Εγκλήματα, έρωτες και Ιστορία (του Φίλιππου Φιλίππου)

0
439

 

του Φίλιππου Φιλίππου

 

Ο Δημήτρης Κωστόπουλος έγινε γνωστός στο αναγνωστικό κοινό με δύο βιβλία που έκαναν αίσθηση μόλις κυκλοφόρησαν. Το πρώτο ήταν το Βαλκάνια (1996) και το δεύτερο Ο Νταβέλης στο Σικάγο (2007). Αμφότερα είχαν ξεχωρίσει για την πρωτοτυπία τους. Σύμφωνα τον συγγραφέα, το ένα ήταν μια οικογεωγραφία της οργής, γεμάτη πολέμους και αγριότητες, το άλλο χαρακτηριζόταν γουέστερν της ανάπτυξης, κι είχε θέμα την εγκληματικότητα στον κόσμο από τη ληστοκρατία έως τη μαφία της Αμερικής. Πρωτότυπη ήταν και η συλλογή διηγημάτων του Ο Φονέας κι ο Φονιάς που περιείχε ιστορίες με θέμα το ποδόσφαιρο, τις ομάδες, τους παίκτες και τους φιλάθλους.

Το μυθιστόρημα Η κιμωλία είναι κι αυτό πρωτότυπο για ποικίλους λόγους. Πρώτα, ο τίτλος που δεν συνδέεται με κάτι συγκεκριμένο αλλά παραπέμπει σε κάτι αόριστο. «Μια κιμωλία είναι η  ζωή», διαβάζουμε στις πρώτες σελίδες. Αμέσως μετά, ο λογοτεχνικός χαρακτηρισμός «μελόδραμα», αντί για μυθιστόρημα. Έπειτα, οι ήρωες: είναι υπερβολικά πολλοί που ενδέχεται να μπερδέψουν τον αναγνώστη. Ακολούθως, ο χρόνος της δράσης που εκτείνεται από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα και φθάνει στο σήμερα, την εποχή των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης. Στη συνέχεια, οι γεωγραφικές περιοχές όπου εκτυλίσσεται η πλοκή καλύπτουν αρκετές χώρες: Ελλάδα (Λέρος, Βόλος, Αθήνα), Ρωσία, Αίγυπτος (Αλεξάνδρεια), Ιταλία (Παλέρμο) Αμερική (Νέα Υόρκη). Τέλος, το μυθιστόρημα έχει αστυνομικά στοιχεία που ωστόσο δεν το κατατάσσουν στην αστυνομική λογοτεχνία.

Βασικός τόπος δράσης των ηρώων του μυθιστορήματος είναι η Λέρος, γύρω από την οποία εκτυλίσσεται η πλοκή. Ο συγγραφέας, μόνιμος κάτοικος του νησιού, ορμώμενος από την αγάπη του γι’ αυτό, παραθέτει ένα σωρό πληροφορίες σχετικές με την ιστορία του. Το 1309 το κατέλαβαν οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννου και το 1523 το παρέδωσαν στον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Το 1912, κι ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε, έπεσε στα χέρια των Ιταλών, οι οποίοι  κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα. Οι νέοι αφέντες έκτισαν στο Λακκί, το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της ΝΑ Μεσογείου, μια νέα πόλη κι έκαναν το νησί μεγάλη αεροναυτική βάση τους. Η Λέρος απέκτησε κι ένα Ψυχιατρείο και την εποχή της δικτατορίας επιλέχτηκε ως τόπος εξορίας αριστερών πολιτών που ζούσαν στο Λακκί και στο Παρθένι.

Εκεί λοιπόν τον Απρίλιο του 1938 έγινε ένα έγκλημα: ο Απόστολος Νταλλαρής σκότωσε με χασαπομάχαιρο τον ιταλό υπολοχαγό Σαλβατόρε Μπονάνο. Γιατί το έκανε; Αμέσως ιταλοί καραμπινιέροι σκότωσαν τον δράστη με τους υποκόπανους των όπλων τους, ενώ οι κάτοικοι του νησιού μάλλον δεν έμαθαν ποτέ το κίνητρο του εγκλήματος. Ο συγγραφέας όμως το αποκαλύπτει στο τέλος του μυθιστορήματος, λύνοντας έτσι την απορία των αναγνωστών.

