Είκοσι δύο (και δύο) βιβλία για το ’22   (του Σπύρου Κακουριώτη)

0
1232

 

 

του Σπύρου Κακουριώτη

 

Περιορισμένη υπήρξε έως τώρα η ανταπόκριση του εκδοτικού χώρου στην εκατονταετηρίδα της Μικρασιατικής Καταστροφής, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με τον προ έτους εκδοτικό αναβρασμό. Οι τάσεις που κυριαρχούν στην πρόσφατη βιβλιογραφία αφορούν την επανεκτίμηση, στα όρια του ιστορικού αναθεωρητισμού, του ρόλου της αντιβενιζελικής παράταξης· τη διαμόρφωση μιας «εθνικώς ορθής» αφήγησης από την οποία απουσιάζει ο Άλλος· την αδιαφορία των περισσοτέρων για τις κοινωνικές πτυχές, με εμμονική επικέντρωση στις στρατιωτικές, λες και οι απαντήσεις βρίσκονται εκεί. Μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού είναι οι μελέτες που αφήνουν τις κορυφές της «υψηλής στρατηγικής» για να ασχοληθούν με την εμπειρία  του φαντάρου, του πρόσφυγα, του πάσχοντος σώματος, τον εκατέρωθεν πόνο του ξεριζωμού που δεν έχει φυλή, την αντίληψη και τον πόνο του άλλου. Ιστοριογραφικά, όλα δείχνουν πως η επέτειος αυτή θα αποτελέσει μια ακόμη χαμένη ευκαιρία…

 

Benny  Morris – Dror Ze’evi, Η τριακονταετής γενοκτονία, Πατάκης

Κάτω από αυτόν τον ελαφρώς αφοριστικό τίτλο περιγράφεται και αναλύεται εκτενώς από τους δύο ισραηλινούς ιστορικούς ο αφανισμός των χριστιανικών μειονοτήτων της Τουρκίας, κατά την περίοδο 1894-1924. Αναφέρονται στα τρία κύματα βίας που σημειώθηκαν στην Ανατολία, με στόχο κυρίως τους Αρμενίους, αλλά και ευρύτερα τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας και της νεογέννητης Τουρκικής Δημοκρατίας, από τρεις διαφορετικές κυβερνητικές εξουσίες. Πρόκειται για τις σφαγές των Αρμενίων του 1894-1896, την αρμενική γενοκτονία του 1915-1916, καθώς και την εθνοκάθαρση των χριστιανικών πληθυσμών (Αρμένηδων, Ρωμιών, Ασσύριων) κατά την περίοδο του κεμαλικού απελευθερωτικού κινήματος, το 1919-1924. Η γενοκτονική βία ξεκινά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β’, κορυφώνεται όταν η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των νεότουρκων της Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος, για να επεκταθεί σε όλη την έκταση της Ανατολίας όταν πλέον η εξουσία περνά στα χέρια του Μουσταφά Κεμάλ. Οι δύο ιστορικοί, προκειμένου να ανασυστήσουν την ταραγμένη αυτή περίοδο, βασίζονται στην εκτενή χρήση πρωτογενών πηγών, όσων διασώζονται στα επιμελώς εκκαθαρισμένα οθωμανικά αρχεία. Για τους συγγραφείς αυτής της εντυπωσιακής σε έκταση και τεκμηρίωση μελέτης, ο παράγοντας που ενοποιεί την γενοκτονική βία που άσκησαν διαφορετικές μεταξύ τους κυβερνητικές εξουσίες δεν είναι ούτε κάποια δομικά ή «φυλετικά» χαρακτηριστικά του τουρκικού λαού ούτε η ισλαμική θρησκεία –μολονότι δεν αποφεύγουν πάντα τον πειρασμό να αποδώσουν εγγενείς αντιχριστιανικές τάσεις στο Ισλάμ. Αυτό που θεωρούν ότι τους επιτρέπει να κάνουν λόγο για μια ενιαία «γενοκτονία» είναι η σύγκλιση, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ενός παρακμάζοντος και απειλούμενου ισλαμικού καθεστώτος και της ανόδου των σύγχρονων εθνικισμών. Αυτή η θανατηφόρα συνάντηση, μαζί με μια πληθώρα άλλων κινήτρων, οδήγησε στο μακρόχρονο κύμα αποχριστιανισμού και εθνοκάθαρσης της Ανατολίας.

 

Σπυρίδων Πλουμίδης, Η «σιδηρά» δεκαετία, Μίνωας

Το 1922 δεν σηματοδοτεί μονάχα τη Μικρασιατική Καταστροφή και το οριστικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Σηματοδοτεί, παράλληλα, την είσοδο της Ελλάδας στον «σύντομο» 20ό αιώνα, μετά το τέλος της δεκαετίας των «εθνικών πολέμων», οι οποίοι, όμως, συνδέονται άρρηκτα με τον διευρυμένο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συγκρούσεις που εντάσσονται σε αυτόν. Ο συγγραφέας, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επιχειρεί να τοποθετήσει τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την τραγική κατάληξή της σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, δηλαδή να αντιμετωπίσει την Ελλάδα μέσα σε εκείνο το ιστορικό άνυσμα που την φέρνει από μια απαξιωμένη δύναμη, το 1897, να μετατρέπεται προσωρινά σε υπολογίσιμο γεωπολιτικό παράγοντα στην Εγγύς Ανατολή, το 1920, για να καταλήξει το 1922 ηττημένη, αλλά διπλάσια σε έδαφος και πληθυσμό, με στόχο, πλέον, την εθνική και κοινωνική ενσωμάτωση των νέων αυτών κατοίκων. Προκειμένου να εξετάσει την Ελλάδα μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο της κορύφωσης και του τέλους του ελληνικού αλυτρωτισμού, ο συγγραφέας αναφέρεται, παράλληλα, στην ανάλογη πορεία του βουλγαρικού αλυτρωτισμού, που το 1918 υπέστη μια εξίσου καταστροφική ήττα… Οι πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις, τόσο στα πεδία των μαχών όσο και στα τραπέζια της διπλωματίας, αποτελούν το πρίσμα υπό το οποίο εξετάζεται η περίοδος 1912-1922. Από τους Βαλκανικούς Πολέμους, την προέλαση του ελληνικού στρατού στην Ήπειρο και τη Μακεδονία ή την πολεμική σύγκρουση με τη Βουλγαρία, περνά στην ταλάντευση μεταξύ πολέμου και ουδετερότητας, κατά τον Α’ Παγκόσμιο, στη συνέχεια στη Μικρασιατική Εκστρατεία, για να ολοκληρώσει την πραγμάτευσή του εξετάζοντας τη μνήμη των εθνικών πολέμων. Σημαντική πηγή για την ανάλυση των εξελίξεων αποτελεί για τον συγγραφέα η σχολιογραφία των Times του Λονδίνου και της γαλλικής Revue des Deux Mondes, αλλά και τα απομνημονεύματα υψηλόβαθμων ελλήνων αξιω­ματικών (Βίκτωρ Δούσμανης, Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Ιωάν­νης Μεταξάς, βασιλόπαις Ανδρέας κ.ά.)

 

