του Σπύρου Κακουριώτη
Πριν από 60 ακριβώς χρόνια, ο κόσμος κρατούσε την ανάσα του, όσο κορυφωνόταν η αμερικανοσοβιετική αντιπαράθεση με αφορμή την εγκατάσταση σοβιετικών πυραύλων στην Κούβα. Σήμερα ο κόσμος κρατά και πάλι την ανάσα του, όχι για την Κούβα, αλλά για την Ουκρανία. Ασφυκτικό φθινόπωρο κι ο ουρανός σκοτεινός…
Πολυμέρης Βόγλης, Δυναμική αντίσταση, 1967-1974, Αλεξάνδρεια
Η αντίσταση απέναντι στη δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) υπήρξε πολύμορφη, αν και δεν πήρε μαζικά χαρακτηριστικά πριν την εμφάνιση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος – πριν από αυτό, η πλειονότητα επέλεξε κάποιου είδους «παθητική αντίσταση». Μια σημαντική μειονότητα, όμως, επέλεξε την ένταξη σε αντιδικτατορικές οργανώσεις που στράφηκαν στη δυναμική αντίσταση, συνήθως την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών μικρής ισχύος, μια μορφή προπαγάνδας που επεδίωκε να δείξει, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ότι η αντίθεση στο χουντικό καθεστώς παραμένει ζωντανή. Η δυναμική αντίσταση, η πολιτική βία, παραμένει ένα από τα πλέον αχαρτογράφητα πεδία της ιστοριογραφίας του αντιδικτατορικού αγώνα: λίγες μαρτυρίες και αυτοβιογραφικές καταγραφές, ακόμη λιγότερα άρθρα σε συλλογικούς τόμους διερευνούν τη δυναμική αντίσταση και τις οργανώσεις που την υιοθέτησαν, οι οποίες τοποθετούνταν όχι μονάχα στην αριστερά αλλά και στο κέντρο – κάποιες και στον χώρο της δεξιάς, με μέλη κυρίως στρατιωτικούς. Έτσι, η ανά χείρας μελέτη είναι μάλλον η πρώτη που επιδιώκει να διερευνήσει το φαινόμενο, εστιάζοντας όχι τόσο στις οργανώσεις όσο στα μέλη τους, εξετάζοντας, αφενός, την εμπειρία της δυναμικής αντίστασης και αφετέρου τον τρόπο με τον οποίο η εμπειρία αυτή εγγράφηκε στη μνήμη τους, να πραγματευθεί δηλαδή τη διαμόρφωση της υποκειμενικότητας των αντιστασιακών. Στηριγμένος σε αρχειακό υλικό και γραπτές ή προφορικές μαρτυρίες ανδρών και γυναικών που πήραν μέρος σε δυναμικές ενέργειες, από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, ο συγγραφέας ακολουθεί τη διαδρομή των «πρωταγωνιστών» του από τη δεκαετία του 1950, διερευνώντας το οικογενειακό υπόβαθρο και το πολιτικό περιβάλλον τους, τις διανοητικές αναζητήσεις των νεανικών τους χρόνων, τις πρώιμες πολιτικές εμπειρίες τους σε ένα περιβάλλον ανάδυσης νέων ιδεών και έντονης πολιτικής πόλωσης. Στη συνέχεια, ο ερευνητικός φακός στρέφεται στο πραξικόπημα και στη βίαιη αδρανοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και στις συζητήσεις που προκάλεσε στον αντιδικτατορικό χώρο το ζήτημα των μορφών δράσης ενάντια στο καθεστώς και τις διαφορετικές νοηματοδοτήσεις που προσέδωσαν οι οργανώσεις στην πολιτική βία. Αναλύονται οι συνθήκες διακινδύνευσης και παρανομίας, καθώς και η νοηματοδότηση της δράσης από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, η ένταξή τους σε οργανώσεις δυναμικής αντίστασης, οι ενέργειες και, τέλος, διερευνάται η διεθνική διάσταση της δράσης τους. Τέλος, εξετάζεται η εμπειρία της βίας του καθεστώτος: η σύλληψη, τα βασανιστήρια, η αντιμετώπισή τους από τη δικαιοσύνη. Η πτώση της χούντας σηματοδοτεί το τέλος της διαδρομής τους ως αντιστασιακών, αλλά, ταυτόχρονα, και την απαρχή της επαναδιαπραγμάτευσης και του αναστοχασμού πάνω στον αντιδικτατορικό αγώνα και στη δυναμική αντίσταση στις νέες συνθήκες…
Δημήτρης Τζιόβας, Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση, Gutenberg
Αν και ο υπότιτλος που επελέγη για την ελληνική έκδοση, Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, κινδυνεύει να δημιουργήσει σύγχυση με τις χρήσεις του ίδιου όρου από την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη αργκό, στόχος της παρούσας μελέτης είναι να αποτελέσει μια συνολική εξέταση της πολιτισμικής ιστορίας της Μεταπολίτευσης. Το χρονικό άνυσμα που επιλέγει να μελετήσει ο Δημήτρης Τζιόβας καλύπτει μια ολόκληρη τεσσαρακονταετία, με ασφαλές σημείο εκκίνησης το καλοκαίρι του 1974 και τερματισμό το απώτατο άκρο που θα μπορούσε να φθάσει η περίοδος της Μεταπολίτευσης, την κρίση του 2010. Τα χρονικά πλαίσια επιλέγονται πάντα σε συνάρτηση με αυτό που επιδιώκει κανείς να μελετήσει. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του συγγραφέα βρίσκεται μια μεγάλη μετατόπιση, από την πολιτική στην κουλτούρα, από τις ανησυχίες για τον εκδημοκρατισμό της πολιτείας στους προβληματισμούς για την ταυτότητα, εθνική ή συλλογική, από την πολιτισμική ομοιογένεια στην πολυπολιτισμική κοινωνία. Πρόκειται για τη μελέτη του πολιτισμικού αποτυπώματος μιας μεγάλης μετάβασης: από τον «ελεύθερο κόσμο» στην Ευρώπη και από το έθνος-κράτος στην παγκοσμιοποίηση. Προφανώς μέσα σε αυτό το μεγάλο χρονικό άνυσμα υπάρχουν εσωτερικές τομές, που αντιστοιχούν, χονδρικά, στο κάθε φορά «τέλος της Μεταπολίτευσης» που έχουν προτείνει κατά καιρούς, επιχειρηματολογώντας βάσιμα, διάφοροι μελετητές. Αφού εξετάσει τα κατά καιρούς θεωρητικά εργαλεία που έχουν προταθεί για τη μελέτη της μεταπολεμικής Ελλάδας, όπως οι θεωρίες της εξάρτησης και η θεωρία του εκσυγχρονισμού, μαζί με τη συναφή αντίληψη περί πολιτισμικού δυϊσμού, στη συνέχεια συζητά μια σειρά κομβικά διλήμματα που ανεφύησαν κατά το τελευταίο τέταρτο του ελληνικού 20ού αιώνα: από τις πολιτισμικές διαστάσεις του εξευρωπαϊσμού μέχρι το βάρος της αρχαιότητας στο εθνικό παρελθόν και από τη σχέση ταυτότητας και θρησκείας έως την αποδοχή της ετερότητας που «επιβάλλει» η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Η λογοτεχνία και το πέρασμα από την ποίηση στο μυθιστόρημα, η μετακίνηση από την τυποποίηση στη γλωσσική ποικιλότητα, τα ΜΜΕ και η μετάβαση από τη μονοφωνία στην πολυφωνία της απορρύθμισης, ο κινηματογράφος και η εστίαση από την ιστορία στην οικογένεια, η νεολαία, το φύλο και η σεξουαλικότητα, αλλά και η εικόνα που διαμορφώνεται για την Ελλάδα στο εξωτερικό, από μια χώρα αρχαίων ερειπίων σε μια χώρα ερείπιο της κρίσης, αποτελούν τα κεντρικά ζητήματα τα οποία εξετάζονται στις σελίδες της μελέτης, που αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη συζήτηση για τη Μεταπολίτευση, αλλά και στην ελληνική πολιτισμική και διανοητική ιστοριογραφία.
