Είμαι ένα τέρας, sono un monstro, ma ti amo! (διήγημα του Θόδωρου Σούμα)

0
354
2020: Obscene της Αλεξάνδρας Μπαχτσετζή

Του Θόδωρου Σούμα

 

 

Στον Nanni Moretti για το Sogni d’ oro (1981) και στον Μάρκο Φερρέρι για το Η τελευταία γυναίκα (1976).

Στην Ε.Μ.Π.

 

Είμαι ένα τέρας, sono un monstro, ma ti amo!

(διάλογος ενός άντρα με μια γυναίκα)

 

 

“Είμαι ένα τέρας, sono un monstro e ti amo!”, αναφώνησε δυνατά και δραματικά ο Φάνης μπροστά στην Αθηνά, απελπισμένος.

“Δεν θέλω να βγαίνουμε πια παρέα”, του απάντησε εκείνη.

“Ναι, έχεις δίκιο!  Sono un monstro, είμαι ένα τέρας!” ξαναφώναξε θεατρικά και τραγικά. Είχε έρθει από την Ιταλία όπου έζησε έξι χρόνια και ανακάτευε μιλώντας μερικά ιταλικά στις φράσεις του.

“Είμαι γεμάτος διαστροφές, παθολογικά αθυρόστομος, που λέει συνέχεια σόκιν ιστορίες με σεξ και βίτσια. Και σου τις εκτόξευα καταπρόσωπο χωρίς να το καταλάβω, συγγνώμη, είμαι ένα τέρας!”

“Δεν θα ιδωθούμε και δεν θα επικοινωνήσουμε για δυόμισι μήνες. Είσαι ανεκδιήγητος, σου έδωσα πολύ θάρρος. Υπερέβης κατά πολύ τα εσκαμμένα!”

“Τα σκαμμένα; Ποια σκαμμένα; Εγώ δεν έχω σκάψει τίποτα, πουθενά. Μόνο η ψυχή μου είναι σκαμμένη βαθιά για σένα. Και δεν έκανα καμιά συμφωνία για σκαμμένα. Εννοείς τα ειωθότα; Τα παραδεδoμένα; Τους κανόνες; Ποιοι είναι; Δεν τους γνωρίζω, ίσως στην Β.Ιταλία και στην Ευρώπη έχουν άλλους κι εγώ τόσα χρόνια εκεί ξέχασα τους δικούς μας. Ξέρεις την καθαρεύουσα πιο καλά από μένα. Είμαι ασυγχώρητος; Καταστράφηκα! Σε παρακαλώ από τα βάθη της καρδιάς μου, πες μου τι σφάλματα έκανα, δεν έχω καταλάβει. Γιατί θα πληρώσω με μια τέτοια βαριά ποινή; Δυόμισι μήνες! Δεν θα επικοινωνούμε για δυόμισι μήνες;”

“Ούτε μέσω facebook, ούτε μέσω mail.”

“Αλλοίμονό μου, θα αποτρελαθώ εντελώς σε δυόμισι μήνες, δυόμισι μήνες απομόνωσης και αποκοπής! Γιατί με αποκόβεις;”

“Το αποκόβω το χρησιμοποιούσαν παλιά για να δηλώσουν πως μια μητέρα κόβει τον θηλασμό στο μωρό της. Με βλέπεις και σαν μάνα; Είσαι μουρλός;”

“Συγγνώμη, τι το βιτσιόζικο σου είπα; Δεν θα το ξαναπώ, δεν θα το ξανακάνω! Μα τι έκανα; Τι στο διάβολο κακό σου έκανα; Πότε σε προσέβαλα; Ποιες σεξουαλικές προκλήσεις, ποιες προβοκάτσιες σου έκανα; Δεν ξέρω πια, έχω σβήσει κατά λάθος κάποια μηνύματά μου και δεν βρίσκω τι πρόστυχα λόγια σου έγραψα, σου ζήτησα κάποτε να κάνουμε σεξ, κάποια διαστροφή κοινή συναινέσει; Το γλυκό κι αγαπησιάρικο σεξ μαζί σου ήταν η έμμονη ιδέα μου. Κι εσύ παρεξηγήθηκες; Δεν θυμάμαι, φιλενάδα. Εξήγησέ μου, είναι για μένα ζήτημα ζωής και θανάτου!”

“Δεν μπορώ τώρα, γιατί έχω ορισμένες περισσότερο σοβαρές δουλειές, οφείλω να τελειώσω ορισμένα κείμενά μου. Και μην αγωνιάς, γνωρίζω πως είσαι επιδειξιομανής γιατί μου το έχεις ήδη πει. Θα σου κάνω τις αρνητικές παρατηρήσεις μου σε δυόμισι μήνες, για να έχουν ηρεμήσει τα πράγματα και να έχουμε αποφορτιστεί από τις απρεπείς ερωτικές προτάσεις σου.”

“Δυόμισι ολόκληρους μήνες; Τόσο πολύ; Δεν το περίμενα από εσένα… Κι αν μετά μου ζητήσεις κι άλλους δυόμισι μήνες παράτασης του αποκλεισμού μου και της βασανιστικής, αβέβαιης αναμονής; Κι αν τότε μου απαντάς μια φορά την εβδομάδα, μια φορά κάθε εφτά ημερήσια μηνύματά μου; Μήπως έχεις γίνει από την πολλή μελέτη κι ανάλυση, σκληρόκαρδη, κάθε άλλο παρά συναισθηματική όπως είμαι εγώ; Θα με αφήσεις δυόμισι μήνες στο σκοτάδι, αποκλεισμένο στη σιωπή και στην απομόνωση, μακριά σου;”

“Ποια απομόνωση; Έχεις φίλους.”

“Μόνο τους παλιούς αρσενικούς φίλους μου, καμιά γυναικεία τρυφερότητα. Με βάζεις στην καραντίνα! Πολύ κρίμα… Δεν το θέλω καθόλου! Φοβάμαι τη μοναξιά χωρίς καμιά γυναικεία επαφή και στοργή.”

“Έχω να παραδώσω επείγουσες γραπτές εργασίες με ημερομηνία λήξης, δεν μπορώ να ασχολούμαι με τις νευρώσεις σου. Σκέψου τι είπες και έκανες, έχεις στη διάθεσή σου δυόμισι  μήνες για ενδοσκόπηση και αυτογνωσία”.

“Εσύ εκδηλώνεις εκ συστήματος, με το χιούμορ και την ψυχραιμία σου, αποστασιοποίηση από τα ερωτικά συναισθήματα, συνειδητά, δεν στηρίζεσαι σ’ αυτά και κάνεις πολύ καλά. Εγώ δεν τα καταφέρνω, είμαι κυνικός μόνο στα λόγια και όχι στα συναισθήματα. Sono un monstro, ma ti amo. Δες τα Χρυσά όνειρα, του Μορέτι και θα καταλάβεις, ένα διαστροφικό, ανθρώπινο τέρας ερωτεύεται την υπέροχη ωραία.”

“Έχω θορυβηθεί με όσες άσεμνες απρέπειες σχετικές με το σεξ και τις σεξουαλικές παρεκκλίσεις μού ξεφούρνισες, τυλίγοντάς με σε μια διαστροφική, θολή ομίχλη μάλλον για να ερεθιστούμε. Με τα επαναλαμβανόμενα, διεστραμμένα κι ομιχλώδη λόγια σου περί σεξ προσπάθησες να με βάλεις με το έτσι θέλω σ’ αυτόν τον κόσμο σου, για να με πλανέψεις ή γιατί ηδονιζόσουν μιλώντας έτσι και γράφοντας τέτοια μηνύματα, δεν ξέρω. Αισθάνομαι πως η κατάσταση αυτή μπορεί να ξεφύγει, φοβάμαι μήπως ξεφύγεις εντελώς προς έναν σκανδαλώδη ή επιθετικό ερωτισμό, μην τυχόν κάνεις καμιά τρέλα ή φασαρία και με εκθέσεις στο επαγγελματικό, επιστημονικό περιβάλλον μου. Κουβαλάς υπερβολικά πολλή, σκοτεινή ερωτική ενέργεια, τα έντονα βλέμματά σου με τρώνε και με γδύνουν.”

“Ντρέπεσαι εσύ μια απελευθερωμένη, πολυγαμική γυναίκα που γδύθηκε και πηδήχτηκε με τριάντα άντρες, μη τυχόν σε γδύσει το βλέμμα μου; Και πώς αυτό είναι δυνατόν; Και δεν μου λες, ντυμένη έκανες σεξ μαζί τους;”

“Οι ανησυχίες μου είναι δικαιολογημένες, εκπέμπεις υπέρμετρη και δυσβάσταχτη ενέργεια, οι πυρακτωμένες, ηδονοβλεπτικές ματιές σου μου γεννούν αμηχανία…”

“ Λες να μπορώ να σου προκαλέσω κακό δια της μαγικής, ζοφερής ενέργειας του βλέμματός μου; Μα τι φοβάσαι από μένα; Αν είναι δυνατόν, τι κινδυνεύεις να σου κάνω; Να σου επιτεθώ και να σε κακοποιήσω ; Να σε βιάσω; Τι κακόγουστο ανέκδοτο! Να μπουκάρω στο σπίτι σου και να πω στον άντρα σου ότι θέλω να σε… δανείσει, να έρθω στη δουλειά σου και να φωνάζω πως πρέπει να γίνεις δική μου ή πως είσαι ένα πουτανάκι που τους πήδηξες όλους εκτός από μένα; Να προκαλέσω σκάνδαλο στον εργασιακό ή στον οικογενειακό χώρο σου; Είμαι μεγάλος πια για τέτοια κι αυτά υπάρχουν μόνο στα θρίλερ τρόμου που περιγράφουν τις “ολέθριες σχέσεις”, και πιστεύω πως η δική μας δεν θα γίνει ποτέ τέτοια, από αμοιβαία εκτίμηση και συμπάθεια. Θα σε πειθανάγκαζα να κάνουμε σεξ; Θα σου έβαζα με το ζόρι και τη βία, χέρι; Σου ζητούσα με λατρεία να κρατήσω λίγο το χεράκι σου, και τι σου έκανα; Ένα απλό λατρευτικό χειροφίλημα. Τι θα έκανα, θα το έπαιρνα και θα πήγαινα σπίτι μου να το λατρεύω εκεί; Είμαι ένας ακίνδυνος, υπερευαίσθητος και πληγωμένος άντρας, αντικειμενικά λιγότερο επικίνδυνος από εσένα, που μπορείς, κατά λάθος, με τρεις αποφασιστικές, σκληρές επιλογές σου συναισθηματικού περιεχομένου, να με στείλεις χωρίς να το καταλάβεις στο νοσοκομείο με εγκεφαλικό ή έμφραγμα, γιατί είμαι πολύ ευάλωτος. Προβάλλεις τη δική σου επικινδυνότητα, σκληρότητα κι επιθετικότητα επάνω μου για να την ξεφορτωθείς και με παρουσιάζεις ως επικίνδυνο μάτσο φαλλοκράτη…, που μακάρι να’ μουν, θα είχα έτσι τουλάχιστον ρίξει μπόλικες γκόμενες… Το αποτέλεσμα είναι να ανέβει πολύ η πίεσή μου χωρίς να το πάρω είδηση αλλά και να μη θέλω καν, μεσ’ στην απελπισία μου, να τη ρίξω… Το κεφάλι μου συνέχεια πονάει και έχω ταχυκαρδίες και αρρυθμίες. Σε παρακάλεσα να μη με πληγώσεις γιατί είμαι ευαίσθητος, και δεν εννοούσα βέβαια να ενδώσεις, απλά φοβήθηκα πως έρχονται τα χειρότερα, οι παρεξηγήσεις κι οι προστριβές κι η επακόλουθη απομάκρυνσή μας, όπως και έγινε. Μήπως είσαι μια κυριαρχική γυναίκα, επίφοβη για τους ρομαντικούς κι αδαείς άντρες που στον έρωτα δεν ξέρουν πού βρίσκονται και πού πατούν; Έχω την εντύπωση πως έχεις απολύσει από τις σχέσεις σου αρκετούς άντρες, σαν να τους ξεπληρώνεις παλιά χρωστούμενα. Φωτεινή εξαίρεση κατόρθωσε να αποτελέσει μόνο ο άντρας σου που απετέλεσε για σένα μια ανεκτική πατρική φιγούρα μάλλον. Τι ασφάλεια και προστατευτικότητα μπορώ να σου εμπνεύσω εγώ ο τρελάρας; Τελικά έχεις δίκιο μα με λάθος τρόπο. Ma ti amo.»

