της Ιωάννας Μπουραζοπούλου
Πριν από λίγες βδομάδες είχα την τύχη να διαβάσω ένα βιβλίο Ελληνίδας συγγραφέως, που αποδείχτηκε η καλύτερη συντροφιά για τον φετινό θερμό Μάιο, των μεταλλάξεων της επιδημίας, των στρατιωτικών επιχειρήσεων του βορρά και των πολεμικών δηλώσεων του νότου. Πρόκειται για το καινούργιο μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα, που έχει τον τολμηρό, κατά τη γνώμη μου, τίτλο Ο Μπόγος. Δύσκολο να φανταστείς σε τι αναφέρεται. Θα πρέπει να ανοίξεις τον Μπόγο για να δεις τι περιέχει.
Αν θέλαμε να του δώσουμε έναν πιο αποκαλυπτικό τίτλο, θα το ονομάζαμε Εκατό Χρόνια Ελληνικής Μοναξιάς. Οποιαδήποτε ομοιότητα με διάσημο λατινοαμερικάνικο μυθιστόρημα του ’60 είναι απολύτως εσκεμμένη. Υπάρχει μια μακρινή αντήχηση του μαγικού ρεαλισμού του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, στο πώς συνυφαίνονται η πολιτική ιστορία με τον μύθο, το αιτιολογημένο με το παράλογο, ο ρεαλισμός με το παραμύθι. Η αντήχηση παραμένει μακρινή, θα λέγαμε στο υποσυνείδητο του βιβλίου, γιατί πρόκειται για ένα γνήσια ελληνικό μυθιστόρημα, γνησιότερο δεν θα μπορούσε να είναι.
Όπως και στα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, έχουμε έναν τόπο και τον Χρόνο. Ο τόπος παραμένει σταθερός, είναι πάντα «η πόλη» – με π μικρό. Δεν μετακινούμαστε από τα γεωγραφικά της όρια, δεν ακολουθούμε τους ήρωες στα ταξίδια τους, μαθαίνουμε για αυτά από κουβέντες της γειτονιάς ή από αναδρομές της μνήμης τους. Η δράση αρχίζει και τελειώνει στην πόλη. Εκείνο που μεταβάλλεται είναι ο Χρόνος.
Οι ήρωες του βιβλίου είναι όλοι κάτοικοι της πόλης, που οι διαδρομές τους διασταυρώνονται για τρεις τουλάχιστον γενεές. Μοναδική εξαίρεση, ένας ξένος, ο οποίος θα εμφανιστεί από το πουθενά και η παρουσία του θα αλλάξει τις διαστάσεις και τους συσχετισμούς των γεγονότων. Δεν είναι εκείνος που θα τα προκαλέσει πιστεύω, αυτά θα έπαιρναν έτσι κι αλλιώς το δρόμο τους, αλλά θα τα φωτίσει το μυστηριακό του φως αλλοιώνοντας την ερμηνεία τους. Το τυχαίο θα γίνει σημαδιακό, το αδύνατο εφικτό. Σε μια κλειστή κοινωνία, όπου όλοι γνωρίζουν όλους, ο ξένος είναι ένα πρόσωπο χωρίς ταυτότητα, χωρίς παρελθόν, χωρίς μνήμη. Κανείς δεν ξέρει πώς έφτασε στα μέρη τους και ποιο είναι το όνομά του, ούτε ο ίδιος, υποτίθεται, γιατί έχει αμνησία. Δηλώνει τουλάχιστον πως δεν θυμάται το παραμικρό. Αυτό τους κάνει μεν καχύποπτους, αλλά ταυτόχρονα τους γοητεύει και πεταρίζουν γύρω του όπως οι πεταλούδες στο φως, προσπαθώντας να συμπληρώσουν τα κενά του βιογραφικού του με τους δικούς τους φόβους, τους κρυφούς τους πόθους, τις ανομολόγητες προσδοκίες τους.