Νίκος Πετσάλης-Διομήδης, Ο Βενιζέλος και η πρόκληση της μεγάλης Ελλάδας, ΜΙΕΤ

Έργο ζωής –κυριολεκτικά, καθώς ο συγγραφέας έβαλε την τελευταία τελεία στο χειρόγραφό του είκοσι μέρες πριν από τον θάνατό του, σε ηλικία 69 ετών– το παρόν έργο, που θα ολοκληρωθεί σε τρεις τόμους, συγκεντρώνει στις σελίδες του προηγούμενες δημοσιεύσεις, μεταφρασμένες στα ελληνικά, επεξεργασμένες εκ νέου, χάρη στην αξιοποίηση νέων ή παραγνωρισμένων πηγών, καθώς και πολλά νέα κεφάλαια (ουσιαστικά ολόκληρος ο τρίτος τόμος, που καταπιάνεται με τα Μικρασιατικά, αλλά και σποράδην). Σε αυτό, άλλωστε, οφείλεται και ο υπότιτλος «Γεγονότα και επανεκτιμήσεις» του έργου, το οποίο εκδίδεται από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης. Ο συγγραφέας, με σπουδές διπλωματικής ιστορίας, παραδίδει στους αναγνώστες μία εντυπωσιακή σε όγκο και πλούτο πρωτογενών πηγών ιστορία της Ελλάδας κατά τη δεκαετία του 1920, «εκσυγχρονίζοντας», τρόπον τινά, το μοναδικό έργο του βενιζελικού δημοσιογράφου Γεωργίου Βεντήρη, Η Ελλάς του 1910-1920. Η αφήγηση ξεκινά από την περίοδο αμέσως πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους και ολοκληρώνεται με τις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και κατανέμεται σε δέκα ενότητες, με 109 κεφάλαια και τρία παραρτήματα πηγών, καθώς και εκτενή βιβλιογραφία. Κεντρικό πρωταγωνιστή, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, αποτελεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος, για τον οποίο ο συγγραφέας δεν κρύβει τη συμπάθειά του. Στον ανά χείρας πρώτο τόμο, πυρήνα του οποίου αποτελεί (εκτενώς και εις βάθος επανεπεξεργασμένη) η μελέτη του Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων, 1916-1917 (Φιλιππότης, 1986), ο Πετσάλης-Διομήδης, αφού αναφερθεί στη Μεγάλη Ιδέα και τον τρόπο που την ερμήνευε ο Βενιζέλος, εξετάζει τις γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα μετά το νικηφόρο τέλος των Βαλκανικών Πολέμων (όπως ήταν το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου ή του καθεστώτος των νησιών του Βορείου Αιγαίου). Στη συνέχεια, αφιερώνει το δεύτερο μέρος του τόμου στα διλήμματα που έθεσε στις πολιτικές ελίτ της Αθήνας το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου και στην επώαση του Εθνικού Διχασμού, στην πολιτική της Αντάντ και στην πορεία προς τη ρήξη, που θα διαμορφώσει την «Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων», για να ολοκληρωθεί με την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, την επανένωση της χώρας υπό τον Βενιζέλο και το τέλος του πολέμου, στα 1918.

 

Heinz Richter, Ο ελληνισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Γκοβόστης

Έχοντας ασχοληθεί εκτενώς με την ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου κατά τον 20ό αιώνα, ο γερμανός ιστορικός, που έχει εκπλήξει δυσάρεστα τους παλαιούς του φίλους με τις πρόσφατες αναθεωρητικές απόψεις του, στην ανά χείρας μελέτη του, γραμμένη το 2018, εξετάζει την παρουσία των Ελλήνων στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη δεκαετία 1913-1923, δίνοντας έμφαση, κυρίως, στις πολιτικές εξελίξεις, εστιάζοντας επίσης στην εθνοκάθαρση των χριστιανικών πληθυσμών, που ο ίδιος ονομάζει, χωρίς περαιτέρω προβληματισμό, «γενοκτονία» των Ελλήνων του Πόντου και της Ιωνίας. Η αφήγηση, ξεκινά από τις σφαγές των Αρμενίων του τέλους του 19ου αιώνα και την Επανάσταση των Νεότουρκων, το 1908, όταν η προσάρτηση της Βοσνίας Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία σηματοδότησε την αρχή του κατακερματισμού της Αυτοκρατορίας, αλλά και την βίαιη αντίδραση των μουσουλμανικών ελίτ με στόχο τη διατήρησή της. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι διωγμοί των χριστιανών, ρωμιών και αρμένηδων, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, την ευθύνη για τους οποίους ο συγγραφέας δεν παραλείπει να επιχειρήσει να αποσείσει από τη γερμανική πολιτική: αφιερώνει αρκετές σελίδες προκειμένου να στοιχειοθετήσει την «ουδετερότητα» των γερμανών στρατιωτικών και διπλωματών απέναντι στη γενοκτονία, παρουσιάζοντας μάλιστα τον ανώτατο αξιωματικό Λίμαν φον Σάντερς (αποκαλούμενο και «Λίμαν πασά») ως σωτήρα των Αρμενίων… Ο Ρίχτερ αφιερώνει τα επόμενα κεφάλαια της μελέτης του στην ήττα των Οθωμανών και την εμφάνιση του κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ, στις εξελίξεις στον Πόντο αλλά και στα διπλωματικά σαλόνια της Ευρώπης που θα οδηγήσουν στην ελληνική απόβαση στη Σμύρνη, για να μεταπηδήσει στη συνέχεια στην πυρπόληση και εκκένωση της πόλης, στην έξοδο των προσφύγων και την ανταλλαγή των πληθυσμών, καθώς τις στρατιωτικές εξελίξεις της περιόδου εξετάζει σε άλλη μελέτη του (Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος 1919-1922, Γκοβόστης, 2020). Στο επίμετρο περιλαμβάνεται μια ανασκόπηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων των τελευταίων εκατό ετών, όπου παρουσιάζεται το σύνολο των διμερών διαφορών και προβλημάτων μέχρι σήμερα.

 

Νικόλας Ντουμάνης, Πριν από την Καταστροφή, Παπαδόπουλος

Τις προνεωτερικές, προεθνικές αυτοκρατορικές ταυτότητες και τους τρόπους επιβίωσής τους στο πλαίσιο των εθνών κρατών, εστιάζοντας στη συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων στη Μικρά Ασία, διερευνά ο ελληνοαυστραλός ιστορικός στο ανά χείρας έργο, το οποίο αποτελεί μια ρηξικέλευθη σύγχρονη συμβολή στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία σχετικά με τη μετάβαση από την αυτοκρατορία στα έθνη κράτη στον χώρο της Ανατολίας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως πηγή το πλουσιότατο αρχείο προφορικών μαρτυριών του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, επιχειρώντας να ανασυνθέσει μια ιστορία «από τα κάτω», αναδεικνύοντας τη βιωμένη εμπειρία των προσφύγων. Εξετάζοντας το υλικό του με τα μεθοδολογικά εργαλεία των σπουδών μνήμης, τηρεί κριτική στάση απέναντι στη νοσταλγία για μια «οθωμανική μπελ επόκ», καταδεικνύοντας τους ιστορικούς παράγοντες που την παρήγαγαν. Στην ανάλυσή του κεντρική θέση έχει η έννοια της «διακοινοτικότητας», της συνειδητής προσπάθειας συγκρότησης και διατήρησης άγραφων κανόνων και συμβάσεων, που στόχο τους είχαν τη διατήρηση της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας ανάμεσα στις διαφορετικές θρησκευτικές και εθνοτικές κοινότητες που ζούσαν μαζί στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας – με χαρακτηριστικότερο και πιο παράδοξο κοινό τόπο συνάντησης αυτόν της λαϊκής θρησκευτικότητας. Η βία και ο πόλεμος, η καταστροφική επίδραση του εθνικισμού, δεν λείπουν από τη μελέτη, που αφιερώνει το τελευταίο της κεφάλαιο στην περίοδο των διακοινοτικών συγκρούσεων 1908-1922. Εδώ αναδύεται μια άλλη προσφυγική μνήμη, αυτή που υποδεικνύει ως υπεύθυνους για την Καταστροφή τις πολιτικές ελίτ ένθεν κακείθεν, ρηγματώνοντας το αφήγημα περί «προαιώνιας εχθρότητας» κ.λπ., και η οποία αντιλαμβάνεται τις ιδιαίτερες πολιτικές και ιστορικές συνθήκες που άνοιξαν τον φαύλο κύκλο της εθνοτικής βίας και αντεκδίκησης στην Ανατολή.

 

Nick Rennison, 1922: Η χρονιά που άλλαξε τον κόσμο, Διόπτρα

Το 1922 ο κόσμος μόλις είχε βγει από έναν πόλεμο όπου είχαν σκοτωθεί εκατομμύρια άνθρωποι και από μια πανδημία, αυτή της «ισπανικής γρίπης», που είχε ξεκληρίσει πολύ περισσότερους. Ήταν μια χρονιά που τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν κατά τη διάρκειά της επέδρασαν σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα και συνεχίζουν, ίσως, να μας επηρεάζουν ακόμη και σήμερα. Αυτοκρατορίες κατέρρευσαν, όπως η Οθωμανική, ενώ άλλες, όπως η Βρετανική, έφτασαν στο ζενίθ τους, δείχνοντας όμως σημάδια έντονης κάμψης: τα αιτήματα για ανεξαρτησία στην Ινδία αυξήθηκαν, ενώ το Ιρλανδικό Ελεύθερο Κράτος ήταν πλέον μια πραγματικότητα. Ακόμη, αυτή τη χρονιά ιδρύθηκε επισήμως η Σοβιετική Ένωση, ενώ η Ιταλία του Μουσολίνι έγινε το πρώτο φασιστικό κράτος. Στις ΗΠΑ η ποτοαπαγόρευση ήταν στο αποκορύφωμά της και το Χόλιγουντ συγκλονιζόταν από μια σειρά σκανδάλων, ενώ ένα νέο μέσο, το ραδιόφωνο, έκανε αισθητή την παρουσία του με την ίδρυση του BBC. Το 1922 ήταν ακόμη η χρονιά της κορύφωσης του μοντερνισμού, με τη δημοσίευση του Οδυσσέα του Τζόυς και της Έρημης Χώρας του Έλιοτ. Οι δυτικές κοινωνίες άφηναν πίσω τους το τραύμα του πολέμου και της πανδημίας, τα ήθη του παρελθόντος έμοιαζαν όλο και πιο ξεπερασμένα και νέοι τρόποι συμπεριφοράς έκαναν την εμφάνισή τους: ήταν η «βρυχώμενη» δεκαετία του ’20, ήταν η εποχή της τζαζ… Αυτό το annus mirabilis «επισκέπτεται», μήνα τον μήνα, ο βρετανός συγγραφέας, καταγράφοντας τα γεγονότα που συντάραξαν τον κόσμο και άλλαξαν τις ζωές των ανθρώπων, άλλων προς το καλύτερο κι άλλων προς το χειρότερο…

