της Μαρίζας Ντεκάστρο
Πού και πού διαβάζουμε ένα είδος υβριδικών έργων στα οποία η μυθοπλασία απουσιάζει εντελώς και τη θέση της καταλαμβάνουν σκέψεις και αναστοχασμοί του συγγραφέα που μεταμορφώνουν το έργο σε δοκιμιακό μυθιστόρημα. Σκέφτομαι τους Πλάνητες της Όλγας Τοκαρτσούκ για τους χώρους, τον χρόνο, τα ταξίδια και την περιήγηση του Jorge Carriόn στα Βιβλιοπωλεία, βιβλία δυνατά που συναρπάζουν αναγνώστες σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης.
Αναρωτήθηκα τι ψάχνουμε όταν διαβάζουμε αυτά τα τόσο προσωπικά όσο και μυθιστορηματικά κείμενα. Αναζητούμε την κλειδαρότρυπα; Θέλουμε να διαπιστώσουμε αν και πώς διασταυρώνονται με τη μικρή Ιστορία του πολιτισμού ή και με τη μεγάλη; Μήπως ασυνείδητα και ενδόμυχα θέλουμε να ταυτιστούμε με τους συγγραφείς τους σκεπτόμενοι ότι κι εμείς κάναμε, σε άλλη κλίμακα, παρόμοια και να ενδυθούμε λίγη από την αίγλη τους;
Ωστόσο παραμένει το ερώτημα, το οποίο περιλαμβάνει μια δόση ματαιοδοξίας υμών των αναγνωστών: γιατί ο/η επώνυμος και όχι εγώ και χίλιοι άλλοι. Αλλά και πάλι συνειδητά αμφιταλαντευόμαστε για το κατά πόσον τα δικά μας μπορούν να πουν κάτι στους άγνωστούς μας.
Αναρωτιέται η Ελένη Βαροπούλου, στο πρώτο κεφάλαιο της αυτοβιογραφικής αφήγησης Σκηνές από το θέατρο της ζωής μου. Αναρωτιέται λοιπόν ποιον θα ενδιέφερε η δική της κατάθεση, αφού γράφει πως- παραφράζω τα λόγια της- δεν υπάρχει μέτρο που να αξιολογεί τις ζωές των ανθρώπων, ποιες είναι πιο ενδιαφέρουσες και ποιες πιο σημαντικές από άλλων. Ούτε οι σχολιασμοί που εφορμούν από προσωπικές απόψεις και ιδεολογίες, οι οποίες αποτιμούν την δημόσια παρουσία είναι μέτρο. Τους λόγους που της υπαγόρευσαν τη συγγραφή θα τους βρει ο αναγνώστης εδώ κι εκεί στο βιβλίο.
Το απλούστερο είναι να διαβάσουμε τις Σκηνές από το θέατρο της ζωής μου ως μυθιστόρημα και έτσι το διάβασα.
Διάβασα για την παιδική ηλικία ενός ανήσυχου κοριτσιού της ελληνικής επαρχίας που ωριμάζοντας έγινε αυτή που έγινε, σε μια εποχή που ανέδειξε κινήματα σε κάθε πεδίο.
Αντιμετώπισα τα γραφόμενα σαν ντοκουμέντο, μια μορφή ιστορικής πηγής που ξεφεύγει από το προσωπικό, όπου καταγράφονται και κρίνονται, αναμφίβολα υποκειμενικά, πράγματα και ιδέες από την εμπλοκή της μαζί με πολλούς άλλους στα κοινά.
Διάβασα για φιλίες και σχέσεις οι οποίες δέθηκαν ακριβώς επειδή υπήρξαν συνεργασίες και δράσεις από κοινού.
Παρασύρθηκα σε ταξίδια ανά την υφήλιο, που περιέλαβαν στο γραπτό μικρά δοκίμια για κήπους, παζάρια, πανεπιστήμια, ανθρώπους, φαγητά.
Συνάντησα μια διανοούμενη με ισχυρές απόψεις της οποίας οι εμπειρίες και τα διαβάσματα είναι πάντα παρόντα και μέσον για να διαπραγματευτεί τις ιδέες της.
Θυμήθηκα παραστάσεις που είχα ή δεν είχα δει, παρακολούθησα συνομιλίες με σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ξαναμπήκα σε θέατρα, είδα τοπία και πίνακες.
Εν ολίγοις, γοητεύτηκα, όχι επειδή γλυκάθηκα από τις δικές της αναμνήσεις και ανέσυρα τις δικές μου, αλλά αποτιμώντας το σήμερα.
Το σίγουρο είναι ότι μ’ ενδιέφερε να διαβάσω όσα καταθέτει η Ε. Β., άλλωστε τη γνωρίζω από πολύ παλιά. Επιπλέον, μ’ αρέσει να παρακολουθώ τις διαδρομές των φίλων μου! Δεν τις παρακολουθώ για να ανακαλύψω αν έχω αφήσει ένα αποτύπωμα στον βίο και στα πεπραγμένα τους. Είμαι η αναγνώστρια που όταν τους διαβάζει ξαναθυμάται πράγματα και καταστάσεις, ανεξάρτητα από το εάν κάποιες αφορούν περισσότερο τα παράλληλά μας περπατήματα.
Στην προσωπική αφήγηση της Ε. Β. κουμπώνουν ή και ξεκουμπώνονται, πολλά από όσα ξέρουμε ότι έγιναν στην πολιτική και στον πολιτισμό στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και πιο μακριά, πάντα σχολιασμένα κριτικά μέσα από το δικό της φίλτρο.
Δεν βρήκα πουθενά νοσταλγία για τα περασμένα. Το παρελθόν συντροφεύει το παρόν και το ακολουθεί στο μέλλον.
Ελένη Βαροπούλου, Σκηνές από το θέατρο της ζωής μου, Εκδ. Νεφέλη, 2021.
Βρες το εδώ