρα των Ηνωμένων Πολιτειών, που είχε μέσα του και κάποιο έμφυτο επιχειρηματικό δαιμόνιο ήταν ο Γουόλτ Γουίτμαν, στα τέλη του 18ου αιώνα.  Με την εμπειρία της δουλειάς του (από πολύ νεαρά ηλικία, λόγω των οικογενειακών του συνθηκών) σε εφημερίδες και σε τυπογραφεία, άσκησε άμεσο έλεγχο ευθύς εξ αρχής όταν αποφάσισε να εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Φύλλα Χλόης», στην ώριμη ηλικία των 36 ετών.  Από του να βρει τους πιο οικονομικούς τρόπους παραγωγής του βιβλίου μέχρι τη διανομή του και, προ παντός, τη διαφήμιση του.  Φρόντισε να γράψει ο ίδιος, ανωνύμως ή με ψευδώνυμα, πολλές επαινετικές κριτικές για το ίδιο του το βιβλίο, και επίσης φρόντισε να φτάσει το βιβλίο του στη μεγαλύτερη, ίσως, προσωπικότητα των Αμερικανικών γραμμάτων εκείνη την εποχή, τον Ραλφ Γουάλντο Εμερσον.  Μα πάνω απ’ όλα, φρόντισε τα επαινετικά σχόλια που έλαβε από αυτόν σε μια προσωπική επιστολή, να εμφανιστούν τυπωμένα στην επόμενη έκδοση του βιβλίου (κάτι που τώρα πιά έχει γίνει κανόνας του μάρκετινγκ, υπό την μορφή «blurbs» στα οπισθόφυλλα των βιβλίων, μα που δεν υπήρχε εκείνη την εποχή).  Αυτό και μόνο, μάλλον, έσωσε το βιβλίο του Γουίτμαν από την αφάνεια.  Στη συνέχεια, έχοντας μάθει από τους διάφορους κήρυκες και ψευτο-φιλόσοφους εκείνης της εποχής, θέλησε να ορίσει το περιεχόμενο της αυξανόμενης σε ποιήματα, με κάθε νέα έκδοση, συλλογής ως την απαρχή ενός κοινωνικού- πολιτικού κινήματος το οποίο θα άλλαζε την τάξη των πραγμάτων στη χώρα μέσα από την ποίηση αυτή.  Κι έτσι, άρχισε να κάνει ποιητικές αναγνώσεις και ομιλίες βάζοντας στόχο μεγάλα ακροατήρια,  και απαιτώντας σχετικά υψηλή πληρωμή.  Δεν έγινε «εκατομμυριούχος», με τα σημερινά κριτήρια, αλλά κατάφερε σε κάποιο σημείο της ζωής του μια σεβαστή ανταμοιβή για την ποίηση του.  (Απ’ την άλλη μεριά, τριάντα τόσα χρόνια αργότερα, στο τέλος εκείνου του αιώνα, ένας άλλος πρωτοπόρος Αμερικάνος συγγραφέας και ποιητής, ο Στήβεν Κρέϊν, αποδεικνύεται επιχειρηματικά εντελώς αδαής και υπογράφει συμφωνίες με εκδότες που τον καθιστούν μονίμως χρεωμένο, μέχρι το τέλος της πολύ σύντομης ζωής του).

 