 

Θάνος Βερέμης, 22 ερωτήσεις και απαντήσεις για το ’22, Μεταίχμιο

Δίνοντας έμφαση σε ερωτήματα σχετικά με την πολιτική και στρατιωτική πλευρά της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής, χωρίς να παραγνωρίζει τις οικονομικές και κοινωνικές της παραμέτρους, ο συγγραφέας επιχειρεί να συνοψίσει σε 22 ερωτήσεις τις βασικές γνώσεις σχετικά με την κρίσιμη τετραετή παρουσία της Ελλάδας στη Μικρασία, αλλά και όσα ακολούθησαν, την άφιξη, δηλαδή, 1.300.000 προσφύγων. Ιστορικός με ειδίκευση στην περίοδο του Μεσοπολέμου και τον ρόλο του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας, οι ερωτήσεις που διατυπώνει επιδιώκουν να καλύψουν τόσο την περίοδο πριν την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη όσο και τις στρατιωτικές πτυχές της εκστρατείας και της ήττας. Ο συγγραφέας εντοπίζει ορθά στην εσωτερική, ενδοαυτοκρατορική, μετανάστευση τη βάση της «επανάκαμψης του ελληνισμού» στη Μικρά Ασία, αλλά και τον ρόλο των Βαλκανικών Πολέμων και του Εθνικού Διχασμού για την τύχη των Μικρασιατών. Μεγάλο τμήμα των ερωτήσεων, όμως, αφορούν ζητήματα της περιόδου που ακολούθησε, όπως είναι η διάσκεψη της Λωζάννης, η Ανακριτική Επιτροπή Επιχειρήσεων Μικράς Ασίας και οι εσωτερικές έριδες των βενιζελογενών στρατιωτικών, ο ρόλος των μειονοτήτων και των προσφύγων στο πολιτικό σύστημα, η εικόνα της ελληνικής οικονομίας πριν και μετά την Καταστροφή, οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις και οι συνθήκες ελληνικής κατοχής της Θράκης, η σημασία του ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας του 1930 κ.ά. Ακόμη, εξετάζονται κριτικά κομβικά έργα σχετικά με τη Μικρά Ασία και τους πρόσφυγες και παρατίθεται μια βασική βιβλιογραφία και τα κείμενα εκείνα τα οποία, κατά τη γνώμη του, ξεχωρίζουν. Τέλος, αναφερόμενος, εν είδει επιλόγου, στα αποτελέσματα της Καταστροφής, κάνει λόγο για τους πρόσφυγες και τον ρόλο τους στις επόμενες δεκαετίες, καθώς, «όταν έφτασαν στην Ελλάδα, συνεισέφεραν στην εθνοτική της ενότητα σε μια εποχή που τα πολυεθνικά κράτη, τουλάχιστον στην Ελλάδα και στην Τουρκία, είχαν τελειώσει».

 

Άγγελος Συρίγος  – Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή: 50 ερωτήματα και απαντήσεις, Πατάκης

Ακολουθώντας το ίδιο σχήμα των ερωταποκρίσεων, οι δύο συγγραφείς, καθηγητές Διεθνούς Δικαίου και Ιστορίας, αντίστοιχα, συγκροτούν τη δική τους, περισσότερο συνεκτική και οριοθετημένη, αφήγηση για τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, θέτοντας ερωτήματα που αφορούν κυρίως τις πολιτικές πτυχές των γεγονότων, από άποψη τόσο εσωτερικής όσο και διεθνούς πολιτικής, ενώ οι αμιγώς στρατιωτικές πτυχές δεν τους απασχολούν. Η αφήγηση εντάσσει τη μικρασιατική εκστρατεία και όσα προηγήθηκαν στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού, εξετάζει τη στάση των δύο παρατάξεων απέναντι στη διεκδίκηση της Ιωνίας, την τακτική του Βενιζέλου στις διεθνείς διασκέψεις και τα εθνολογικά επιχειρήματα στα οποία βασίστηκε, τις επιλογές των εθνικών διεκδικήσεων κ.λπ. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις καταστροφικές για τους Φιλελευθέρους εκλογές του 1920 και στα αίτια της εκλογικής τους ήττας, στη στάση της κωνσταντινικής παράταξης έναντι της συνέχισης του πολέμου, αλλά και στις διεθνείς αντιδράσεις απέναντί της. Μέσα από τις ερωταπαντήσεις επιχειρείται, επίσης, η διασάφηση πολλών μύθων γύρω από την κατάρρευση του μετώπου και την έξοδο των προσφύγων (όπως είναι ο περιβόητος νόμος που «απαγόρευε» την έλευση των προσφύγων ή ο ρόλος του Στεργιάδη κ.ά.) Τέλος, μέσα από τις τελευταίες ερωταποκρίσεις γίνεται μια προσπάθεια αποτίμησης της Καταστροφής, των ανθρώπινων απωλειών, αλλά και των πολιτικών εξελίξεων που την ακολούθησαν. Η διατύπωση μιας δημοφιλούς αφήγησης, που εντάσσεται σαφώς στο πεδίο της δημόσιας ιστορίας και απευθύνεται στο ευρύ κοινό, οδηγεί κάποτε τους δύο συγγραφείς στη διατύπωση και υποθετικών ερωτημάτων, όπως, π.χ., αν η ήττα του ελληνικού στρατού ήταν «αναπόφευκτη» ή μπορούσε να αποτραπεί, τα οποία χαρακτηρίζουν, βέβαια, αδιέξοδα.

 

Θανάσης Διαμαντόπουλος κ.ά., «κ’ η Ανατολή του αιμάτου σιντριβάνι», Γκοβόστης

Στρατιωτικές, κυρίως, πλευρές της μικρασιατικής περιπέτειας και, κατά δεύτερο λόγο, πτυχές της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου εξετάζονται στα περισσότερα από τα κείμενα που συγκροτούν τον συλλογικό τόμο που φέρει τον υπότιτλο Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922. Αίτια και συνέπειες μιας καταστροφής. Οι συγγραφείς εξετάζουν ζητήματα όπως η οργάνωση της τηλεγραφικής υπηρεσίας Χρήστος Νοταρίδης) και η δράση της Αεροπορίας Στρατού στο πεδίο της παροχής πληροφοριών κατά τις κρίσιμες επιχειρήσεις προς Άγκυρα (Ιωάννης Μπόγρης), οι αιτίες της ήττας (Βασίλειος Λουμιώτης) και οι ευθύνες της διοίκησης του τελευταίου Αρχιστράτηγου, Γεώργιου Χατζανέστη (Δημήτριος Χριστοδούλου), αλλά και η κρίση του ηθικού, το αντιπολεμικό αίσθημα μεταξύ των στρατιωτών και η κομμουνιστική προπαγάνδα στο μέτωπο (Αλέξανδρος Μακρής) ή η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (Κωνσταντίνος Φωτιάδης). Πλάι σε αυτές τις όψεις της ζωής του μετώπου, εξετάζονται θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως οι συνεννοήσεις Βενιζέλου – Lloyd George το καλοκαίρι του 1920 (Κωνσταντίνος Βλάσσης), οι εκλογές και το δημοψήφισμα του Νοεμβρίου 1920 που έφεραν τον αντιβενιζελισμό στην εξουσία (Αντώνης Κλάψης), η πολιτική των Φιλελευθέρων την περίοδο 1921-1922 μέσα από το αρχείο του Στρατηγού Δαγκλή (Πιέρρος Τζανετάκος), ενώ ο Θανάσης Διαμαντόπουλος εξετάζει τις ιστορικές ρίζες και τις πολιτικές προεκτάσεις της Δίκης των Εξ ως κορύφωσης του Εθνικού Διχασμού. Τέλος, ο Κυριάκος Ιακωβίδης μελετά την εγκατάσταση και τη διαβίωση των προσφύγων της Μικράς Ασίας στην Κύπρο, ενώ ο Γιάννης Δασκαρόλης, σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο («Το βρώμικο ψωμί»), μελετά τη σιτοδεία στην Ελλάδα από τον Εθνικό Διχασμό έως τη Μικρασιατική Καταστροφή.

