Της Ελένης Καρρά.
Το παιδί -υπνοβάτης από τη συμμορία του Πήτερ Παν, με τα λευκά μαλλιά και το φθαρμένο τζην, το ροκ ξωτικό που μετουσίωσε μια ολόκληρη εποχή σε ποίηση, σε τέχνη και σε συσσωρευμένη ενέργεια, προσγειώθηκε χθες μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας – μέσα στην αίθουσα συνεντεύξεων του Public.
Την περιμέναμε ώρα πολλή, κοιτώντας με αγωνία την πόρτα της εισόδου –πολλοί καρδιοχτυπούσαμε –και ξαφνικά η Πάτι Σμιθ εμφανίστηκε μπροστά μας, μαζί με τον κιθαρίστα και συνεργάτη της εδώ και 45 χρόνια, Λένι Κέι – ήταν εκεί, αυτοί οι δυο ψιλόλιγνοι γκριζομάλληδες ρόκερ, όρθιοι μπροστά μας, χαμογελαστοί και σοβαροί, κοντινοί και απόμακροι.
Το βλέμμα της Πάτι σε καθήλωνε. Παράξενο βλέμμα, ήρεμο και νευρώδες, διαχεόταν στον χώρο παρακολουθώντας τα πάντα, και τίποτα.
«Όλοι γύρω μου έμοιαζαν εκστασιασμένοι, αλλά εγώ παρατηρούσα την κάθε τους κίνηση σε κατάσταση ψυχρής υπερδιέγερσης», αναφέρει στο βιβλίο της «Πάτι και Ρόμπερτ» (σε εξαιρετική μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά, από τις εκδόσεις Κέδρος), περιγράφοντας μια συναυλία του Τζιμ Μόρισον. Και είναι αυτή, η θέση του παρατηρητή («μπες παντού, ανταποκρίσου σε όλα, δεν θα σε σκοτώσουν πιο πολύ απ’ ότι αν ήσουν ήδη ένα πτώμα» όπως έγραφε ο αγαπημένος της ποιητής Αρθούρος Ρεμπό) που βούτηξε στη ζωή, μετατρέποντας σε τέχνη την κάθε στιγμή, είναι αυτή η θέση από την οποία μας κοιτά, και μας ρωτά αν έχουμε ερωτήσεις.
Νέα Υόρκη και αβάν γκαρντ
«Πέρασα τα βράδυ παρατηρώντας την κίνηση στη Σεντ Μαρκς Πλέις. Μακρυμάλλικα αγόρια πηγαινοέρχονταν ντυμένα με ριγέ παντελόνια καμπάνα και στρατιωτικά τζάκετ, έχοντας στο πλάι τους κορίτσια που φορούσαν μπλουζάκια με ψυχεδελικά σχέδια. Στους δρόμους υπήρχαν φέιγ βολάν που ανήγγειλαν τις συναυλίες του Πολ Μπάτερφιλντ και των Country Joe and the Fish. Το «White Rabbit» ακουγόταν στη διαπασών από τις ανοιχτές πόρτες του Electric Circus. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από τις ασταθείς χημικές ουσίες, τη μούχλα και τη γήινη μυρωδιά του χασίς. Κεριά από λίπος καίγονταν χύνοντας μεγάλα δάκρυα στο πεζοδρόμιο». Νέα Υόρκη, 1968*
Τι είναι αυτό που επιτρέπει σε μια μουσική και καλλιτεχνική σκηνή να ανθίσει, και σε μια εποχή (σαν τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70) να ξεχωρίσει με νέα ρεύματα και πρωτοποριακούς καλλιτέχνες; «Η Νέα Υόρκη στην οποία εμείς αναπτυχθήκαμε ήταν μια πόλη σχεδόν χρεοκοπημένη, φτωχή, βρώμικη και συχνά επικίνδυνη», τονίζει σήμερα η Πάτι Σμιθ, και εξηγεί ότι μπορούσες, όντας φτωχός, να γνωριστείς με άλλους νέους, που επίσης δεν είχαν λεφτά – οι δυνατές μουσικές σκηνές γεννιούνται εκεί όπου υπάρχει φτώχεια, όπου οι νέοι αγωνίζονται και κτίζουν κοινότητες. Τώρα, λέει, η Νέα Υόρκη είναι πλέον μια πόλη ακριβή, και όλα αυτά έχουν τελειώσει. Όμως, συμπληρώνει ο Λένι, πόλεις όπως η Αθήνα μπορεί να φιλοξενήσουν μια καλλιτεχνική Αναγέννηση.