Γιώργος Κόκκινος, Ο μακρυγιαννισμός, Θίνες – Τήνελλα
«Κάθε εποχή, όταν δεν δημιουργεί νέους ήρωες, προσαρμόζει τους παλαιούς στα δικά της μέτρα», σημειώνει ο ιστορικός Γιώργος Κόκκινος, ο οποίος, στην ανά χείρας μελέτη του, εξετάζει τις μεταπολιτευτικές τύχες ενός τέτοιου ήρωα, του στρατηγού Μακρυγιάννη. Στην εποχή αυτή εντοπίζεται η μεγαλύτερη πύκνωση της μυθοποίησής του και της ανάδειξής του σε κύριο εκφραστή των ιδανικών της Επανάστασης του 1821, της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας. Έχοντας αναδειχθεί από τη Γενιά του ’30 σε ενσάρκωση της ίδιας της «ελληνικότητας», της ελληνικής λαϊκής ταυτότητας και του αντιστασιακού φρονήματος του ελληνικού έθνους, η κατασκευή αυτού του εξιδανικευμένου Μακρυγιάννη περνά, στη δεκαετία του 1960, στις επεξεργασίες της αριστεράς για την εθνολαϊκιστική ερμηνεία της Επανάστασης του 1821. Όμως η εδραίωση του «μακρυγιαννισμού» θα επέλθει κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της δικτατορίας και των πρώτων της Μεταπολίτευσης, όταν οι έννοιες «λαός» και «έθνος» συμφύρονται και αρχίζουν να κυριαρχούν ο αντιστασιακός εθνικισμός, η αντίθεση στην ξενοκρατία και τον ιμπεριαλισμό. Σε κατεξοχήν πεδίο έκφρασης της κατασκευής του «μακρυγιαννισμού» αναδεικνύεται το έντεχνο λαϊκό τραγούδι που θα κυριαρχήσει στη Μεταπολίτευση. Από αυτό, ο συγγραφέας θα επιλέξει ένα σώμα στιχουργημάτων, γραμμένων από δημιουργούς όπως ο Νίκος Γκάτσος ή ο Μάνος Ελευθερίου και μελοποιημένων από συνθέτες όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Χρήστος Λεοντής, ο Ηλίας Ανδριόπουλος κ.ά., προκειμένου να εξετάσει τη μεγάλη διάδοση και την επίδραση του ιδεολογικού αυτού ρεύματος στη δημιουργία του μεταπολιτευτικού εθνολαϊκισμού. Εξετάζοντας τα τραγούδια για τον Μακρυγιάννη, επισημαίνει δύο διακριτές περιόδους, όπου η πρόσληψη του ήρωα γίνεται διαφοροποιημένα: στα τραγούδια της περιόδου της επταετίας παρουσιάζεται ως ανιδιοτελής λαϊκός αγωνιστής που συνδυάζει τις αξίες του πατριωτισμού και της ελευθερίας, λειτουργώντας ως οιονεί αντιχουντικό σύμβολο· μετά το 1974 μετατρέπεται σε έναν «αδικημένο ήρωα», που εκφράζει τις ματαιωμένες ελπίδες του λαού για «πραγματική» ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία. Στη συνέχεια αναλύονται οι μηχανισμοί μυθοποίησης και κατασκευής του «μακρυγιαννισμού», ενώ προβαίνει και σε μια ιστορική αναδρομή στις διανοητικές και ιδεολογικές ρίζες του. Τέλος, στο Παράρτημα καταγράφονται 18 τραγούδια για τον Μακρυγιάννη, που καλύπτουν ένα χρονικό άνυσμα από το 1967 έως το 2015, δείχνοντας ότι το ιδεολογικό αυτό ρεύμα εξακολουθεί να επιβιώνει μέχρι σήμερα. Η μελέτη του Γιώργου Κόκκινου αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά στην διανοητική και πολιτισμική ιστορία της Μεταπολίτευσης, και μάλιστα σε ένα ελάχιστα μελετημένο πεδίο, αυτό του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.
Γιώργος Πεφάνης, Οι Μυκήνες δεν ήταν το παν, Κάππα Εκδοτική
«Καμπανελλικά ανάλεκτα», γραμμένα σε διαφορετικές περιστάσεις σε ένα εύρος χρόνου που καλύπτει την πρώτη και μέρος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, συγκεντρώνει στον ανά χείρας τόμο ο καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου Γιώργος Πεφάνης. Πρόκειται για δέκα κείμενα, σύντομα άρθρα αλλά και εκτενή μελετήματα, που προσεγγίζουν πτυχές, θεατές και αθέατες, του έργου αυτού που υπήρξε «ο μεγαλύτερος έλληνας δραματουργός του 20ού αιώνα», όπως τον χαρακτηρίζει, χωρίς δισταγμό, ο συγγραφέας. Υπήρξε πολύ μεγάλος «σε μία χώρα με μικρή γλωσσική και, ενίοτε, πολιτική εμβέλεια», υπογραμμίζει. Τα κείμενα που συγκεντρώνονται στον τόμο γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν όσο ο Καμπανέλλης βρισκόταν εν ζωή – μπορούμε, άρα, να υποθέσουμε ότι η αντίδραση του δραματουργού σε αυτά ενσωματώνεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην παρούσα μορφή τους. Η καταγωγική εμπειρία του στρατοπέδου, η λειτουργία της μνήμης και οι απαρχές της καμπανελλικής δημιουργίας, με τα εν πολλοίς άγνωστα έργα Άνθρωποι και ημέρες και Ο κρυφός ήλιος· η ιστορική διάσταση της πολιτικής τριλογίας του (Το μεγάλο μας τσίρκο, Το κουκί και το ρεβίθι, Ο εχθρός λαός)· εξουσία, χρήμα και ηθική στα Τέσσερα πόδια του τραπεζιού· αλλά και θέματα όπως τα θεατρικά τραγούδια του Καμπανέλλη, η σκηνοθετική προσέγγιση του χρόνου στα έργα του, η συγκριτική συνεξέταση της δραματουργίας του πλάι σε αυτήν του Λουίτζι Πιραντέλο, αποτελούν τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους κινείται η αναλυτική προσέγγιση του συγγραφέα, οποίος έχει ασχοληθεί εκτενώς με το έργο του νεοέλληνα δραματουργού, τόσο σε άρθρα όσο και στη μονογραφία Ιάκωβος Καμπανέλλης, ανιχνεύσεις και προσεγγίσεις στο θεατρικό του έργο (Κέδρος, 2000). Η παρούσα έκδοση, που αφορμάται και από την επέτειο της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από τη γέννηση του δραματουργού, εντάσσεται στη σειρά μελετών για τις παραστατικές τέχνες «Θεωρεία», που διευθύνει ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος.
Κώστας Χριστόπουλος, Ο εθνοκεντρικός λόγος στη νεοελληνική τέχνη, Ασίνη
Το έθνος ως εργαλείο ανάλυσης της τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα εξετάζει η ανά χείρας μελέτη, έτσι όπως αποτυπώνεται στη σχετική κειμενογραφία της περιόδου. Ο εθνοκεντρικός στοχασμός, που κυριαρχεί στη μελετώμενη περίοδο, μετατρέπει το έθνος στο κυριότερο εργαλείο κατανόησης και ανάλυσης, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο ερμηνείας των πολιτισμών και των τεχνουργημάτων τους, με βάση το οποίο σημειώνονται συγκλίσεις και αποκλίσεις. Η επικράτηση αυτού του ελληνοκεντρισμού είχε ως αποτέλεσμα: αφενός, την πλήρη αδιαφορία για τον εθνικά άλλο και τη συνεχή πολιτισμική ομφαλοσκόπηση, όπου όσα θαυμαστά συγκαταλέγονται σε ένα από πριν εξιδανικευμένο ελληνικό παρελθόν· αφετέρου, μια δυσχέρεια στην πρόσληψη των διαφορετικών τρόπων του εθνικά άλλου και ένα είδος φόβου, ένα αίσθημα καχεξίας ή υποτέλειας απέναντί του· τέλος, την πίστη στην εθνική ή και φυλετική ανωτερότητα του ελληνικού παραδείγματος. Έτσι, η ύπαρξη ή όχι «ελληνικών στοιχείων» και «χαρακτηριστικών» αναγορεύεται σε ένα από τα βασικότερα κριτήρια αξιολόγησης των έργων τέχνης αλλά και σε «εργαλείο» και μέσο κατανόησής τους. Μέσα από τον λόγο καλλιτεχνών, ιστορικών, θεωρητικών και κριτικών της νεοελληνικής τέχνης, όπως διατυπώθηκε μεταπολεμικά, η παρούσα μελέτη, ουσιαστικά, επαναφηγείται την ιστορία της νεοελληνικής τέχνης, διακρίνοντας τέσσερις διαφορετικές εποχές, οι οποίες αντιστοιχούν σε ισάριθμα κεφάλαια. Στο πρώτο εξετάζονται τα επιχειρήματα που επιδιώκουν τη διάκρισή της από την τέχνη άλλων χωρών, με βάση κάποια ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά, ενώ εξετάζονται τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για να αποδείξουν πως η «αρχή» αυτή, που βρέθηκε υπό την κηδεμονία της Σχολής του Μονάχου, υπήρξε ελάχιστα «ελληνική». Μια δεύτερη «γραμμή» εικαστικής έκφρασης, που θα μπορούσε να αποτελέσει την «αρχή» της νεοελληνικής τέχνης, αναζητήθηκε στη λαϊκή παράδοση και τα μεταβυζαντινά ιδιώματα. Εδώ ο συγγραφέας επιχειρεί να φωτίσει τις ιδεολογικές παραμέτρους της «εθνικοποίησης» της τέχνης αυτής. Μια τρίτη «αρχή» της νεοελληνικής τέχνης, κατά τον Μεσοπόλεμο, αναζητήθηκε στα «λαϊκά» μορφολογικά πρότυπα, που όφειλαν απαραίτητα να μπολιαστούν με τις νεότερες καλλιτεχνικές τάσεις και τα πολλά ρεύματα του μοντερνισμού, οδηγώντας σε μια νέα νεοελληνική «σύνθεση» και έναν ελληνικό μοντερνισμό. Τέλος, μία ακόμα, τέταρτη «αρχή» θα συναντήσουμε απ’ όσους τάχθηκαν υπέρ μιας «εφάμιλλης» προς τα «μεταπρωτοποριακά» εικαστικά πράγματα της Δύσης νεοελληνικής τέχνης, του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ολοκληρώνοντας έτσι ένα διάγραμμα της τέχνης στην Ελλάδα, κατά τους δύο αιώνες της ανεξαρτησίας της.