Αυτά που συνέβησαν, όμως, στον κόσμο της ποίησης, τα δυο τρία τελευταία χρόνια περίπου, είναι άνευ προηγουμένου, και κατά τον τρόπο και κατά το μέγεθος της χρηματικής ανταμοιβής.  Πρώτα-πρώτα η ιστορία της Αμάντα Γκόρμαν.  Ήταν το 2020, έτος εκλογών, και επίσης έτος δεκάδων χιλιάδων θανάτων λόγω μιας φοβερής πανδημίας, και έτος φυλετικών ταραχών, το αποτέλεσμα θανάτων νεαρών Μαύρων κάτω από τα πυρά της αστυνομίας.  Ήταν το έτος της πλατιάς απήχησης του κινήματος «Οι Μαύρες Ζωές Μετρούν».  Ο αλλοπρόσαλλος πρόεδρος Τραμπ ήταν ακόμα δημοφιλής παρόλο που η αποτυχία του στη διαχείριση της πανδημίας ήταν τραγική.  Παρόλα αυτά, ο Δημοκρατικός υποψήφιος Τζο Μπάϊντεν κέρδισε τις εκλογές του Νοεμβρίου, και η εκτίμηση ήταν ότι η προσέλευση στις κάλπες ενός μεγάλου μέρους των Μαύρων ψηφοφόρων συνέβαλε τα μέγιστα σε αυτό.  Κι έτσι, κάποια ιδιοφυία του μάρκετινγκ (γιατί κάθε Αμερικανική εκλογική εκστρατεία είναι μια  οργανωμένη εκστρατεία μάρκετινγκ) μέσα στο επιτελείο του Μπάϊντεν είχε τη μεγάλη ιδέα να προσκαλέσουν μια πολύ νεαρή Μαύρη ποιήτρια να απαγγείλει ένα ποιήμα της κατά την τελετή της ορκωμοσίας του Προέδρου.  Προφανώς, για να προσεγγίσουν ακόμα μεγαλύτερα στρώματα της ψήφου των Μαύρων ανάμεσα στις νεότερες γενιές.

Ρίτσαρντ Μπλάνκο
Ελιζάμπεθ Αλεξάντερ
Ελίζαμπεθ Αλεξάντερ

Ο Τζον Κέννεντυ, το 1960, είχε προσκαλέσει τον περίφημο, τότε, Αμερικανό ποιητή Ρόμπερτ Φροστ, να διαβάσει ένα ποίημα του κατά την τελετή της ορκωμοσίας του.  Δυο νεότεροι Δημοκρατικοί πρόεδροι, θαυμαστές του Κέννεντυ, επίσης κάλεσαν ποιητές να απαγγείλουν ποίηση κατά τις δικές τους ορκωμοσίες (όλοι οι Ρεπουμπλικάνοι πρόεδροι δεν είχαν παρόμοια σχέση με την ποίηση).  Έτσι, στην πρώτη ορκωμοσία του Μπιλ Κλίντον διάβασε ποίηση η Μαύρη ποιήτρια/συγγραφέας Μάγια Ανγκέλου (ήδη πολύ γνωστή τότε και με πλούσια συμμετοχή στα πολιτιστικά και τα πολιτικά της μαύρης μειονότητας της χώρας επί δεκαετίες).  Στη δεύτερη ορκωμοσία του, ο Κλίντον επέλεξε τον λευκό ποιητή Μίλλερ Γουίλλιαμς, έναν ποιητή «πανεπιστημιακό», από την Πολιτεία ΄Αρκανσο, την πατρίδα του Κλίντον, και επίσης πατέρα της γνωστής τραγουδοποιού και τραγουδίστριας Λουσίντα Γουίλλιαμς.  Ο Μπαράκ Ομπάμα, με τη σειρά του, το 2008, επέλεξε τη Μαύρη ποιήτρια, και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Γιέϊλ, Ελίζαμπεθ Αλεξάντερ, και, το 2012, τον Λατίνο και γκέϊ ποιητή Ρίτσαρντ Μπλάνκο.  Όλες φυσικά οι επιλογές, ίσως με εξαίρεση αυτή του Κέννεντυ που μάλλον  ήταν επιλογή της πολιτισμικά ευαίσθητης συζύγου του Τζάκι Κέννεντυ, όλες οι επιλογές ποιητών φάνηκαν να έχουν πολιτική σκοπιμότητα.  Κανείς, όμως, από αυτούς τους ποιητές, απ’ ό,τι ξέρουμε, δεν κατέληξε να γίνει εκατομμυριούχος σαν αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης διάκρισης που, για τα λίγα λεπτά της ποιητικής τους ανάγνωσης κατά την ορκωμοσία του Προέδρου της χώρας, τους χάρισε ένα ακροατήριο από δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανών που παρακολουθούσαν τηλεοπτικά το γεγονός.