 

Κι όμως πριν μια βδομάδα του έγραφε στο messenger διαχυτικά, θερμά λόγια εκτίμησης και φιλίας. Δεν μπορούσε να αντέξει τέτοια μεγάλη κι απότομη μεταστροφή 180 μοιρών… Τι είχε προηγηθεί; Της είχε στείλει δυο άσεμνα μηνύματα. Μάλλον αναίσχυντα και, ασυνείδητα, προβοκατόρικα. Μα να γκρεμιστούν όλα σε μία εβδομάδα; Από φίλοι να γίνουν ξένοι, αδιάφοροι ο ένας για τον άλλο;

Αναγκάστηκε να πάει σε μία ψυχίατρο, γιατί κυκλοφορούσε κατηφής και χαμένος σαν ρομπότ, σαν ζόμπι. Δεν είχε όρεξη για ζωή και τα έβλεπε όλα μαύρα. Σαν να πέρασε από πάνω του μια μπουλντόζα. Κι όμως, ακόμη κι εξοστρακισμένος κι απαξιωμένος από τη μανιάτισσα διανοούμενη, την αγαπούσε.

“Σε αγαπώ, είμαι ένα τέρας, un monstro! Είμαι κολασμένος! Έχω χρόνια να νιώσω οικειότητα και να ενωθώ σ’ ένα δίδυμο θερμής και γλυκιάς συντροφικότητας με γυναίκα. Είμαι άτυχος. Γκαντέμης; Απωθητικός λόγω οργιαστικών φαντασιώσεων; Λόγω τρέλας; Λόγω αισχρής ωμότητας; Δεν ξέρω τι φταίει.”

Πονούσε συνέχεια το κεφάλι του. Ο φίλος του Λάμπρος, ο επονομαζόμενος δρ Τζέκιλ, του είπε πως αν διαιωνίσει τη επίμονη και βασανιστική μονομανία του, δηλαδή εάν στριφογυρίζει συνέχεια την Αθηνά, οδυνηρά, στον μυαλό του, τελικά το κεφάλι του θα εκραγεί, θα πάθει εγκεφαλικό. Η ψυχίατρος ανησύχησε και του έγραψε σταδιακά αυξανόμενες δόσεις αντικαταθλιπτικού, μέχρι να φτάσει στα 220mg, μαζί με ηρεμιστικό. Τότε ο φαλλός του έγινε μαλακός σαν ζεσταμένη πλαστελίνη, τι διείσδυση, πήδημα και πράσινα άλογα…

 

Κι όμως πριν ενάμισι χρόνο που άρχισαν όλα, άρχισαν με τους καλύτερους οιωνούς. Αυτή ήταν παντρεμένη με έναν λαμπρό, κορυφαίο, συνταξιούχο καρδιολόγο. Ενώ ο Φάνης, που ο Λάμπρος τον έλεγε σαρκαστικά κ.Χάιντ, στην αρχή χαιρόταν που πιθανά ο μεγάλος ηλικιακά σύζυγος δεν της έκανε σεξ, μετά σκέφτηκε πως αν της έκανε αραιά και πού έρωτα, θα τη διατηρούσε θερμή, δεν θα την άφηνε να κρυώσει και αυτό θα τον συνέφερε, θα διευκόλυνε το φλερτ. Επίσης ενώ περνούσαν στιγμιαίες, αισχρές κι ενοχικές σκέψεις από το νου του, να αποδημήσει ο σύζυγος από αυτόν τον μάταιο κόσμο, μετά κατάλαβε πως εάν ο σύζυγος πέθαινε, σε λίγο θα την φλέρταραν πολλοί άντρες, συνάδελφοι και άλλοι, θα ξεπηδούσαν δίπλα της πολλοί ορθωμένοι φαλλοί και αρσενικοί, και κάποτε θα ενέδιδε λόγω των πολλών ερεθισμάτων γύρω της, σε κάποιους έξυπνους κι ακμαίους εραστές, συνομήλικούς ή νεότερούς της και σίγουρα νεότερους από τον ίδιο. Ο Λάμπρος του είπε πως όπως είχε κάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν, ο Φάνης ζέσταινε και διέγειρε ως ένα βαθμό τις γυναίκες που ερωτευόταν με το φλερτ και την τρυφερότητά του, έκανε δηλαδή τη συγκινησιακή λεπτοδουλειά, για να έρθει μετά να δρέψει και να φάει τον καρπό που είχε πια με το παρατεταμένο φλερτ του γλυκάνει κι ωριμάσει, κάποιος άλλος, ορμητικός και ισχυρός εραστής, κάποιος από τους δυνατούς, ορθοστημένους μνηστήρες που θα την περιτριγύριζαν, κάποιοι οι οποίοι θα έκαναν τη χοντρή δουλειά, την τελική σεξουαλική κατάκτηση, τις συνουσίες και τις διεισδύσεις στον κόλπο της. Γιατί βασικά ήθελε ως χήρα να ζήσει μόνη, εντάξει, μα μερικά περιστασιακά πηδήματα εδώ κι εκεί με κάποιον σε κάνα συνέδριο θα γίνονταν, από πιο νωρίς, δεν θα αποτελούσαν πρόβλημα αλλά εκτόνωση, δρόσισμα του λεπτεπίλεπτου, όμορφου κορμιού της, ανακούφιση, σεξουαλική αποφόρτιση και αναζωογόνηση, που ήταν αμφίβολο εάν ο εγωμανής ναρκισσιστής Φάνης θα μπορούσε να τα προσφέρει. Και τυπικά και ουσιαστικά, η Αθηνά είχε δίκιο για τη στάση της, πώς να πέσει στην αγκαλιά ενός χωρίς ισορροπία, προβληματικού άντρα, πού να πάει να μπλέξει παντρεμένη επαγγελματίας; Ο Φάνης είχε στ’ αλήθεια δει τόσες εύθυμες χήρες να τριγυρνάνε από δω κι από κει, που είχε χάσει τον λογαριασμό. Οι γυναίκες πεθαίνουν αργότερα από τους άντρες τους και έχουν κι άλλη ευκαιρία. Άρα ούτε αυτό τον συνέφερε. Ας ζούσε λοιπόν όσο πιο πολύ γινόταν ο ηλικιωμένος σύζυγος, μέχρι να γίνει κι αυτή μεγάλη, κι ας έμενε υγιής κι ευτυχής δίπλα της, μέχρι να γίνουν όλοι τους ηλικιωμένοι, καλό θα ήταν για όλους, ή τουλάχιστον ας ζούσε περισσότερο από τον Φάνη ώστε αυτός να μη πιει το πικρό ποτήρι να τη δει με άλλον σταθερό εραστή όσο ζει… Άλλωστε από τα γηρατειά επωφελούνταν αυτοί που προηγουμένως, έτσι κι αλλιώς, δεν πηδούσαν, τι είχαμε τι χάσαμε, αυτή ήταν κι η περίπτωση του Φάνη· αυτές κι αυτοί που έχαναν περισσότερα ήταν όσοι προηγουμένως πηδιόντουσαν πολύ και μετά έχαναν αυτό το προνόμιό τους, π.χ. οι πρώην νέες, πολυγαμικές και φιλήδονες σύζυγοι.

 

Γνωρίστηκαν τυχαία, γιατί ο Φάνης έψαχνε για κοινωνιολογικά εργαλεία για να γράψει ένα κοινωνικό ρεπορτάζ σχετικά με τους μετανάστες στην Ελλάδα από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Ο Φάνης δηλαδή την γνώρισε κατά τύχη; Για καλή ή για κακή του τύχη; Τότε δεν ήξερε. Ήξερε μόνο πως ήταν χαρωπή, όμορφη, εύθυμη, πανέξυπνη και ζωηρή· χαμογελούσε συχνά, γοητευτικά και γλυκά. Την προσέγγισε επειδή ήταν κοινωνιολόγος και θα μπορούσε να του δώσει κάποιες συμβουλές. Τη γνώρισε κατά τύχη ή νομοτελειακά; Μήπως οι δρόμοι τους θα συναντιόντουσαν έτσι κι αλλιώς κάποτε, επειδή είχαν κοινά ενδιαφέροντα; Μήπως μάλιστα άργησαν να συναντηθούν;

Η Αθηνά τού έκανε στο πόδι, όσο περπατούσαν μαζί, λίγο για γούστο, ορισμένα χρήσιμα, συνοπτικά μαθήματα κοινωνιολογίας, που αυτός αγνοούσε. Ο Φάνης ήταν δημοσιογράφος που έκανε κοινωνικό και πολιτικό ρεπορτάζ. Με γνώσεις επιφανειακές. Αυτά που του δίδασκε ίσως του χρησίμευαν. Του άρεσε πολύ, του άρεσαν πολύ τα κείμενά της και η δημιουργική, ελκυστική προσωπικότητά της, την ερωτεύτηκε γρήγορα, άνετα, αυτόματα, χωρίς καν να το θέλει. Της άνοιξε την ψυχή του, της εξομολογήθηκε τα πάντα, όλα τα συμπλέγματα και τα τραύματά του. “Μόνο σε παρακαλώ μη με πληγώσεις”. Του χαμογέλασε λίγο πονηρά. Λες και δεν το πήρε, δυστυχώς, στα σοβαρά. Πού να φανταζόταν πως θα έπαιρνε τόσο τραγικά την άρνησή της και θα στεναχωριόταν τόσο πολύ και βαθιά, όταν η ίδια νταραβεριζόταν με άντρες που ήθελαν απλά να τους προσφέρει εκσπερματώσεις;

 

Πέρασαν πέντε ωραίοι μήνες με βόλτες ανάμεσα στα καταπράσινα δέντρα στα πεζοδρόμια, τα χαμηλά σπίτια, τις εκκλησίες και τους κήπους με τα ανθισμένα λουλούδια. Παράδεισος. Έκαναν μια αξέχαστη, απολαυστική βόλτα στον καταπράσινο Υμηττό, το δειλινό. Αχ, να σταματούσε εκεί ο χρόνος! Πέντε μήνες στον παράδεισο, σε μια όαση όπου άνθιζαν οι πολύχρωμες ιδέες, οι γνώσεις, οι εμπειρίες, τα αισθήματα και οι σκέψεις της Αθηνάς. Είχαν έρθει πολύ κοντά σαν άνθρωποι. Ήταν πολύ ερωτευμένος. Αυτή τον συμπαθούσε και τον θεωρούσε καλό φίλο της. Για τον Φάνη αυτή ήταν η τελευταία γυναίκα, τον σημάδεψε τελειωτικά και ήταν σίγουρο πως κατόπιν δεν θα υπήρχαν άλλες.