 

Νίκος Κανελλόπουλος, Πέραν του Σαγγαρίου, Ασίνη

Στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία αναφέρεται και η παρούσα μελέτη, και μάλιστα σε αυτές που αποτέλεσαν την κορύφωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, δηλαδή εκείνες του καλοκαιριού του 1921. Ο συγγραφέας, διδάκτωρ στρατιωτικής ιστορίας και καθηγητής, με το ίδιο αντικείμενο, στη Σχολή Ευελπίδων, προσεγγίζει κριτικά την επιθετική προσπάθεια του ελληνικού στρατού, τόσο στις επιχειρήσεις του Ιουνίου – Ιουλίου 1921 όσο και την προέλαση προς την Άγκυρα τον Αύγουστο του 1921, με τις μάχες στα ανατολικά του ποταμού Σαγγάριου. Η πραγμάτευσή του βασίζεται όχι μονάχα στο σύνηθες, σε ανάλογα έργα, αρχειακό υλικό αλλά και σε μαρτυρίες και ημερολογιακές καταγραφές απλών αξιωματικών και φαντάρων. Ο συγγραφέας εκτιμά ότι η απόφαση για την προέλαση προς την Άγκυρα λήφθηκε με μια διαδικασία κατά την οποία παραγνωρίστηκαν οι στρατιωτικές δυνατότητες που θα καθιστούσαν την επιχείρηση εφικτή, ενώ η ανάλυση των στρατιωτικών επιχειρήσεων τον οδηγεί στη διαπίστωση μιας σειράς σφαλμάτων, παραλείψεων και δυσχερειών, που εμπόδισαν την ελληνική στρατιά να πετύχει αποφασιστική διάσπαση των τουρκικών αμυντικών γραμμών. 5.500 αξιωματικοί και 178.000 οπλίτες έλαβαν μέρος στην εκστρατεία αυτή, τη διαρκέστερη χρονικά και μεγαλύτερη γεωγραφικά που είχε αναλάβει έως τότε το νεότερο ελληνικό κράτος. Επιστρέφοντας, η στρατιά είχε 23.520 άνδρες λιγότερους, νεκρούς και τραυματίες. Η απόφαση για σύμπτυξη δυτικά του Σαγγάριου και η καθήλωση στις αρχικές θέσεις επί ένα χρόνο, σε πλήρη απραξία, πυροδότησε τη δυσαρέσκεια, που είχε εκδηλωθεί ακόμη και πριν την έναρξη των επιχειρήσεων του καλοκαιριού του 1921. Η συνέχεια θα γραφόταν με τραγικό τρόπο ένα χρόνο αργότερα…

 

Δημήτρης Κουμούζης (επιμ.), Έλληνες στρατιώτες και Μικρασιατική Εκστρατεία, Εστία

Αλλάζοντας ριζικά την οπτική μέσα από την οποία αντιμετωπίζεται συνήθως η Μικρασιατική Εκστρατεία και υιοθετώντας μια ματιά «από τα κάτω», οι συγγραφείς του ανά χείρας τόμου επιχειρούν να την κατανοήσουν μέσα από τη μελέτη της τραυματικής εμπειρίας του πολέμου και των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιπτώσεών του στους έλληνες στρατιώτες που έλαβαν μέρος σε αυτόν. Εντάσσοντας την παρουσία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και σε συντονισμό με τη σύγχρονη ιστοριογραφική αντιμετώπισή του, μέσα από τα άρθρα τους επιχειρούν, αφενός, να ανασυνθέσουν το οδυνηρό βίωμα της ζωής στο μέτωπο και, αφετέρου, να εξετάσουν τις προκλήσεις περίθαλψης, αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης που αντιμετώπισαν οι «παλαιοί πολεμιστές» κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Αντλώντας από ένα ευρύ φάσμα πρωτογενών πηγών, όπως αυτοβιογραφικού χαρακτήρα τεκμήρια, ελληνικά και ξένα αρχεία ή τον τύπο της εποχής, οι συγγραφείς των δώδεκα κεφαλαίων που συγκροτούν τον τόμο εξετάζουν θέματα όπως η βία και η πρόσληψη του πολέμου, η επιστράτευση και ο εθελοντισμός, η αντίσταση, οι λιποταξίες και οι ανυποταξίες, οι ψυχολογικές, σωματικές και διανοητικές προκλήσεις του πολέμου, η αρρενωπότητα και οι έμφυλες σχέσεις, η σεξουαλική βία, η καθημερινή ζωή στο μέτωπο, οι αιχμάλωτοι και οι αγνοούμενοι, οι ανάπηροι και τα θύματα πολέμου, η αποκατάσταση και η κοινωνική επανένταξή τους, η πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίησή τους κ.ά. Τον τόμο με τις συμβολές των συγγραφέων, προϊόν επιστημονικής ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, συνεπιμελήθηκαν, μαζί με τον επιστημονικό υπεύθυνο Δ. Καμούζη, οι ιστορικοί Αλέξανδρος Μακρής και Χαράλαμπος Μηνασίδης.

 

Νίκος Βαφέας, Από τον λιποτάκτη στον αντάρτη, Αλεξάνδρεια

Στο ίδιο κλίμα, η παρούσα μελέτη αποτελεί μια ιστορικο-κοινωνιολογική ανάλυση της «στάσεως των ανυποτάκτων», ενός ένοπλου κινήματος που εκδηλώθηκε στην ενδοχώρα της δυτικής Κρήτης από το φθινόπωρο του 1921 μέχρι το τέλος του χειμώνα του 1922. Αφετηρία της «στάσεως», το κύμα μαζικών λιποταξιών και ανυποταξιών που σημειώθηκαν στο νησί μετά την ήττα των βενιζελικών στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και οδήγησε στην άσκηση έντονης βίας απέναντι στην τοπική εξουσία αλλά και κατά αμάχων, καθώς και σε ένα εκτεταμένο κύμα κρατικής καταστολής εναντίον τους και εναντίον των συγγενών τους. Παρά την έκταση και την ένταση που είχε, οδηγώντας ακόμη και σε ένοπλη επίθεση εναντίον της πόλης των Χανίων, η «στάσις των ανυποτάκτων» έχει ουσιαστικά περάσει στη συλλογική λήθη του πληθυσμού της Κρήτης. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «η επιτόπια έρευνα … δεν με οδήγησε ούτε σε έναν συνομιλητή ο οποίος να έχει ακούσει έστω και κάτι» γι’ αυτήν. Φαίνεται πως τα αποσχιστικά χαρακτηριστικά που έλαβε, εντέλει, η «στάσις» επέβαλλε τη «σιωπή» της συμβατικής ιστοριογραφίας, εθνικής και τοπικής, αποτελώντας μία από τις πολλές «αμνησίες» του ελληνικού εθνικισμού. Στη μελέτη ο συγγραφέας επιχειρεί, πέρα από την παράθεση των γεγονότων, να προχωρήσει σε μια ενδελεχή διερεύνηση της δράσης των ατόμων και των ομάδων που συμμετείχαν σε αυτά, όπως, για παράδειγμα, ήταν η «ληστοσυμμορία» του καπετάν-Λάμπρου Μπαρμπούνη ή το Σώμα Ασφαλείας Γύπαρη, ενώ διερευνά και τις σχέσεις που φαίνεται να διατηρούσαν οι «στασιαστές» με την οργάνωση της Εθνικής Άμυνας Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα, ο συγγραφέας εξετάζει τα γεγονότα υπό το πρίσμα της ιστορικής και πολιτικής κοινωνιολογίας, με τον τρόπο που έχει προσεγγίσει τα φαινόμενα τόσο της ατομικής κοινωνικο-πολιτικής ανυπακοής όσο και των ευρύτερων κινημάτων που εκδηλώνονται σε αγροτικές κοινωνίες κατά τη διάρκεια της μετάβασής τους προς σύγχρονες μορφές κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης.

