Έφυγε χθες το βράδυ από ανακοπή η αγαπημένη ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ σε ηλικία 80 ετών. Την ανακοίνωση έδωσε στη δημοσιότητα ο ανηψιός της Αλέξης Σταμάτης. Η ποιήτρια ταλαιπωρείτο τον τελευταίο καιρό από πνευμονία. Η κηδεία της θα γίνει στην Αίγινα σύμφωνα με την τελευταία θέλησή της.
Φύσει αισιόδοξο άτομο αν και ταλαιπωρημένη σωματικά η Κατερίνα Ρουκ εξέπεμπε πάντα εικόνα ζωντάνιας και ελπίδας. Η ίδια είχε πει : “Σε μια συνέντευξη που έδωσα πρόσφατα σε εφημερίδα έβαλαν τίτλο ότι είπα, τάχα μου, πως μόνη ελπίδα μας είναι η καταστροφή. Όμως δεν σοβαρολογούσα, αστειευόμουν. Πιστεύω, αντίθετα, ότι εποχές που είναι πρέπει να αναζητήσουμε ξανά την ελπίδα, μια ελπίδα που περιπλανιέται δεξιά-αριστερά άστεγη, άνεργη, αποπροσανατολισμένη, να τη στεγάσουμε εντός μας και τη βάλουμε να μας κάνει καμιά δουλειά. Για να γίνει, βέβαια, αυτό θα πρέπει να πάψουμε τις διχόνοιες και να συνενωθούμε. Αρκετά με τους εμφύλιους διχασμούς σε αυτήν τη χώρα. Και σιγά τους διχασμούς δηλαδή, εγώ απλώς βλέπω να τσακώνεται το αφεντικό του Κώστα με το αφεντικό του Νίκου και ο υπάλληλος της Καίτης με τον υπάλληλο του Γιώργου, δεν μπαίνει δηλαδή καν θέμα ουσιαστικών διαφορών… “(Από τη Lifo)
Δήλωνε πάντα μεταφράστρια αν και διακεκριμένη ποιήτρια με φανατικούς φίλους και φίλες στην Ελλάδα και αλλού. Σε μια συνέντευξή της είχε πει ότι δεν θυμάται το επάγγελμα που γράφουν τα επίσημα χαρτιά. «Τι να γράφουν; Ποιήτρια; Είναι δουλειά η ποίηση; Δεν νομίζω. Το επάγγελμά μου είναι μεταφράστρια. Αυτό σπούδασα στη Γενεύη. Μιλάω αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά – και ελληνικά, φυσικά. Έχω κάνει και διερμηνέας. Περισσότερο μεταφράζω ποίηση και μόνο αν μου αρέσει”. (από την Athens Voice)
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1939. Γονείς της οι Γιάννης Αγγελάκης και Ελένη Σταμάτη. Ήταν πνευματική κόρη του Νίκου Καζαντζάκη, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον πατέρα της. Μόλις στα 17 της χρόνια δημοσιεύει στο περιοδικό Καινούργια εποχή το ποίημα της «Μοναξιά» μετά από παρότρυνση του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος έστειλε γράμμα στον Γιάννη Γουδέλη, τον διευθυντή της Καινούργιας εποχής γράφοντας: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!». Από τότε άνοιξε ο δρόμος για την ενασχόληση της με την ποίηση και τη μετάφραση. Όπως είχε αναφέρει και η ίδια ήταν μεγάλη η είσοδος της στην ποίηση. Άρθρα για την ποίηση και την μετάφραση της ποίησης της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε περισσότερες των δέκα γλωσσών και ποιήματα της εμπεριέχονται σε λογοτεχνικές ανθολογίες. Αρχή και τέλος για εκείνη η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη. Σπούδασε ξένες γλώσσες στην Αθήνα, τη Γαλλία και την Ελβετία. Είναι διπλωματούχος μεταφράστρια-διερμηνέας. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόβσκι, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ κ.ά. Η ποίησή της διακρίνεται από μια έντονη καταφυγή σε φανταστικές χώρες.
Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch). Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Darmouth, N.Y.State, Princeton, Columbia κ.α.) Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών). Το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.
Όπως έχει σημειώσει και ο Ευριπίδης Γαραντούδης κρίνοντας το σύνολο του έργου της στον Αναγνώστη “η σωματικότητα ως δεσπόζουσα αρχή είναι η βασική συνισταμένη της ποίησης της Αγγελάκη-Ρουκ. Σε άρρηκτο δεσμό με τη σωματικότητα συναρτώνται και συλλειτουργούν στην ποίησή της μια σειρά από γνωρίσματα, όπως ο ερωτισμός, η εσωτερικότητα, το αίσθημα της μοναξιάς, η εξύμνηση της υλικής ζωής και η αγωνία του θανάτου”
Το σώμα
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνετ’ απ’ τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμα τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.
Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων
σαν κείται μακρύ κι αδειανό
–να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ–
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ’ το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.
Ένα τόπο.
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του
με θάνατο
στην πλατεία
σα λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω – ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου».
Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι-θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
–κίνηση του κόσμου–
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
κι υποφέρει·
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.[1]