Μια βραδιά σε ένα καφέ, η Αθηνά του δήλωσε, όμως, πως θα παρέμενε πιστή στον σύζυγό της, που αγαπούσε και εκτιμούσε βαθιά. (Παλιότερα αυτό δεν την είχε εμποδίσει να έχει εραστές στον γάμο της. Ο Φάνης υπολόγισε πως έπρεπε να είχε συνευρεθεί συνολικά, στη ζωή της, με τους πενταπλάσιους άντρες από τις γυναίκες με τις οποίες αυτός πήγε. Έκρυβε μέσα της ακατανίκητους ιμέρους κι ανυποχώρητη λίμπιντο και ήταν πολύ σαγηνευτική, ωραία, πολύ μορφωμένη και καλλιεργημένη, ασκώντας έντονο, ερωτικό μαγνητισμό στους αρσενικούς! Ο σύζυγος τους ανεχόταν γιατί δεν ήθελε επ’ ουδενί να τη χάσει, ξεχώριζε πολύ από τις άλλες γυναίκες, ήταν καταφανώς ανώτερη· πνευματώδης, χαριτωμένη, ευαίσθητη και ιδιαίτερα δυναμική. Με δυο λόγια ήταν χαρισματική και ασκούσε ακατανίκητη έλξη σε όσους είχαν μυαλό και κριτήρια, άντρες και γυναίκες. Και βέβαια ο σύζυγος είχε δίκιο, δεν αφήνεις τέτοιες σπάνιες, ξεχωριστές γυναίκες για τους εραστές και τα εκτός γάμου πηδήματα, μπορείς να της τα παραχωρήσεις, γιατί απλά ήταν αναντικατάστατη! Η Αθηνά τον επηρέαζε στις συζητήσεις τους. Πείστηκε πως έπρεπε να πηδήξει κι αυτός μια νόστιμη, νέα, μεταπτυχιακή φοιτήτριά του, για να μην υστερεί. Κατόπιν, είχε το άλλοθι για να δικαιολογεί τα ξεπορτίσματα και τα ξενοπηδήματά της.

 

Όταν η Αθηνά του ψέλλισε στο καφέ πως δεν αισθάνεται έρωτα γι’ αυτόν, γεννήθηκε η πρώτη, ανόητη εκ μέρους του παρεξήγηση και μετά της φέρθηκε σαν χαζός… Ο Φάνης το είχε ήδη διαισθανθεί και στην πραγματικότητα το γνώριζε. Άλλος ήταν ο σκοπός του όσο έτρεχε ξοπίσω της. Κατ’αρχάς τον ενδιέφερε να διατηρήσει ζωντανή τη φιλία, την εκτίμηση και την τρυφερή διαχυτικότητά της. Και σκόπευε, αν τον έπαιρνε, να μπορέσει να τη χαϊδέψει και να τη φιλήσει· ύστερα να κάμψει την αντίστασή της και να την πείσει να κάνουν έρωτα, ίσως πίνοντας προηγουμένως, αμφότεροι, ορισμένα διεγερτικά της λίμπιντο, ποτά. Δεν είχε την απαίτηση να τον αγαπά, ήταν αδύνατον, το είχε καταλάβει από πριν. Απλά επιθυμούσε πολύ να της χαρίσει, μερικές, μετρημένες φορές, ηδονή κι οργασμούς με όλα τα μέσα, απτικά, στοματικά, φαλλικά, τεχνολογικά, φαρμακευτικά, σωματικά, ψυχικά και άλλα, με φλόγα, λατρεία κι εφευρετικότητα, τρελό και σφοδρό πάθος, όπως είχε νιώσει αυτή καυλωμένη για άλλους, με ψυχή και καρδιά σαν πολυτιμότατο, ρευστό χρυσάφι.

Όταν όμως του είπε πως δεν αισθάνεται έρωτα γι’ αυτόν, η συζήτηση λοξοδρόμησε και διεστράφη, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο μπέρδεμα και η ατζέντα άλλαξε. Έπρεπε να της πει πως γνωρίζει πως έκανε ένα σωρό φορές με ένα σωρό άντρες σεξ χωρίς να τους αγαπάει και θα μπορούσαν να το κάνουν και μαζί· σεξ και έρωτα που ο Φάνης ποθούσε διακαώς, σαν τρελός, από την εμπειρότατη κι αισθησιακή, παντρεμένη φίλη του, ένα θηλυκό κορμί δεκτικό κι ανοιχτό στους άντρες. Κι όμως επέμενε να της κλαίγεται αφελώς για το δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, κάτι που ήταν αυτονόητο και δεν ήταν βλάκας να μην το ξέρει από πριν.

Με την είσπραξη των δύο απορρίψεων, τη συναισθηματική και τη σεξουαλική, ο Φάνης κατέρρευσε, άρχισε να θρηνεί και έπεσε σε κατάθλιψη. Θλιμμένος κι εκνευρισμένος της έστειλε ένα mail (ίσως για να την πικάρει;) με διάφορες ανήθικες σκέψεις κι αναφορές, με ενοχλητικότερη την αναφορά στο πώς πηδιόταν, φωνάζοντας “πρόστυχα” λόγια, μια στενή φίλη και συνάδελφός της. Προσέθεσε στο mail του, για πειραχτική και πιπεράτη σάλτσα, τα όσα διαστροφικά διαδραματίστηκαν παλιότερα με τη νεαρή φίλη του Τούλα, που την είχε παλιά ερωτευτεί, μια φιλήδονη, φίλανδρο καλλονή, της οποίας μάλιστα έστειλε στο mail του προς την Αθηνά, τέσσερις ωραίες φωτογραφίες της. Η Αθηνά δεν θα μπορούσε παρά να θυμώσει και να δυσαρεστηθεί και του γύρισε απότομα την πλάτη. Του ανακοίνωσε πως η επικοινωνία τους διακόπτεται! Μετά τις πολλές, σπαραξικάρδιες ικεσίες του Φάνη, του είπε πως θα ξαναδεί το θέμα σε δυόμισι μήνες. Αυτός έπεσε σε ένα βάραθρο οδύνης και ακραίας κατήφειας, πλήρως ισοπεδωμένος. Τότε τον άδραξε η ζοφερή και δυνατή κατάθλιψη. Βρέθηκε στο κενό, στο σκοτάδι, στην απόλυτη γκριζάδα, χωρίς ίχνος ενέργειας. Βούλιαξε στην πλήρη αδράνεια, απονεκρωμένος. Μονάχα περίμενε…

 

Στον Φάνη άρεσε το λεπτοκαμωμένο, μινιόν κορμάκι της, το μαλλάκι της, τα χέρια της με τα νευρώδη δάχτυλα και τα κοντά, άβαφα νύχια της,– θα έπαιζαν έμπειρα κι επιδέξια τα πέη των πολλών εραστών που είχε ψαρέψει, αχαλίνωτη. Η καυλιάρα φίλη του Τούλα όταν είχε ανάγκη από πήδημα, καλούσε σπίτι της κάποιον από τα γυμναστήρια όπου σύχναζε ή κάποιον από τους πρώην της, γρήγορες κι απλές λύσεις. Για τον εγωκεντρικό κι εσωστρεφή Φάνη, η συνήθης βολική και βιαστική λύση ήταν ο αυνανισμός βλέποντας πορνό.

Ο Φάνης είχε ερωτευτεί πέντε γυναίκες. Και είχε εισπράξει τέσσερις απορρίψεις. Με όσες δεν ερωτευόταν κάτι κατάφερνε, δεν έχανε τα μυαλά και την ψυχραιμία του και δεν έκανε παλαβομάρες κι αδεξιότητες. Μα τι γκαφατζής κι αγχώδης που ήταν με αυτές που ερωτευόταν!

Ο Δρ Τζέκιλ Λάμπρος, αναγκάζεται να κάνει διδασκαλία στον φίλο του.

“Ο άντρας πρέπει να ερωτεύεται αυτή που του προσφέρει, που του προσφέρεται και του προσφέρει τον έρωτά της, αυτή που τον αγαπά και όχι αυτή που δεν του δίνει και δεν του δίνεται. Αντίστροφα, αν η γυναίκα δεν τον αγαπά, αν μη εκτιμώντας τον ή μη συμπαθώντας τον δεν του δίνεται, αυτός δεν αφήνεται να την αγαπήσει όσο μεγάλα προτερήματα και άλλες σπουδαίες αρετές κι ιδιότητες να έχει, δεν την αγαπά, δεν κρίνει πως αξίζει τον πόνο και τον μόχθο να την ερωτευτεί και να την αγαπήσει. Η αληθινή αγάπη είναι αμοιβαία, ενσαρκωμένη, πραγματοποιημένη κι ολοκληρωμένη διανοητικά, συναισθηματικά και σαρκικά· διαφορετικά δεν υπάρχει, πρόκειται απλά για εκμετάλλευση της αγάπης του άλλου, από αυτόν που δεν αισθάνεται αγάπη μέσα απ’ την καρδιά του.

Ο άντρας, μου εμπιστεύτηκε ένας σοφός άνθρωπος, πρέπει να έχει πρώτα στόχο να κάνει έρωτα με τη γυναίκα και κατόπιν, αν αυτή δείξει πως επιθυμεί να του δώσει πράγματα, μεταξύ αυτών τα χάδια της και το κορμί της, να του προσφέρει και να τον αγαπήσει, όπως συμβαίνει συχνά με τη γυναίκα να αγαπά αυτόν που της προσφέρει απόλαυση, ας πούμε με λαϊκό, πληβείο τρόπο, τον γαμιά της, τότε αυτός έχει κάθε λόγο να την ερωτευτεί, διαφορετικά όχι. Αν δεν του δώσει και δεν του δοθεί, δεν έχει κανέναν λόγο να αφήσει τον εαυτό του να την ερωτευτεί. Τα ίδια κριτήρια ισχύουν και πρέπει να ισχύουν και για τη μεριά των γυναικών. Ο έρωτας ή είναι αμοιβαίος ή δεν υπάρχει!”

 

Ένα απόγευμα ο Φάνης και η Αθηνά κάθισαν σε ένα καφέ και κοιτούσαν κάποιες φωτογραφίες του ενός και της άλλης που κουβαλούσε ο καθένας τυχαία στο πορτοφόλι του. Οι φωτογραφίες της Αθηνάς ήταν πολύ περισσότερο αισθαντικές και επιδεικτικές και παρουσίαζαν σίγουρα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ο Φάνης ξεχώρισε μια φωτογραφία της. Ήταν μια κοντινή, αισθησιακή φωτογραφία της με μαγιό στην ακρογιαλιά. Στηριζόταν στους αγκώνες, κρατώντας με τις παλάμες το πηγούνι της, με το γλυκό, ωραίο πρόσωπο με το όμορφο μαλλάκι, στραμμένο στον φακό και τα πολλά υποσχόμενα, όμορφα πόδια να προεξέχουν διακριτικά προς τα πίσω. Τα χείλη της ήταν τονισμένα και αισθησιακά, ώστε τον έκαναν να φαντάζεται τα στοματικά σεξ που είχε κάνει σε πολλούς και διάφορους άντρες, πλην εκείνου. Κοιτάζοντάς την με το μαγιό μισόγυμνη, εντυπωσιάστηκε. Τροφαντοί ώμοι, γυμνωμένα στήθη σαν όμορφα λεμονάκια λόγω της αποκαλυπτικής, σκυφτής στάσης της και σαρκώδη, προκλητικά  χείλη. Τολμηρή Θεά, Αφροδίτη και Αθηνά ταυτοχρόνως!

