της Μαρίζας Ντεκάστρο
Η βαλίτσα ως προσωπικό αντικείμενο έχει δυνατούς συμβολισμούς.
Βαλίτσα είχε μαζί του στο δύσκολο ταξίδι ο μικρός πρόσφυγας των Ξένια Καλογεροπούλου- Μάικ Κένι (Το Αγόρι με τη βαλίτσα, Πατάκης, 2016), βαλιτσάκια κουβαλούσε στο φευγιό της η οικογένεια Μπε της Κέλλυς Ματαθία-Κόβο (Τα κίτρινα καπέλα, Πατάκης, 2017), βαλίτσες των εκτοπισμένων σωρεύονταν στα ναζιστικά στρατόπεδα (Οι βαλίτσες του Άουσβιτς, της Ντανιέλα Παλούμπο, Κέδρος, 2017.
Αυτοί και άλλοι λογοτεχνικοί ήρωες αποθήκευσαν τα προσωπικά πολύτιμα και τα πήραν μαζί φεύγοντας από τον τόπο τους ώστε να μη χαθεί η συνέχεια της ζωής τους. Πίστευαν ότι το «εγώ» τους θα εξακολουθούσε να ζει μέσα της.
Το περιεχόμενο της αποσκευής μεταφέρει την προίκα του κατόχου και αποκαλύπτει συνήθειες, συναισθήματα, μνήμες και αναμνήσεις. Και άλλες φορές, τα πράγματα που περιέχει η βαλίτσα μας δίνουν να καταλάβουμε ότι ο κάτοχος μάζεψε βιαστικά το βιός του και έφυγε με αγωνία και ελπίδα να φτιάξει κάπου αλλού μια καινούρια ζωή.
Εκείνη τη μέρα, εμφανίστηκε ένα παράξενο ζώο. Ήταν βρώμικο κι έδειχνε κουρασμένο, λυπημένο και φοβισμένο. Έσερνε μια μεγάλη βαλίτσα.
Όταν τα ζώα ρώτησαν τον ξένο τι είχε μέσα η βαλίτσα του, ξαφνιάστηκαν! Είχε ένα φλυτζάνι, ένα τραπέζι με την καρέκλα του, ένα σπίτι σε μια δασωμένη λοφοπλαγιά,. Επιφυλακτικά απέναντί του, τον αμφισβητούν- μας λέει αλήθεια;- και με αυθόρμητη περιέργεια σπάνε τη βαλίτσα για να δουν. Και βρίσκονται μπροστά σε μια πραγματικότητα που δεν την είχαν ακουστά και αρχίζουν να καταλαβαίνουν τι συνέβη στον ξένο που συνάντησαν απρόσμενα. Τα υπάρχοντα της βαλίτσας του, χρωματισμένα σε σέπια όπως οι παλιές φωτογραφίες, και σ’ αντίθεση με τα δικά τους φωτεινά χρώματα, υπονοούν ότι κάθε βαλίτσα και κάθε μπογαλάκι που μεταφέρουν οι ξένοι που φτάνουν στα μέρη μας περιέχουν κομμάτια μιας ολόκληρης ζωής για όλα εκείνα που έμειναν πίσω. Ωστόσο, οι αναγνώστες, τα δικά μας τα παιδιά, και βλέπουν και ακούν όσα συμβαίνουν δίπλα μας σε ανθρώπους κυνηγημένους.
Η ιστορία της βαλίτσας είναι απλή και πυκνή σε νοήματα. Αντιπροσωπεύει τον περίπλοκο κόσμο μας, προβάλλει ζητήματα της επικαιρότητας (πόλεμοι, μετανάστευση, προσφυγιά) τα οποία είναι τόσο κοντά μας και αφορούν κάθε ηλικία, και μπορεί να δημιουργήσει στους αναγνώστες σκέψεις και ερωτήματα σχετικά με τις προκαταλήψεις και τις στάσεις απέναντι στους «ξένους» και τους «διαφορετικούς». Δίνει λοιπόν ευκαιρία να συζητηθούν πολλά «γιατί» και κυρίως ότι η αποδοχή δεν επιβάλλεται αυτόματα επειδή είναι ηθικά σωστή, αλλά πως χρειάζεται να κάνουμε δουλειά με τον εαυτό μας! Αυτό έπραξαν τα ζωάκια: στην αρχή δεν πίστεψαν, κατέστρεψαν όσα είχε περισώσει από την προηγούμενη ζωή του το παράξενο ζώο και στη συνέχεια επανόρθωσαν και το έβαλαν στην κοινωνία τους.
Ο Chris Naylor-Ballesteros έγραψε μια θαυμάσια ιστορία!
****
Ενώ το «εγώ» στη Βαλίτσα είναι τα αντικείμενα, στο Και μετά… είναι ο προσωπικός λόγος του υποκειμένου της ιστορίας, ενός χαρακτήρα που τον έχουμε συναντήσει δεκάδες φορές στις παιδικές παρέες των βιβλίων: του θύματος που υφίσταται bullying.
Γιατί δεν θέλω να πάω σχολείο σήμερα; Στο Και μετά… της Σούζαν Χιουζ, ένας σχεδόν
Μονόλογος, συμπυκνώνει τα συναισθήματα ενός «τίποτα», ενός ανώνυμου θύματος που συνθλίβεται από τον φόβο, την απομόνωση, τη μοναξιά, την ανημπόρια που δεν του επιτρέπει να μιλήσει παρά μόνο στο προστατευμένο περιβάλλον του σπιτιού του.
