Ειρωνεία και σαρκασμός, θρησκεία και Ιστορία (του Φίλιππου Φιλίππου)

0
299

 

του Φίλιππου Φιλίππου

Τα βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα στο αυτί του παρόντος βιβλίου με τον τίτλο Τέσσερις γωνίες και επτά θανάσιμα αμαρτήματα (εκδ. Κέδρος), μιας συλλογής με διηγήματα, είναι λίγα. Διαβάζουμε μόνο πως ο Φίλιππος Δρακονταειδής είναι πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής από τα γαλλικά και τα ισπανικά. Ωστόσο, το βιογραφικό του είναι αρκετά πλούσιο. Σε διάφορους ιστότοπους βρίσκουμε χρονολογίες, τίτλους βιβλίων, βραβεία και άλλα πολλά. Γεννήθηκε το 1940 στη Χαλκίδα, ενώ ο πατέρας του, ενεργό μέλος της Εθνικής Αντίστασης εκτελέστηκε το 1944. Σπούδασε φιλολογία και ιστορία στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης, εμφανίστηκε στα γράμματα το 1962 κι έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα. Το 1995 αποκήρυξε ένα μέρος του συγγραφικού του έργου.

Η παρούσα συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη με τους τίτλους «Τέσσερις γωνίες» και «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα», ενώ υπάρχουν και αντίστοιχα επιμύθια. Το πρώτο διήγημα του πρώτου μέρους είναι αρκούντως διαφωτιστικό για το τι θα διαβάσει ο αναγνώστης, ο οποίος ίσως ν’ αντιμετωπίσει μερικά προβλήματα σχετικά με το τι έχει στο μυαλό του ο συγγραφέας που γράφει ιστορίες ελαφρώς δύσβατες καθώς περιέχουν αινίγματα σχετικά με τους χώρους, τους χρόνους και τους ήρωες. Ας δούμε λοιπόν, το «Σκόρδο», ένα διήγημα αφιερωμένο στον Γιόζεφ Ροτ για το μυθιστόρημά του Φράουλες που σύμφωνα με κάποιον μελετητή είναι «ένας ου-τόπος στο περιθώριο των συσπάσεων της Ιστορίας».

Στην πόλη του διηγήματος –«Η πόλη στην οποία γεννήθηκα», λέει ο ανώνυμος αφηγητής–, υπάρχει το σπίτι  του ήρωα με έναν κηπάκι, ένα κουνέλι, μια θεία, τη μητέρα και τον πατέρα του. Εκεί ζούσαν δέκα χιλιάδες άνθρωποι, από τους οποίους οι μισοί έσκαβαν τρύπες, όπου σώριαζαν χαρτονομίσματα, ενώ οι άλλοι μισοί έπαιρναν μερικά από αυτά . Ήταν προικισμένοι άνθρωποι, συνεχίζει ο αφηγητής, κι ήταν και τζογαδόροι, μολονότι «Οι Ευρωπαίοι λένε πως είμαστε απατεώνες». Στα χρόνια της νεότητάς του, ο αφηγητής γνώρισε έναν καντηλανάφτη, ο οποίος μια μέρα ένιωσε να ανυψώνεται προς τον ουρανό κι έπειτα έσκασε στη γη σαν καρπούζι. Μετά ξέσπασε μια επιδημία και οι άνθρωποι για να μην πεθάνουν έπρεπε να τρώνε σκόρδα, οπότε όλοι οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να φυτεύουν σκόρδα, ακόμα και σε γλάστρες ή σε ντουλάπια.

Σε τούτη την παράδοξη ιστορία, ο συγγραφέας δεν δημιουργεί μόνο απιθανότητες που θυμίζουν παραμύθι των αδελφών Γκριμ, μα σχολιάζει δια στόματος του αφηγητή του, τα γεγονότα με αλλόκοτες σκέψεις και φράσεις –σαν επιμύθιο– του στιλ «Το μάθημα που έχω να δώσω, κόσμε, είναι να φοβάσαι τα σκόρδα έστω κι αν φέρνουν δώρα». Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο στην προαναφερθείσα ιστορία –το ίδιο συμβαίνει και στις υπόλοιπες– είναι η καυστική ειρωνεία της αφήγησης, στην οποία αναμιγνύονται παροιμιώδεις φράσεις και αποστάγματα λαϊκής σοφίας. Λόγου χάριν, «Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις, την Κυριακή να μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις» και «τούτη τη γη που την πατούμε και όλοι μέσα θε να μπούμε».

Ήδη αντιλαμβανόμαστε πως η γραφή του Φίλιππου Δρακονταειδή είναι ανάλαφρη, ειρωνική, σαρκαστική, καυστική, καθώς οι βολές του πέφτουν εναντίον πάντων και πασών, ιδίως στρέφονται κατά της θρησκείας και των θρησκευτικών προλήψεων. Επίσης, από την πρώτη ως την τελευταία ιστορία υπάρχουν σεξουαλικά υπονοούμενα, διακριτικά κρυμμένα πίσω από σοβαροφανείς προτάσεις. Για παράδειγμα, διαβάζουμε στο «Σκόρδο»: «…ο θείος μου βούλιαζε ανάμεσα στα σκέλια της ζωντοχήρας εξαδέλφης του πατέρα μου η οποία τον κρατούσε ώρες εκεί στα ωκεάνια βάθη της…»

Η δεύτερη ενότητα των διηγημάτων της συλλογής, τα «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα» (ως γνωστόν πρόκειται για την αλαζονεία, την οκνηρία, τη ζηλοφθονία, τη λαιμαργία, τη λαγνεία, την απληστία και την οργή), ο συγγραφέας ειρωνεύεται πάλι έθιμα της θρησκευτικής λατρείας, αλλά για μια και μοναδική φορά η ειρωνεία και ο σαρκασμός του αγγίζει την Ιστορία. Στο διήγημα «Ζηλοφθονία» μας μεταφέρει στο Μπατούμι της Γεωργίας, όπου στις 7 Νοεμβρίου 1917, όταν στα μέρη της Οδησσού και της Αγίας Πετρούπολης η επανάσταση «κυλιόταν στους δρόμους», έγινε ένας ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ Αγγλίας (δηλαδή του πληρώματος ενός  αγγλικού καραβιού) και Γεωργίας (δηλαδή ντόπιων κατοίκων στους οποίους περιλαμβάνονταν και Έλληνες του Πόντου. Οι Άγγλοι έχασαν, τη νίκη πήραν οι «γεωργιανοί ήρωες» και το γλέντι άναψε, ενώ την ίδια μέρα τα Χειμερινά Ανάκτορα είχαν καταληφθεί από τους Μπολσεβίκους. Έτσι, μας λέει ο συγγραφέας, εκείνη η μέρα της 7ης Νοεμβρίου 1917 στο Μπατούμι έπεσε στον κάλαθο της Ιστορίας κι ανασύρθηκε μόλις πρόσφατα: διότι ο κάλαθος της Ιστορίας συμβαίνει να γέμει απορριμμάτων. Αυτή είναι η υπόγεια ειρωνεία και ο ανατρεπτικός σαρκασμός του Φίλιππου Δρακονταειδή που δεν αφήνει τίποτα όρθιο.

 

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Τέσσερις γωνίες και επτά θανάσιμα αμαρτήματα,Εκδόσεις Κέδρος, 2022, σελ. 164, τιμή 12 ευρώ

Προηγούμενο άρθροΣινεμά με τον Φρόυντ
Επόμενο άρθροΠολυμέρης Βόγλης: Δυναμική αντίσταση και κοινωνία (συνέντευξη στον Θανάση Μήνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