Πιο κει βρισκόταν μια άλλη καταπληκτική φωτογραφία της, όρθιας, σαν νεράιδα ή νύμφη του δάσους, σε ένα μικρό φαράγγι στην κατάφυτη εξοχή. Οι συγκινητικά ωραίες, λεπτές και υπέροχες γάμπες της έβγαιναν απ’ τη φούστα της· φορούσε ωραία μαύρα, μισόκλειστα πέδιλα. Οι γραμμές του ευέλικτου κορμιού ερωτικές, ολόκληρα τα πόδια της ένα όνειρο, το ίδιο και το πανέξυπνο ύφος και το πρόσωπό της. Εκπληκτική κι η χειρονομία με την παλάμη στο πρόσωπο που το στεφάνωνε το γοητευτικό μαλλάκι της, έχει ένα διαπεραστικό βλέμμα που καρφώνει τον θεατή της, ομορφιά, ευφυΐα και μαγνητισμό, ήταν τέλεια! Πόσο τυχεροί όσοι συνευρέθηκαν ερωτικά μαζί της σ’ ένα κρεβάτι πλημμυρισμένο ιδρώτα και σεξουαλικά υγρά…

Είχε απόλυτο δίκιο που πίστευε πως όταν αγαπάς μια γυναίκα, αγαπάς όλα τα μέρη του σώματός της γιατί κάθε μέρος αντικατόπτριζε το αγαπημένο σύνολο, διαποτιζόταν από την ίδια αγγελική αρμονία. Έβαλε στα κρυφά τις δύο φωτογραφίες στην τσέπη του μπουφάν του και της επέστρεψε όλες τις υπόλοιπες. Όταν γύρισε σπίτι του τις τοποθέτησε στο γραφείο του και τις ξανακοίταξε εκστασιασμένος. Όταν ήταν μικρή δεν ήταν τόσο ωραία, ομόρφυνε περιέργως πάρα πολύ, όταν ωρίμασε και γκριζάρισε! Εντελώς ιδιαίτερος άνθρωπος, η υπέροχη προσωπικότητά της καθρεφτιζόταν συνεχώς στο πρόσωπο και το κορμί της, αναδεικνύοντας την ομορφιά της…

 

Ήθελε διακαώς να της κάνει τη σεξουαλική πρόταση να απομονωθούν κάπου. Τη ρώτησε “να σου κάνω μια σεξουαλική πρόταση;”. “Όχι” του απάντησε, του είχε ξεφουρνίσει τρία τέσσερα “όχι” σε διάφορες περιστάσεις. Μα τις σεξουαλικές προτάσεις δεν ζητάς την άδεια να τις κάνεις, τις κάνεις κατευθείαν, καταπρόσωπο, πιάνοντάς της μάλιστα το κορμί ή το χέρι, χουφτώνοντάς την, του είπε ο Λάμπρος.

Είχε σχεδιάσει να της πει: “Επιθυμώ να γλείψω το μουνί σου, γλυκά, παρατεταμένα και ηδονικά, σαν παγωτό, να βυζάξω τα μουνόχειλα και την κλειτορίδα σου με λατρεία και αγάπη, να γλείψω το περίνεο και τον πρωκτό σου και ύστερα, όταν επιστρέψω, ρουφώντας, στην κλειτορίδα σου, να σου βάζω ταυτόχρονα δάχτυλο στον πισινό, και να σε κάνω να τελειώσεις στο στόμα μου, για να ρουφήξω τα ιερά, μαγικά σεξουαλικά υγρά σου. Θα μου δώσουν ζωή και ενέργεια, άπληστη όρεξη για ζωή!” Μα δεν πρόλαβε να της το πει ποτέ, τον πρόλαβε το “όχι” της κι οι ανασχέσεις του, και θα του έμενε απωθημένο στον αιώνα τον άπαντα.

Για τον Φάνη το μουνί της Αθηνάς, που δεν το είχε δει και ούτε θα το έβλεπε ποτέ, ήταν μια πόρτα υπερβατική, η μυστική είσοδος για ένα σχεδόν μεταφυσικό επέκεινα, για έναν εξαίσιο υπέρτατο κόσμο ευτυχίας και γαλήνης, η είσοδος προς ένα υπερβατικό, άγνωστο σύμπαν ευδαιμονίας· κι όμως σ’ αυτό το μουνί είχαν μπει καμιά τριανταριά άντρες και το είχαν καταστήσει κοινό και πεζό για τους ίδιους, το μουνί μιας κοινής για περίπου τριανταπέντε αρσενικούς, γυναίκας, χωρίς ψυχικές και πνευματικές υπερβάσεις, όπως το έβλεπε ο Φάνης, μα μόνο με την υλιστική ηδονή μιας αδηφάγου, έμπειρης κι ηδονίστριας τσουλίτσας, που έλεγε ψύχραιμα στους άντρες, “πάμε!”, “να πηδηχτούμε!” Ο Φάνης σκεφτόταν τον πεζό υλισμό της και την τραυματική, οδυνηρή αδικία που του έκανε να μπάσει όλους αυτούς τους φαλλούς να χύσουν μέσα της, εκτός από εκείνον που την αγαπούσε πολύ περισσότερο… Η ζωή του έκτοτε ήταν παντελώς περιττή κι ανηδονική, αποκλεισμένη από τα πάντα και χωρίς νόημα και σκοπό.

“Όταν περπατούσαμε στο βουνό και μου ήρθε να κάνω, εκεί, τσίσα μου, μου ήρθε η επιθυμία να σου προτείνω να έρθεις μαζί μου να δεις όσο κατουρούσα το φουσκωμένο πουλί μου.”

“Έχω το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματός μου. Είναι η προσωπική ζωή μου! Διαθέτω το σώμα μου σε αυτούς που θέλω, που ποθώ εγώ.”

Όταν του μίλησε για την αυτοδιάθεση του κορμιού της, ο Φάνης το μετέφρασε «το δίνω σε πολλούς, σε όλους που γουστάρω· όχι σε εσένα γιατί δεν σε γουστάρω.» Πού να έμπλεκε με έναν ασταθή μουρλό; Τη φανταζόταν να προσφέρει χωρίς φραγμούς, ασύστολα, το κορμί της και τις τρεις τρύπες του, σε άθλιους, ανάξιους, αξιοκαταφρόνητους κι ανόητους άντρες, σκεφτόμενη πως είναι χειρότερός τους…

“ Μα δεν τόλμησα να στο ζητήσω… Είμαι φαίνεται μόρτης και παραβατικός μέχρι ενός ορίου, όχι παραπέρα· στις παραβάσεις μου περιλαμβάνεται το ότι κλέβω από τα ράφια των σουπερμάρκετ μεγάλες ποσότητες προϊόντων, έχω τεχνική σούπερ”.

“Δεν το πιστεύω, είσαι και κλεφτρόνι;”

“Οι διαστροφικοί είναι μερικές φορές και κλεπτομανείς. Δεν έχεις δει τη Μάρνι του Χίτσκοκ, τη σεξουαλικά ιδιόμορφη ηρωίδα, που την υποδύεται η αγαπημένη του Τίπι Χέντρεν, και που ο γνώστης της ψυχανάλυσης Χίτσκοκ την εμφανίζει ως κλεπτομανή;”

“Ναι.”

“Κοίτα τα δάχτυλά μου τι ευέλικτα που είναι! (παίζει και στριφογυρνά επιδέξια και γρήγορα, τα δάχτυλα και των δύο χεριών). Σαν ενός πιανίστα, μα δεν είμαι, είμαι απλά αποτυχημένος ερωτύλος, θα ήθελα να με αφήσεις να παίξω την κλειτορίδα σου, θα στο κάνω τρυφερά και ηδονικά…”

“Όχι βέβαια! Είμαι παντρεμένη.”

“Κανείς δεν είναι τέλειος! Μα με μένα βρήκες να το θυμηθείς; Με τους άλλους το ξέχναγες… Τόσο απωθητικός είμαι; Διαπιστώνω πως είσαι κυριαρχική, θέλεις να ελέγχεις τα πάντα, τους άντρες σου για παράδειγμα. Μήπως άρα θα επιθυμούσες να υποδυθείς μαζί μου την κυρίαρχη αφεντικίνα; Φαντάσου πως αυτό το σώμα σού παραδινόταν με συμφωνημένο και υπογεγραμμένο συμβόλαιο, στο παρέδιδαν με τον όρο να το κάνεις απολύτως ό,τι θέλεις. Τι θα του έκανες; Θα του έβαζες χέρι; Θα του διάβαζες κοντά στ’ αυτί ορισμένα κείμενά σου; Θα έγραφες στην πλάτη του με μαρκαδόρο τα συμπεράσματα μιας μελέτης σου; Τι θα έκανες με τον δονητή που μας έχω αγοράσει; Θα μπορούσα για χάρη σου να υιοθετήσω τον οποιονδήποτε υπαρξιακό, επαγγελματικό ή ερωτικό ρόλο, να κάνω τον θαυμαστή σου, τον φίλο σου, τον συνεργάτη σου, τον sweet dudy, τον γαμιά σου ή τον μαλάκα σου, τον σκλάβο, το πουτανάκι σου και τον γκόμενό σου, δεν ξέρω επακριβώς τις προτιμήσεις σου μα μπορώ να βάλω τα δυνατά μου να τις ικανοποιήσω όσο απαιτητικές και δύσκολες κι αν είναι, να κάνω τον μαθητή σου, τον καβαλιέρο ή τον εραστή, τον καβαλάρη ή τον  κουβαλατζή σου, τον μάγειρα, τον ταξιτζή, τον συνάδελφό σου, τον ρόλο του αγοριού για όλες τις δουλειές, του copy boy όπως το λέμε εμείς, του μάνατζερ, του υπαλλήλου, του γραμματέα σου και οποιουδήποτε άλλου επιθυμείς να σου προσφέρει χαρά, παρέα, ψυχαγωγία, απόλαυση, συνεργασία στις δουλειές ή διασκέδαση. Ο ερωτισμός αποτελεί υπερβατικότητα, είναι η υπέρβαση των απαγορεύσεων, διατηρώντας, όμως, την αίσθηση της απαγόρευσης.”

 

Τώρα ο Φάνης σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα μπορούσε να την κάνει να δεχτεί την πρότασή του, αφού βέβαια τολμούσε να την κάνει. Για να του δώσει τόση ευτυχία θα έπρεπε να της προσφέρει κι αυτός κάτι. Κάποιο ευπρόσδεκτο δώρο; Κάτι αξίας; Δεν είχε χρήματα, ήταν σχεδόν άφραγκος. Κάτι με συμβολική αξία; Το ανέφερε στον Λάμπρο.

“Δεν βρίσκω κάτι πολύτιμο που μπορώ να της προσφέρω. Κάτι προσωπικό, κάτι συμβολικό. Το μόνο που της έδωσα ήταν να ακούσει μέσω ίντερνετ κομμάτια των τριών διαφορετικών μεγάλων που αγαπώ, του Φέλα Κούτι, του Ίγκι Ποπ και του Μπρασένς. Θα μπορούσα όμως να βάλω ένα στοίχημα μαζί της, να καταδεχτεί να μου επιτρέψει να τη φιλήσω και να της το γλείψω αν κάνω μια θυσία, ένα ανδραγάθημα.”

“Τι να θυσιάσεις; Εσύ δεν έχεις σχεδόν τίποτα, ούτε αυτοκίνητο, ούτε λεφτά. Εννοείς κάτι διανοητικής ή ηθικής φύσης; Και τι έχεις εσύ να της προσφέρεις;”

‘Μου ήρθε μια σκέψη, μα δεν θα τη δεχτεί… Έχω φίλο έναν Αλβανό χασάπη, πολύ ικανό επαγγελματία.”

“Τι θα της προσφέρεις ρε μπαγάσα; Μπριζολάκια; Χα, χα, χα!”