 

Θωμάς Σχίζας, Η κατάρρευσις του μετώπου, Α/συνέχεια

Το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλιαράκι αποτελεί μια εκ των υστέρων μαρτυρία για την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία, από τις 13 Αυγούστου έως 3 Σεπτεμβρίου 1922, έτσι όπως την αποτύπωσε στις αναμνήσεις του ο γεννημένος το 1897 συγγραφέας, που υπηρέτησε για πέντε χρόνια (1917-1922), αρχικά στο μακεδονικό μέτωπο και στη συνέχεια στη Μικρά Ασία, ως οδηγός αυτοκινήτων – μια ειδικότητα που εκείνη την περίοδο ήταν εξαιρετικά σπάνια. Μετά το 1918 και για εννέα μήνες συμμετείχε στη ζώνη των επιχειρήσεων. Παρακολούθησε τα γεγονότα από μια σκοπιά «φανταρίστικη», διαφορετική από εκείνη των στρατιωτικών και πολιτικών πρωταγωνιστών της εποχής, και έτσι επιχείρησε να τα καταγράψει, χωρίς να διαθέτει ιστοριογραφικά ή άλλα προσόντα – άλλωστε είχε πάει σχολείο μόνο μέχρι την Δ’ Δημοτικού, κι αυτό ήταν κάτι που δεν το έκρυβε. Αφετηρία της αφήγησής του είναι η έναρξη της ήττας του ελληνικού στρατού –όπως έφτασε στ’ αυτιά του– και η καταστροφή. Μια ήττα συντριπτική, που τον στοίχειωνε μέχρι το τέλος της μακράς ζωής του, το 1995, και τον έκανε πάντα να απαιτεί εξηγήσεις και διευκρινίσεις όσον αφορά τη συμπεριφορά των υπευθύνων της εκστρατείας. Σε αυτό, πιθανόν, οφείλεται και η συγγραφή αυτού του κειμένου, που διέσωσε και παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό ο γιος του, Γιάννης Σχίζας, συγγραφέας και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, διατηρώντας την «ορθογραφία» με τις παρεκκλίσεις της από τον κανόνα της γραμματικής ορθότητας, θεωρώντας την και αυτήν τεκμήριο μιας εποχής.

 

Κωνσταντίνος Βλάσσης, Οι τελευταίες μέρες του αρμοστή, Archive

Ο Αριστείδης Στεργιάδης, ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, θεωρήθηκε και εν πολλοίς θεωρείται ακόμη ο «κακός δαίμονας» των Μικρασιατών, ο άνθρωπος που εμπόδισε, υποτίθεται, την εκκένωση της Σμύρνης από τον χριστιανικό πληθυσμό της, τον οποίο παρέδωσε βορά στα κεμαλικά στρατεύματα, την ίδια στιγμή που φρόντιζε επιμελώς για τη διαφυγή του προσωπικού της αρμοστείας και του αρχείου της. Συνεργάτης του Βενιζέλου στην Κρήτη, ειδικά σε θέματα σχέσεων με τον μουσουλμανικό πληθυσμό, πρώην γενικός διοικητής Ηπείρου, υπήρξε προσωπική επιλογή του κρητικού πολιτικού, με στόχο την προστασία του μουσουλμανικού πληθυσμού – κάτι που τον έφερε συχνά σε σύγκρουση με τις χριστιανικές ελίτ της πόλης. Μια μέρα πριν την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην πόλη την εγκατέλειψε, για να εγκατασταθεί στη Γαλλία, χωρίς ποτέ να επιστρέψει στην Ελλάδα. Η ανά χείρας έρευνα επικεντρώνεται στις τελευταίες 15 ημέρες της επίσημης ελληνικής παρουσίας στη Σμύρνη, από την τουρκική επίθεση στο Αφιόν μέχρι την κατάληψη της πόλης, επιχειρώντας την αναπαράστασή τους από την πλευρά του Στεργιάδη. Βασισμένος σε ανέκδοτο αλλά και δημοσιευμένο αρχειακό υλικό, ο συγγραφέας επιδιώκει να εντάξει τις αποφάσεις και τη δράση του αρμοστή μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο, αποκαθαρμένες, κατά το δυνατόν, από το βάρος του μύθου που τις συνοδεύει, και να αναδείξει την εσωτερική λογική και τη συνεκτικότητα των ενεργειών του. Χρησιμοποιώντας υλικά από την τηλεγραφική επικοινωνία του με την Αθήνα, αλλά και τεκμήρια από τη Στρατιά Μικράς Ασίας, την Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινουπόλεως, την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο και το Foreign Office, αλλά και το προσωπικό αρχείο του Στεργιάδη, που εντόπισε και αξιοποίησε, αμφισβητεί τους διαδεδομένους μύθους σχετικά με την υποτιθέμενη απαγόρευση της μετάβασης Μικρασιατών στην Ελλάδα για την «αποφυγή δημιουργίας προσφυγικού ζητήματος»· αντιθέτως, επισημαίνει, αρκετές χιλιάδες κάτοικοι είχαν απομακρυνθεί από την πόλη με ατμόπλοια πριν την είσοδο των κεμαλικών στρατευμάτων, χωρίς να εφαρμοστεί ο περιβόητος νόμος 2870 του 1922 περί διαβατηρίων.

 

Βασίλης Κολλάρος, Η μειονοτική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου (1898-1933), Ίδρυμα της Βουλής

Μια πλευρά της πολιτικής του Ελευθέριου Βενιζέλου για την οποία, μέχρι σήμερα, η βιβλιογραφία μας δεν διέθετε μια περιεκτική μελέτη που να την διερευνά στο σύνολό της, την πολιτική του στάση απέναντι στις μειονότητες, είτε στο πλαίσιο της Κρητικής Πολιτείας είτε στα εδάφη που προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, εξετάζει ο συγγραφέας, διδάκτωρ Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, στον ανά χείρας τόμο, που εξέδωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, σε συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος». Βασισμένος σε εκτενή έρευνα πρωτογενών και δευτερογενών πηγών, ο συγγραφέας μελετά τη διαμόρφωση της στάσης του κρητικού πολιτικού απέναντι στη θρησκευτική ή εθνοτική ετερότητα ήδη από την περίοδο πριν την ενασχόλησή του με την πολιτική, στην οθωμανική Κρήτη, αλλά και την υπεράσπιση της συνταγματικής κατοχύρωσης των θρησκευτικών δικαιωμάτων των τουρκοκρητικών κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, η οποία υπήρξε διαμορφωτική των απόψεών του περί μειονοτικών δικαιωμάτων και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο έναντι των μουσουλμανικών μειονοτήτων στην Ελλάδα μετά το 1912-13. Έχοντας να διαχειριστεί μια πλειάδα μειονοτικών πληθυσμών μετά τους Βαλκανικούς, διαμόρφωσε μια φιλελεύθερη πολιτική απέναντί τους, η οποία στηριζόταν στην παροχή καθεστώτος ισονομίας και ισοπολιτείας. Ο συγγραφέας εξετάζει εκτενώς, αναφερόμενος σε κάθε μειονότητα ξεχωριστά,  την περίοδο αυτή, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην πολιτική της περιόδου 1919-1920 στην υπό ελληνική διοίκηση Σμύρνη (αλλά και στη Θράκη), στη στάση του Αριστείδη Στεργιάδη κ.λπ. Αναφέρεται συνοπτικά στη διάσκεψη της Λωζάννης και τη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών, για να μελετήσει, στη συνέχεια, την τελευταία περίοδο βενιζελικής διακυβέρνησης (1928-1932), όπου η μειονοτική πολιτική μετατοπίζεται προς περισσότερο συντηρητικές θέσεις, καθώς, μετά την Καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, πρυτανεύει μια πολιτική «εθνικής ολοκλήρωσης» εντός «καθαρών» εθνολογικών ορίων, ουσιαστικά μια πολιτική ομογενοποίησης.