Το να βρεθεί ένας άνθρωπος χωρίς ταυτότητα στη Μακεδονία του 1911, δεν θα ήταν κάτι το πρωτοφανές για την εποχή, έτσι ο ξένος βρίσκει εύκολα τη θέση στην επαρχιακή πόλη. Μιλάμε για την πολύ-πολιτισμική Μακεδονία των αρχών του 20ου αιώνα, τη Μακεδονία των διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και εθνοτήτων. Από την άλλη, ο ξένος έχει πολλές ομοιότητες με πρόσωπο της Καινής Διαθήκης. Τον λένε Μανώλη, είναι καστανόξανθος με γαλανά μάτια –καθόλου βαλκανικά χαρακτηριστικά–, μιλάει ελληνικά αλλά με προφορά, έχει χέρια αργασμένα, χέρια μάστορα, θα μπορούσε να είναι γιος ξυλουργού, του μιλάει η Παναγία και αγιογραφεί την εκκλησία, όταν τον κυνηγήσουν οι χωροφύλακες θα του δώσει καταφύγιο η πόρνη Μαγδαληνή, η οποία θα του πλύνει πόδια, και εξαφανίζεται όπως εμφανίστηκε. Η αναλογία με τον Μεσσία περιπλέκει το μυστήριο, διότι η συμπεριφορά και τα ήθη του δεν θυμίζουν τον Αμνό του Θεού. Έχει τόσα αγγελικά χαρακτηριστικά όσα και δαιμονικά.
Μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων, θα παρακολουθήσουμε έναν αιώνα ελληνικής ιστορίας να ξετυλίγεται σαν ταινία σε ταχεία αναπαραγωγή. Θα δούμε τους κολλήγους και τους τσιφλικάδες του 1911, τον πόλεμο να έρχεται και να ξανάρχεται, σε μια περιοχή που δεν ησύχασε ποτέ, τους πρόσφυγες να έρχονται και να ξανάρχονται, από διαφορετική χώρα προέλευσης κάθε φορά, τη βουλγαροκατοχή, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία, τα γεγονότα της Κύπρου, την μεταπολίτευση, την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, το διαδίκτυο, την παγκοσμιοποίηση, την πρόσφατη οικονομική κρίση. Οι δεκαετίες περνούν, αλλά οι ήρωες δεν γερνούν. Ο Χρόνος ίσα που τους χαϊδεύει, οι νέοι παραμένουν νέοι, απλώς από μαθητές γίνονται φοιτητές, οι μεγάλοι παραμένουν μεγάλοι, οι μεσόκοποι γίνονται γέροντες. Είναι άραγε οι συγκεκριμένες ανθρώπινες προσωπικότητες που δρουν –ο άρχοντας Κεχαγιάς, ο χωροφύλακας Οικονόμου, ο παπά-Λάμπρος–, ή ο αντίστοιχος ρόλος κάθε εποχής – ο εκάστοτε προύχοντας, ο εκάστοτε ένστολος, ο εκάστοτε ιερέας; Η απάντηση αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη.
Ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία του βιβλίου είναι η μορφή της αφήγησης. Το έργο δεν έχει πρωταγωνιστή, έχει μια χορωδία από φωνές, οι οποίες αφηγούνται τόσο γλαφυρά που θυμίζουν ορχήστρα θεάτρου. Σε κάθε κεφάλαιο, κάποιο όργανο βγαίνει μπροστά και σολάρει, παρουσιάζοντας τα γεγονότα από τη δική του οπτική, όσο οι υπόλοιποι παίζουν ακομπανιαμέντο. Στη διάρκεια του σόλο, ο φακός κάνει ζουμ στην ψυχή του αφηγητή και μας αποκαλύπτει τις μύχιες σκέψεις του, τις αντιλήψεις και τα μυστικά του. Σαν να έχουμε την όραση του μυθικού αργοναύτη Λυγκέα – Μακεδόνα, εξάλλου – βλέπουμε μέσα από τον λογοτεχνικό χαρακτήρα το φορτίο που κουβαλάει, τα βιώματα, τις ενοχές, τις προθέσεις, τις επιδιώξεις του. Τον «μπόγο» του. Ο μόνος που παραμένει σε απόσταση, παρότι κυριαρχεί στις αφηγήσεις όλων, είναι ο ξένος. Σε εκείνου την ψυχή ο φακός δεν μας επιτρέπει να διεισδύσουμε.