Η περίπτωση της Αμάντα Γκόρμαν είναι μια άλλη ιστορία.  Στην ηλικία των 19 ετών, φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, είχε επιλεγεί National Junior Poet Laureate της Αμερικής, έναν καινούργιο τίτλο που είχε δημιουργήσει ένας καλοθελητής οργανισμός για να προσελκύσει τους νέους προς την ευγενή άμιλλα της ποίησης και μακριά από άλλους επικίνδυνους πειρασμούς της κοινωνίας.  Η επιλογή γινόταν λίγο πολύ όπως και για τις αιτήσεις εισόδου στα φημισμένα πανεπιστήμια, ζυγίζοντας δηλαδή τις επιδόσεις (στην ποίηση σε αυτή την περίπτωση) αλλά και τις εμπειρίες και κοινωνικές ενασχολήσεις των αιτούντων.  Οι πέντε που έχουν επιλεγεί, μέχρι στιγμής, είναι νεαρές γυναίκες, εκ των οποίων τέσσερες Μαύρες και μια Ινδή.  Καμία δεν έχει γνωρίσει την επιτυχία της Γκόρμαν.  Τι συνέβη;

Όπως αναφέραμε, η συγκυρία των εκλογών και άλλων γεγονότων εκείνης της χρονιάς, το 2020, μαζί με την επικοινωνιακή μεγαλοφυία του επιτελείου του νέο-εκλεγέντος προέδρου, έφεραν τη νεαρή ποιήτρια στο προσκήνιο.  Και τότε άναψαν τα λαμπιόνια των υπευθύνων του μάρκετινγκ της πολυεθνικής εταιρείας καλλυντικών Estee Lauder που οραματίστηκαν στο πρόσωπο, κυριολεκτικά, της νεαρής μαύρης ποιήτριας, τα προϊόντα τους να διαφημίζονται σε μια καινούργια πελατεία, σε παναμερικανική και παγκόσμια κλίμακα.  Και εφόρμησαν με ό,τι το πιο δελεαστικό στη νεαρή ποιήτρια.

Η Αμάντα Γκόρμαν εξώφυλλο στην Vogue

Τι ακριβώς της πρόσφεραν δεν ξέρουμε.  Η ίδια η ποιήτρια, που ήταν πληθωρική στις δηλώσεις της (μεταξύ άλλων δήλωσε και υποψηφιότητα για την προεδρία της Αμερικής, όταν φτάσει το απαιτούμενο όριο ηλικίας…), είπε σχετικά με τη χρηματική της ανταμοιβή: «Δεν δανείζω ποτέ μόνο το σώμα μου και το πρόσωπο μου.  Αυτό που παίρνουν είναι το πνεύμα μου, η ανάσα μου, το μυαλό μου».  Η αναφορά, προφανώς, είναι στο μέρος της συμφωνίας της με την εταιρεία να προσφέρουν κονδύλια ύψους τριών εκατομμυρίων δολαρίων σε οργανισμούς για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού σε κορίτσια και γυναίκες.  Κατά τους Τάϊμς της Νέας Υόρκης, η εταιρεία δεν αποκάλυψε το ποσόν το οποίο πληρώνει την ποιήτρια για τη «συνεργασία» τους, όμως εικάζεται ότι υπερβαίνει το ποσόν της ανωτέρω «φιλανθρωπικής επένδυσης», όπως την αποκαλούν.  Αλλού η ποιήτρια είχε δηλώσει ότι είχε μια προσφορά συνεργασίας 17 εκατομμυρίων δολαρίων που την είχε απορρίψει γιατί, προφανώς, δεν ικανοποιούσε τα αλτρουιστικά ή πολιτικά της κριτήρια.  Είναι ασφαλές επομένως να συμπεράνουμε ότι η αμοιβή της από την Estee Lauder είναι επάνω από τρία και κάτω από δεκαεφτά εκατομμύρια δολάρια!  Πολυεκατομμυριούχων ποιητών η αρχή;  Δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι θα επαναληφθεί.