Γλαύκη Γκότση, Βλέμματα γυναικών στην τέχνη (1850-1900), Νησίδες
Στη συντριπτική πλειονότητα των μελετών του καλλιτεχνικού πεδίου υπάρχει πάντοτε ένας τομέας που πάσχει: αυτός της πρόσληψης. Σε αντίθεση με τα ίδια τα έργα τέχνης ή τις συνθήκες παραγωγής τους, η πρόσληψη ελάχιστα γραπτά ίχνη αφήνει – με την εξαίρεση, βέβαια, της κριτικής, που αφορά έναν ειδικό τρόπο πρόσληψης. Σε αυτόν τον αχαρτογράφητο και εν πολλοίς άγνωστο χώρο στρέφεται η μελέτη της ιστορικού τέχνης Γλαύκης Γκότση, που επιχειρεί να σκιαγραφήσει το γυναικείο κοινό της τέχνης στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα. Πρόκειται για ένα σύνολο ανώνυμων και επώνυμων γυναικών που ήρθαν σε επαφή με καλλιτεχνικά έργα και δημιουργούς, διατύπωσαν κρίσεις και εξέφρασαν τη γνώμη τους γι’ αυτά, αλλά και για το παρελθόν, το παρόν ή και το μέλλον της τέχνης. Ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες και μέσα από ποιες διαδρομές βρέθηκαν να παίζουν αυτό τον ρόλο; Ποιες εικαστικές παραστάσεις τις έλκουν ή τις απωθούν και κάτω από ποιες προϋποθέσεις; Με ποιον τρόπο και με τι όρους αποτιμούν τα έργα που σχολιάζουν; Πώς τοποθετούνται απέναντι στις κυρίαρχες ιστορικές αφηγήσεις και αντιλήψεις περί καλλιτεχνικής δημιουργίας; Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει η συγγραφέας, αξιοποιώντας δημοσιευμένες πηγές και αρχειακό υλικό. Η μελέτη εντοπίζει τις επισκέπτριες των καλλιτεχνικών εκθέσεων, αφουγκράζεται τα σχόλια για καλλιτέχνες και έργα, παρακολουθεί τις συγγραφείς πραγματειών και κειμένων για την αρχαία ή τη νεότερη τέχνη. Παράλληλα, εξετάζονται οι απόψεις γνωστών γυναικείων προσωπικοτήτων της εποχής, όπως η Καλλιρρόη Παρρέν και η Καλλιόπη Κεχαγιά, αναδεικνύεται η ποικιλία των ενδιαφερόντων και των θέσεων διαφορετικών θεατριών και επισημαίνεται ο βαθμός στον οποίο το φύλο επηρεάζει τόσο το ύφος του λόγου και τα είδη της γραφής όσο και τη στάση του κοινού σε σχέση με θέματα όπως το γυμνό, οι εικαστικές απεικονίσεις γυναικείων μορφών, οι καλλιτέχνιδες.
Δ. Δημητρόπουλος – Β. Καραμανωλάκης (επιμ.), Μηχανισμοί ελέγχου και πειθάρχησης, 19ος – 20ός αι., ΕΙΕ
«Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει» λέμε συχνά, κάποτε και με αυτοκριτική διάθεση. Μια πλατύτερη και περισσότερο διεισδυτική ματιά, όμως, δείχνει ότι μηχανισμοί και τεχνογνωσίες πειθάρχησης και ελέγχου υπήρξαν πάντοτε παρόντες και διαθέσιμοι στον ελλαδικό χώρο, ακόμη και πριν τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Χρησιμοποιήθηκαν από διαφορετικούς θεσμούς, κυρίαρχα κρατικούς, προκειμένου να διαμορφώσουν, μέσω της επιβολής τους, τα υποκείμενα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα, αξιολογώντας, ιεραρχώντας, κατατάσσοντας, διαμορφώνοντας σχέσεις και συμπεριφορές. Παράλληλα, η δράση και η αντίδραση των υποκειμένων αυτών και οι πρακτικές που υιοθετούν για να τους αντιμετωπίζουν μετασχηματίζουν τους ίδιους τους μηχανισμούς, αποτυπώνοντας όχι μια παθητική μονοσήμαντη σχέση αλλά, αντιθέτως, ένα πεδίο συνεχών διαπραγματεύσεων και αμοιβαίων μεταβολών. Στον παρόντα τόμο, εννέα ερευνητές και ερευνήτριες προσεγγίζουν συγκεκριμένους μηχανισμούς πειθάρχησης και ελέγχου, εξετάζοντας τη συγκρότηση, το θεσμικό πλαίσιο, τη στελέχωση, το έργο, τις πρακτικές, την απήχηση και τη λειτουργία τους μέσα στην ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για μηχανισμούς και πρακτικές που συγκροτήθηκαν πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, από τους αρματολούς μέχρι την υιοθέτηση των αντιποίνων και της έννοιας της συλλογικής ευθύνης, κι από τα πρώτα αστυνομικά σώματα μέχρι τη στρατιωτική ιατρική και τη δημόσια υγεία (Μαρία Ανεμοδουρά, Βάσω Σειρηνίδου, Δημήτρης Δημητρόπουλος, Θανάσης Μπαρλαγιάννης)· κατά τον Μεσοπόλεμο, από τα πειθαρχικά συμβούλια του Πανεπιστημίου μέχρι την υπό συγκρότηση Αστυνομία Πόλεων (Αγγελική Χριστοδούλου, Αχιλλέας Φωτάκης)· κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, από τον ιατρικοποιημένο αντικομμουνιστικό λόγο και τους ψυχιατρικούς μηχανισμούς μέχρι τον μηχανισμό δικαιοσύνης ανηλίκων ή τους φακέλους πολιτικών φρονημάτων (Μάγδα Φυτιλή, Έφη Αβδελά, Βαγγέλης Καραμανωλάκης).