“Επειδή δεν θα θέλει, θα ντρέπεται αφού είναι παντρεμένη με κάποιον που εκτιμά, αγαπά και θαυμάζει, θα της προτείνω να μου προσφέρει το αιδοίο της προς χρήσιν, για γλείψιμο και ρούφηγμα, εάν κατορθώσω να κάνω κάποιο επίπονο ανδραγάθημα, αν περάσω μια δύσκολη δοκιμασία!”

“Τι; Θα περπατάς κάθετα στον τοίχο του χασάπικου, σαν τον Σπάιντερμαν; Θα περπατάς σε ξυλοπόδαρα και ταυτόχρονα θα ψήνεις παϊδάκια σε ψησταριά;”

“Σε συνεννόηση με τον φίλο μου χασάπη…”

“Όλο με λούμπεν τύπους κάνεις παρέα και μάλιστα, περιέργως, συνεννοείσαι καλά μαζί τους. Από το Γυμνάσιο. Είναι απορίας άξιο για έναν καλό μαθητή και γόνο μεσοαστικής οικογένειας. Τι τον θέλεις, τέλος πάντων, τον χασάπη;”

“Θα ζητήσω από την Αθηνά να μου επιτρέψει το γλείψιμο αν καταφέρω να αντέξω τον φόβο και τον πόνο να κάτσω να μου κόψει ο Αλβανός, με τον μπαλτά του, το μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού. Χωρίς αναισθητικό βέβαια.”

Ο Λάμπρος τον κοιτάζει σαν να βλέπει φάντασμα.

“Χωρίς αναισθητικό; Μα γίνονται αυτά τα πράγματα; Σε ποια ταινία το είδες; Στις ταινίες όμως δεν βάζουν τέτοια στοιχήματα… Το έχεις χάσει εντελώς με την κοπέλα αυτή;”

“Λες πως είναι λίγο; Πως είναι εύκολο;”

“Τι λες άνθρωπέ μου, σού ‘στριψε; Θα λιποθυμήσεις μόλις δεις τον Αλβανό χασάπη να σηκώνει τον μπαλτά! Και γιατί Αλβανός;”

“Γιατί αυτοί είναι σκληροί, δεν κωλώνουν! Θα το κάνει με αποφασιστικότητα, είναι και φίλος μου.”

“Μα εσύ δεν θα κωλώσεις;”

“Ε!, αυτό θα είναι το στοίχημα με την Αθηνά, αν καταφέρω να την πείσω, θα είναι μια δύσκολη πρόκληση για μένα! Μην τρομάζεις για μένα, δεν φοβάμαι, ούτε κωλώνω και δεν θα λιποθυμήσω. Είμαι σκυλί του πολέμου. Επί δικτατορίας έκανα πότε-πότε μια αυτοσυγκέντρωση για να είμαι έτοιμος να αντέξω τα βασανιστήρια εάν συλληφθώ και ανακριθώ, τουλάχιστον να αντέξω ένα δυο εικοσιτετράωρα για να μπορέσουν να διαφύγουν έγκαιρα οι σύντροφοι της παράνομης οργάνωσής μας. Είχα λοιπόν αυτοεκπαιδευτεί στο να αντέχω τον πόνο και έτσι να μη δώσω γρήγορα πληροφορίες, με μια δική μου τεχνική, να προκαλώ πόνο με μια κρυμμένη στο ρούχο μου καρφίτσα σε ένα άλλο σημείο του σώματός μου, για αντιπερισπασμό. Ένα κομμένο δαχτυλάκι δεν θα είναι για μένα, λοιπόν, πάρα πολύ δύσκολο κι οδυνηρό, αν δείξω αυτοσυγκέντρωση στον πόνο σε ένα άλλο σημείο του σώματός μου…”

“Και τι έγινε επί χούντας; Σε πιάσανε, σε βασανίσανε, σου χτύπησαν το κεφάλι και κουνήθηκε το μυαλό σου; Γι’ αυτό έγινες έτσι;”

“Μπα, δεν με πιάσανε ποτέ, ήμουν πολύ πονηρός κι ευέλικτος, κυκλοφορούσα συνέχεια με ψευδώνυμα, ακόμη και ένα χρόνο αφού έπεσε η δικτατορία.”

“Μπα; Έναν χρόνο αργότερα! Και γιατί τό’ κανες αυτό παρακαλώ;”

“Για την περίπτωση που θα γινόταν νέο κίνημα.”

Ο Λάμπρος κουνά δύσπιστος το κεφάλι του.

“Αποκλείεται η κοπέλα να δεχτεί τη θεοπάλαβη “ηρωική” πρότασή σου…”

“Quid pro quo.”

“Τι λες άνθρωπέ μου, τι να το κάνει το δάχτυλό σου; Για να βάλει δαχτυλάκι σε κάποιον κώλο ή για να το παραδώσει στο εργαστήριο της ιατρικής σχολής να το βάλουν σε μπουκάλα με φορμόλη, δίπλα στα υπόλοιπα αποκρουστικά εκθέματα;”

“Δεν σε καταλαβαίνω, τι ανοησίες λες;”

Η στοχαστική αυτή συζήτηση συνεχίστηκε το επόμενο πρωί σε μια καφετέρια, με καφέδες.

“Όταν έχεις ερωτευτεί μια γυναίκα ως υπέροχο όλον, αγαπάς και το χεράκι της, σε διεγείρει κι ο πισινός της ακόμη κι αν δεν είναι τέλειος, γιατί ανήκει σ’ αυτή που αγαπάς, σου αρέσει και το πόδι της γιατί είναι το δικό της πόδι, θαυμάζεις και το μαλλί της γιατί είναι αυτής που έχεις ερωτευτεί και σημαίνει κάτι συγκεκριμένο, δικό της. Αν το ίδιο πόδι ανήκε στο σώμα μιας άλλης, ακόμη και ωραίας, δεν θα σου έλεγε πολλά πράγματα γιατί δεν την έχεις ερωτευτεί. Αγαπώ την Αθηνά και άρα ποθώ το κάθε εκατοστό, κάθε μέρος του κορμιού της, άσχετα αν είναι αρμονικό, κάθε πλευρά της προσωπικότητάς της, γιατί ανήκει σ’ αυτή.”

Συνεχίζει απτόητος. “Εκτός από τις γάμπες και τα πόδια της, ακατανίκητα είναι και τα γοητευτικά, γλυκά χαμόγελά της, έρχονται, ανθίζουν και φεύγουν σαν αβέβαιη παλίρροια, φθάνουν στο πρόσωπό  της και το φωτίζουν διστακτικά, υποχωρούν και προβάλλουν πάλι ξαφνικά, τόσο ελκυστικά και φευγαλέα που σε διεγείρουν, μετά χάνονται, όλο ντροπαλή δοτικότητα, αγάπη και αμέσως μετά, αιδώ…”

Ο Λάμπρος του απάντησε με σκεπτικισμό.

“Έχασες χρόνο, έπρεπε να τη χαϊδέψεις, να τη χουφτώσεις ή να τη φιλήσεις στην πρώτη ή στη δεύτερή σας συνάντηση που ήταν ακόμη ενθουσιασμένη, ανυποψίαστη και πιο αθώα”.

“Ναι. Τις πρώτες στιγμές που την είδα από κοντά φέρθηκα με καθαρό μυαλό γιατί ακόμη δεν την είχα ερωτευτεί πλήρως. Της είπα πως έχει γυμνασμένο, δυνατό σώμα και μου απάντησε πως ήταν δυνατή από τις δύσκολες ασκήσεις της γιόγκα που έκανε. Τότε της ζήτησα, με πονηριά, να κάνει ποντίκι στο χέρι της για να της το πιάσω, ήταν η πρώτη σωματική επαφή μας και την ευχαριστήθηκα πολύ, την αποθήκευσα για πάντα στη μνήμη μου. Αμέσως μετά, πριν καταλάβει τι ακριβώς γίνεται, της χάιδεψα ανάλαφρα για περίπου εφτά δευτερόλεπτα το μαλλάκι της, νομίζω πως έτσι μπερδεμένη που ήταν, καλά-καλά δεν το συνειδητοποίησε, ίσως δεν το θυμάται ευκρινώς. Αν ήμουν ένας θαρραλέος φαλλικός άντρας θα έπρεπε την επόμενη στιγμή να της αδράξω και να χαϊδέψω το κωλαράκι ή τα βυζάκια της, που μοιάζουν με λεμονάκια. Μα δυστυχώς δεν είμαι… Ύστερα, βαθμιαία, συνήλθε και βρήκε τον εαυτό της, λογικεύτηκε”.

“Είναι γεγονός πως όσο περισσότερο σε γνωρίζει μια γυναίκα, τόσο περισσότερο απομυθοποιεί κι αντιλαμβάνεται τη μουρλαμάρα σου. Αυτή την κατάλαβε έγκαιρα;”

“Με έχει πει παλαβό τέσσερις πέντε φορές”

“Άρα είναι έξυπνη. Κι εσύ δείχνεις να την ερωτεύτηκες κυρίως για την ευφυή, λαμπερή προσωπικότητά της. Φαινόμενα προσωπολατρείας. Μάταιη, ανέφικτη αναζήτηση της ερωτικής ευτυχίας και της αγάπης, του χαμένου – ποιος ξέρει από πότε; – ερωτικού παράδεισου, της Εδέμ…”

“Ναι, η προσωπικότητά της απαυγάζει ένα εκτυφλωτικό φως, διαποτίζει με την ακτινοβολία της όλο της το σώμα. Όταν την κοιτάζω βλέπω σε διπλοτυπία δύο υπέροχες εικόνες, την εικόνα του γλυκού, πανέμορφου στα μάτια μου σώματός της, που είναι μυστηριωδώς έτσι ακριβώς όπως θα έπρεπε, διότι είναι ταυτισμένο με την προσωπικότητά της. Το σώμα της το βλέπω σαν να εκπέμπει μικρές δονήσεις, που αλλάζουν κάπως την εικόνα της, οι δονήσεις αυτές συμπίπτουν με την αύρα που έχει. Εγώ βλέπω αυτή την παλλόμενη εικόνα σε διπλοτυπία με τη “ραδιογραφία” της ψυχής της, σαν ένα αχνό πνευματικό κορμί, σαν να κοιτάζω την αύρα του σώματος και της ψυχής της μαζί, συνενωμένες, όλα σε μια διπλοτυπία, σε μια κοινή κβαντική εικόνα… Κυριολεκτώ.”

“Παίρνεις τελευταία τίποτε ουσίες;”

“Όχι, ποτέ στη ζωή μου δεν έχω πάρει, η υπερβατικότητα κι η νιρβάνα στη ζωή μου μού προκύπτουν, σπάνια, μόνο από τον εσωτερικό μου κόσμο, χωρίς χημικά βοηθήματα, δεν τα καταδέχομαι, τα θεωρώ εκχυδαϊσμό της ατομικής ανάγκης για υπερβάσεις· εμένα με ωθούν σ’ αυτή την υπέρβαση, στην υπερβατικότητα, οι τέχνες, ο έρωτας, η μουσική…”

“Κατάλαβα, ψυχεδέλεια χωρίς χαπάκια! Μόνο με Jefferson Αirplane, Syd Barret, Grateful Dead, Jimmy Hendrix, Pink Floyd, Soft Machine, Tangerine Dream, Zappa, Bryan Eno… Είναι εύκολο;”

Ο Φάνης τον κοιτάζει επιτιμητικά, λίγο τσαντισμένος.

“Καλά, ok, ξέρουμε ότι ξέρεις από ροκ… Ξέχασες τους καλλιτέχνες της psychedelic jazz.”

Ξεροβήχει.