Brexit, ζωή, τέχνη
Έπειτα από κάθε ερώτηση, απαντάει με σιγουριά, συγκροτημένα, αποφασιστικά – «το Brexit? Είμαι σοκαρισμένη. Βέβαια, όλο αυτό είναι ακόμα μια διαδικασία σε εξέλιξη, κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνει –αλλά εγώ, όσο μεγαλώνω, αισθάνομαι μπουχτισμένη από την ηλιθιότητα των ανθρώπων». Και ο Λένι παρατηρεί ότι αυτή η κίνηση (της εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε) είναι εγωϊστική και πηγαίνει αντίθετα στην προσπάθεια των ανθρώπων να κάνουν μαζί πράγματα, να ξεπερνάνε τα σύνορα και να ενώνουν τις φωνές τους. Η Πάτι συνεχίζει: «Εγώ έχω τη δική μου ζωή, μια ζωή που πρέπει να τη ζήσω –προσπαθώ να είμαι καλός πολίτης, να προστατεύω το περιβάλλον και τη φύση, αλλά είμαι καλλιτέχνης, όχι πολιτικός».
Η συγκρότηση αυτού του καλλιτεχνικού της εαυτού, ήδη από τα δύσκολα, φτωχικά και ασθενικά παιδικά της χρόνια, περιγράφεται εξάλλου, σαν μια μπαλάντα της αθωότητας, στο «Πάτι και Σμιθ»: «Οι μικροί λεκτικοί μου χείμαρροι διαλύονταν με μια περίπλοκη αίσθηση, λες και ο κόσμος διευρυνόταν και μετά συρρικνωνόταν ασταμάτητα. Ήταν η μύηση μου στη λάμψη της φαντασίας. Αυτή η διαδικασία εντεινόταν ιδιαίτερα όταν είχα πυρετό από γρίπη, ιλαρά, ανεμοβλογιά ή μαγουλάδες. Πέρασα όλες τις παιδικές αρρώστιες και η καθεμία με βοηθούσε να κατακτήσω ένα νέο επίπεδο συνειδητότητας».
Σήμερα, μετά από μια ζωή συνδεδεμένη με την ροκ, την πανκ, την ελευθερία και την τέχνη, σήμερα που γίνεται 70 χρονών: «Πολλοί από τους δικούς μας ανθρώπους – ο άντρας μου Φρεντ, ο Λου Ριντ, ο αδερφός μου Τοντ…- έχουν πεθάνει – πολλοί φίλοι μας πέθαναν από ναρκωτικά, από ΕΙΤΖ… Εμείς επιβιώσαμε. Μ’ αρέσει που είμαι ζωντανή, αγαπώ τη ζωή. Κι έχω να πω ότι δεν πρέπει να θυσιάζουμε τη χαρά και την αισιοδοξία μας –πρέπει να κάνουμε αυτά που μας αρέσουν, να κάνουμε τις μουσικές μας. Και πάντα να χορεύουμε».
“My generation”
«Ψηλάφιζα τον πυκνό ιστό μιας κουλτούρας που αγνοούσα ότι υπήρχε»*.
Όταν της ζητάνε να κάνει μια σύγκριση μεταξύ των νέων καλλιτεχνών και εκείνων της εποχής της, η Πάτι Σμιθ απαντά: «Δεν είναι δίκαιο να κρίνουμε και να συγκρίνουμε τις γενιές. Η δική μου γενιά δοκίμαζε καινούργια πράματα, έκτοτε όμως το τοπίο έχει πολύ αλλάξει. Κάθε γενιά κινείται με βάση τα δικά της δεδομένα, και το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται. Εμείς τότε θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο, να αγωνιστούμε για την κοινωνική δικαιοσύνη –όλα αυτά μας ένωναν, όπως και η μουσική μας. Σήμερα, υπάρχει υπερπληροφόρηση, αλλά ίσως και λιγότερη αληθινή επικοινωνία. Η τεχνολογία προσφέρει πολλά, και οι νέοι ακόμα δοκιμάζουν αυτά τα νέα μέσα. Πάντως, δεν είναι δουλειά της παλαιότερης γενιάς να επικρίνει – μόνο να δίνει το χέρι στους νεότερους, και να τους λέει: Είμαστε εδώ».