Βασίλης Πισιμίσης, Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι, Μωβ Εκδόσεις
Ονόματα μυθικά, τουλάχιστον για τους νεότερους, στενά δεμένα με το πειραϊκό περιθώριο και τις δραστηριότητές του, από την έλευση των προσφύγων του ’22 μέχρι και τα τέλη του αιώνα, αποτελούν σήμερα μνημονικούς τόπους ξεκομμένους από τον χώρο της πόλης, αλλά και από τους ανθρώπους που τους ζωντάνευαν. Μανιώδης συλλέκτης και μελετητής της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά ο συγγραφέας, διασώζει στις σελίδες του βιβλίου του ένα πλήθος σπάνιων τεκμηρίων (χάρτες, σχεδιαγράμματα, πρωτότυπο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό), αλλά και τη φωνή των ίδιων των υποκειμένων: εκείνων των γυναικών και των ανδρών που έζησαν, εργάστηκαν και διασκέδασαν στην Τρούμπα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι προφορικές μαρτυρίες που καταγράφονται στις σελίδες του αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για πτυχές της σεξεργασίας, τις ταξικές και έμφυλες σχέσεις που διαμορφώνονταν σε αυτό το πλαίσιο, για τους κώδικες τιμής κ.λπ. Οι μαρτυρίες τους αποτελούν πολύτιμες πηγές συλλογικής μνήμης για το περιβάλλον της μαγκιάς, την ταξική της διαστρωμάτωση, τις έμφυλες σχέσεις και τις πολιτισμικές εκφάνσεις μιας εποχής που ανασύρεται από τη λήθη. Μέσα από αυτές τις βιωματικές αφηγήσεις χαρτογραφείται η ανθρωπογεωγραφία του κοινωνικού περιθωρίου, όχι μονάχα στους μνημονικούς τόπους του τίτλου αλλά και σε περιοχές όπως τα Λεμονάδικα, οι Λαμαρίνες, οι Ελιές και διάφορα άλλα στέκια και πιάτσες του Πειραιά. Ο συγγραφέας δεν είναι ούτε ανθρωπολόγος ούτε ιστορικός· την ιστορική πλαισίωση αναλαμβάνει να κάνει συνοπτικά στον πρόλογό του ο Νίκος Μπελαβίλας, καθώς και ο Λεωνίδας Οικονόμου στο επίμετρο. Ο συγγραφέας αρκείται στον τίτλο του «συλλέκτη»: αν αυτό αντανακλά στην χαλαρότερη οργάνωση του υλικού, προσδίδει όμως στο αποτέλεσμα αναμφίβολη ζωντάνια και αναγνωσιμότητα…
Ηλίας Πετρόπουλος, Για τους Εβραίους της Σαλονίκης, Καπόν
Μπορεί να μη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Ηλίας Πετρόπουλος, όμως εγκαταστάθηκε εκεί σε τρυφερή ηλικία, στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Έτσι, η παιδική και εφηβική του ηλικία σημαδεύτηκε από την προπολεμική πόλη και τους κατοίκους της, με τα παιδιά των οποίων έπαιζε στους ίδιους δρόμους. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια εβραιούπολη, γράφει κατηγορηματικά, τουλάχιστον μέχρι την Κατοχή, την καταστροφή της εβραϊκής της κοινότητας από τους Ναζί και τη μνημοκτονία που ακολούθησε – με θύτες, αυτή τη φορά, όσους επωφελήθηκαν ή όσους, φρονίμως ποιούντες, εσιώπησαν… Το βιωματικό υλικό που είχε συσσωρεύσει αναδυόταν συχνά με σποραδικές αναφορές στα γραπτά του (ήδη από τα Ρεμπέτικα τραγούδια), όμως το μοναδικό βιβλίο του αφιερωμένο αποκλειστικά σε εβραϊκό θέμα κυκλοφόρησε το 1983, αφιερωμένο στη μνήμη των θυμάτων. Στην ίδια δεκαετία ανήκουν και τα κείμενα που συγκέντρωσε ο ερευνητής Αχιλλέας Φωτάκης στον ανά χείρας τόμο. Πρόκειται, στις περισσότερες των περιπτώσεων, για κείμενα παρέμβασης, πολεμικής θα έλεγε κανείς, δημοσιευμένα κυρίως στα περιοδικά Σχολιαστής και Ιχνευτής. Ο Πετρόπουλος παρεμβαίνει με τον δικό του, εκρηκτικό τρόπο σε μια εποχή που η ηγεμονική θέση του ελληνικού εθνικισμού («Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες»), λίγο πριν τη λαίλαπα του «Μακεδονικού», επιτρέπει την αναβίωση και του αντισημιτισμού. Όμως δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να εντάξουμε την παρέμβαση του Πετρόπουλου και στο κύμα μαρτυριών για το Ολοκαύτωμα, που αρχίζει να παρουσιάζεται την ίδια δεκαετία – άλλωστε ορισμένα από τα κείμενα έχουν πολύ πιο έντονο βιωματικό χαρακτήρα από τα κείμενα πολεμικής. Αν εξαιρέσει κανείς αυτά τα τελευταία, και το πολύτιμο συναισθηματικό φορτίο τους (όπου, μάλιστα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τον αντιφατικό τρόπο με τον οποίο ανακαλείται το βιωμένο παρελθόν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές), τα υπόλοιπα κείμενα μπορεί να μην προσθέτουν σήμερα κάτι στις γνώσεις μας, αποτελούν όμως μνημείο του πνευματικού θάρρους και της παρρησίας του Πετρόπουλου στην επίθεσή του στον ελληνικό εθνικισμό…
Στέλλα Σαλέμ, Τα χαμένα παιδιά της Θεσσαλονίκης, Επίκεντρο
Με την κυκλοφορία του παρόντος δεύτερου τόμου ολοκληρώνεται η παρουσίαση της κοπιώδους έρευνας της συγγραφέως, που διήρκεσε περισσότερα από οκτώ χρόνια, προκειμένου να ταυτοποιηθούν και να αποδοθούν τα ονόματά τους σε καθένα από τα 15.000 περίπου παιδιά της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης που οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς και εξοντώθηκαν, καθώς και σε εκείνα τα ελάχιστα που είτε διασώθηκαν και επέστρεψαν είτε παρέμειναν κρυμμένα σε χριστιανικές οικογένειες. Ο πρώτος τόμος, αφορούσε Τα παιδιά που δεν έβαλαν το άστρο (University Studio Press, 2017), δηλαδή όσα γεννήθηκαν από το 1937 έως το 1943, ο παρών αφορά τα Παιδιά σχολικής ηλικίας, γεννημένα από το 1925 και εντεύθεν, ενώ και οι δύο κυκλοφορούν με την υποστήριξη του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης. Χρειάστηκαν οκτώ χρόνια ερευνών στο Ληξιαρχείο του Δήμου Θεσσαλονίκης και διασταύρωση των στοιχείων στα αρχεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας, του Ιδρύματος Γιαντ Βασέμ (που, καθόλου τυχαία, κατά λέξη μεταφράζεται: «ένα μνημείο και ένα όνομα») και άλλων οργανισμών, προκειμένου «να διαφυλάξουμε ζωντανή την ιστορία τους και να τα μνημονεύσουμε όχι απλά και μόνο ως μια ανώνυμη ομάδα αλλά το καθένα ως το ξεχωριστό πρόσωπο που γεννήθηκε και υπήρξε», όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο ιστορικός Τώνης Μόλχο. Σύμφωνα με όσα προκύπτουν από την έρευνα της Στέλλας Σαλέμ, περίπου 500 παιδιά σχολικής ηλικίας σώθηκαν, από ένα σύνολο 10.000 που εκτοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, ενώ στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας ο απολογισμός είναι τραγικότερος, αφού από 4.500 που οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς, μονάχα 100 σώθηκαν. Η συγκρότηση αυτού του ανεκτίμητου αρχείου «εβραιοπαίδων» από την Στέλλα Σαλέμ δεν αποδίδει μονάχα ένα όνομα στα νεκρά παιδιά, αλλά και ένα μνημείο για τις επόμενες γενιές…
Νίκος Μούδουρος, Διεκδικώντας την πατρίδα, Ψηφίδες
Στην εξίσωση του Κυπριακού, έτσι όπως διαμορφώθηκε εδώ και 70 σχεδόν χρόνια, οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν έναν σχεδόν «αόρατο» παράγοντα. Για τους περισσότερους Ελληνοκύπριους, οι συμπατριώτες τους είναι απλά πιόνια της Τουρκίας, χωρίς δική τους, αυτόνομη βούληση και δράση. Την αντίληψη αυτή συμμερίζεται η ελληνική πολιτική απέναντι στο Κυπριακό, διαιωνίζοντας την αποικιοκρατική λογική με την οποία αντιμετώπιζε ανέκαθεν τον τουρκικό εθνικισμό (και η οποία οδήγησε στην ήττα του ελληνικού εθνικισμού τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στην Κύπρο). Όσο κι αν φανεί παράδοξο, παρόμοια αντίληψη διατήρησε και το τουρκικό κατεστημένο, που αντιμετώπιζε τους Τουρκοκύπριους σαν ένα πληθυσμό που έπρεπε να «διαπαιδαγωγηθεί» εθνικά. Όμως η τουρκοκυπριακή κοινότητα αποτελεί έναν παράγοντα άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο διαφοροποιημένο από την Τουρκία και την πολιτική της, ο οποίος χαρακτηρίζεται από εσωτερικές αντιθέσεις, ανταγωνισμούς και συγκρούσεις. Όπως δείχνει στη μακροχρόνια έρευνά του ο τουρκολόγος Νίκος Μούδουρος, ένα τμήμα της εθνοτικής ομάδας των Τουρκοκυπρίων, κατά την πεντηκονταετία του διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων, συγκροτείται σε αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση, δηλαδή ένα κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο σε αντιπαράθεση με το τουρκικό κράτος και τον τουρκοκυπριακό εθνικισμό. Στην ανά χείρας μελέτη, εξετάζεται η περίοδος από τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64 και τη διαβίωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε κατάσταση πολιορκίας, μέχρι τις κινητοποιήσεις στο Βορρά, την υπερψήφιση του σχεδίου Ανάν για την επανένωση της Κύπρου, το 2004, και το τέλος του καθεστώτος Ντενκτάς. Παράλληλα, αναλύει τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στους τουρκοκυπριακούς θυλάκους της περιόδου 1964-1974, αλλά και στο αποσχιστικό κράτος της Βόρειας Κύπρου που επέβαλε η τουρκοκυπριακή δεξιά σε συνεργασία με την Τουρκία. Στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών εξετάζεται και η συγκρότηση της τουρκοκυπριακής αριστεράς, αλλά και των κοινωνικών κινημάτων που, ιδιαίτερα στην αρχή του 21ου αιώνα, πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το Διεκδικώντας την πατρίδα αποτελεί μία ακόμη πρωτότυπη μελέτη που εντάσσεται στην εξαιρετική κυπρολογική σειρά «Ρότσος» που δημιούργησε ο εκδοτικός οίκος Ψηφίδες από τη Θεσσαλονίκη.
