της Λίλυς Εξαρχοπούλου
Οι ήρωες της ελληνικής επανάστασης παρέμειναν πολλά χρόνια κάδρα στις σχολικές αίθουσες και για 200 χρόνια πέρασαν στη μνήμη μας κάπως έτσι. Μερικοί από εμάς τους αφήσαμε για πάντα στη θέση τους, κάποιοι άλλοι τους ψάξαμε λίγο παραπάνω κι είτε τους ξηλώσαμε είτε τους αποκαταστήσαμε, πέρα από την καρδιά τούς βάλαμε και στη σκέψη μας. Οι μελέτες και τα μυθιστορήματα αυξάνουν, τα εξώφυλλα πολλαπλασιάζονται (το παρόν από τα πλέον επιτυχημένα) και εν μέσω κορωνοϊού πολλοί παλεύουμε να πιούμε λίγο απ’ «το αθάνατο κρασί του 21».
Πότε Βολιώτης, πότε Αθηναίος ο Κώστας Ακρίβος καταπιάνεται με το λιοντάρι της Ρούμελης με βλέμμα καθαρό και στόχο να δώσει ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα που θα τοποθετεί τον ήρωα και τους συν αυτώ στη σωστή τους θέση. Πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα εμμέσως πλην σαφώς, μια και η αφήγηση συχνά παρατίθεται από συναγωνιστές και φίλους, Έλληνες και ξένους, ανθρώπους της εποχής του ή και σημερινούς. Η πρωτοπρόσωπη με την τριτοπρόσωπη αφήγηση συναλλάσσονται διαλογικά, τα τεκμήρια τρίτων ενσωματώνονται με μαεστρία, το προσωπικό ενδιαφέρον του συγγραφέα να βρει τρόπον τινά τις ρίζες του δηλώνεται εξαρχής. Προπάππους του συγγραφέα από την πλευρά της μητέρας του ο ταμίας του Καραϊσκάκη, Μήτρος Αγραφιώτης, ένας νεαρός από το Πετρίλο Αγράφων την πορεία του οποίου παρακολουθούμε μέχρι τη γεροντική του ηλικία όταν πασχίζει να πάρει επί Όθωνος μια σύνταξη από το κράτος που υπηρέτησε, αιτούμενος «πιστοποιητικόν εκδουλεύσεων». Ακολουθώντας την πορεία των δύο αυτών ανδρών, του πρωταγωνιστή και δευτεραγωνιστή, διατρέχουμε ως αναγνώστες μερικά από τα κυριότερα και σπαρακτικά γεγονότα της ελληνικής επανάστασης, Τριπολιτσά, Μεσολόγγι, πολιορκία του Παρθενώνα. Ο ρόλος των πολιτικών και των ξένων εικονογραφείται και δίχως να αποκρύπτονται οι έριδες των καπεταναίων η οπτική τους πλευρά συχνά δικαιώνεται.
Αυτό που μας λείπει ως ιστορική αίσθηση για το ‘21 είναι, μεταξύ άλλων, οι δυσκολίες της εποχής όπου όταν δεν έφτανε το φαγητό «Έπιναν βραστό κρασί κι έτρωγαν αγίνωτες ελιές, που τις πασπάλιζαν με ρίγανη επειδής τους έλειπε το ψωμί» (σ.118), πόσες μέρες έπαιρναν καβαλαρία σε κακοτράχαλα ορεινά οι αποστάσεις μεταξύ διαφόρων τοποθεσιών, ότι το κριθάρι για τ’ άλογα είχε για πολλούς απ’ τους οπλαρχηγούς μεγαλύτερη σημασία ακόμη κι απ’ τους λουφέδες (μισθούς) κ.α που ο συγγραφέας τα περιγράφει με μαστορική δεξιότητα. Ο αναγνώστης μπαίνει στη μάχη της Αθήνας περιδεής, όχι μόνον γιατί ίσως γνωρίζει ότι ήταν η τελευταία του Καραϊσκάκη αλλά κι επειδή ο Ακρίβος τον «αναγκάζει» να μπει στο πετσί των πολιορκούντων την Ακρόπολη, τη δυσκολία και τη σκέψη τους.