«Αν ήταν ο κόσμος φτιαγμένος αλλιώς…
…θα μαζευόμασταν, εδώ στην Ελλάδα, σε ένα ψηλό βουνό και θα δίναμε μια δωρεάν συναυλία για όλο τον κόσμο», είπε στο τέλος η Πάτι, αφού είχε υπογραμμίσει αρκετές φορές ότι παρακολουθεί με πολύ ενδιαφέρον και ανησυχία όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, τις δυσκολίες που βιώνουν οι Έλληνες, και τόνισε ότι «είμαστε κοντά σας, είμαστε εδώ!», για να τελειώσει με μια απαγγελία, τόσο ιδιαίτερη και όμορφη, των στίχων του τραγουδιού της «People have the power» – αφού, όπως υπενθύμισε, έχουμε τη δύναμη και ναι, όλοι μαζί μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο.
—–
* Αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Πάτι και Ρόμπερτ», στο οποίο περιγράφεται ο έρωτας, η φιλία, η αγάπη της με τον γνωστό φωτογράφο και καλλιτέχνη Ρόμπερτ Μέιλθορπ, που πέθανε το 1989 από ΕΙΤΖ. Το βιβλίο αποτελεί ένα πραγματικό πανόραμα των δεκαετιών του ΄60 και ΄70 στη Νέα Υόρκη – Μπομπ Ντύλαν, Τζίμι Χέντριξ, Τζάνις Τζόπλιν, Λου Ριντ, Σαλβαντόρ Νταλί, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Άντι Γουόρχολ και πολλά άλλα μυθικά ονόματα κινούνται γύρω από τη νεαρή Πάτι. Και συγχρόνως, Ρεμπώ, Μποντλέρ, Μπλέηκ, Πόλλοκ, Ζενέ, Κουρτ Βάιλ και δεκάδες άλλοι συγγραφείς, ζωγράφοι, μουσικοί περιστρέφονται, συνθέτοντας τις καλλιτεχνικές της επιρροές και διαπλάθοντας αυτήν την αναγεννησιακή «ιέρεια της πανκ» που είναι η Πάτι Σμιθ…
«Τι είναι η ψυχή; Τι χρώμα έχει; Φοβόμουν μήπως η δική μου ψυχή, σκανταλιάρα όπως ήταν, ξεγλιστρούσε από μέσα μου ενώ ονειρευόμουν και δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει».
«Ήμουν ένα παιδί-υπνοβάτης, που δεν σταμάτησε στιγμή να ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά».
«Ο Ρεμπό κρατούσε τα κλειδιά μιας μυστικής γλώσσας που καταβρόχθισα λαίμαργα (…). Έγινε ο αρχάγγελος που με λύτρωσε από τον τρόμο μιας πεζής ζωής στο εργοστάσιο. Τα χέρια του είχαν λαξέψει ένα εγχειρίδιο των ουρανών κι εγώ τα κρατούσα σφιχτά (…) Έριξα το αντίτυπο των Εκλάμψεων σε μια καρό βαλίτσα. Θα δραπετεύαμε μαζί.»
«Διαμαρτυρήθηκα έντονα και δήλωσα ότι δεν θα γινόμουν ποτέ κάτι άλλο απ’ αυτό που ήμουν, ότι ανήκα στη συμμορία του Πήτερ Παν και ότι εμείς δεν μεγαλώναμε ποτέ».
«Για κάποιο διάστημα ο Ρόμπερτ με προστάτευε, έπειτα αρπάχτηκε από πάνω μου και στη συνέχεια, έγινε κτητικός μαζί μου. Η μεταμόρφωσή του ήταν σαν το ρόδο του Ζενέ και, καθώς άνθιζε, τα αγκάθια της τον αγκύλωναν βαθιά (…)Είχαμε τολμήσει να ρισκάρουμε όπως τα παιδιά του Μέτερλινγκ, που αναζήτησαν το γαλάζιο πουλί, και είχαμε πιαστεί στα αγκαθερά βάτα των νέων εμπειριών μας».
ΠΡΟΣΟΧΗ
Σάββατο 25 και Κυριακή 26/6, η Πάτι Σμιθ και οι μουσικοί της δίνουν δυο συναυλίες στην Αθήνα – μια στην οποία θα παρουσιάσουν το εμβληματικό Horses, και μια «που θα είναι έκπληξη, θα διαισθανθούμε τι θέλει το κοινό, και θα ροκάρουμε».
Χθες, μετά τη συνέντευξη Τύπου, η Πάτι Σμιθ υπέγραφε αντίτυπα του βιβλίου της «Πάτι και Ρόμπερτ» (Κέδρος), στο Public (η ουρά ξεκινούσε από τον 4ο όροφο και έφτανε στο ισόγειο).