Όταν διάβασα το βιβλίο, το πρώτο που σκέφτηκα είναι ο τρόπος που μιλάει το θύμα. Ο λόγος του εξομολογητικός, ευθύς και ταυτόχρονα βαθιά συναισθηματικός, έτσι όπως εκφράζονται τα παιδιά, που με λίγα λόγια και χωρίς περιστροφές μιλούν για αυτά που τους συμβαίνουν. Ένας λόγος που η ομορφιά του, αν μπορούμε να το πούμε, βρίσκεται στην σκληρή απλότητα και την ακριβή περιγραφή της κατάστασής του.
Τα χρώματα που επέλεξε ο εικονογράφος προσθέτουν στην ψυχολογία των ηρώων: μπλε για το ανώνυμο θύμα, πράσινο της ενέργειας για την επιθετική Ζόρικη Μπ., μουντό γκρίζο για το περιβάλλον. Τα χρώματα θα γίνουν φωτεινότερα όταν το θύμα θα σταθεί στα πόδια του και βρίσκει το κουράγιο, με την ενθάρρυνση και την προτροπή της μητέρας του, να έρθει κοντά σ’ εκείνη που τον καταδιώκει. Είναι κι αυτή μία από τις απόψεις για να ξεπεράσουν τα θύματα του bullying το πρόβλημα, αν δεν έχουν την ετοιμότητα να μετατρέψουν την κακία και τις προσβολές σε χιούμορ, όπως συχνά τους συστήνεται.
*****
Free the kids, μού έγραψε σ’ ένα σημείωμα ο Κώστας Χαραλάς όταν μού έστειλε το Μάγια χουζούρια! Διάβασα το βιβλίο του και κατάλαβα…
Η ιστορία: Ο Ντέμης δεν μπορεί να ξυπνήσει το πρωί. Κατά την άποψη των γονιών του έχει προβλήματα ύπνου. Κανένας γιατρός και ψυχολόγος δεν μπορεί να βρει την αιτία.
Το κλειδί για να καταλάβουμε τι συμβαίνει, το δίνει στους αναγνώστες ο ίδιος ο μικρός ήρωας ξεκινώντας την αφήγηση. Αναρωτιέται: Μα γιατί να θέλει να κοιμηθεί κάποιος; Ποιος θέλει να χάσει χρόνο ακίνητος, με κλειστά μάτια, ενώ μπορεί να κάνει τόσες πολλές σκανταλιές, ακόμα και κατά τη διάρκεια της νύχτας; Παίζει λοιπόν το παιδί τη μοναδική ώρα που έχει δική του: την ώρα του ύπνου!
Στο Μάγια χουζούρια, ο Κώστας Χαραλάς μιλάει για ένα άλλο είδος bullying που δεν έρχεται από τους συνομήλικους, αλλά από το στήριγμα των παιδιών, τους γονείς τους. Είναι ένα bullying που δεν έχει μορφή απόρριψης, όπως συνήθως. Αντίθετα, το βρίσκουμε μεταμορφωμένο ως έγνοια, σε χιλιάδες οικογένειες που επιδιώκουν το καλύτερο για τα παιδιά τους. Η συνταγή της επιτυχίας που ακολουθούν πολύ συχνά οι γονείς είναι το γέμισμα της κάθε μέρας του παιδιού με χίλιες δυο «χρήσιμες» δραστηριότητες που θα το βοηθήσουν να αναπτύξει πολύ πολύπλευρα την προσωπικότητά του και το φορτώνουν με καλλιτεχνικά, ξένες γλώσσες, αθλητικά και ό,τι άλλο είναι της μόδας.
Στην ιστορία του Ντέμη, ο συγγραφέας περιγράφει μεταξύ αστείου και σοβαρού την υπερβολική πίεση που ασκούν οι γονείς οργανώνοντας, πάντα προς όφελος των παιδιών, μια καθημερινότητα που δεν τα αφήνει να πάρουν ανάσα, με αποτέλεσμα αφενός την εξάντληση τους από το βάρος των καθημερινών υποχρεώσεων και αφετέρου τη στέρηση του ελεύθερου χρόνου τους.
Οι φιλοδοξίες των γονιών είναι εκείνες που στην πραγματικότητα εξουδετερώνουν τα θέλω των παιδιών, τα ισοπεδώνουν και καταπιέζουν τις βαθύτερες ανάγκες της ηλικίας τους. Οι γονείς του Ντέμη, παρά την καλή τους πρόθεση, είναι δυστυχώς το υπαρκτό παράδειγμα μιας κατάστασης που τυραννάει χιλιάδες παιδιά!
Ένα παιδικό βιβλίο που καλό είναι να διαβάσουν οι γονείς ώστε να μάθουν να αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους με κατανόηση!
INFO
Κώστας Χαραλάς, Μάγια χουζούρια, Εικ. Πετρος Μπουλούμπασης, Εκδ. μεταίχμιο, 2020.
Σούζαν Χιουζ, Και μετά…,Εικ. Κάρεϊ Σοουκότσεφ,Μτφρ. Αργυρώ Πιπίνη,Εκδ. Αδελφοί Βλάσση, 2020.
Chris Naylor-Ballesteros, Η βαλίτσα,Μτφρ. Βίκυ Κατσαρού,Εκδ. Διόπτρα, 2020.