Ποιος όμως ήταν εντέλει ο άντρας που σε όλη του τη ζωή έφερε το στίγμα του νόθου, ήταν αγράμματος, ισχνός, μετρίου αναστήματος, ξεκίνησε τον πολεμικό του βίο με καπάκια με τους Τούρκους, βρέθηκε στην αυλή του Αλή Πασά, είχε ως σύντροφό του την αντροντυμένη Μαργιό κι έβριζε ασύστολα; Μέσω του βλέμματος του Αυστριακού σκιτσογράφου του, Καρλ Κρατσάιζεν δίνεται μια εντυπωσιακή περιγραφή του: «Ο καπετάνιος είναι όμορφος, όμορφος από ψυχής. Είναι όμορφος γιατί είναι αθώος. Και είναι αθώος γιατί δεν έχει επίγνωση αυτής της εσωτερικής ομορφιάς του. Ανήκει σ’ εκείνη τη δυσεύρετη κατηγορία ανθρώπων που δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν πόσο ωραίοι είναι, πόσο σπάνιοι και ξεχωριστοί. (σ.109). Μέσω του Καρλ βλέπουμε την περίπτωση ενός σπουδαγμένου ξένου που ήρθε στην Ελλάδα ανιδιοτελώς, πεισμένος από το γενικότερο κοινό αίσθημα κάποιων Ευρωπαίων των δυτικών μεγαλουπόλεων ότι αξίζει να βοηθηθεί ένας αρχαίος λαός. Στην Ελλάδα ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο ειδυλλιακά, οι εμφύλιοι μαίνονται, οι Ρουμελιώτες πείθονται από τους πολιτικούς να εισβάλλουν στην Πελοπόννησο και λίγο αργότερα ο μπιστικός του Καραϊσκάκη, ο Μήτρος, αναφέρει: «… ένας από την Ύδρα, Βουδούρης στ’ όνομα, δεν κρατήθηκε και του ‘πε του καπιτάνου πως μέχρι τώρα δεν είχε κάνει σωστά το χρέος του για την πατρίδα. Ο καπιτάνος τ’ αποκρίθηκε πως όποτε ήθελε γινόταν άγγελος, όποτε ήθελε διάολος. Αποδώ και πέρα θα ήταν άγγελος». (σ.112). Ο Καπιτάνος λοιπόν εν μέσω πολέμου δείχνει να αποκτά αυτογνωσία η οποία επιλέγεται ευφυώς κι ως τίτλος του μυθιστορήματος.
Κεντρομόλο με εστίαση σε μια αέναη έρευνα για τον κεντρικό του χαρακτήρα, εφορμώμενος από τα ρουμελιώτικα Άγραφα, ο συγγραφέας επιδίδεται ταυτοχρόνως σε μια κεντρόφυγη τακτική που επιζητεί να ολοκληρώσει το πορτρέτο του ήρωα, του δευτεραγωνιστή και τελικά της επανάστασης. Ακολουθεί τον Καραϊσκάκη και μετά θάνατον, από τα έργα και τις ημέρες κάποιων απογόνων του, μέχρι συνέδρια που επιδιώκουν να επιλύσουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όπως η αθυροστομία ή να ανακαλέσουν την ταλαιπωρία των λειψάνων του. Κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται κινηματογραφικά (βλ. «Βασιλίτσα») και ο συγγραφέας αποτολμά ακόμη και να συγγράψει δημοτικό τραγούδι, «Του μικρού κλεφτόπουλου», για να εξυμνήσει τον πρόγονό του. Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα τυχαίο (;) οικογενειακό εύρημα κι αφού περιπλανηθεί σε βουνά και λαγκάδια, σημαντικούς χώρους του αγώνα και κάποιες πινελιές των δυτικών (αγωνιστών, τυχοδιωκτών, πολιτικών), τελειώνει με έναν αποκαλυπτικό και αριστοτεχνικό εσωτερικό μονόλογο με τον ευφυέστατο τίτλο «Από τα άγραφα» αντιστικτικά προς τον κορμό της αφήγησης «Από τα Άγραφα».
Αυτό πάντως που συνταράσσει στο βιβλίο, είτε ενδιαφέρεσαι για τον ήρωα και τους συν αυτώ είτε όχι, είναι η απίστευτη ροή και ομορφιά της γλώσσας. Ο συγγραφέας επιλέγει να κάνει ει δυνατόν αυθεντικές τις διηγήσεις της εποχής άρα χρησιμοποιεί πολλές τούρκικες λέξεις (παρατίθεται και μικρό γλωσσάριο στο τέλος του βιβλίου), αλλά και τη σύνταξή της, με αποτέλεσμα μια αυθεντικότητα που δεν μοιάζει επίκτητη. Ο Ακρίβος, περιδεής ακόλουθος του όποιου πεζογραφικού μεγαλείου μας, παρουσιάζει εδώ το master oeuvre του.
Κώστας Ακρίβος: Πότε διάβολος, πότε άγγελος, Μεταίχμιο, 2021, σ.252
Βρες το εδώ