“Με προσέλκυσαν πολύ η μόρφωση, η ευφράδεια, ο δυναμισμός, η τόλμη, οι γνώσεις, η αποφασιστικότητα κι η έμφυτη χάρη της… Είναι μία αληθινή σταρ. Μια αστραφτερή, μα δύσκολη, κάπως απόλυτη, θηλυκή προσωπικότητα. Πού να βρεις άλλη τέτοια γυναίκα! Εγώ τόσα χρόνια δεν είχα συναντήσει ποτέ άλλοτε μια τόσο ανώτερη. Ανώτατη! Με τρυφερό, έξυπνο, μια ιδέα σκεπτικιστικό χαμόγελο και καστανά, ωραία μάτια· σαρκώδες κάτω χείλος, με το όμορφο, ελκυστικό και χαμογελαστό στόμα και τα γερά δόντια της έκανε πίπες σ’ αυτούς που προτιμούσε, ουφ, αμάν πια μ’ αυτές τις φαντασιώσεις, τι ιδεοληπτική τυραννία Θεέ μου, ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ ΝΑ ΑΠΑΛΛΑΓΩ, ΕΛΕΟΣ… Λέω να προσπαθήσω να απομονωθώ για να διαλογιστώ αν μπορέσω ή να προσευχηθώ, μήπως τυχόν ανακουφιστώ, αναπαυτώ και γλυτώσω…”

 

Μια νύχτα, πριν αρκετό χρονικό διάστημα, τρεις μήνες, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, της έγραψε, προκλητικά, για να τη διεγείρει, στο facebook.

“Χθες πήγα μια φίλη μου, πρώην ερωμένη μου πριν παντρευτεί έναν Ελληνοπαναμέζο – μόνο το… σομπρέρο του έλειπε – σε ένα sex shop στη Μεσογείων μετά την Κατεχάκη, για να της ψωνίσω έναν δονητή γιατί ντρεπόταν να πάει μόνη… Είναι πενήντα φεύγα, έχει χωρίσει εδώ και έξη χρόνια και οι υποψήφιοι γκόμενοι έχουν… πια στερέψει. Το περιβάλλον είχε πολλή πλάκα, είναι η δεύτερη φορά που πηγαίνω γυναίκα να ψωνίσουμε δονητή, η πρώτη ήταν μια φοβερή Λαρισαία με την οποία κάναμε παλιά διάφορες τρέλες, πριν παντρευτεί κι αυτή, έναν νέο Τυνήσιο… Κατά τα άλλα συνεχίζω να διαβάζω σύγχρονη ελληνική πεζογραφία και ιστορία, και επίσης, θα προσπαθήσω να πείσω τη φίλη μου να… χρησιμοποιήσει τον δονητή που ψωνίσαμε μπροστά μου, μα δεν πρόκειται να γίνει…”

Toυ απάντησε το επόμενο μεσημέρι.

“Χαχα! είσαι, όπως πάντα, απίθανος!”

Ο Φάνης ανταπάντησε αμέσως.

“Από την κοπέλα έχω αναμνήσεις και από την Κρήτη, είχε πάει μετά τη λήξη του αταίριαστου γάμου της (όταν γνώρισα τον Παναμέζο αναρωτήθηκα πόσο καιρό θα κρατήσει ο γάμος, θεώρησα δεδομένο πως κάποτε θα διαλυθεί). Εγώ δεν ήμουν στην Κρήτη μα αυτή πήγε… διεγερμένη, σε αναζήτηση εραστή… Τηλεφωνιόμασταν συχνά, στις παραλίες ήταν όλο προσδοκίες και αρκετά διεγερμένη κοιτάζοντας τα αρσενικά κοντά της. Ένα πρωί τής άρχισα τα ερεθιστικά ερωτόλογα και τη διέγειρα περισσότερο… Το μεσημέρι την ξαναπήρα στο δωμάτιο που νοίκιαζε και με τα σεξουαλικά ερωτόλογα την ερέθισα τόσο που άρχισε να… αυνανίζεται στηριγμένη στον τοίχο, κατέβηκε ως τις φτέρνες της αυνανιζόμενη μέχρι που έχυσε (εγώ δεν… υστέρησα, τελείωσα τηλεφωνικά)…”

 

O Φάνης όμως, πολύ αργότερα, έκανε ορισμένες πικρές, πολύ οδυνηρές σκέψεις που δεν τις είπε στην Αθηνά. Σκεφτόταν θλιμμένος, συντετριμμένος, πως της είχε ζητήσει δυο φορές να χαϊδέψει τα μαλλιά της και αυτή του το αρνήθηκε, ενώ ο ίδιος γνώριζε πως είχε πηδηχτεί με καμιά τριανταπενταριά άντρες. Τι ήταν γι’ αυτή την πολυγαμική πεολήπτρια το να τον αφήσει να χαϊδέψει απλά λιγάκι το μαλλάκι της, έναντι των πηδημάτων που είχε κάνει με αυτούς τους τριάντα; Κάτι το ελάχιστο, το στιγμιαίο φτερούγισμα του ανέμου στη λιγάκι γκριζαρισμένη κόμη της, μια φευγαλέα, ανεπαίσθητη τρυφερή θωπεία όλο αγάπη, κι όμως του την αρνήθηκε με ασπλαχνιά, λες και ήταν ένα αποκρουστικό τέρας… Όλοι αυτοί στους οποίους είχε ανοίξει τους μηρούς της την αγάπησαν περισσότερο; Ήταν καλύτεροί του; Δεν το πίστευε με τίποτε, άντε να ήταν καλύτεροί του τα δύο τρίτα από δαύτους, όχι όμως όλοι. Κι όσο για αγάπη, είναι ζήτημα αν την αισθάνθηκαν τέσσερις απ’ αυτούς, πρωτίστως ο άντρας της. Αδυνατούσε να αποδεχτεί και ν’ αφομοιώσει μεσ’ την ψυχή του, όλην αυτή την ψυχρή σκληρότητά της, δεν θα την ξεχνούσε και δεν θα της την συγχωρούσε ποτέ. Ένα απαλό, στοργικό χάδι…

 

Είχε μερικές επιλογές για να περάσει χωρίς πολλές εντάσεις αυτούς τους δυόμισι μήνες. Να πάει σε ένα μοναστήρι στο Άγιον Όρος. Να μπει σε μια καλή ιδιωτική, ψυχιατρική θεραπευτική κλινική. Να μπει στη Μονή Πεντέλης, είχε για εκεί μια γνωριμία, ένα μέσον. (Στην Ελλάδα γίνονται όλα με μέσον. Ακόμη και μια κηδεία, αν τολμήσεις να κάνεις την τρέλα να αυτοκτονήσεις, είναι κάτι πολύ δύσκολο για τους εναπομείναντες γιατί κοστίζει πανάκριβα! Ούτε να τα τινάξεις δεν σου επιτρέπεται.)

 

Κι όμως ξεκίνησαν όλα τόσο καλά. Διάβασε ορισμένα δοκίμιά της και τα βρήκε σπουδαία. Καλογραμμένα, ακριβόλογα και στοχαστικά, περιείχαν σύνθετους συλλογισμούς και ουσιώδεις πληροφορίες.

Συναντήθηκαν και πήγαν μαζί περίπατο στη συνοικία με τα δίπατα σπίτια και τις αυλές με λουλούδια, όπου της έπιασε κουβέντα για τα γραπτά της, της ομολόγησε πως τα βρήκε υπέροχα. Ε, αυτό ήταν όλο, δημιουργήθηκε μια αμοιβαία εκτίμηση και συμπάθεια, μια γλυκιά φιλία. Ο Φάνης επένδυσε πολύ συναίσθημα και θαυμασμό σ’ αυτή τη φιλία. Ύστερα τη φλέρταρε.

Μετά από δυο τρεις μήνες, όταν έγινε πολύ συναισθηματικός, εισέπραξε την απάντηση πως δεν αισθάνεται έρωτα γι’αυτόν. Κατόπιν της έγραψε πικαρισμένος το προβοκατόρικο, χοντροκομμένο και χαζό mail με αναφορά στις δυο άλλες γυναίκες, στη φίλη της και στην Τούλα. Καταστεναχωρημένος και θολωμένος ούτε καν είχε καταλάβει τι ακριβώς έγραψε. Μετά του ανακοίνωσε την αυστηρή ποινή του, δυόμισι μήνες απομάκρυνσης κι εξοστρακισμού. Από τον παράδεισο βρέθηκε σε έξι μέρες στην κόλαση. Το χειρότερο ήταν πως δεν του απήγγειλε ποτέ τις κατηγορίες, μόνο την ποινή, τον αποκλεισμό του.

“Μα κι ένας επικίνδυνος ψυχασθενής να ήμουν, ακόμη και ένα κακουργιοδικείο ή ένα δικαστήριο του #metoo θα μου είχαν απαγγείλει τις κατηγορίες, να ξέρω τι να πω για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου”.

Γιατί και σε ποιο βαθμό ήταν για την Αθηνά, τρελός, απειλητικός, διαστροφικός, παρανοϊκός, παρεμβατικός και πιεστικός ή προς αποφυγήν ψυχοπαθής; Δεν ήξερε, δεν καταλάβαινε, χαμένος στις δυσοίωνες σκέψεις του.

Τουλάχιστον κατάφερε, μεσ’ στην κατάθλιψη, να αποφασίσει τι θα κάνει. Ταξίδι στον Άγιον Όρος. Είχε την τάση προς τη μεταφυσική, τον διαλογισμό και την κατάνυξη. Και η ντοστογιεφσκική γενειάδα που άφησε για πένθος, μπορούσε να ταιριάξει με το περιβάλλον. Το κακό όμως ήταν πως είχε στις μονές πολλές αδελφές. Αυτό τον χάλαγε. Δεν ένοιωθε καλά με τις αδελφές. Κι αν του την έπεφταν; Θα αποτελείωναν την εναπομείνασα διάθεση και τη λίγη ενέργειά του.

Ο Λάμπρος του είπε.

“Για να κατανοήσεις την Αθηνά, αναλογίσου ότι αυτή θα αισθάνεται με τον λεκτικό αμοραλισμό, τις προβοκάτσιες σου και τον αήθη, άσεμνο τρόπο σου να τη διεγείρεις, όπως θα αισθάνεσαι εσύ εάν στην πέσει ένας γκέι καλόγερος. Δυσάρεστα κι αμήχανα.”

Ο Φάνης τον κοιτάζει έχοντάς τα κάπως χαμένα.

“Μα μερικές στιγμούλες διαισθανόμουν να γεννιέται μια σπίθα, η διαχυτικότητα κι η γλυκύτητα μεταξύ μας, σύμπνοια κι αλληλεγγύη, μια αμοιβαία αναγνώριση, εκτίμηση και ανθρώπινη έλξη, μπορεί απλά να υπήρχε έστω μόνο μια θερμή φιλία, ιδιαίτερη συμπάθεια και αμοιβαία αποδοχή. Για παράδειγμα, μου είπε πως αν ήμουν πενηνταπεντάρης μπορεί να προχωρούσε μαζί μου.”