 

Θανάσης Διαμαντόπουλος, Ο Εθνικός διχασμός και η κορύφωσή του: Η Δίκη των «Έξι», Πατάκης

Για το ότι η καταδίκη και η εκτέλεση των «Έξι», των ηγετών της αντιβενιζελικής παράταξης και του τελευταίου αρχιστράτηγου της μικρασιατικής εκστρατείας, υπήρξε ένας φόνος με τον μανδύα δικαστικής απόφασης ή, ορθότερα, ένας εξιλασμός για την καταστροφή την οποία είχε υποστεί η χώρα, δεν αμφέβαλλαν ούτε καν οι ίδιοι οι στρατοδίκες που πήραν την απόφαση, τον Νοέμβριο του 1922. Η θυσία τους θεωρήθηκε αναγκαία, αφενός, για να προσφερθεί μια ψευδαίσθηση δικαίωσης (ή εκδίκησης) στους στερημένους από τα πάντα πρόσφυγες, αφετέρου, για να επιμετρηθεί ολόκληρη, σχεδόν, η ευθύνη για την ήττα στους πέντε πολιτικούς και σε έναν αξιωματικό που πολλοί θεωρούσαν ημιπαράφρονα και όχι στους στρατιωτικούς, που με τον τρόπο αυτό έμεναν στο απυρόβλητο. Άλλωστε η Ανακριτική Επιτροπή που θα διερευνούσε τυχόν ευθύνες τους διαλύθηκε εσπευσμένα και τα πορίσματά της μπήκαν στο αρχείο. Έτσι, η δικονομική διερεύνηση της υπόθεσης δεν έχει, ίσως, άλλο νόημα πέρα από το να καυτηριάσει κανείς την ακραία και φονική αυθαιρεσία στην οποία μπορεί να οδηγήσει η πολιτική πόλωση. Η πολιτική της, όμως, διερεύνηση και έχει να προσφέρει στην ιστορική αυτογνωσία και, ασφαλώς, θα οδηγούσε σε λιγότερο «αθωωτικά» συμπεράσματα για τους ηγέτες του κωνσταντινισμού. Ο συγγραφέας, ομότιμος καθηγητής πολιτικής επιστήμης, επικεντρώνεται στη Δίκη των Εξ ως το κορυφαίο επεισόδιο του Εθνικού Διχασμού, που χώρισε πλέον με αίμα τις δύο παρατάξεις, οδηγώντας σε πράξεις αντεκδίκησης όχι λιγότερο αιματηρές. Αφού εξετάσει τα βασικά χαρακτηριστικά του Διχασμού, πολιτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά, ακόμη και ψυχολογικά, μελετά τη διαδικασία που διεξήχθη στην αίθουσα συνεδριάσεων της (παλαιάς) Βουλής: το κατηγορητήριο και το κλίμα που είχε διαμορφωθεί, αλλά και τα αντικειμενικά δεδομένα που καθιστούσαν αναπόφευκτη την έκβαση, όπως το βάρος του Εθνικού Διχασμού, τα συμφέροντα και οι φιλοδοξίες των στρατιωτικών, η ανάγκη εκτόνωσης της οργής των προσφύγων κ.λπ., ενώ ολοκληρώνει την πραγμάτευσή του με το αποτύπωμα που άφησε η Δίκη και η επιβίωση της μνήμης της.

 

Emine Yesim Bedlek, Η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, Gutenberg

Η Σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών που υπογράφτηκε στη Λωζάνη, στις 30 Ιανουαρίου 1923, μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, υποχρέωσε περισσότερους από ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπους να περάσουν από τη μία στην άλλη ακτή του Αιγαίου, χωρίς δυνατότητα επιστροφής, με μόνο κριτήριο τη θρησκευτική τους πίστη. Το τραύμα του ξεριζωμού δεν αφορά μονάχα τη μία πλευρά, λοιπόν, αν και, στον ανά χείρας τόμο, η συγγραφέας του, καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Bingöl, επικεντρώνεται στην εμπειρία των χριστιανών που αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Ελλάδα. Χρησιμοποιώντας ως πρωτογενές υλικό τρία λογοτεχνικά έργα (Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, Πουλιά χωρίς φτερά του Λουί ντε Μπερνιέρ και Μια προίκα αμανάτι: Οι άνθρωποι της ανταλλαγής του Κεμάλ Γιαλτσίν), αλλά και μια σειρά προφορικές συνεντεύξεις, περιγράφει την ατελή ενσωμάτωση των μικρασιατών προσφύγων και του οθωμανικού παρελθόντος τους στην ελληνική κοινωνία. Η Μπεντλέκ επισημαίνει ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί διατήρησαν την αυτοκρατορική τους ταυτότητα μετά την απέλασή τους από την Ανατολία, κάτι που επιβράδυνε την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό έθνος. Στην πραγμάτευσή της, η συγγραφέας εξετάζει, αρχικά, το οθωμανικό σύστημα των μιλέτ και τα κριτήρια που έθετε η σύμβαση της Λωζάνης για τον διαχωρισμό των πληθυσμών. Στη συνέχεια, αφού αναφερθεί στην προφορική ιστορία και τη συμβολή της στην ιστοριογραφία και τη μυθιστοριογραφία, αναλύει, μέσα από τα τρία μυθιστορήματα, την άνοδο του εθνικισμού, που έθεσε τέλος σε αιώνες συνύπαρξης στη Μικρά Ασία. Τέλος, εξετάζει την αυτοκρατορική ταυτότητα των προσφύγων και την υποδοχή τους από τους γηγενείς Έλληνες. Η παρούσα έκδοση αποτελεί ευχάριστη διαφοροποίηση από μια, εν πολλοίς, «εθνοπρεπώς» προσανατολισμένη εκδοτική παραγωγή – και θα ήταν μεγαλύτερη αν ακολουθούνταν κι από άλλα ανάλογα έργα τούρκων μελετητών που διερευνούν και τις δύο πλευρές του τραύματος της Mübadele, της Ανταλλαγής. Ας σημειωθεί μονάχα ότι τον απροκατάληπτο αναγνώστη ξενίζουν οι συχνές επείσακτες υποσημειώσεις, με τις οποίες δίνεται η αίσθηση ότι επιχειρείται σχολιασμός και διόρθωση προς το «εθνοπρεπέστερον» των όσων επισημαίνει η συγγραφέας. Στην πραγματικότητα, οι παρεμβάσεις αυτές επιβεβαιώνουν όσα αναφέρονται σχετικά με τη διαβρωτική δύναμη του εθνικισμού, που εδώ αγγίζει και τον χώρο των ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων…

 

Στίαν Μπρούμαρκ, Επαναπατρισμοί, Εστία

Έχοντας το βλέμμα στραμμένο περισσότερο στο σήμερα, αντλώντας ερεθίσματα για τα ερωτήματά του από το παρόν, ο νορβηγός δημοσιογράφος και συγγραφέας διερευνά τις μακροχρόνιες συνέπειες της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, συνέπειες που, με τον τρόπο τους, επιδρούν στις ζωές των ανθρώπων ακόμα και σήμερα. Ο συγγραφέας εκκινεί την αφήγησή του από τον ομοεθνή του Φρίντγιουφ Νάνσεν, ύπατο αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση και εφαρμογή της ιδέας της ανταλλαγής πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Μολονότι η ιδέα αυτή χαρακτηρίστηκε «σωτήρια» για τη σταθερότητα των δύο κρατών και τη μεταξύ τους ειρήνευση, το τραύμα που προκάλεσε σε όσους την υπέστησαν (1.200.000 χριστιανοί και 400.000 μουσουλμάνοι) παραμένει ακόμη και σήμερα ενεργό. Αυτό το ενεργό τραύμα επιχειρεί να ψηλαφήσει ο συγγραφέας, αναζητώντας τους ανταλλαχθέντες στην Τουρκία, συνομιλώντας με παραμείναντες ρωμιούς της Πόλης, αναδιφώντας το Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Αναζητά τους νέους κατοίκους της Σμύρνης, αλλά και εκείνους της «πρωτεύουσας των προσφύγων», της Θεσσαλονίκης, ανθρώπους που ο τόπος τους βρισκόταν στην αντίπερα όχθη· αλλά και ανθρώπους που έχασαν τον τόπο τους μέσα σε άλλες περιπέτειες, όπως οι εβραίοι της Σαλονίκης. Τέλος, στρέφεται στη Μυτιλήνη και στις απέναντι ακτές, στο Αϊβαλί, αναζητώντας μαρτυρίες για τους νέους δρόμους επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές που ανοίγουν ο τουρισμός και το εμπόριο. Ο συγγραφέας, μέσα από τις σύγχρονες μαρτυρίες, καταδεικνύει ότι το τραύμα του ξεριζωμού δεν υπήρξε μονοπώλιο καμιάς πλευράς, μια επισήμανση που εν πολλοίς έλειψε από τις ποικίλες έως τώρα αναφορές στην εκατονταετηρίδα. Την καθολικότητα του τραύματος της προσφυγιάς υπογραμμίζει, άλλωστε, η αναφορά του συγγραφέα, εν κατακλείδι, στην προσφυγική κρίση του 2015.

