Του Αλέξη Βαρκού.
Το αυτοβιογραφικό αφήγημα του Θεόδ. Κώτσιου «Τα Παιδιά του Οικοτροφείου»(εκδ. Εστία) εγγράφεται στη «λογοτεχνία της μαρτυρίας» και αναπλάθει τη ζωή του συγγραφέα στο Οικοτροφείο της Παραμυθιάς Θεσπρωτίας στο διάστημα μεταξύ 1946-1949, όταν, μικρός ακόμα, έφυγε από το παραμεθόριο χωριό του για να συνεχίσει το σχολείο στην κοντινότερη κωμόπολη. Ο πρώτος αυτός αποχωρισμός και η απομάκρυνση από την εστία και τους οικείους σημαδεύει για πάντα το μικρό παιδί, που βλέπει τη ζωή του να αλλάζει ολοκληρωτικά και να μπαίνει σε καινούριους, πρωτόγνωρους ρυθμούς. Η αφηγηματική φωνή σε τρίτο πρόσωπο είναι εγκατεστημένη σε χρόνο πολύ μεταγενεστέρο από τα αφηγούμενα αλλά μέσα της αντηχεί δυνατά η φωνή του μαθητή τότε Σπύρου που, μεγάλος πια και σε απόσταση , αναπολεί την παιδική κι εφηβική του ηλικία. Η αφήγηση ξετυλίγεται με τρόπο που θυμίζει και παραπέμπει στο «μυθιστόρημα εφηβείας», καθώς ο νεαρός οικότροφος και οι φίλοι του, «μικροί Οδυσσείς», περνούν από μια σειρά δοκιμασίες και μυήσεις, συχνά οδυνηρές και ψυχοφθόρες, προτού φτάσουν στην ενηλικίωση και συμφιλιωθούν με τον κόσμο των μεγάλων.
Υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας που αποτελείται από το Σπύρο(Πίπη), τον Τήρη και τον Τσέλη, μαθητές του οκταταξίου γυμνασίου που, σαν άλλοι μικροί ορεσίβιοι « Πατούχες», ηπειρώτες αυτή τη φορά, κατεβαίνουν διστακτικοί και φοβισμένοι από τα μακρινά, ακριτικά χωριά τους στην κωμόπολη Παραμυθιά για να συνεχίσουν τη φοίτησή τους στο εκεί μητροπολιτικό οικοτροφείο . Στην πορεία η σύνθεση αλλάζει ελαφρώς καθώς μπαινοβγαίνουν καινούρια πρόσωπα που μένουν ή φεύγουν, ενώ άλλοτε πρωταγωνιστεί συλλογικά ολόκληρη η κοινότητα των μαθητών του Οικοτροφείου μαζί με τους κατά καιρούς καθηγητές και το υπόλοιπο προσωπικό. Ειδική μνεία γίνεται σε σπαρταριστούς ανθρώπινους τύπους (π.χ. ο Σαμπάνιας ,ο μικρός υπνοβάτης, ο νέος καθηγητής), που, με τα χούγια, τα παθήματα και τα κατορθώματά τους, αφήνουν πίσω τους ένα ανεξίτηλο ίχνος που σφραγίζει για πάντα τη μνήμη καθιστώντας τους αξέχαστους.
Εκτός από το οικοτροφείο που είναι ο τόπος της σχολικής γνώσης και της συστηματοποιημένης πειθάρχησης, πολλές σκηνές λαμβάνουν χώρα στην ύπαιθρο και τα χωριά, απ’όπου προέρχονται οι περισσότεροι μαθητές και όπου επιστρέφουν την εποχή των διακοπών και των γιορτών. Αν το οικοτροφείο είναι ο τόπος του καταναγκασμού, του περιορισμού και της ρουτίνας, το χωριό μετατρέπεται στη συνείδηση των μαθητών σ’ένα προνομιακό πεδίο απόλυτης ελευθερίας και αυτενέργειας, όπου μπορούν να εξερευνήσουν τη φύση και να συλλειτουργήσουν αρμονικά με τα φυτά και τα ζώα, μέσα σ’ένα καθεστώς αγαστής σύμπνοιας και ευφρόσυνης ευδαιμονίας. Είναι εκπληκτικός ο τρόπος που περιγράφεται η απελευθέρωση των παιδιών καθώς χαίρονται τη φύση και ανακαλύπτουν με τη δική τους πρωτοβουλία τα μικρά θαύματα που κρύβει εντός της. Τίποτα δεν μπορεί να αναπληρώσει την ευφορία και την ανάταση που επιφυλάσσει το παιδικό παιχνίδι με τις πυγολαμπίδες (από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου), τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις μικρές βουκολικές απολαύσεις όπως είναι το αγνάντεμα των βουνών, η φροντίδα των ζώων ή η ονειροπόληση κάτω από τον ουρανό, καθώς τα σύννεφα αλλάζουν σχήμα. Το κείμενο διατρέχεται από απόηχους που θυμίζουν τον «Αιμίλιο» και τους παιδαγωγικούς προβληματισμούς που τέθηκαν από τον Ρουσό.
