της Δέσποινας Παπαστάθη (*)
«ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ μετά τη μεγάλη Κατάρρευση, όποτε κατάφερνε στ’ αλήθεια να κοιμηθεί, ο δρ. Ντολ έβλεπε πάντα τον ίδιο εφιάλτη. […] Βρισκόταν πεσμένος ανάσκελα στον πελώριο κρατήρα κάποιας βόμβας, με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά του, στην κίτρινη λάσπη. Με το κεφάλι του ακίνητο έβλεπε μόνο τους κορμούς των πεσμένων δέντρων και τις προσόψεις των σπιτιών – τυφλές τρύπες τα παράθυρά τους και πίσω τους δεν υπήρχε τίποτα. Κάποιες φορές τον τρόμαζε τον Ντολ η σκέψη πως όλα αυτά θα κατρακυλούσαν μέσα στον κρατήρα που είχε ανοίξει η βόμβα, θα ’πεφταν πάνω του. […] Τον βασάνιζε επίσης ο φόβος ότι χιλιάδες φλέβες νερού, πηγές και ρυάκια θα πλημύριζαν τον κρατήρα και θα τον έπνιγαν, μπουκώνοντας το στόμα του με κίτρινη λάσπη. Και δεν θα γλύτωνε. […] φριχτά σμήνη πουλιά, κοράκια και κάργιες, περνούσαν ασταμάτητα στον ουρανό πάνω από τον κρατήρα∙ κι ο Ντολ φοβόταν ότι θα τον έβλεπαν, ότι θα ’βλεπαν το θήραμά τους μέσα στη λάσπη. […] Και δεν ήταν μόνος του εκεί κάτω. Παρόλο που δεν άκουγε τίποτα ούτε έβλεπε κάτι πέρα απ’ όσα ήδη περιγράφηκαν, εκείνος ήξερε: μαζί του, δίπλα του, ήταν κι όλη του η οικογένεια, όλος ο γερμανικός λαός, όλοι οι λαοί της Ευρώπης, το ίδιο ανήμποροι κι απροστάτευτοι όπως αυτός, με τους ίδιους φόβους να τους βασανίζουν και να τους παιδεύουν». [1]
Οι βασανιστικοί εφιάλτες, η αβυσσαλέα απελπισία, η παραλυτική απάθεια αλλά και η εναγώνια αναζήτηση της λύτρωσης για τον γερμανικό λαό μετά τη μεγάλη Κατάρρευση βρίσκονται στον πυρήνα του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Hans Fallada, Ο εφιάλτης (στο πρωτότυπο: Der Alpdruck, μτφρ.: Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, Gutenberg, Αθήνα 2021), γραμμένο το 1947 λίγους μήνες πριν τον θάνατο του συγγραφέα. Ο Hans Fallada, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού συγγραφέα Rudolf Wilhelm Friedrich Ditzen (1893-1947), τοποθετεί την δράση του μυθιστορήματος στη Γερμανία αμέσως μετά την ήττα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα στο Πρεντσλάου και το Βερολίνο από τον Απρίλιο έως το καλοκαίρι του 1945.
Στην επαρχιακή πόλη του Πρεντσλάου ο δρ. Ντολ, συγγραφέας, και η νεαρή, δεύτερη, σύζυγός του Άλμα ξυπνούν το πρωί της 26ης Απριλίου 1945 «επιτέλους με καλή διάθεση», παρά τους εφιάλτες που στοιχειώνουν συνήθως τον ύπνο τους. Η πόλη έχει παραδοθεί, «οι Ρώσοι θα έρχονταν από στιγμή σε στιγμή∙ την προηγούμενη είχαν δει αεροπλάνα να κόβουν κύκλους αποπάνω τους, αεροπλάνα που δεν ήταν γερμανικά!»[2] Τα SS φεύγουν, η Λαϊκή Πολιτοφυλακή διαλύθηκε και μια νέα πραγματικότητα διαφαίνεται για τη ρημαγμένη από τους Ναζί Γερμανία. Η ανθοφορία της φύσης σαν να συμμερίζεται τις προσδοκίες του ζεύγους, τις οποίες οι γείτονες αντιμετωπίζουν με καχυποψία και ανεκδιήγητο φόβο. Ωστόσο, «η λέξη “Γερμανός” είχε καταντήσει βρισιά σ’ όλο τον κόσμο»[3] και η ελπίδα πως οι ελευθερωτές Ρώσοι θα καταλάβαιναν πως υπήρχαν και «“αξιοπρεπείς Γερμανοί”»[4] σβήνει πολύ γρήγορα. Ο δρ. Ντολ και η Άλμα, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι της μικρής πόλης, αναγκάζονται καθημερινά σε προσκλητήριο υποχρεωτικής εργασίας για να βγάλουν το ψωμί τους. Θυμός, απελπισία, κόπωση σωματική και κυρίως ψυχική είναι οι μόνιμες θυμικές καταστάσεις των ηρώων, οι οποίοι για τα δεινά τους δεν κατηγορούν τους Ρώσους αλλά τους «μάγκες των SS» που άφηναν τον γερμανικό λαό νηστικό και στερημένο μόνο και μόνο για να μπουκώνουν τις αχόρταγες στοματάρες τους. Ο Ρώσος διοικητής θα διορίσει δήμαρχο της πόλης τον δρ. Ντολ, ένα αξίωμα που θα του φέρει ελάχιστες χαρές, αμέτρητες δυσκολίες, στενοχώριες και θα πυροδοτήσει την απάθεια που παραμόνευε μήνες.