 

Λένα Κορμά (επιμ.), Πτυχές της αποκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα, 1922-1930, Τράπεζα της Ελλάδος

Αξιοποιώντας δύο σημαντικές συλλογές που απόκεινται στο Ιστορικό Αρχείο της Τραπέζης της Ελλάδος, το αρχείο του πρώην διοικητή της Εμμανουήλ Τσουδερού, καθώς και τη συλλογή στατιστικών πινάκων του μέλους της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων Αλέξανδρου Α. Πάλλη, η ιστορικός Λένα Κορμά σταχυολογεί τεκμήρια, από την αποστολή Νάνσεν το 1922 έως τις παραμονές της διάλυσης της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) το 1930, μέσα από τα οποία σκιαγραφείται, σε αδρές γραμμές, η ιστορία της προσφυγικής αποκατάστασης κατά τον Μεσοπόλεμο. Μια ιστορία που αφηγείται συνοπτικά στην εκτενή εισαγωγή της, από τις πρώτες μορφές αρωγής στους πρόσφυγες μέχρι την προσφυγή της χώρας στην Κοινωνία των Εθνών, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η ίδρυση της ΕΑΠ. Ακόμη, εκθέτει συνοπτικά το έργο της αγροτικής και της αστικής αποκατάστασης που έφερε εις πέρας η ΕΑΠ και εξετάζει τον ρόλο του Α. Α. Πάλλη σε αυτήν. Στη συνέχεια ο λόγος δίνεται στα ίδια τα τεκμήρια: από την έκθεση Νάνσεν (Νοέμβριος 1922) έως την ίδρυση και το καταστατικό της ΕΑΠ (Οκτώβριος 1924) ή τον απολογισμό (Απρίλιος 1924) του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συζητήσεις των ξένων εκπροσώπων της ΕΑΠ και της ελληνικής κυβέρνησης, που προσέρχονται στη Γενεύη κάθε τρεις μήνες για να εκθέσουν την πρόοδο των εργασιών τους, με βάση τα εμπιστευτικά (τότε) πρακτικά από τις συνεδριάσεις της Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΚτΕ. Δίνεται έτσι στον αναγνώστη η ευκαιρία να ρίξει μια κλεφτή ματιά στην εσωτερική λειτουργία ενός από τους πολλούς μηχανισμούς εποπτείας που γνώρισε η χώρα σε διάφορες φάσεις της ιστορίας της: οι στιχομυθίες των εκπροσώπων, οι φιλοφρονήσεις, οι φλυαρίες και οι γκρίνιες τους, προσφέρουν μια ζωντανή εικόνα των διαδικασιών αυτών. Όπως και τα άλλα βιβλία της σειράς «Τεκμήρια από το Ιστορικό Αρχείο», το παρόν συνοδεύεται από ηλεκτρονικό παράρτημα, που περιέχει φωτογραφικά αντίγραφα του πρωτότυπου αρχειακού υλικού.

 

Θανάσης Πέτρου, 1923: Εχθρική πατρίδα, Ίκαρος

Τελευταίο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, που ξεκινά με την περιπέτεια του ελληνικού Δ’ Σώματος Στρατού κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Οι όμηροι του Γκέρλιτς, 2020) και συνεχίζεται στη Μικρά Ασία (1922: Το τέλος ενός ονείρου, 2021), το graphic novel του Θανάση Πέτρου παρακολουθεί τους ήρωές του, ένα σμυρνιό κι ένα ζακυνθινό φαντάρο, συμπολεμιστές στο μέτωπο, να αποβιβάζονται στο λιμάνι του Πειραιά, την ώρα που το στρατιωτικό κίνημα του Πλαστήρα αναλαμβάνει την εξουσία και απαιτεί την απομάκρυνση του βασιλιά. Μέσα από την καθημερινότητα που μοιράζονται με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες οι δύο ήρωες, ο σεναριογράφος και σχεδιαστής σκιαγραφεί τις πολιτικές εξελίξεις της κρίσιμης αυτής χρονιάς, όπως η υπογραφή της σύμβασης ανταλλαγής των πληθυσμών, η γενική απεργία του Αυγούστου και η αιματηρή καταστολή της, το αντιβενιζελικό κίνημα των Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη, αλλά και οι εκλογές που ακολούθησαν, από τις οποίες απείχαν οι μοναρχικοί. Παράλληλα, πολύ σημαντικότερη για την εξέλιξη της πλοκής είναι η παρακολούθηση των συνθηκών ζωής των προσφύγων στην περιοχή του Πειραιά, από το χάος των πρώτων ημερών με την έλλειψη και των στοιχειωδέστερων και την αυτοστέγαση των εξαθλιωμένων σε πρόχειρες παράγκες χωρίς τρεχούμενο νερό στη Δραπετσώνα, μέχρι τις τεταμένες σχέσεις και τις συγκρούσεις γηγενών και προσφύγων, την εκμετάλλευσή τους κ.λπ. Τέλος, ο συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη μια ζωντανή κοινωνική τοιχογραφία του Πειραιά της εποχής, με τους εργάτες και τα νεαρά, τότε, εργατικά σωματεία, το ρεμπέτικο και τους ρεμπέτες (αρκετοί επώνυμοι περνούν από τις σελίδες του), τους τεκέδες, αλλά και τα Βούρλα, το κρατικό πορνείο, που παίζει κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Ρίχνοντας μια λοξή ματιά στην ιστορία με τα εργαλεία της 9ης τέχνης, επιτρέπει στον αναγνώστη να αντιληφθεί τις δραματικές συνθήκες με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωποι οι μικρασιάτες πρόσφυγες που έφτασαν στις ελληνικές ακτές…

 

Σπύρος Ντελέζος, Στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων του 1922 στις πόλεις, Αλφειός

Η στέγαση υπήρξε μία από τις σημαντικότερες ανάγκες των προσφύγων που καλούνταν να καλύψει το ελληνικό κράτος, ιδιαίτερα μετά τη σύμβαση για την ανταλλαγή πληθυσμών, τον Ιανουάριο του 1923, όταν σιγά-σιγά η προοπτική της επιστροφής άρχισε να ξεθωριάζει. Η στεγαστική αποκατάσταση στάθηκε μια σύνθετη και πολύχρονη διαδικασία, στην οποία ενεπλάκησαν τόσο κρατικές και διεθνείς υπηρεσίες όσο και η αυτενέργεια των ιδιωτών και των ίδιων των προσφύγων. Ο συγγραφέας, στην ανά χείρας μελέτη, επιδιώκει να αναδείξει το συνολικότερο πλαίσιο της αστικής εγκατάστασης των προσφύγων κατά την πρώτη δεκαετία μετά την Καταστροφή, έτσι όπως αποτυπώνεται αρχικά στα έκτακτα μέτρα της πολιτείας, στη συνέχεια στην υιοθέτηση μιας πλούσιας νομοθετικής παραγωγής και την εκπόνηση στεγαστικών προγραμμάτων, εξετάζοντας, ταυτόχρονα, τους όρους ένταξης των προσφύγων σε αυτά, την ίδρυση των προσφυγικών συνοικισμών, τις μορφές αυτοστέγασης κ.λπ. Παράλληλα, ο συγγραφέας διερευνά τις πολιτικοκοινωνικές στοχεύσεις και επιδιώξεις των ελληνικών κυβερνήσεων και των φορέων που ανέλαβαν την υλοποίηση του έργου αυτού. Προκειμένου να μελετήσει τις διαδικασίες αυτές, επιλέγει να εστιάσει στην ίδρυση του πρώτου αστικού προσφυγικού συνοικισμού της χώρας, του Βύρωνα, παρακολουθώντας την εξέλιξη της συνοικίας από την οικοδόμηση των πρώτων οικημάτων στους πρόποδες του Υμηττού μέχρι τη δημιουργία μιας προσφυγούπολης και πολλών δορυφορικών συνοικισμών γύρω από αυτήν, που εμφανίστηκαν, κυρίως, μέσα από διαδικασίες αυτοστέγασης – επιλέγοντας να μελετήσει παραδειγματικά τα Νέα Αλάτσατα. Έτσι, αναδεικνύει δύο διαφορετικές πτυχές της προσφυγικής αστικής εγκατάστασης, εμβαθύνοντας στις εσωτερικές διαφοροποιήσεις του προσφυγικού πληθυσμού, καθώς οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν γύρω από την κατοικία οδήγησαν συχνά σε αποκλεισμούς. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, οι πρόσφυγες προσπάθησαν, μέσω της αυτοοργάνωσης, να προωθήσουν ένα συμπαγές διεκδικητικό πλαίσιο, ενώ υιοθέτησαν επιθετικές μορφές αντίδρασης, φτάνοντας μέχρι την ακύρωση εξώσεων ή την κατάληψη των οικιών της Επιτροπής Αποκατάστασης.