Από τη μια, το ημιαστικό περιβάλλον της Παραμυθιάς και η θεσμοποιημένη, τυπολατρική και άκαμπτη εκπαίδευση που παρέχει το οικοτροφείο, κι από την άλλη η μικρή, κλειστή αλλά αυτάρκης αγροτική κοινότητα του χωριού που ζει στις παρυφές της ιστορίας και κοινωνικοποιεί αλλιώς τα παιδιά μέσα από τις εργασίες στον αγρό και τις συναρπαστικές παραμυθικές αφηγήσεις των γιαγιάδων, που έρχονται να απογειώσουν τη φαντασία και να την ταξιδέψουν στα έγκατα του μύθου. Στο χωριό, τα παιδιά προσλαμβάνουν τη ζωή μ’έναν τρόπο ακατέργαστο, αγνό και αδιαμεσολάβητο, έτσι όπως υπαγορεύει η πρωτογενής τους αθωότητα. Στο σχολείο, η ζωή υπόκειται σε κανόνες και δύσκολα θεωρητικά σχήματα, που την κάνουν να μοιάζει περίπλοκη και άχαρη. Ο Σπύρος, ο Τήρης, ο Τσέλης δε βλέπουν την ώρα να επιστρέψουν στις εστίες τους και να καταπιαστούν με τις αγαπημένες τους ενασχολήσεις, μακριά από τα ακαταλαβίστικα αρχαία ρητά που πρέπει να αποστηθίσουν και τις ανυπόφορες μαθηματικές εξισώσεις που οφείλουν να λύσουν.
Με το ένα πόδι μέσα στα ονειρικά μυθολογήματα των γιαγιάδων που αντηχούν ακόμα δυνατά στην ψυχή τους ,και με το άλλο βαθιά χωμένο μέσα στο ορμητικό ρεύμα της ιστορίας που σαρώνει τα πάντα στο διάβα της, οι νεαροί μαθητές παρακολουθούν ενεοί τα τεκταινόμενα και εκόντες άκοντες συμμετέχουν στη ζωή καθώς τους παρασύρει, όπου θέλει εκείνη. Βουτηγμένοι στο μύθο του τοπίου και των διηγήσεων καθώς δεν έχουν ακόμα εγκαταλείψει την παιδική τους ηλικία, δεν μπορούν παρά να σταθούν άναυδοι μπροστά στην κοχλάζουσα πραγματικότητα της ιστορίας που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια τους (Κατοχή, Εμφύλιος). Αθώοι και ανυπεράσπιστοι, ψηλαφούν δειλά και φοβισμένα τον ακατανόητο κόσμο των μεγάλων, χωρίς να βγάζουν νόημα.
Από τη μια το ειδυλλιακό τοπίο του χωριού, που, ταυτισμένο με τη μαγεία της παιδικής ηλικίας, τους προσκαλεί να επιστρέφουν και να το αφουγκράζονται, και από την άλλη οι αδήριτες ανάγκες του υλικού βίου, οι κανόνες και οι άτεγκτες ιστορικές νομοτέλειες, που, βάναυσα και ωμά, καταστρατηγούν τις ατομικές επιθυμίες. Μέσα σ’ αυτές τις συντεταγμένες κινούνται τα Παιδιά του Οικοτροφείου, που πέφτουν από νωρίς στα βαθιά προσπαθώντας να επιβιώσουν σε έναν τόπο κατατρεγμένο και πολλαπλώς υποβαθμισμένο, όπως η μετα-κατοχική Ήπειρος .
Χωριό και πόλη, φύση και νόμος, ελευθερία και αναγκαιότητα συγκροτούν τα καθοριστικά δίπολα και υφαίνουν ένα πυκνό δίχτυ από ανυπέρβλητες αντιθέσεις, που χρωματίζει τα διλήμματα , τους φόβους και τα άγχη της εφήβων, όπως είθισται να συμβαίνει στο μυθιστόρημα εφηβείας. Ωστόσο, πάντα υπάρχει διαφυγή. Είναι το παιχνίδι, το γέλιο, η σχόλη και ο έρωτας, όλα όσα αμβλύνουν το αίσθημα της άδικης κακουχίας και κάνουν τη ζωή ωραία και αξιοβίωτη
Ο συγγραφέας περιγράφει με πλούσιο γλωσσικό αίσθημα και γλώσσα λαγαρή τα έργα και τις ημέρες των οικοτρόφων μέσα από σκηνές δοσμένες με ενάργεια και γλαφυρότητα. Υπάρχουν διάσπαρτα στοιχεία ντοπιολαλιάς και μια επιμονή σε λαογραφικά στοιχεία ώστε να αποδοθεί αυθεντικότερα το κλίμα και η ατμόσφαιρα της εποχής. Άφθονες πινελιές χιούμορ δίνουν μια άλλη διάσταση στα τεκταινόμενα και παίζουν ρόλο αποσυμπίεσης και αποφόρτισης. Αφθονούν οι ευτράπελες έως ξεκαρδιστικές ή τραγικωμικές σκηνές με τα πειρακτήρια, τα «ζιζάνια» και τους ταραξίες του χωριού καθώς και οι βιβλικοί καβγάδες και οι κατά τόπους τσακωμοί δι’ ασήμαντο συνήθως αφορμή. Αυτό όμως που δίνει τον τόνο είναι κυρίως η τρυφερότητα και ο σεβασμός για όλα εκείνα τα κακοπαθημένα παιδιά που προσπαθούσαν να βρουν το δρόμο τους μέσα σε μια Ελλάδα καθημαγμένη.
INFO: Θεόδωρος Ν. Κώτσιος :Τα Παιδιά του Οικοτροφείου,σελ.240,εκδ. Εστία, 2014