Σε αυτήν την πολυφωνική, αν και τριτοπρόσωπη, εξιστόρηση, δεν συμμετέχουν μόνον άνθρωποι. Το νήμα της αφήγησης θα πάρουν ζώα, φυτά και στοιχεία της φύσης, το ποτάμι, το φίδι, το βατράχι, το φεγγάρι, ο τόπος μιλάει με όλα του τα στοιχεία. Μοιάζει να φωνάζει το βιβλίο ότι η Ιστορία δεν είναι μόνο πορείες ανθρώπων· το οικοσύστημα συμμετέχει ως ομιλών χαρακτήρας και όχι ως σκηνικό. Εξίσου γοητευτική επιλογή της συγγραφέως, το να δώσει σε όλους τους αφηγητές την ίδια λαλιά. Στη Μακεδονία της εθνολογικής και πολιτικής ασάφειας του 20ου αιώνα, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν διαχωρίζει γλωσσικά τους αφηγητές του, λες και τους ενώνει κάτι βαθύτερο από το αλφάβητο, τις θρησκείες και τις εθνότητες.
Και φτάνουμε στο ακόμη πιο ενδιαφέρον εύρημα της Κονομάρα. Ενώ ο χρόνος κυλά χωρίς να μεταβάλλει την ηλικία των ηρώων, μεταβάλλει τη γλώσσα της αφήγησης –τη συλλογική γλώσσα. Αλλάζει η μελωδία της ορχήστρας. Έτσι, ενώ ξεκινάμε με μια γλώσσα λιτή, αφαιρετική, παραδοσιακή, που θυμίζει δημοτικό τραγούδι, καταλήγουμε στον σημερινό καλλιεργημένο και αναλυτικό λόγο. Ακόμη κι ο ρυθμός των φράσεων εξελίσσεται, από κοφτό μπάλο κάτω από τα πλατάνια, γίνεται στρωτό καλαματιανό στην πλατεία και περίτεχνο βαλς στον κυβερνοχώρο του 21ου αιώνα. Σιγεί προοδευτικά το σαντούρι, το λαούτο, το νταούλι και μπαίνει το κλασικό πιάνο, η ακουστική κιθάρα, το αρμόνιο με τους ηλεκτρονικούς του ήχους, για να μας περιγράψει τη φούσκα του χρηματιστηρίου και τους χάκερς του διαδικτύου.
Η μεταβολή στο ηχόχρωμα της γλώσσας αλλάζει και τους κανόνες της αφήγησης. Στο πρώτο μισό του έργου, όπου η συγγένεια του ανθρώπου με τη φύση δεν έχει ακόμη διαρραγεί, το σκεπτικό των ηρώων είναι απλό, η μαγεία και η δεισιδαιμονία αποτελούν στοιχεία της πραγματικότητας και η αφήγηση δεν αισθάνεται την υποχρέωση να εξηγηθεί. Βλέπουμε τους καλικάντζαρους να τραβούν τη φούστα της παπαδιάς και τον σάτυρο με τα αυτιά γαϊδάρου να παρασύρει τους πάντες σε έναν ξέφρενο χορό, χωρίς το παράδοξο να χρειάζεται διερμηνεία. Όσο περνούν οι δεκαετίες, εισάγεται η αιτιολόγηση ως προϋπόθεση αποδοχής κάθε συνθήκης. Εξηγείται, με τεχνικούς και διόλου μεταφυσικούς όρους, η οικονομική ανάπτυξη της πόλης ή η δράση των εισβολέων του διαδικτύου, αναλύονται τα συναισθήματα και οι σχέσεις των ανθρώπων. Μοιάζει σαν να αποχαιρετούμε το διονυσιακό και παγανιστικό παρελθόν μας, όπου τα πράγματα γίνονταν αποδεκτά ως έχουν, και να υποτασσόμαστε στους κανόνες του δυτικού ορθολογισμού. Η συλλογική λαλιά – άρα και η συλλογική σκέψη και η συλλογική συνείδηση – γίνεται εκλεπτυσμένη και έλλογη. Ομολογώ ότι αισθάνθηκα κάποια μελαγχολία όταν είδα να κλείνει η πόρτα του παρελθόντος, να χάνεται η εποχή που οι άνθρωποι αφομοίωναν την πολυπλοκότητα της ζωής με μια ανάσα, σαν κάτι φυσικό και ευπρόσδεκτο, με τις χαρές και τα δεινά της, χωρίς να ταλανίζονται από εσωτερικές αντιφάσεις ή να χρειάζονται σχολιαστές σε τηλεοπτικά παράθυρα για να τους πουν πώς να νιώσουν και τι να σκεφτούν. Όπως αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη απέναντι στη συγγραφέα που μου το θύμισε.