Ακολούθως, μεταφερόμαστε χρονικά, πάμε στο Πάσχα του 1970, όταν η Μαρίκα, σύζυγος Ροδίου, με τα δύο παιδιά της, τον Σωτήρη και την Αννα-Μαρία, φτάνουν στη Λέρο για να επισκεφτούν τον άντρα της, τον Σταμάτη που είναι εξόριστος εκεί ως κομμουνιστής.

Κι ύστερα πάμε στη σφαγή της Χίου το 1822, στην Ερμούπολη το 1833 και στη Λέρο, στις εύπορες οικογένειες Αγγέλου (αργότερα Αγγέλοφ), και Χατζηρούσσου. Αγόρια, κορίτσια, γάμοι, παιδιά, μεταναστεύσεις στη Ρωσία και στην Αίγυπτο, ένας Νταλλαρής παντρεύεται μια Χατζηρούσσου. Επιστρέφουμε στο 1970, όταν ο Σταμάτης Ροδίου γύρισε στο Βόλο, στο σπίτι του, χωρίς να υπογράψει δήλωση, σημάδι υποταγής στη δικτατορία. Αυτός είναι ο βασικός ήρωας της περίπλοκης ιστορίας που αφηγείται με τον δικό του πρωτότυπο τρόπο ο Δημήτρης Κωστόπουλος.

Ο γιος του Σταμάτη, ο Σωτήρης, είναι κατά κάποιο τρόπο το alter ego του συγγραφέα. Ο Σωτήρης μπήκε φοιτητής στην Πάντειο, στο μεταξύ οι γονείς του είχαν χωρίσει κι ο πατέρας του κατέβηκε στην Αθήνα. Ο Σταμάτης κι ο Σωτήρης είναι αμφότεροι κομμουνιστές, ενταγμένοι στο ΚΚΕ Εσωτερικού, γίνεται όμως η διάσπαση του κόμματος κι ο πρώτος μένει με τον Λεωνίδα Κύρκο, ενώ ο άλλος πάει με τον Γιάννη Μπανιά.

Έχει ήδη γίνει αντιληπτό πως το μυθιστόρημα είναι αρκούντως πολιτικό. Έτσι ο Κωστόπουλος μπορεί ως τριτοπρόσωπος αφηγητής να σχολιάζει ποικιλοτρόπως, ενίοτε αποφθεγματικά, τα σημαντικότερα γεγονότα ή φαινόμενα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, ειδικά εκείνα στα οποία συμμετείχε είτε ως αυτόπτης μάρτυρας είτε ως δρων πολίτης. Για τη συγκεκριμένη διάσπαση γράφει τη φράση «Μικρό χωριό, μεγάλα μίση», για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από την οργάνωση 17 Νοέμβρη σημειώνει «Η ρηχότητα του κακού», για την ανοικοδόμηση υποβαθμισμένων περιοχών της Αττικής παρατηρεί «Ο καιρός των εργολάβων», για την εποχή της πλαστής ευημερίας στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα επαναλαμβάνει «Λεφτά υπήρχαν». Όσο για την άφιξη προσφύγων στα νησιά το Αιγαίου φιλοσοφεί: «..η δυστυχία έψαχνε να βρει τη δυστυχία όπως τα ποτάμια ψάχνουν να βρουν τη θάλασσα».

Το μυθιστόρημα τελειώνει με τρεις θανάτους. Μια δολοφονία στη Λέρο, μια δολοφονία στην Αμερική, αυτή που εξηγεί το έγκλημα στην αρχή, και μια αυτοκτονία πάλι στη Λέρο. Αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε την Κιμωλία, με τις συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν και τα πολλά, πάμπολλα, πρόσωπα κάθε λογής, αφού δεχτούμε τη δήλωση του συγγραφέα πως δεν είναι αστυνομικό, κι αφού απορρίψουμε το μελόδραμα, μπορούμε να πούμε πως είναι ένα βιβλίο αγάπης για τη Λέρο, ένας ύμνος για τους έρωτες κάθε λογής, μια περιήγηση στην Ιστορία. Κι αν θέλαμε να τη συγκρίνουμε με γνωστά μυθιστορήματα, μπορούμε να πούμε πως θυμίζει κάπως τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

 

Δημήτρης Κωστόπουλος, Η κιμωλία,Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020

Βρες το εδώ

 

Προηγούμενο άρθροΟ Λαμπεντούζα για τον Μπάιρον (της Αλεξάνδρας Σφοίνη)
Επόμενο άρθροΚωνσταντίνος Σύρμος, Σοφία Κουφού : δύο νεότεροι ποιητές (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