Μαρία Τοντόροβα, Το παιχνίδι της κλίμακας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Η συγγραφέας του ανά χείρας τόμου αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικούς των Βαλκανίων – και της Δυτικής φαντασίωσής τους (όπως τιτλοφορείται η ελληνική έκδοση του διάσημου έργου της Imagining the Balkans). Στο έργο της ανέλυσε τον δυτικό «βαλκανισμό» ως ένα εξουσιαστικό βλέμμα που δημιουργεί τις στερεοτυπικές εικόνες της «καθυστέρησης» και της «αγριότητας» τις οποίες επιδιώκει να επιβάλει. Παίζοντας με τις κλίμακες παρατήρησης του αντικειμένου της, από το μακροσκοπικό μέχρι το μικροσκοπικό, η Μαρία Τοντόροβα διατρέχει τα Βαλκάνια από τους εθνικισμούς στη μετασοσιαλιστική νοσταλγία, όπως επισημαίνει ο υπότιτλος. Πρόκειται για μια συλλογή δοκιμίων, η ιδέα για την οποία γεννήθηκε κατά την αναγόρευσή της σε επίτιμη διδάκτορα του Παντείου Πανεπιστημίου και ήρθε σε πέρας χάρη στην επιμέλεια του Ανδρέα Λυμπεράτου, ο οποίος έγραψε και την εισαγωγή. Η κριτική της ευρωκεντρικής θεωρίας του εκσυγχρονισμού και των εκπορευόμενων από αυτήν προσεγγίσεων των ανατολικοευρωπαϊκών εθνικισμών, καθώς και το συναφές ζήτημα των χρονικοτήτων της νεωτερικότητας, δηλαδή η «παγίδα της καθυστέρησης», απασχολεί το πρώτο από τα δεκαεπτά κείμενα που περιλαμβάνονται στον ανά χείρας τόμο. Στη συνέχεια, τα επόμενα κείμενα εξετάζουν τα Βαλκάνια ως αναλυτική κατηγορία, μέσα από τις τρεις διαστάσεις τις οποίες αναγνωρίζει η Τοντόροβα στη λέξη: το όνομα, τη μεταφορά και την ιστορική κληρονομιά. Παράλληλα, η ιστορικός εμπλέκεται σε έναν ιδιαίτερα ζωντανό αμφίπλευρο διάλογο: αφενός, με τους οπαδούς των μεταποικιακών σπουδών, θεωρώντας εννοιολογικά απαράδεκτη τη χρήση του αποικιοκρατικού πλαισίου ανάλυσης για την οθωμανική ή την αψβουργική αυτοκρατορία· αφετέρου, με εκείνους που την κατηγορούν για μεταμοντέρνο σχετικισμό, επανερχόμενη στα ρεάλια, προκειμένου να εμβαθύνει τη θεώρησή της για τα Βαλκάνια ως ιστορική κληρονομιά και να προσεγγίσει κριτικά τη χρήση ιστορικογεωγραφικών εννοιών, επιβεβαιώνοντας το ενδιαφέρον της για την «οντολογία» των Βαλκανίων και όχι μόνο την χρήση τους ως μεταφορά. Ο σύμμεικτος τόμος ολοκληρώνεται με κείμενα αναστοχασμού πάνω στην εμπειρία και τη μνήμη της Βουλγαρίας, της γενέτειράς της, πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εξετάζει τον βουλγαρικό εθνικισμό, τις διεργασίες διαμόρφωσής του αλλά και τη συμπλοκή του με τις κοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες στη σοσιαλιστική Βουλγαρία. Τέλος, εξετάζει την εμπειρία της μετασοσιαλιστικής Βουλγαρίας και τους πολέμους της μνήμης απέναντι σε μια κοινή, αλλά αμφισβητούμενη κληρονομιά, αυτή της κομμουνιστικής εμπειρίας.
Σταύρος Ζουμπουλάκης (επιμ.), Για τον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα αποτελέσει, άραγε, ένα γεγονός από αυτά που αποκαλούμε συνήθως «κοσμοϊστορικά», με συνέπειες ανάλογες με αυτές της επίθεσης ενάντια στους Δίδυμους Πύργους την 11η Σεπτεμβρίου; Άγνωστό. «Βρισκόμαστε ακόμη μέσα στο γεγονός και η κατανόηση αυτού που πραγματικά συμβαίνει είναι αναγκαστικά περιορισμένη», σημειώνει σωστά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης προλογίζοντας το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο, το οποίο εντάσσεται στη σειρά «Λόγος», όπου δημοσιεύονται οι ομιλίες που πραγματοποιούνται στον ομώνυμο κύκλο εκδηλώσεων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Η εκδήλωση, που διοργανώθηκε, κυριολεκτικά, εν θερμώ, τον Απρίλιο του 2022, δεν φιλοδοξούσε να προσφέρει στον ακροατή –και τώρα αναγνώστη– κάποια πρωτότυπη και εις βάθος ανάλυση· ήταν περισσότερο μια κίνηση συμπαράστασης και, όπως το θέτει, στο προλόγισμά του ο πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της ΕΒΕ, η ανάγκη «να μιλήσουμε με τις σωστές λέξεις: να μιλήσουμε για πόλεμο και όχι για “ειδική επιχείρηση”, να μιλήσουμε για εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία». Στοιχεία «Εισαγωγικά στην ιστορία της Ουκρανίας» περιλαμβάνει το κείμενο του Γιώργου Τσακνιά, στο οποίο ο ιστορικός ερευνητής και μεταφραστής αναφέρεται συνοπτικά στους Ανατολικούς Σλάβους και στη διαδικασία εθνογένεσης διακριτών εθνών, ανάμεσα στα οποία το ουκρανικό και το ρωσικό. Στο κείμενο αποδομούνται τα επιχειρήματα με τα οποία ο ρώσος πρόεδρος αρνήθηκε την εθνική υπόσταση των Ουκρανών, ως μία επιπλέον αφορμή για την εισβολή. Στη συνέχεια ο Δημήτρης Χριστόπουλος, διαβεβαιώνοντας ήδη από τον τίτλο ότι «Θα είναι μακρά η δοκιμασία», εξετάζει τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο ως αποτυχία του μεταψυχροπολεμικού συμβολαίου στην Ευρώπη. Η αμέριστη καταδίκη της εισβολής και η απαίτηση για άμεση διακοπή των εχθροπραξιών και αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από το έδαφος της Ουκρανίας δεν μπορεί παρά να συμπληρώνεται από την αναγνώριση της ανάγκης για την προετοιμασία της «επόμενης μέρας». Εκείνης μιας δύσκολης ειρήνης, αφού τους δύο λαούς χωρίζει, για μια ακόμη φορά, αίμα, αλλά και μιας ειρήνης που δεν θα αποκλείει τη Ρωσία από το σχεδιασμό μιας κοινής ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Ούτε η ρωσοφοβία ούτε η ρωσοφιλία μπορούν να αποτελέσουν οδηγό σε μια τέτοια κατεύθυνση, καταλήγει. Αρκετά οξύτερος στη δική του παρέμβαση, με τίτλο «Η ρωσική οδός της βίας και του πολέμου», ο Σταύρος Ζουμπουλάκης αναφέρεται στον αντιδημοκρατικό, εν πολλοίς, χαρακτήρα της ρωσικής μετάβασης, αλλά και στη λειτουργία του Πατριάρχη Κύριλλου ως ιδεολογικού μηχανισμού του καθεστώτος Πούτιν. Επισημαίνει την ανάγκη συμπαράστασης («να κάνουμε τα πάντα για να υπερασπιστούμε την Ουκρανία», επισημαίνει) και εμμονής στις οικονομικές κυρώσεις, χωρίς όμως να επιτρέψουμε στη δικτατορία Πούτιν να απομονώσει τη Ρωσία και τον ρωσικό πολιτισμό από την Ευρώπη.