Θα αναφέρω ενδεικτικά ένα από τα σημεία συνειδησιακής μετάβασης του βιβλίου, το σόλο του εργολάβου Αντρέα, ο οποίος μας παίζει την άρια «αντιπαροχή». Βρισκόμαστε πια στη μεταπολίτευση, η Ελλάς οικοδομείται –πρωτίστως με μυστρί παρά με θεσμούς– και ο Αντρέας επισκέπτεται τους ιδιοκτήτες ενός χαμόσπιτου, ευελπιστώντας να κλείσει τη συμφωνία. Θα χτίσει στη θέση του μια πολυκατοικία και εκείνοι θα πάρουν τρία διαμερίσματα. Η ιδιοκτήτρια απαντάει ότι δεν χρειάζεται τρία διαμερίσματα, τι να τα κάνει; Αντίθετα χρειάζεται πάρα πολύ τον λαχανόκηπό της, τα δέντρα της, τα μελίσσια της. Μα δεν καταλαβαίνετε, απορεί ο Αντρέας, θα μπορείτε να κάθεστε και να ζείτε από τα νοίκια. Κι εκείνη δεν καταλαβαίνει γιατί να κάθεται και να ζει από τα νοίκια, όταν μπορεί να απολαμβάνει τις ντοματιές της, που τις παρακολουθεί μέρα τη μέρα να μεγαλώνουν, τα ζωντανά της δέντρα, την βουερή και συναρπαστική κοινότητα των μελισσιών της. Βλέπουμε πώς εισάγεται, με την αντιπαροχή, το όνειρο του εισοδηματία και σβήνει το όνειρο του παραγωγού. Πριν φτάσουμε σε αυτή τη σκηνή, έχουμε διαβάσει τις πρώτες διακόσιες σελίδες του βιβλίου και έχουμε αντιληφθεί τη θέση που κατέχει η φύση στη ζωή εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι βλέπουν πνεύματα στα φυτά, γεύονται το χώμα, σκύβουν στο νερό της πηγής για να διαβάσουν το μέλλον, οπότε κατανοούμε απόλυτα την αντίδραση της γυναίκας. Κατανοούμε πόσο ασύμφορη ήταν τελικά, για τους μικροϊδιοκτήτες, η αντιπαροχή, γιατί έδωσαν πολλά περισσότερα από όσα πήραν. Πήραν λίγα επιπλέον τετραγωνικά και παρέδωσαν ένα ολόκληρο σύμπαν, που συντρόφευε τη σκέψη τους και γέμιζε την ψυχή τους.
Ένα τέτοιο σύμπαν μας χαρίζει η Κονομάρα, δουλεμένο με προσοχή για να είναι ιστορικά συνεπές, φροντισμένο στην πλοκή και στους χαρακτήρες, σφιχτό, μαγικό και ενδιαφέρον. Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα είναι κάτι παραπάνω από ωραία λογοτεχνία, είναι μια πράξη αγάπης για τον Κόσμο. Και πόση ανάγκη έχει, τούτη την ώρα, ο Κόσμος, από ανάλογες πράξεις αγάπης.
Λίλα Κονομάρα, Ο μπόγος, Καστανιώτης
Βρες το εδώ