 

Γιώργης Παπάζογλου, Αγγέλα Παπάζογλου: Τα χαΐρια μας εδώ, Κουκκίδα – Αιγαίον

«Ονείρατα της άκαυτης και της καμένης Σμύρνης»: Με αυτόν τον υπότιτλο, η μαρτυρία της τυφλής σμυρνιάς τραγουδίστριας Αγγέλας Παπάζογλου, γυναίκας του ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, που πέθανε φυματικός στην Κατοχή, όπως σώθηκε και καταγράφηκε από τον γιο τους, Γιώργη, εξαντλημένη από χρόνια, επανακυκλοφορεί σε μια επετειακή έκδοση για τα 100 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Γεννημένη στο γύρισμα του αιώνα στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, η αγράμματη και αόμματη γυναίκα, σαν άλλος «ραψωδός», αφηγείται τα σκαμπανεβάσματα της ζωής της σε καιρούς εξαιρετικά δύσκολους, για «να μην ξεχαστούν». Γιατί, «άμα ξεχνάς, πώς θα ζήσεις;» αναρωτιέται σε μια αποστροφή του λόγου της. Η ζωή στη Σμύρνη, το φευγιό μέσα στη μεγάλη πυρκαγιά και τον χαλασμό, ο ξεριζωμός και η εγκατάσταση στην Κοκκινιά, κι ύστερα πάλι πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος… Η αφήγηση της Αγγέλας Παπάζογλου, που την περιληπτική θεατρική εκδοχή της, με την Άννα Βαγενά στον ομώνυμο ρόλο, απόλαυσαν και συνεχίζουν να απολαμβάνουν χιλιάδες θεατές, συνιστά ένα μάθημα πατριδογνωσίας, από έναν άνθρωπο που έζησε στο πετσί του αυτά για τα οποία μιλά. Και γι’ αυτό μιλάει ωμά, όπως ακριβώς ήταν η ζωή της και η περιπέτειά της, από τις χαρούμενες μέρες της Σμύρνης μέχρι την μεγάλη πείνα της Κατοχής ή το μπλόκο της Κοκκινιάς…  Η καταγραμμένη από τον Γιώργη Παπάζογλου μαρτυρία διατηρεί όσο το δυνατόν πιστότερα την προφορικότητα της αρχικής αφήγησης, ενώ η επανέκδοση, μια συμπαραγωγή των εκδόσεων Κουκκίδα της Αθήνας και Αιγαίον της Λευκωσίας, εμπλουτίζεται με συνοδευτικό ένθετο, στο οποίο περιλαμβάνονται κριτικά σημειώματα από την υποδοχή της πρώτης έκδοσης του βιβλίου.

 

Τμήμα Ιστορίας Κ.Ε. ΚΚΕ (επιμ.), 1922: Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, Σύγχρονη Εποχή

Γνωστές και άγνωστες πλευρές του πολέμου στη Μικρά Ασία επιχειρεί να αναδείξει ο παρόν συλλογικός τόμος, που επιμελήθηκε, συλλογικά, το Τμήμα Ιστορίας της Κ.Ε. του ΚΚΕ και περιλαμβάνει τόσο ατομικά όσο και συλλογικά κείμενα. Από τους κύριους στόχους η ανάδειξη των αιτίων της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας, όπως τη χαρακτηρίζει, δηλαδή οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί για τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως αναλύονται από τον Αναστάση Γκίκα. Τη στάση του ΣΕΚΕ απέναντι στην εκστρατεία, κατανοώντας την μέσα στη διαπάλη που αναπτυσσόταν στο εσωτερικό του κόμματος αναφορικά με τη φυσιογνωμία του, εξετάζει κείμενο του Τμήματος Ιστορίας, ενώ ο Γιώργος Χρανιώτης, αξιοποιώντας πληθώρα νέων αρχειακών πηγών, επιχειρεί να καταγράψει τη διασύνδεση ανάμεσα στην κομμουνιστική δράση στις συνθήκες του πολέμου και στην ανάπτυξη του εργατικού αντιπολεμικού κινήματος. Στη συνέχεια, οι Κώστας Σκολαρίκος και Κώστας Τζιάρας εξετάζουν τον βαθμό αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της πολεμικής περιπέτειας και της ήττας. Στη συνέχεια, τα δύο επόμενα κείμενα εστιάζουν στην άφιξη και την «αποκατάσταση» των προσφύγων, τις συνθήκες ζωής και εργασίας τους και «τα πρώτα τους βήματα στους ταξικούς αγώνες» (Αναστάσης Γκίκας – Στρατής Δουνιάς), καθώς και το κείμενο του Τμήματος για την Ισοτιμία και τη Χειραφέτηση της Γυναίκας για τις «εργάτριες της προσφυγιάς», που αποτέλεσαν ένα από τα χειρότερα αμειβόμενα τμήματα της εργατικής τάξης. Ο τόμος ολοκληρώνεται με το κείμενο του Βασίλη Μόσχου για τον αντίκτυπο του μικρασιατικού πολέμου στην αντίληψη και το έργο των λογοτεχνών και την προσέγγιση μια μερίδας με το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα. Η έκδοση συμπληρώνεται με την ανακοίνωση της Κατιλένας Σταθάκου για τα αντίστροφα καραβάνια των ξεριζωμένων της Ανταλλαγής του 1923, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση των τουρκοκρητικών, καθώς και με επιλεγμένα ντοκουμέντα και χρονολόγιο των κυριότερων γεγονότων της περιόδου 1914-1924.

 

Βασίλης Τζανακάρης, Εάλω η Σμύρνη. Δακρυσμένη Μικρασία, 1919-1922, Μεταίχμιο

Αντλώντας από τις καλύτερες παραδόσεις των χρονογράφων και αξιοποιώντας έναν τεράστιο πλούτο υλικού –εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, δημοσιευμένα απομνημονεύματα και μαρτυρίες, αλλά και ιστορικές μελέτες– ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, εκδότης του περιοδικού Γιατί, από «τα Σέρρας», παρουσιάζει, με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας, μια νέα, εμπλουτισμένη και αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Δακρυσμένη Μικρασία (α’ έκδοση 2008), που συμπληρώνεται, μάλιστα, από σπάνια φωτογραφικά τεκμήρια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, του σερραίου φωτογράφου Σεραφείμ Β. Σεραφείμ, από το αρχείο του περιοδικού Γιατί. Ο συγγραφέας καταγράφει χρονολογικά τις εξελίξεις, χωρίζοντας την αφήγησή του σε τέσσερα μέρη, που αντιστοιχούν στα αντίστοιχα χρόνια της μικρασιατικής περιπέτειας, παραθέτοντας δεκάδες πληροφορίες και γεγονότα, μεγάλα και μικρά. Από την απόφαση των αγγλογάλλων, στο περιθώριο των συνομιλιών για την ειρήνη, να ωθήσουν τον Βενιζέλο στην κατάληψη της Σμύρνης και την αντίδραση που προκάλεσε η απόβασή των ελληνικών δυνάμεων, στην ανάπτυξη του τουρκικού εθνικού κινήματος υπό τον Κεμάλ· από τη συνθήκη των Σεβρών στην όλο και μεγαλύτερη αδυναμία εφαρμογής της, αλλά και στην εκλογική ήττα του Βενιζέλου· κι από εκεί στην εκστρατεία του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα, την εξάντληση και στη συνέχεια την καθήλωση μέχρι την τελική ήττα, που συνεπέφερε την πυρπόληση της Σμύρνης και τον ξεριζωμό των χριστιανικών πληθυσμών στης Μικράς Ασίας. Η αφήγηση του Τζανακάρη, που εξελίσσεται σε τραγικούς αναβαθμούς, ολοκληρώνεται με την απαραίτητη κάθαρση: το στρατιωτικό κίνημα των Πλαστήρα – Γονατά και τη δίκη των ηγετών της αντιβενιζελικής παράταξης, που εκτελέστηκαν τον Νοέμβριο του 1922…

Προηγούμενο άρθροΤο δύσκολο στοίχημα της απλότητας (της Ελένης Γεωργοστάθη)
Επόμενο άρθροΡομέο Καστελούτσι: ωδή στην αδιανόητη βία (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