του Γιάννη Πάσχου
Θα βγεις Μαριαλένα; ρώτησε η μητέρα της.
Ναι, είπε η Μαριαλένα και μπήκε στο δωμάτιό της κλείνοντας την πόρτα.
Καλά να περάσεις μωρό μου, ακούστηκε η φωνή της μητέρας της, και αποσύρθηκε κι εκείνη στην κρεβατοκάμαρα όπου την περίμενε ο Τζον.
Η Μαριαλένα άνοιξε την ντουλάπα.
Πέταξε από πάνω της, ρούχα και εσώρουχα και στάθηκε ολόγυμνη μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα.
Διάλεξε ένα ημιδιαφανές λευκό μπλουζάκι με βαθύ ντεκολτέ και το συνδύασε με αποκαλυπτικό μαύρο διχτυωτό καλσόν.
Όταν ετοιμάστηκε αντιλήφθηκε ότι ο συμμαθητής της που έμενε στο απέναντι ακριβώς διαμέρισμα την κοιτούσε και ενθουσιασμένος, της έκανε νοήματα πόσο ωραία είναι και τέτοια, τον μούντζωσε εκνευρισμένη, κατέβασε τα στόρια και κάθισε εμπρός από τον καθρέφτη να βαφτεί.
Φούσκωσε με ένα ειδικό σπρέι τα μαλλιά, έβαψε μαύρα, κατάμαυρα τα μάτια της λες και της είχαν ρίξει μπουνιές και στο τέλος έβαλε ένα σκούρο κόκκινο κραγιόν με τέτοιο τρόπο που τα χείλη της φαινόταν σχεδόν διπλάσια.
Έριξε μια τελευταία ματιά στον ολόσωμο καθρέφτη, άνοιξε τον υπολογιστή της, έλεγξε την κάμερα που βρισκόταν πάνω στην οθόνη και βγήκε στον αέρα.
Ξεκίνησε με ένα νωχελικό γεμάτο ερωτικά υπονοούμενα πρόλογο για τα αγαπημένα της μωρά -όπως αποκαλούσε τους ακολούθους της- υπενθυμίζοντας συχνά πυκνά την υπόσχεσή της ότι πάντα θα είναι εκεί μόνο για εκείνους, για να μην αισθάνονται μόνοι και κλαψουρίζουν σαν γατάκια. Τα μηνύματα έπεφταν βροχή. Πρώτος και καλύτερος ο συμμαθητής της από το απέναντι διαμέρισμα. Με τρελαίνεις με αυτά που γράφεις, απάντησε η Μαριαλένα στο σχόλιό του και συνέχισε να απαντά σε έναν-έναν ξεχωριστά, ενώ απολάμβανε την βραδινή της έξοδο, μιλώντας στο αόρατο fan club με λόγια τρυφερά και πονηρά αστειάκια. Στη συνέχεια σηκώθηκε από την καρέκλα της και άρχισε τον αγαπημένο στους ακολούθους της χορό, που γνώριζε ότι πάντα αφήνει άφωνο το άφωνο ακροατήριό της.
Ενώ η Μαριαλένα συνέχιζε τη βραδιά της διασκεδάζοντας όπως συνήθως, η μητέρα της πλησίασε το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος ο Τζον, με απαλά βήματα, σαν να πετούσε και όρμησε ξαφνικά πάνω του να τον αιφνιδιάσει. Ο Τζον δεν έδειξε να αιφνιδιάζεται.
Αχ κούκλε μου, του είπε, πότε θα μου πεις μια κουβεντούλα αγάπη μου; Πότε μαυρούλι μου θα πάρεις τα μάτια σου από την οροφή για να με κοιτάξεις αγαπούλα μου; Πονηρούλη, πρέπει να σε καβαλήσω για να συναντηθούν οι ματιές μας; Αυτά είπε, ανέβηκε επάνω του και άρχισε να τον χαϊδεύει και να τον φιλά. Αχ, θέλεις λίγο περιποίηση αγόρι μου, είπε και του έβαλε λίγο αέρα από την βαλβίδα που βρισκόταν στο πλευρό του. Τώρα, τέλειο το μωρό μου, ψιθύρισε, πέταξε το εσώρουχό της με έναν βαθύ αναστεναγμό και άρχισε τα παιχνίδια με τον ακίνητο σύντροφό της. Εξουθενωμένη και βαθιά ικανοποιημένη, είπε: Τι λες μωρό μου, πάμε τώρα και μια βολτίτσα; Ευκαιρία είναι, η Μαριαλένα έχει βγει κι αυτή, κι έφερε το αναπηρικό καροτσάκι που συνήθως τον έβαζε και πήγαιναν βόλτα στον παραλιακό δρόμο που περνούσε ακριβώς μπροστά από το σπίτι τους.
Την ίδια ώρα περίπου η Μαριαλένα, επίσης εξουθενωμένη και βαθιά ικανοποιημένη, κι αυτή, αποχαιρέτησε τους ακολούθους της και βγήκε στο μπαλκόνι να ρουφήξει λίγο νυχτερινό αέρα. Τότε είδε έκπληκτη την μητέρα της πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι και τον Τζον να το σπρώχνει, σταθερό κι ευθυτενή, λες και ήταν ολοζώντανος, ενώ ο συμμαθητής της από το απέναντι διαμέρισμα προπορευόταν αυτής της παρέας, φορώντας το δικό της λευκό μπλουζάκι με το βαθύ ντεκολτέ, το διχτυωτό μαύρο καλσόν της και στη μέση του είχε περασμένο ένα κόκκινο τύμπανο που το χτυπούσε σε ρυθμό παρέλασης. Σκέφθηκε να κατέβει κι αυτή στην παραλιακή να τους συναντήσει, αλλά το μετάνιωσε. Είχε μήνες, ίσως και χρόνια, να βγει έξω από το σπίτι κι ένιωθε ανασφάλεια…