Ο δρ. Ντολ μαζί με τη σύζυγό του θα νοσηλευτούν βαριά άρρωστοι στο νοσοκομείο από το οποίο θα φύγουν την 1η Σεπτεμβρίου «της άθλιας εκείνης χρονιάς του 1945», για να μεταβούν στο διαμέρισμά που διατηρούν στο Βερολίνο. Στο Βερολίνο, την «αγαπημένη πόλη, όπου είχαν μεγαλώσει κι οι δυο»,[5] θα διαδραματιστεί το μεγαλύτερο μέρος της δράσης του μυθιστορήματος. Το ταξίδι με το τρένο είναι βασανιστικά μακρύ, μέσα στη βρόμα και τα σπασμένα κι ορθάνοιχτα παράθυρα. Η άφιξη στον προορισμό θα τους συντρίψει μιας και το Βερολίνο «μια πόλη όλο βιασύνη, όλο φώτα, όλο φασαρία»,[6] είναι τώρα μια πόλη γκρεμισμένη, καμένη, τσακισμένη. Μετά από υπεράνθρωπη προσπάθεια οι δύο ήρωες θα φτάσουν στο σπίτι τους, το οποίο το Γραφείο Στέγασης έχει παραχωρήσει σε μια νεαρή γυναίκα και την οικογένειά της. Η μαρτυρική πορεία του δρ. Ντολ και της Άλμα στο ερειπωμένο Βερολίνο, την πόλη των νεκρών, μόλις αρχίζει. Στις επόμενες σελίδες του βιβλίου θα ξετυλιχτεί με δεξιοτεχνικό τρόπο όχι μόνο η ψυχική και σωματική κατάρρευση του δρ. Ντολ και της Άλμα αλλά του συνόλου του γερμανικού λαού. Η απάθεια, η εξάρτηση από τη μορφίνη, η απογοήτευση, τα σενάρια αυτοκτονίας, ο κίνδυνος της σηψαιμίας, η πείνα, το κρύο, η εκμετάλλευση, θα οδηγήσουν τον δρ. Ντολ στο σανατόριο και την Άλμα στο νοσοκομείο. Στον Μικρό Θάνατο, τον ύπνο, ο δρ. Ντολ βρίσκει παρηγοριά, κλεισμένος στο δωματιάκι της Τρίτης Πτέρυγας Ανδρών στο σανατόριο, έως ότου να βρει την αναγκαία αποφασιστικότητα για τον άλλον, τον Μεγάλο Θάνατο. Η σκέψη της νεαρής συζύγου του και η συνειδητοποίηση πως «είχε βουλιάξει σε μια ζωή ντροπιαστικά άχρηστη, σε μια τεμπελιά παρασιτική»[7] θα τον βγάλουν από τον λήθαργο της απάθειας και θα τον οδηγήσουν σε μια κοπιαστική αυτο-ίαση. Ο δρ. Ντολ μαζί με την Άλμα θα συναντήσουν ανθρώπους αξιοπρεπείς και έντιμους, θα υπερβούν τους εφιάλτες και τα ερείπια και θα ελπίσουν ξανά σε μια καλύτερη ζωή, αν και το Κακό θριαμβεύει ολόγυρά τους.
