Νίκος Κουρμουλής.
Σαν τους μουζικάντηδες που περνούν από τις εγκαταλελειμένες συνοικίες ψιθυρίζοντας αντηχήσεις ενός παλιού σκοπού, ο Κώστας Καβανόζης έρχεται να μας θυμίσει τους χτύπους μιας έφηβης καρδιάς. Κλεισμένης στο πρόσφατα ανακαλυφθέν χαρτόκουτο των μικρών εξομολογήσεων.
Υπάρχουν στιγμές που κοιτάς πίσω, θες δεν θες. Είναι κάτι σαν επίδραση ναρκωτικής ουσίας. Θεριεύουν επιθυμίες για την γεύση του πρώτου αναφιλητού, του πρώτου αυνανιστικού ξεσπάσματος, του πρώτου αγγίγματος στο σώμα, του πρώτου πένθους, του πρώτου ξενιτεμού, της πρώτης ανασεμιάς. Όχι βέβαια υπό το πέπλο μιας αναμνηστικής καρτ-ποσταλ. Δεν είναι τέτοιος ο Καβανόζης. Εκκινεί εκ του νόστου ενός διαρκούς παρόντος. Που όλο γλιστρά απ’τα χέρια, όπως η άμμος.
Διακριτό στίγμα στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα έχει αφήσει ο Καβανόζης χρόνια τώρα. Περιεκτικά μοτίβα ζωηρών διηγήσεων που μια ορφική αύρα τα έχει ζώσει. Με θρακιώτικη καταγωγή ο Καβανόζης περιλαμβάνει και στην εν λόγω συλλογή τον έμμετρο λόγο της πατρίδας του. Μόνο που αυτή τη φορά τον τελειοποιεί. Το λάξεμα τόσων χρόνων απέδωσε καρπούς. Η γραφή του σε πιάνει στα πράσα αν δεν είσαι έτοιμος να παλέψεις στο ρινγκ της χαμένης αξιοπρέπειας της προφορικότητας.
Αν και το χαρτόκουτο δεν ξεβράζει ηττημένους ήρωες. Ούτε και αφυδατωμένους τροπαιούχους. Σαφώς και δεν προσποιείται την καθαρότητα της μνήμης. Σκορπίζει το υλικό του περιεχόμενο και τα μικροαντικείμενα εξετάζονται από την αρχή. Μια βόλτα, μια τελετή, μια επιθυμία, η σωματική έλξη. Το ατέλευτο αλισβερίσι με ότι έχει μείνει μισό.
Πεισματικά ο συγγραφέας στέκεται στον αντίποδα μιας τεχνητά προσδιορισμένης διαδικασίας που θέλει το βιβλίο να «τρέχει νερό». Οι σελίδες του Καβανόζη προσκαλούν σε αντάμωμα με ένα νέο αλφάβητο. Με τα άναρχα συναισθήματα εντός μας, από το χτένισμα της ονειρικής διάστασης της πραγματικότητας. Μιας παρεξηγημένης έννοιας, αφού είναι γνωστό πως δεν υφίσταται. Πολλοί βέβαια εξ’υμών την χρησιμοποιούμε κατά κόρον προς χάρι εφησυχασμού.
Οι ιστορίες αναδύουν την ατάσθαλη ζωντάνια, όπως αναζητάται επίμονα από μια νεανική ψυχή και την ίδια στιγμή υπογραμμίζεται σχεδόν αδιόρατα, το άγγιγμα του θανάτου. Τα πάτρια εδάφη είναι το άντρο της ενηλικίωσης. Από την αρχή ως το τέλος. Οι σωματικές διεργασίες του συγγραφέα υπενθυμίζουν ότι δεν υπάρχει δίχως αυτά. Ευτυχώς διότι ο Καβανόζης δεν είναι από τους λογοτέχνες που βερμπαλίζουν.
Η συλλογή αγκαλιάζει όσο καμιά το βίωμα εκείνο της υπέρβασης των υπαρχουσών συνθηκών που συνδράμουν στην συλλογική καθήλωση τόσο μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, όσο και των πνευματικών ταγών της. Το χαρτόκουτο αποδεικνύει και κάτι άλλο, που έχει αφεθεί έξω από τον τρέχοντα δημόσιο λόγο: την δυνατότητα αντιστροφής των παλινδρομήσεων της διευρυμένης μεσοαστικής νοοτροπίας σε μια κινητική ελπιδοφορεία. Κάτι που δεν είναι εύκολο να μπει σε κανένα πρόγραμμα.
Η μουσικότητα του λόγου σε συνδυασμό με το σκάψιμο της μνήμης, τουλάχιστων των γδαρσιμάτων αυτής, είναι ένα μικρό κατόρθωμα. Διηγηματογραφία στην ατόφια της έκδοση που διαφεύγει συνεχώς από τους «κανόνες». Η συναισθηματική φαντασία παίρνει το λόγο και παρεμβάλλεται συνεχώς. Ο Καβανόζης βάζει στο κάνιστρο, για παράδειγμα ενός εν δυνάμει εφηβικού ραντεβού, τα ορμέμφυτα. Μετατοπίζει τον χρόνο και τις επιπτώσεις. Κοιτά από διάφορες οπτικές γωνίες το περιθώριο ενός γεγονότος και το μετουσιώνει σε έναν πάκο από ανεπίδοτες προσωπικές υπενθυμίσεις. Μια συλλογή διηγημάτων όπου η αθωότητα επικαλείται, δεν υπάρχει. Ένα σάλτο μορτάλε στο σκληρό κέλυφος του ανείπωτου.
INFO:
Κώστας Καβανόζης
«Το χαρτόκουτο»
εκδ: Πατάκη
σελ: 135