“Ναι, μα είσαι μεγαλύτερος. Έχει ψυχική, ηθική, οικογενειακή και συναισθηματική δέσμευση κι ισχυρό δέσιμο με τον άντρα της. Ίσως νιώθει κι ενοχές για τις πολλές παλιές παρασπονδίες, τους εξωγαμιαίους έρωτες και τα πολλά πηδήματά της, μπορεί με τα χρόνια να έχει επιτελέσει αρκετές απωθήσεις. Μήπως μετά από κάποιο πρόβλημα υγείας ή από αύξηση των ενοχών της, έχει αλλάξει αντιλήψεις για τον γάμο, τις εξωσυζυγικές συνευρέσεις και το παράνομο ή μη σεξ; Να έβγαλε το συμπέρασμα πως είναι υπερτιμημένα, πως το ερωτικό συναίσθημα και ο σεξουαλικός πόθος φθίνουν σταδιακά και γρήγορα, και διαρκούν λίγο;”

“Δεν ξέρω. Θα το ψάξω…”

“Μήπως απλά έχει ολοκληρώσει λίγο πολύ το κεφάλαιο σεξ, χωρίς δυνατότητα, πλέον, βιωμένων ερωτικών συναισθημάτων;

“Γιατί να το έχει κλείσει μια τόσο σαγηνευτική, αξιόλογη, νέα γυναίκα με ιδιαίτερη ομορφιά και μαγνητική ακτινοβολία, που όλοι τη θαυμάζουν; Αν έβαζε αγγελία με το ονοματεπώνυμό της, γιατί η έλξη της σπουδαίας προσωπικότητας παίζει μεγάλο ρόλο, πως θέλει να πηδηχτεί, θα προσφέρονταν εθελοντικά πάνω από εκατό άντρες! Δεν υπερβάλλω. Ελπίζω και πιστεύω πως αυνανίζεται τουλάχιστον. Λες να της αρκεί να αυνανίζεται; Θεωρώ πιθανό να ξαναβρήκε κάποιον ευκαιριακό εραστή, να κάνει πάλι κρυφό περιστασιακό σεξ με κάποιον από τις δουλειές της. Θέλω να πιστεύω με βεβαιότητα πως δεν έχει υποστεί καμιά αλλοίωση ψυχικών ή οργανικών μηχανισμών που παίζουν ρόλο στον έρωτα, μεταμόρφωση που μπορεί να την έχει καταθλίψει. Και πως παραμένει «ιδιαίτερα θερμή», όπως μου τη χαρακτήρισε ένας πρώην της, με τον οποίο είχε σχέση μόνο για σεξ όσο ήταν παντρεμένη. Παλιά ήταν έκλυτη βαμπ! Την είδα να μιλά πρόσφατα σε δύο βίντεο τον Αύγουστο, όπου λάμπει, ολάνθιστη, όλο χυμούς, και αναγεννημένη από το καλοκαίρι σαν να είναι ικανοποιημένη σεξουαλικά και πνευματικά!”

“Μπορεί όμως να έχει απομακρυνθεί, ακόμη και χρονολογικά, από τον σεξουαλικό πόθο. Μπορεί να αποφάσισε λόγω τύψεων και επειδή οι απόψεις της περί σεξουαλικής ελευθεριότητας άλλαξαν, πως δεν θα ξαναπαρασυρθεί από τους ερωτικούς πειρασμούς όσο είναι έγγαμη, αφιερωμένη στον άντρα της. Ή μπορεί να έπαθε κι αυτή, πρόσφατα, την καταθλιψούλα της.”

“Έχει πάντοτε όλα τα φόντα κι ακόμη περισσότερο, πολλά θέλγητρα και ικανότητα γητέματος, ώστε να κάνει, συγκαλυμμένα, ευκαιριακά πηδήματα.”

“Μήπως έγινε με τον χρόνο εγκεφαλική και γι’ αυτό σεμνότερη; Υπερβολικά ρασιοναλίστρια; Να είδε στο πρόσωπό σου ενδεχόμενους κοινωνικούς και οικογενειακούς κινδύνους; Γιατί έτσι κι αλλιώς δεν είναι ορθολογικό να το κάνει μαζί σου, είσαι ζουρλοπαντιέρα! Πού να πάει να μπλέξει, έγγαμη γυναίκα…”

“Τι εννοείς; Ταξίδι στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα; Σε αναζήτηση της ερωτικής ευτυχίας και φιλίας; Εν πάση περιπτώσει έχει κι αυτή τα ψυχολογικά της, έχει κι αυτή υποφέρει έστω κι αν δεν το βίωσε τότε πολύ έντονα όταν συνέβηκε, γιατί έχει μεγάλη ικανότητα απωθήσεων. Όταν ήταν μικρή, ο πατέρας της άφησε την οικογένειά τους. Φαντάσου το σοκ που, όμως, το απώθησε. Γι’ αυτό στην ενήλικη ζωή της αναζητούσε άλλους άντρες, που θα τον υποκαθιστούσαν, κατά προτίμηση μεγαλύτερους και με κύρος, αυθεντίες, ή έστω απλά ισχυρούς κοινωνικά ή οργανικά, αρρενωπούς άντρες, που υπόσχονταν καλούς οργασμούς.”

“Όταν δεν υπάρχει πατρική επιτήρηση στην οικογένεια, τα κορίτσια γίνονται εύκολα, συνεχώς, δέκτες ερωτικών προκλήσεων και προτάσεων, γι’ αυτό κι ωριμάζουν σεξουαλικά πολύ γρηγορότερα από τα άλλα. Ξεπαρθενεύονται γρηγορότερα και πηδιούνται περισσότερο, χωρίς πολλούς φραγμούς, γίνονται απλά και εύκολα περπατημένες και διαθέσιμες, ηδονόφιλες πεολήπτριες. Το αστείο και παράξενο είναι πως αν και είσαι μαζεμένος και φοβιτσιάρης, σε γοητεύουν οι πολυγαμικές, ενεργητικές ελευθέριες γυναίκες!  Χωρίς την πατρική επίβλεψη, αυτές βρίσκουν ευκαιρία, όταν μεγαλώσουν λίγο, να ξεπορτίσουν και να ξεσαλώσουν…”

“Σταμάτα, με ισοπεδώνεις και με καταθλίβεις περισσότερο αναφερόμενος στις πολυγαμικές πράξεις της. Πολλοί και διάφοροι μέσα της… και εγώ έξω και μακριά από το σώμα της και τη ζωή της, στην καραντίνα… Έχω ανάγκη από ειδυλλιακές, ωραίες και τρυφερές φαντασιώσεις ή αναμνήσεις γι’ αυτήν! Πως αγγιζόμαστε, πως χαϊδεύω έστω για πολύ λίγο το μαλλάκι της, πως αγκαλιαζόμαστε και πως νιώθουμε ο ένας την ψυχή του άλλου ενώνοντας τα δάχτυλα των χεριών μας, ήρεμα, με αμοιβαία εμπιστοσύνη. Που όμως, δυστυχώς, με άφηνε να καταλάβω πως δεν την αισθανόταν…”

“Τώρα σωθήκαμε. Φοβόταν εσένα; Χα, χα! Εσύ όταν περπατάς προσέχεις μη πατάς μυρμήγκια. Για να μην πω την ιστορία που έσπρωχνες τον κυνηγό όταν πυροβολούσε πουλιά για να μη τα σκοτώσει, με αποτέλεσμα να σημαδεύσει εσένα! Μήπως φοβόταν μη της αναστατώσεις την οικογενειακή ζωή ή μη της προκαλέσεις τίποτε φασαρίες, καμιά αναμπουμπούλα στο κοινωνικό της περιβάλλον, μην προσπαθήσεις να της επιβάλεις κάποιο βίτσιο; (Με τις τελευταίες φράσεις, χασκογελάει κοροϊδευτικά). Άντε τράβα σε κανένα ησυχαστήριο να ηρεμήσεις λίγο, να ησυχάσουμε εμείς, και αυτή, από σένα… Πάρε και κανένα μυθιστόρημα εποχής του Ουμπέρτο Έκο μαζί σου. Μόνο μην πάρεις Σαντ και καταλήξεις συνέχεια ερεθισμένος…”

“Ναι. Θα πάρω όμως την Αισθηματική αγωγή και την Αφροδίτη με τη γούνα, μου ταιριάζουν διαχρονικά”.

“Καταλάβαμε…”

 

Η σχέση τους ξαναπήρε μπρος μετά τους δυόμισι μήνες, ύστερα από αίτημα του Φάνη και αντίστοιχη, μεγαλόκαρδη απόφαση της Αθηνάς. Συμφώνησαν για επανεκκίνηση της φιλίας τους.

Προηγουμένως είχε ενημερωθεί από διάφορες διάσπαρτες συζητήσεις εδώ κι εκεί, που είχε προκαλέσει ο ίδιος για να πληροφορηθεί, με ντετεκτιβίστικη περιέργεια και διάθεση, με πόσους άντρες είχε κάνει σεξ, ιδιαίτερα μέσα στον γάμο της, έμαθε πως ήταν γύρω στους εφτά οκτώ. Ο άντρας της το δεχόταν γιατί πίστευε πως είχε τόσες πολλές ανάγκες που ο ίδιος δεν έφθανε να τις ικανοποιήσει. Ένας φίλος του Φάνη που την είχε γνωρίσει, αποφάνθηκε “σ’ αυτή τη γυναίκα δεν αρκεί ένας άντρας με τίποτε!” Ο Φάνης ρέμβαζε και φανταζόταν τι ακριβώς θα έκανε εάν είχε κι αυτός την τύχη να την έχει παντρευτεί! Καταρχήν θα ανεχόταν όπως κι ο άντρας της τις απιστίες της για τον ίδιο λόγο, για να μην του φύγει. Διότι χρειαζόταν οπωσδήποτε την πολυγαμία και την ποικιλία, είχε μάθει έτσι από τα δεκάξι της που ξεπαρθενεύτηκε… Σίγουρα ο Φάνης θα διεγειρόταν από τα πολλά ξενοπηδήματά της, υπολόγισε πως η Αθηνά το έκανε περίπου οκτώ φορές με τον κάθε εραστή της, συνήθως είχε σχέση με κάποιον για δυο μήνες, θα είχε φτάσει στα εξήντα ξενοπηδήματα μεσ’ τον γάμο, ήταν πολλά, αλλά γι’ αυτήν, με την τόση ενέργεια και το μεγάλο ερωτικό δυναμικό της, όχι. Διότι απλά ήταν μια Θεά του έρωτα και του σεξ, μια ιέρεια της σεξουαλικότητας και του νου, μια ιερή πόρνη του πνεύματος και του ερωτισμού, του σώματος και της (δια)νόησης! Ο Φάνης φαντασιωνόταν πως, αν είχε ποτέ καταδεχτεί να τον παντρευτεί ή να κάνει μόνιμο δεσμό, συζώντας μαζί του, θα απαιτούσε από την Αθηνά όχι να μη μοίχευε βέβαια, όπως και ο σύζυγός της – δεν μπορείς να το απαιτήσεις από ένα θείο, ανώτατο, ονειρικό κι ελεύθερο ανθρώπινο πλάσμα –, μα να τον ενημέρωνε ξεχωριστά για κάθε σεξουαλική συνεύρεσή της, ώστε να τον κρατά συνεχώς ερεθισμένο γι’ αυτή, να διεγείρεται και να μαλακίζεται σκεπτόμενος πως γαμιέται, την ώρα που γαμιόταν. Και όταν γύριζε θα την ξαναπηδούσε εάν είχε κι άλλες σεξουαλικές ορέξεις, ή αν ήταν κορεσμένη ή κουρασμένη θα την πηδούσε την επόμενη μέρα, ξεκούραστη, διαθέσιμη και υγρή… Θα την είχε μέσα στο συνεχές σεξ, μέσα στα σπέρματα, θα την ξεθέωνε και θα την έσκιζε από το απύθμενο κι αχόρταγο πάθος του, από την απεριόριστη αγάπη και λατρεία του, από τον θαυμασμό και τη φλογερή ορμή του, θα την έγλειφε παντού, συνέχεια, θα πέρναγε και θα ξαναπέρναγε από πάνω της, θα την όργωνε με το καυλί του και δεν θα την άφηνε να ξεκολλήσει εάν δεν είχε τρεις οργασμούς, με διάφορους τρόπους και διαστροφές, άλλωστε είχε πληροφορηθεί πως ήταν δασκάλα στις σεξουαλικές στάσεις… Και οι δουλειές της; Οι δημιουργικές εργασίες της τι θα γίνονταν; Σίγουρα θα τις σεβόταν, ο θαυμασμός του βασιζόταν στην υψηλή ποιότητά της και στην αξία των δημιουργημάτων της. Θα έβρισκε τον τρόπο πάση θυσία να της παραχωρήσει τον χρόνο που θα χρειαζόταν για να παράγει το έργο της, θα συγύριζε, θα καθάριζε, θα μαγείρευε, θα έπλενε και θα έβαζε πλυντήριο αυτός, και θα την έγλειφε και θα τη γαμούσε αδιάκοπα, ή σωστότερα όσο ήθελε η ίδια…