Ο Εφιάλτης θεωρείται από τα πλέον αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα του Hans Fallada. Πλήθος στοιχείων συνηγορούν υπέρ της άποψης αυτής: οι αυτοκτονικές τάσεις του συγγραφέα ήδη από νεαρή ηλικία, η νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική, ο εθισμός στο αλκοόλ και τη μορφίνη, η παραμονή στη Γερμανία παρά την άνοδο του ναζισμού, η ανάθεση της δημαρχίας του Feldberg το 1945, ο δεύτερος γάμος και πολλά άλλα είναι βιογραφικές λεπτομέρειες που ο υποψιασμένος και ενημερωμένος αναγνώστης εύκολα αναγνωρίζει ως πρώτη ύλη του μυθιστορήματος. Η δημιουργική ανάπλαση των βιωμάτων που ο συγγραφέας έχει αποκτήσει από την εμπειρία, αναμεμιγμένα με τα συναισθήματα και τις φαντασιώσεις προσφέρουν στέρεο έδαφος για να ξετυλίξει ο Fallada τον Εφιάλτη του, ένα είδος document humain, όπως δηλώνει στον πρόλογο του βιβλίου, μιας και σκοπός του δεν ήταν ο εγκλεισμός στα όρια της δικής του αυτοβιογραφίας, αλλά «μια κατά το δυνατόν πιστή καταγραφή των όσων ένιωσε, υπέφερε και έκανε ο γερμανικός λαός από τον Απρίλιο ως το καλοκαίρι του 1945» [8]
Ο Fallada αφηγείται την ιστορία του γερμανικού λαού μετά την μεγάλη Κατάρρευση μέσα από την καθημερινότητα του δρ. Ντολ, της γυναίκας του, αλλά και μιας πληθώρας άλλων δευτερευόντων χαρακτήρων που συνθέτουν την ανθρωπογεωγραφία της μεταπολεμικής Γερμανίας: ο φαρμακοποιός που αυτοκτόνησε, έχοντας νωρίτερα δηλητηριάσει τη σύζυγο και το παιδί του, ο γερο-αλκοολικός κτηνίατρος δρ. Βίλχελμ, γνωστός ως Γουρνο-Βίλχελμ, ο μαυραγορίτης Τσάχες, ο εκμεταλλευτής Μπεν, οι γιατροί και οι νοσοκόμες του σανατορίου, η κα Σουλτς, η καλή κυρά-Μίνους, ο εκδότης και συγγραφέας Γκράντσοβ και πλήθος άλλων προσώπων συνιστούν ψηφίδες στο πορτραίτο του γερμανικού λαού. Στο κέντρο όλων ο δρ. Ντολ, ο συγγραφέας, που νιώθει πως έχει χάσει κάθε διάθεση για να γράψει ξανά, που όλα του φαίνονται τόσο μάταια και που αν τελικά αποφασίσει να γράψει θα πρέπει να είναι «κάτι εντελώς αλλιώτικο – το περιεχόμενο θα είναι αλλιώτικο, ασφαλώς, αλλά και η μορφή… ούτε η μορφή μπορεί να είναι η ίδια…».[9] Το ζήτημα της πολιτισμικής αξίας της λογοτεχνίας μέσα σε μια δεινή ιστορική πραγματικότητα και επικαιρότητα τίθεται άμεσα από τον Fallada μέσα από τον ήρωά του συγγραφέα δρ. Ντολ.
Παρά τη σημερινή πλατιά αποδοχή και αναγνώριση του Hans Fallada, την ίδρυση μουσείου προς τιμήν του, [10] την επανέκδοση και μετάφραση των έργων του σε πολλές γλώσσες ανάμεσά τους και στην ελληνική, ο συγγραφέας δεν ανήκει στον κανόνα των γερμανικών σπουδών. Η αμφίθυμη στάση που τήρησε κατά τη ναζιστική περίοδο στη Γερμανία, η άρνηση να μεταναστεύσει και το συνακόλουθο κατηγορώ των ομοτέχνων του, η αρχικά «σιωπηλή» ανοχή στο Τρίτο Ράιχ μέχρι τη δημόσια μέσω της λογοτεχνίας του ηχηρής αντίδρασης, η δημοσίευση ευκολοδιάβαστων έργων με μόνο κριτήριο το δέλεαρ προς ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό φαίνεται να του στέρησαν τη θέση που του αρμόζει στο λογοτεχνικό στερέωμα. Ωστόσο, πέρα από τις όποιες ενστάσεις που μπορεί κανείς να ανασύρει ακολουθώντας τον Fallada στον πολυκύμαντο βίο του, λογοτεχνικό και μη, τα μυθιστορήματά του συνιστούν πηγή αναγνωστικής απόλαυσης, προβληματισμού και σκέψης όχι μόνο για τη σύγχρονη προς αυτόν Γερμανία και το μέλλον της, αλλά για το μέλλον όλων των λαών της Ευρώπης.
(*) Η Δέσποινα Παπαστάθη είναι φιλόλογος, ΕΔΙΠ, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Σημειώσεις:
[1] Hans Fallada, Ο εφιάλτης, μτφρ.: Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, Gutenberg, Αθήνα 2021, σ. 15-17.
[2] Στο ίδιο, σ. 20.
[3] Στο ίδιο, σ. 41.
[4] Στο ίδιο, σ. 41.
[5] Στο ίδιο, σ. 111.
[6] Στο ίδιο, σ. 111.
[7] Στο ίδιο, σ. 174.
[8] Στο ίδιο, σ. 10.
[9] Στο ίδιο, σ. 250.
[10] Μπορεί κανείς να δει: https://fallada.de/en/museum-start/
Hans Fallada, Ο εφιάλτης, μτφρ.: Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, Gutenberg
Βρες το εδώ