Σωτήρης Ρούσσος, Επανάσταση και εξέγερση στη Μέση Ανατολή, Gutenberg
Πόσο γνωρίζουμε τη Μέση Ανατολή; Μολονότι μέχρι τη δεκαετία του 1970 η Ελλάδα κατατασσόταν, τουλάχιστον από τις υπηρεσίες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στο γεωπολιτικό της περιβάλλον και έκτοτε κάθε αναταραχή στις εύθραυστες ισορροπίες στην περιοχή αντανακλά και στη χώρα μας, φαίνεται πως για το ευρύ κοινό παραμένει, ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά, terra incognita. Το αποδεικνύει περίτρανα η μελέτη του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και υπεύθυνου του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, Σωτήρη Ρούσσου, που επικεντρώνεται σε δύο μείζονα επαναστατικά γεγονότα που άλλαξαν τη μορφή της Μέσης Ανατολής, αλλά για τα οποία γνωρίζουμε ελάχιστα. Πρόκειται για τη Μεγάλη Αραβική Εξέγερση που συντάραξε τη μεσοπολεμική Παλαιστίνη (1936-1939), η οποία διαμόρφωσε, εν πολλοίς, τις συνθήκες υπό τις οποίες θα διεξαχθεί η αραβο-ισραηλινή σύγκρουση, η οποία δεν έχει συγκεντρώσει το ανάλογο ενδιαφέρον της διεθνούς βιβλιογραφίας· και, βέβαια, για την πολύ γνωστότερη, όχι όμως στις λεπτομέρειές της, Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν (1979). Βασικό ερώτημα του συγγραφέα είναι ο τρόπος που τα επαναστατικά φαινόμενα επιδρούν στους περιφερειακούς συσχετισμούς και στις διεθνείς σχέσεις. Για να το διερευνήσει προχωρά σε μια μακροϊστορική ανάλυση των συνθηκών που διαμορφώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα στην οθωμανική, και κατόπιν στην υπό βρετανική εντολή, Παλαιστίνη, καθώς και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης του πληθυσμού της. Μολονότι η μακρόχρονη εξέγερση θα οδηγηθεί σε αποτυχία, κατά τη διάρκειά της και ως ανταπόκριση σε αυτήν διαμορφώθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά του υπερεθνικού πολιτικού Ισλάμ, αλλά και ένα μεγάλο παναραβικό ρεύμα, που αποτέλεσε το πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκαν αναγκαστικά τα νεότευκτα αραβικά κράτη. Παρόμοια μεθοδολογία ακολουθείται και για την ανάλυση της Ιρανικής Επανάστασης, αφού εξετάζεται η συγκρότηση της ιρανικής μοναρχίας και το μπλοκ εξουσίας που την στήριζε ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι γεωπολιτικοί προσανατολισμοί, η πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ και οι απόπειρες εκσυγχρονισμού από τα πάνω, που πήραν χαρακτηριστικά κοινωνικής μηχανικής. Απέναντί του, μια κρίσιμη κοινωνική συμμαχία του κατώτερου κλήρου και των μικρομεσαίων εμπόρων του παζαριού, θα οδηγήσει στη μοναδική επιτυχημένη λαϊκή εξέγερση στην περιοχή. Μέσα από εσωτερικές συγκρούσεις και θεωρητικές διαμάχες, που αναλύονται εκτενώς, η Ισλαμική Επανάσταση συγκρότησε μια εναλλακτική μορφή κρατικής οργάνωσης, που αμφισβητούσε το διεθνές status quo, ανοίγοντας ένα ολότελα νέο κεφάλαιο στη διεθνή πολιτική.
Richard Evans, Θεωρίες συνωμοσίας για τον Χίτλερ, Αλεξάνδρεια
Η παρανοϊκή φαντασία συνδεόταν ανέκαθεν με το Τρίτο Ράιχ – πόσες φορές κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν δεν χαρακτηρίστηκε ο Χίτλερ «παρανοϊκός»; Αν και ήταν ένας βολικός χαρακτηρισμός προκειμένου να μετατεθεί το βάρος της ευθύνης από τους ώμους των γερμανών πολιτών, οι θεωρίες συνωμοσίας και οι συναφείς ανορθολογικοί φόβοι ή μύθοι ήταν ευρέως διαδεδομένοι, τόσο στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης όσο και στο Τρίτο Ράιχ. Ένας από τους κορυφαίους ιστορικούς του ναζισμού, ο Ρίτσαρντ Έβανς επικεντρώνεται στον παρόντα τόμο, με τρόπο εξαντλητικό, στην ανασκευή ορισμένων από αυτούς τους μύθους αλλά και των επιβιώσεών τους στον 21ο αιώνα – όπως λέει, άλλωστε, και ο ίδιος ο συγγραφέας, πρόκειται για «ένα βιβλίο για τους δικούς μας ταραγμένους καιρούς». Πέντε περιπτώσεις, διαφορετικές μεταξύ τους, διερευνά εδώ ο Έβανς. Η πρώτη αφορά τα διαβόητα Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών και την επίδραση που είχαν στη συγκρότηση της χιτλερικής ιδεολογίας, όπου αποδεικνύεται πως, παρά τη διάδοσή τους στη γερμανική κοινή γνώμη, η αναφορά τους από τον Χίτλερ υπήρξε περιορισμένη. Η δεύτερη σχετίζεται με το «πισώπλατο χτύπημα», τον μύθο, δηλαδή, σύμφωνα με τον οποίο ο γερμανικός στρατός δεν ηττήθηκε το 1918 στο πεδίο της μάχης, αλλά υποχώρησε λόγω των κινητοποιήσεων των σοσιαλιστών και του εργατικού κινήματος. Βήμα το βήμα, ο ιστορικός καταρρίπτει τον ισχυρισμό, καταδεικνύοντας τις χρήσεις του μυθεύματος αυτού τόσο από το γερμανικό επιτελείο όσο και από τους αντιπάλους της Δημοκρατίας. Η πυρπόληση του Ράιχσταγκ, που η Κομμουνιστική Διεθνής απέδωσε στους ναζί, είναι ένας ακόμη μακροβιότατος μύθος, αριστερός αυτή τη φορά. Ο Έβανς δείχνει τόσο το άτοπο της ναζιστικής συνωμοσίας όσο και την εκμετάλλευση από τους Ναζί της ευκαιρίας που τους προσφέρθηκε. Η πτήση του Ρούντολφ Ες στη Βρετανία τον Μάιο του 1941 και η σύνδεσή της με ένα υποτιθέμενο «κόμμα της ειρήνης» και δήθεν ειρηνευτικές προτάσεις που μετέφερε ο, παραμερισμένος τότε, υψηλόβαθμος ναζί, μας οδηγεί στις θεωρίες συνωμοσίας που σχετίζονται και με την εποχή μας, καθώς οι οπαδοί της ισχυρίζονται ότι αν οι «προτάσεις» γίνονταν δεκτές η πορεία του πολέμου και άρα της παγκόσμιας ιστορίας θα ήταν διαφορετική. Όμως τέτοιου είδους «προτάσεις» δεν κομίζονταν, όπως αποδεικνύει η έρευνα. Τέλος, ο Έβανς καταπιάνεται με το «ιερό δισκοπότηρο» των θεωριών συνωμοσίας: Διέφυγε ο Χίτλερ από το υπόγειο καταφύγιο στο Βερολίνο και έζησε μια ήρεμη ζωή μέχρι τα βαθιά γεράματα στην Αργεντινή; Εδώ ο ιστορικός όχι μονάχα τεκμηριώνει γιατί μια τέτοια απόδραση ήταν αδύνατη αλλά και τις χρήσεις αυτής της «θεωρίας» από διάφορους, δημοφιλείς και ευπώλητους, ακροδεξιούς συνωμοσιολόγους στις μέρες μας.