Ένα πράγμα είναι σίγουρο.  Ότι όλο αυτό το χρήμα που εισέπραξε η νεαρή ποιήτρια δεν ήταν το εμπορικό αντίκρισμα της ποιητικής της παραγωγής.  Στην περίπτωση της, ισχύει αυτό που είχε πει κάποιος Αμερικανός ποιητής για τον ποιητή Τζόν Μπέρρυμαν στην αρχή της καριέρας του: ότι η φήμη του είχε προηγηθεί της ποίησης του.  Χαρακτηριστικά, στον ιστότοπο  του επίσημου οργανισμού Poetry Foundation, όπου ανθολογείται η ποίηση Αμερικανών ποιητών, ενώ υπήρχε καταχώρηση με το όνομα της Αμάντα Γκόρμαν και τις ειδήσεις περί αυτής, οχτώ μήνες μετά την ανάγνωση της στην ορκωμοσία του Προέδρου, δεν υπήρχε ούτε ένα ποίημα της ανθολογημένο.  Όπως ξέρουμε, ήταν εκείνο το διάστημα που η νεαρή ποιήτρια εργαζόταν πυρετωδώς να γράψει ποιήματα που να απαρτίσουν ένα βιβλίο για το οποίο είχε ήδη συμβόλαιο με έναν πολύ μεγάλο εκδοτικό οίκο.  (Όταν αυτό το βιβλίο εκδόθηκε, τελικά, το φθινόπωρο του 2021, η κριτική του υποδοχή ήταν περισσότερο ευγενής παρά ενθουσιώδης).  Πέραν της ποιητικής της παραγωγής, η εκατομμυριούχος ποιήτρια έπρεπε να κουμαντάρει κι ένα σωρό άλλα επιχειρηματικά πονήματα.  Χαρακτηριστικά, η εφημερίδα Τάϊμς έκανε λόγο για «…τη σφιχτοδεμένη της ομάδα από ατζέντηδες και μάνατζερς…» για λογοτεχνικά πρότζεκτ, για πρότζεκτ ομιλιών επί πληρωμή (σοβαρών ποσών), και για πρότζεκτ σαν φωτομοντέλο.  Πράγμα που κάνει να αναρωτιέται κανείς για την ακεραιότητα της ποίησης μέσα σε αυτόν τον κυκλοφοριακό στρόβιλο των υψηλών ταχυτήτων και παράταιρων στόχων.

Ρούπι Καούρ
Ρούπι Καούρ

Στη δεύτερη περίπτωση εκατομμυριούχου ποιητή, τα εκατομμύρια ήρθαν απευθείας από τις πωλήσεις της ποίησης και όχι από διαφημιστικά συμβόλαια και χορηγίες.  Η νεαρή ποιήτρια Ρούπι Καούρ, που είχε μεταναστεύσει στον Καναδά από την Ινδία σε παιδική ηλικία, εξέδωσε την πρώτη της συλλογή, «Μέλι Γάλα» (Milk and Honey), ιδίοις εξόδοις, το 2014, αλλά μετά από διάφορες διαδικτυακές συγκυρίες (συμπεριλαμβανομένων και τουίτ των μικρών ποιημάτων της από τη διάσημη Χλόη Καρντάσιαν στα εκατομμύρια αυτών που την παρακολουθούν) οι αναγνώστες της έφτασαν τα εκατομμύρια!  Τον Ιανουάριο του 2022 οι Τάϊμς της Νέας Υόρκης έγραψαν ότι η συλλογή της ήταν στη λίστα των μπεστ σέλερ χαρτόδετων βιβλίων (paperbacks) επί 190 εβδομάδες (δηλαδή κοντά τέσσερα χρόνια) με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις πωλήσεις που, κατά άλλες πηγές, έχουν περάσει τα 2,5 εκατομμύρια αντίτυπα.