Μια νύχτα ο Φάνης είδε ένα ταραγμένο κολλώδες όνειρο. Η Αθηνά βρισκόταν γυμνή κι αισθησιακή σε ένα τεράστιο κρεβάτι γεμάτο ιδρώτες και υγρά, μαζί με άλλους τριάντα άντρες που τη χάιδευαν παντού, στα απόκρυφα μέρη της και την ερέθιζαν. Είχε κάτσει πάνω σε έναν καθισμένο οκλαδόν, ευθυτενή άντρα με ωραίο παράστημα και μεγάλο πέος, περνώντας τα πόδια της γύρω από τη μέση του και ανεβοκατεβαίνοντας λαχανιασμένη, υπερδιεγερμένη, μέχρι που έφθασε σε έναν έντονο οργασμό. Κάποιος καστανός άντρας καθισμένος στη γωνία του κρεβατιού μετρούσε τους οργασμούς της. Η σεξουαλική εμπειρία την άφησε με ικανή ποσότητα ηδονής και ευδόκιμη πείρα. Μέχρι το σημείο που εισέβαλε ο Φάνης στο κρεβάτι και την αγκάλιασε σφιχτά. Πρώτα χάιδεψε τρυφερά και παρατεταμένα τα μαλλιά της. Κατόπιν τις παλάμες της. Μ’ αυτά τα εξαίσια χέρια έγραφε ωραία, γοητευτικά πράγματα, του άρεσε πολύ το σχήμα και οι διακριτικές γραμμές των νεύρων τους. Της προσέφερε ένα χειροφίλημα. Οι άλλοι είχαν πάει στην άκρη. Την κοίταζε βαθιά στα μάτια της και προσπαθούσε να μπει από τα διάπλατα καστανά μάτια της στην ψυχή της. Ένοιωθαν κι οι δύο την κατάδυση. Μα κάποια στιγμή η καρδιά της Αθηνάς αντέδρασε, “όχι” του είπε, και έκλεισε τα βλέφαρα, “δεν θα μπεις με το βλέμμα μέσα μου, από τα μάτια μου!” Μισοξύπνησε σοκαρισμένος κι αποκαρδιωμένος. “Όταν στους πολλούς δίνει χωρίς απαγορευτικά το γεννητικό της όργανο, εμένα δεν μ’ αφήνει ούτε να μπω, άδολα κι αθώα, στην ψυχή της…” σιγοψιθύρισε μην ξέροντας αν ήταν ξύπνιος ή ονειρευόταν ακόμη, καταστεναχωρημένος, θλιμμένος, και ύστερα κλαίγοντας χαμηλόφωνα.

 

Μετά από ένα μήνα, ο Φάνης βρίσκει πως η Αθηνά του φέρεται χωρίς τη γλυκύτητα και τη θέρμη που είχε πριν τα τσουγκρίσουν. Δεν δείχνει ιδιαίτερα να επενδύει ψυχικά στη φιλία τους. Μάλλον ακόμη παραμένει δύσπιστη και τον θεωρεί προβληματικό κι αναξιόπιστο· πιστεύει πως έκανε ίσως λάθος που του ανοίχτηκε, πως του είπε και του έγραψε αρκετά μυστικά της – που μετά το ξέχασε, ασυγκίνητη –, που βγήκανε μαζί τόσες φορές για περιπάτους, πως τον άφησε να τη φλερτάρει, μερικές φορές χωρίς καθόλου κόσμιο τρόπο μέσω μηνυμάτων στο ίντερνετ, ενώ ο Φάνης επιθυμούσε επιτακτικά να σωματοποιήσει τη φιλική σχέση τους.

Ο Φάνης, μετά από τις διαφωνίες και τις προστριβές, όσα αρνητικά συνέβησαν μεταξύ τους, και αφού υποτίθεται πως τα άφησαν πίσω τους, της ζητάει να επιβεβαιώσει τη φιλία τους, το ότι ενδιαφέρεται και νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτόν και τον υποστηρίζει σαν φίλη στα δύσκολα, να ξαναπάει μαζί του βόλτες για την εκ του σύνεγγυς επικοινωνία, δείχνοντάς του πως τον εμπιστεύεται και δεν τον θεωρεί απειλητικό stoker ή επιθετικό μπελά και παράφρονα, διαφορετικά η ασεξουαλική φιλία τους θα πάψει ντε φάκτο να σημαίνει κάτι σοβαρό, ουσιαστικό και βαθύ, μετά μεγάλης του λύπης. Κατά βάθος ο Φάνης θεωρεί, δικαιολογημένα, πως δεν υπάρχει ψυχική σύνδεση και φιλική εμπιστοσύνη εάν δεν βρίσκονται δια ζώσης. Παραδείσια, χρυσά όνειρα…

Τα δικά του συναισθήματα γι’ αυτή, η φιλία, η συμπάθεια, η εκτίμηση κι ο θαυμασμός, η απροϋπόθετη αγάπη, η ψυχική συμπαράσταση κι η αλληλεγγύη δεν είναι συναισθήματα που προκύπτουν κατόπιν παραγγελίας, είναι σπάνια και πολύτιμα, ιδιαίτερα ανάμεσα στα διαφορετικά φύλα, όπου όχι σπάνια μπορεί να εμφιλοχωρήσει ο πόθος ή ο έρωτας.

 

Όταν, αναζητώντας ησυχαστήριο, δηλαδή ένα χώρο για να ηρεμήσει λίγο από την απόρριψή της, είχε μπει στην εκκλησία, το πρώτο που έκανε, παρ’ όλο που ήταν αγνωστικιστής, ήταν να προσευχηθεί δακρυσμένος να ξαναγίνουν φίλοι έστω άνευ έρωτα, τον οποίο αποφάσισε να θάψει. Πάνω απ’ όλα τον ενδιέφερε να επιστρέψουν στη στοργική φιλία που είχαν πριν. Mα η ιστορία τους τελειώνει χωρίς αυτό να ξαναγίνει πραγματικότητα· παρέα, φιλία και συνεργασία τελείωσαν μεταξύ τους…

 

Σε ένα δεύτερο παράλληλο σύμπαν, η εξέλιξη θα ήταν άλλη γιατί η ιστορία αυτών των δύο ανθρώπων, που έτσι κι αλλιώς συμπαθιόνταν και εκτιμιόντουσαν εδώ και τέσσερα χρόνια, θα συνεχιζόταν διαφορετικά, με σύμπνοια και ανεμπόδιστη, αληθινή φιλία, χωρίς σεξ, με άδολη, αλτρουιστική αγάπη και εκτίμηση· με οικειότητα κι εμπιστοσύνη, διατηρώντας τη φιλική φροντίδα και ιδιαίτερα το νοιάξιμο του ενός για τον άλλον. Ήταν η εκδοχή της αυτονομίας που διατηρούσε, όμως, σαν κόρη οφθαλμού τη ζεστασιά και τη γλυκύτητα.

 

Σε ένα εναλλακτικό παράλληλο σύμπαν όμως, σε μερικούς μήνες, αφού πριν πολλές μέρες είχαν συμφωνήσει να γυρίσουν στη φιλία, ο Φάνης έμενε μουδιασμένος και ανικανοποίητος, η σχέση τους του φαινόταν κάπως τυπική και μηχανική, χωρίς τη θέρμη και την τρυφερότητα που είχε παλιά, χωρίς επένδυση συναισθήματος από τη μεριά της Αθηνάς, που δείχνει να ενεργεί χωρίς ψυχή. Η συμπεριφορά της είχε ψυχρανθεί σαν να μην είχε υπάρξει ένα παρατεταμένο, κοινό παρελθόν διαχυτικής εγγύτητας και γνήσιας εμπιστοσύνης. Το πιο συχνά δεν απαντούσε στα μηνύματά του, σαν να της ήταν ένας αντιπαθής ξένος, ένας τρελός ή ένας πρόστυχος, σεξομανής παρανοϊκός που τον ντρεπόταν ή τον φοβόταν. Μια μέρα της είπε πως σε δυο πρόσφατες διαλέξεις της που την παρακολούθησε, μία ζωντανά και μία στο τηλεοπτικό κανάλι News, είχε επίτηδες τα στήθια της πλάκα, χωρίς σουτιέν, σαν να ήθελε να δηλώσει πως δεν την πολυενδιαφέρει πλέον το σεξ. Η Αθηνά θύμωσε πολύ σαν τα δύο γεγονότα να ήταν τυχαία και κυρίως σαν να μη σήμαιναν τίποτε (κάτι που δεν ήταν δυνατόν να ισχύει, γιατί έλεγχε τα πάντα γύρω και επάνω της). Αρνήθηκε να διαβάσει, για να του δώσει τη γνώμη της, ένα βιβλιαράκι με ποιήματά του. Και σταδιακά τον έκανε πέρα. Σταμάτησε πλήρως να επικοινωνεί μαζί του, να απαντά στα μηνύματά του στα mail και στο facebook, και να σηκώνει το τηλέφωνο…

Κατακουρασμένος και μπαϊλντισμένος, δεν πήρε για δέκα μέρες το δυνατό αντικαταθλιπτικό που του είχε γράψει η ψυχίατρος. Και την ενδέκατη μέρα, στις 7 Ιουνίου, ξανασκέφτηκε για χιλιοστή φορά πως δεν του παραχώρησε εκείνο το ανεπαίσθητο, γλυκό χαδάκι στα μαλλιά της, και αμέσως μετά έτρεξε μια απόσταση δύο χιλιομέτρων και ανέβηκε στην ψηλή αερογέφυρα για πεζούς πάνω από τη λεωφόρο που πέρναγε κοντά από την κατοικία της και πήγαινε μακριά, έως το λιμάνι, και καβάλησε το κάγκελο, με τη σκέψη πως από του λοιπού όταν περνούσε κοντά στο σπίτι της, θα έβλεπε ψηλά την πεζογέφυρα, θα τον θυμόταν καταστεναχωρημένη και θα είχε τύψεις για τις απορρίψεις, τους αποκλεισμούς κι εξοστρακισμούς και τον τρόπο με τον οποίο του φέρθηκε… Έτσι και έγινε, γιατί πήδηξε κάτω απεγνωσμένος· το τσακισμένο, δύσμοιρο σώμα του κείτεται ματωμένο στην ψυχρή, αδιάφορη άσφαλτο…

 

Μόνο κάποιοι επιστήμονες, θεωρητικοί φυσικοί, που θεωρούνται σήμερα τρελοί επιστήμονες, θα μπορούσαν στο μέλλον να ξεδιαλύνουν ποια από τις κβαντικές συμπαντικές πραγματικότητες είχε περισσότερες πιθανότητες να είναι πιο πραγματική. Μάλλον αυτή που όριζε πως φθάρηκε ψυχοσωματικά, βαθμιαία και σύντομα, πάρα πολύ, και πέθανε σε δυόμισι χρόνια. από τον καημό του, καταρρακωμένος κι απελπισμένος.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο2ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κεφαλονιάς «Κύματα»
Επόμενο άρθροΒάφλες του Ευρυπίδη και λοιπά χρήσιμα εργαλεία θεατρικού θέρους (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