Henri Lefebvre, Η εισβολή του Μάη, Εκτός Γραμμής
Γραμμένο «εν θερμώ», στο διάστημα Μαΐου-Ιουνίου 1968, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, το ανά χείρας δοκίμιο αποτελεί μια «ψυχρή», αποστασιοποιημένη μελέτη του «συμβάντος» του Μάη του ’68, από έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτού που αποκλήθηκε «δυτικός μαρξισμός», του Ανρί Λεφέβρ (1901-1991), το έργο του οποίου συνδέθηκε με την κριτική της καθημερινής ζωής, της παραγωγής του κοινωνικού χώρου, τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην πόλη – αν και εκτείνεται σε πολύ περισσότερα πεδία, από το αμιγώς φιλοσοφικό μέχρι εκείνο της αντιφασιστικής παρέμβασης κ.λπ. Η παρούσα συμβολή του αποτελεί μια προσπάθεια ενεργού παρέμβασης στα πολιτικά γεγονότα που γεννιούνταν και εξελίσσονταν με καταιγιστικούς ρυθμούς γύρω του, στα οποία διέβλεπε τόσο τις προοπτικές όσο και τα αδιέξοδα, ενώ την ίδια στιγμή, με τη διανοητική του παρέμβαση ανανέωνε τα εννοιολογικά εργαλεία της μαρξιστικής θεωρίας. Έτσι, Η εισβολή του Μάη προσφέρει στον σημερινό αναγνώστη μια ενδελεχή μελέτη της εποχής, τόσο της κρίσης του γκωλικού κράτους όσο και των μορφών που έλαβε η αντίδραση του φοιτητικού κινήματος – και μάλιστα από έναν «αυτόπτη», αφού ο Λεφέβρ από το 1965 δίδασκε στο νέο, τότε, Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, όπου έγιναν οι πρώτες καταλήψεις και γεννήθηκε το Κίνημα 22 Μάρτη που πρωταγωνίστησε στα γεγονότα και μέσα από το οποίο αναδείχθηκε ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ. Παράλληλα, ο Λεφέβρ, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, καταθέτει τον προβληματισμό του για μια σειρά ευρύτερα ζητήματα, όπως ο ρόλος της σύγχρονης κριτικής μαρξιστικής θεωρίας, η σχέση επανάστασης και μεταρρύθμισης, η βία του κράτους και της εξέγερσης, η αυτοδιαχείριση, ο αυθορμητισμός, ο ρόλος του πανεπιστημίου, η νέα αστεακή πραγματικότητα της μεταπολεμικής εποχής κ.ά. Έτσι, η ανά χείρας έκδοση προσφέρει, αφενός, ένα ιστορικό ντοκουμέντο μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής και, αφετέρου, ένα εγχείρημα θεωρητικοποίησης του πολιτικού…
Δημήτρης Χριστόπουλος, Ταξίδι στο κράτος: Κυριαρχία, δίκαιο, δικαιώματα, Πόλις
Η έννοια του «ταξιδιού», που χρησιμοποιεί για να ορίσει το θέμα του βιβλίου του ο συγγραφέας, μπορεί να χρησιμοποιείται μεταφορικά, όμως ολοκληρώνοντάς το ο αναγνώστης δύσκολα μπορεί να αποφανθεί με βεβαιότητα αν επρόκειτο για μεταφορικό ή κυριολεκτικό ταξίδι, αφού διατηρεί την αίσθηση ότι πραγματοποίησε μια περιήγηση στο νεωτερικό κράτος και στις έννοιες που συνδέονται αναπόσπαστα μαζί του, όπως είναι η κυριαρχία, το δίκαιο και τα δικαιώματα. Ένας ταξιδιωτικός οδηγός στον άλλοτε σκοτεινό και βίαιο κι άλλοτε πνευματικό και συναινετικό κόσμο του σύγχρονου κράτους –που ακριβώς εξαιτίας αυτής της διπλής του φύσης ο συγγραφέας πολύ επιτυχημένα παρομοιάζει με τον μυθικό Κένταυρο– με ενδιάμεσους σταθμούς τους διανοητές εκείνους που εννοιολόγησαν και θεμελίωσαν θεωρητικά την κρατική κυριαρχία, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Χομπς, τον Σπινόζα, τον Ρουσσώ και τον Μαρξ, μέχρι τον Καρλ Σμιτ ή τον Πουλαντζά. Μια επίσκεψη στην ιστορική διαδρομή των εννοιών που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα για να μιλήσουμε για το κράτος αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου και, ταυτόχρονα, ένα γοητευτικό ταξίδι στην ευρωπαϊκή ιστορία, από τον Μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας, την εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, στους πολέμους μέσα από τους οποίους αναδύθηκαν τα κράτη και στην παράλληλη ανάδυση του καπιταλισμού. Στο δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας επιστρέφει σε μια περισσότερο θεωρητική αφήγηση (γραμμένη με γλαφυρό ύφος και έγκυρο αλλά προσιτό τρόπο, τέτοιο που να μην αποκλείει κανέναν αναγνώστη, χωρίς να καταφεύγει σε απλουστεύσεις), εγκύπτοντας στις βασικές έννοιες που αποτελούν συστατικά στοιχεία του κράτους, όπως ο λαός και το έθνος, η επικράτεια, ο αποκλεισμός και η συμπερίληψη των πολιτών και, τέλος, η κομβική έννοια της κυριαρχίας. Απέναντι στο κράτος και την κυριαρχία, τοποθετούνται το δίκαιο και τα δικαιώματά μας, με τα οποία καταπιάνεται το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου. Οι πηγές του δικαίου και οι ορισμοί του, οι διάφορες ταξινομήσεις (δημόσιο, ιδιωτικό, διεθνές δίκαιο κ.λπ.), αλλά και ο «νόμος των νόμων», δηλαδή το Σύνταγμα, και, τέλος, το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα απασχολούν αυτό το μέρος. Το ταξίδι που προτείνει στους αναγνώστες του ο Χριστόπουλος δεν έχει χάπυ εντ· κι αυτό γιατί δεν έχει καν τέλος: αγκαλιάζει την αβεβαιότητα, αφήνοντας, την ίδια στιγμή, χώρο στην ελπίδα…
Θανάσης Γκιούρας, Το κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας του Καρλ Μαρξ, Εστία
Ο θάνατος του Μαρξ και του έργου του έχουν αναγγελθεί σε εκατοντάδες περιπτώσεις –στην εποχή μας αυτό γίνεται με ακόμη μεγαλύτερη συχνότητα. Κάθε φορά όμως, όπως συνέβη και με το περίφημο «τέλος της ιστορίας», η αναγγελία διαψεύδεται και το μαρξικό έργο αναγεννάται από τις στάχτες του, όπως ο μυθικός φοίνικας. Αυτή η παρατήρηση, από μόνη της, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την συγγραφή μιας σύνοψης του βασικότερου μαρξικού έργου, του Κεφαλαίου, ενός από τα σημαντικότερα επιστημονικά έργα της νεωτερικότητας, που μετατράπηκε, στους αιώνες που μεσολάβησαν από τη συγγραφή του, σε δύναμη ιστορικής και πολιτικής αλλαγής. Άλλωστε, η πρώτη εκλαϊκευτική σύνοψη του Κεφαλαίου δημοσιεύτηκε ζώντος του Μαρξ και μάλιστα με τη συνεργασία του –αν και το αποτέλεσμα μάλλον τον απογοήτευσε. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας της ανά χείρας σύνοψης (που εντάσσεται στη σειρά «Μικρή Ιστορική Βιβλιοθήκη») έχει, παράλληλα, προικίσει την ελληνική βιβλιογραφία με μια καινούργια, σύγχρονη μετάφραση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (τον οποίο, άλλωστε, συνοψίζει στο παρόν έργο), αλλά και άλλων μαρξικών κειμένων (στον τόμο Karl Marx. Κείμενα από τη δεκαετία του 1840, ΚΨΜ 2014), αποτελεί επιπλέον εγγύηση. Όπως σημειώνει και ο ίδιος, μια σύνοψη δεν αποτελεί την «αποκλειστική και μοναδική αλήθεια» του έργου αλλά μια ανάγνωση και ερμηνεία του. Ακόμη περισσότερο, μέσα από την παρουσίαση βασικών κατηγοριών της «κριτικής της πολιτικής οικονομίας», όπως το εμπόρευμα, η αξία, το χρήμα, η εργασία, η υπεραξία, η συσσώρευση κ.ά., φιλοδοξεί να αποτελέσει μια προτροπή στον αναγνώστη να εμπλακεί στην περιπέτεια ανακάλυψης και οικειοποίησης του πρωτοτύπου κειμένου, ενός κειμένου που αναδεικνύει τις βασικές δομές παραγωγής και αναπαραγωγής της σύγχρονης κοινωνίας και τις βαθιές αντιφάσεις τους.