Η ποίηση της Καούρ θεωρείται ελαφριάς υφής, αγαλλιαστική, ποίηση που προσφέρει «αειθαλή ενθάρρυνση» όπως υπαινίσσεται η εφημερίδα Νιού Γιόρκ Τάϊμς.  Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με τα στιχάκια στα χαρτάκια με τις ημερομηνίες των παλιών Ελληνικών ημερολογίων.  Είχε υπάρξει κάτι ανάλογο στα τέλη της δεκαετίας του 1960.  Επρόκειτο για έναν Αμερικανό ποιητή, τον Ροντ Μακιούν (Rod McKuen) που τα ευχάριστα στιχάκια του, υπό μορφή βιβλίου, τα έβρισκες στην …κουζίνα κάθε νοικοκυράς.  Η διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και την Καούρ είναι η συμβολή του διαδικτύου στη διάδοση του… προϊόντος της: πιο γρήγορα, σε μεγαλύτερους αριθμούς, και στο συγκεκριμένο κοινό, συνήθως νέων, που έχει μεγαλύτερη οικειότητα με το διαδίκτυο.

Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: τι σημαίνουν όλα αυτά για την ποίηση;  Σίγουρα, έχει διευρυνθεί κατά πολύ το κοινό για την ποίηση αυτών των δυο συγκεκριμένων νεαρών ποιητών που αναφέραμε, λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών.  Μήπως αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αυξηθούν οι πωλήσεις των βιβλίων της ποίησης εν γένει;  Λεγόταν ότι αν μια πρώτη έκδοση συλλογών αναγνωρισμένων ποιητών, όπως ο Τζον Ασμπερυ και η Λουίζ Γκλυκ (πριν το Νόμπελ), πουλούσε δέκα χιλιάδες αντίτυπα θα ήταν επιτυχία.  Μήπως τώρα, σαν αποτέλεσμα των «φαινομένων» Γκόρμαν και Καούρ, οι πωλήσεις γνωστών και αναγνωρισμένων ποιητών θα διπλασιαστούν, τριπλασιαστούν, δεκαπλασιαστούν (ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δεν μιλάμε για εκατομμύρια αντίτυπα);  Είναι αμφίβολο.  Και δεν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις μέχρι τώρα.  Δεν ξέρουμε, επίσης,  πώς θα εξελιχθεί η ποίηση των νεαρών αυτών εκατομμυριούχων ποιητών, όταν το ποιητικό δαιμόνιο εμπλέκεται με τα δαιμόνια του καπιταλισμού σε έναν χορό όπου δεν ξέρεις ποιος οδηγεί ποιόν.  Εκείνο, όμως, για το οποίο είμαστε σίγουροι είναι ότι, τηρουμένων των αναλογιών (του βεληνεκούς της γλώσσας, των καπιταλιστικών μεγεθών, και των πληθυσμών) ανάμεσα στις χώρες, οι ποιητές της Ελλάδος δεν χρειάζεται να ανησυχούν.  Μπορούν να συνεχίσουν να υπηρετούν την ποιητική μούσα, αγνοί και απερίσπαστοι, χωρίς τον φόβο της διαφθοράς του καπιταλιστικού κεφαλαίου…

 

Νέα Υόρκη, 20 Δεκεμβρίου 2022

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΕπιστρέφοντας στον Ιάκωβο Καμπανέλλη (της Θάλειας Μπουσιοπούλου)
Επόμενο άρθροΠοιος είναι ο Ελύτης; (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