Eva Illouz – Dana Kaplan, Τι είναι το σεξουαλικό κεφάλαιο;, Εκδόσεις του 21ου
Σύμφωνα με την κυρίαρχη στην εποχή μας αντίληψη, το υποκείμενο στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό διαχειρίζεται τον εαυτό του σαν επιχείρηση – με τις ίδιες μεθόδους και με τους ίδιους στόχους: να αναπτύξει «ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα», ώστε να προωθήσει και να πουλήσει με καλύτερους όρους τον εαυτό του στην αγορά. Με αυτήν την έννοια, για το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο τα πάντα αποτελούν «κεφάλαιο»: είτε οι γνώσεις και οι δεξιότητες, είτε η πολιτισμική συγκρότηση, είτε η ίδια η σεξουαλική ταυτότητα και πρακτική μετατρέπονται σε εφόδια με τα οποία το άτομο καταλαμβάνει καλύτερη θέση στην αγορά, βελτιώνει την «απασχολησιμότητά» του και, ταυτόχρονα, ενισχύει και αναπαράγει τις ταξικές ιεραρχίες και ανισότητες. Οι δύο ισραηλινές κοινωνιολόγοι, σε αυτό το σύντομο δοκίμιό τους, εστιάζουν σε μια ειδική μορφή αυτού του «κεφαλαίου», το σεξουαλικό. Χρησιμοποιώντας τη μεταφορά του «κεφαλαίου», την οποία άλλοι κοινωνιολόγοι έχουν χρησιμοποιήσει για να πραγματευθούν ζητήματα πολιτισμού, οι συγγραφείς περιγράφουν τη μετάβαση από τις νεωτερικές στις υστερονεωτερικές μορφές, προκειμένου να κατανοήσουν τον τρόπο που πλέον το σεξ παράγει οικονομικό κεφάλαιο, είτε με την εμπορευματοποιημένη του μορφή είτε μέσα από τη διαμόρφωση συγκεκριμένων υποκειμενικοτήτων. Με βάση αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, αναπτύσσουν στη συνέχεια την έννοια του νεοφιλελεύθερου σεξουαλικού κεφαλαίου, σύμφωνα με την οποία η απασχολησιμότητα των εργαζομένων ενισχύεται μέσω των προσωπικών τους σεξουαλικών εμπειριών. Με την έννοια του «σεξουαλικού κεφαλαίου», οι συγγραφείς δεν αναφέρονται στη χρήση της σεξουαλικότητας στο πλαίσιο μιας στρατηγικής κοινωνικής κινητικότητας· δεν αναφέρονται σε ένα προσωπικό περιουσιακό στοιχείο που διαχειρίζονται ορθολογικοί δρώντες· αναφέρονται, κυρίως, στους τρόπους αυτοπροσδιορισμού του ατόμου στον εργασιακό χώρο, μέσα από την καλλιέργεια της αυτοεκτίμησης, της ανθεκτικότητας και της ικανότητας που προσφέρει το σεξ, σε ένα χώρο όπου τα όρια ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον εργασιακό βίο είναι όλο και πιο δυσδιάκριτα. Επισημαίνοντας, παράλληλα, την άνιση κατανομή του σεξουαλικού κεφαλαίου, καταδεικνύουν τους έμφυλους και ταξικούς μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από αυτήν την ανισοκατανομή, μετατρέποντας έτσι το σεξουαλικό κεφάλαιο σε έναν ακόμη παράγοντα αναπαραγωγής των ταξικών ιεραρχιών.
Jean Lacouture, Ιησουίτες. Οι κατακτητές (1540-1773), Πόλις
Αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος της Αντιμεταρρύθμισης, της πολιτικής που υιοθέτησε η Καθολική Εκκλησία προκειμένου να αντιμετωπίσει την πρόκληση της προτεσταντικής Μεταρρύθμισης· επιβεβαιώνοντας όμως την αρχή της «ετερογονίας των σκοπών», τα μέλη του τάγματος της Εταιρείας του Ιησού, γνωστοί με το όνομα ιησουίτες, απεδείχθησαν αφοσιωμένοι μεταρρυθμιστές, με εκτεταμένο εκπαιδευτικό έργο σε ολόκληρη την Ευρώπη και θαρραλέα ιεραποστολική δράση σε κάθε γωνιά του Παλιού και του Νέου Κόσμου. Ο γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Ζαν Λακουτύρ παρακολουθεί το θρησκευτικό τάγμα που ίδρυσε ο Ιγνάτιος ντε Λογιόλα από τα πρώτα του βήματα, το 1540, μέχρι την απαγόρευσή του από τον Πάπα Κλήμεντα ΙΔ’, το 1773. Πρόκειται για τον πρώτο τόμο μιας «πολυβιογραφίας», όπως την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, που συμπληρώνεται με έναν ακόμη, ο οποίος παρακολουθεί την ιστορία του τάγματος και των ανθρώπων του από την επαναλειτουργία του το 1814 μέχρι τις μέρες μας. Ο Ζαν Λακουτύρ (1921-2015), μαθητής σε σχολείο Ιησουιτών κι ο ίδιος, στρατεύτηκε από νωρίς στον αγώνα κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας, ενώ παράλληλα εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε μεγάλες εφημερίδες, κάτι που του έδωσε τη δυνατότητα, ως συγγραφέας, να ειδικευτεί στο παραγνωρισμένο είδος ιστορικής αφήγησης που αποτελεί η βιογραφία – από τον Χο Τσι Μινχ και τον Νάσερ μέχρι τον Λεόν Μπλουμ και τον Πιερ Μαντές Φρανς. Μια παρόμοια ματιά προσφέρει και στον αναγνώστη του ανά χείρας τόμου: επιλέγοντας κάθε φορά έναν πρωταγωνιστή, αφηγείται τη βιογραφία του προκειμένου να προσθέσει μία ακόμη ψηφίδα στην αφήγηση της ιστορικής πορείας του Τάγματος των Ιησουιτών. Ξεκινώντας από τον ιδρυτή και την ολιγομελή ομάδα των μαθητών του στο Παρίσι του Ραμπελαί, ακολουθεί στη συνέχεια τον Φρανσίς Ξαβιέ στην Ιαπωνία και τον Ματέο Ρίτσι στην Κίνα, αλλά και τους δημιουργούς της χριστιανικής ουτοπίας στη ζούγκλα της Παραγουάης, ανάμεσα στα μέλη της φυλής των Γκουαρανί. Μέσα από την ιστορία αυτών και πολλών άλλων, ο αναγνώστης παρακολουθεί τη μετατροπή του τάγματος σε απολογητή ενός χριστιανισμού προσαρμοσμένου στις απαιτήσεις των καιρών, ανοιχτού στην επιστήμη, όλο και συχνότερα εμπλεκόμενου στην πολιτική διαμάχη. Είναι τα στοιχεία αυτά που φιλοτέχνησαν μια «μακιαβελική» εικόνα για τους Ιησουίτες, την οποία εκμεταλλεύτηκαν οι πολιτικές εξουσίες της εποχής προκειμένου να πείσουν τον Πάπα να διαλύσει το τάγμα.
Linda Jaivin, Σύντομη ιστορία της Κίνας, Μεταίχμιο
Πάντοτε διστακτική η εκδοτική παραγωγή σε ό,τι αφορά διεθνή θέματα που δεν αφορούν την Ελλάδα, ελάχιστα έχει ασχοληθεί με μελέτες σχετικά με τον ασιατικό γίγαντα – και εδώ, όπως πολλές φορές συμβαίνει, έχει προηγηθεί η λογοτεχνία. Καθώς όμως εισερχόμαστε στον «ασιατικό αιώνα», κατά τη διάρκεια του οποίου είναι βέβαιον ότι η Κίνα θα εκθρονίσει τις ΗΠΑ από τη θέση της πρώτης οικονομικής δύναμης στον πλανήτη, είναι προφανές ότι, ακόμη και σ’ αυτήν εδώ τη γωνιά της Ευρώπης, η ανάγκη μας να μάθουμε περισσότερα για το «Μέσο Βασίλειο» θα αυξάνεται. Η αυστραλή μεταφράστρια και συγγραφέας, λογοτεχνίας αλλά και μελετών με ειδίκευση σε κινέζικα θέματα, προσφέρει στον βιαστικό αναγνώστη τις βασικότερες γνώσεις για τον υπερτρισχιλιετή σινικό πολιτισμό, από την εποχή του Βούδα μέχρι τις μέρες μας, την εποχή του Σι Τζινπίνγκ. Παρά το τεράστιο χρονολογικό εύρος, η συγγραφέας διατηρεί μια εύλογη αναλογία ανάμεσα στην κινεζική αρχαιότητα και τους μέσους αιώνες, αφενός, και τη σύγχρονη εποχή, αφετέρου, που κατέχουν σχεδόν την ίδια έκταση στις σελίδες του βιβλίου. Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να πάρει μια ιδέα για τους διαδοχικούς πολιτισμούς των Τζόου, των Τσιν και των Χαν, για τον εμφύλιο των Τριών Βασιλείων και τη χρυσή εποχή των Τανγκ και των νεοκομφουκιανών Σονγκ, τους Μογγόλους Γιουάν, τους Μινγκ και τους Τσινγκ των Μαντσού, αλλά και για τη δύσκολη πορεία της Κίνας προς τη νεωτερικότητα και τη δημοκρατία, που θα καταρρεύσει μπροστά την ιαπωνική επιθετικότητα. Ο Μάο Τσετούνγκ και η δημιουργία της Νέας Κίνας, η μεταρρυθμιστική εποχή του Ντενγκ Χσιάοπινγκ και η σημερινή αβέβαιη εποχή (που η συγγραφέας ονομάζει «εποχή της επικράτησης των πολεμικών λύκων») ολοκληρώνουν τη σύντομη αυτή αφήγηση για την πορεία της Κίνας από την αρχαιότητα στην ύστερη νεωτερικότητα.