του Στέφανου Δημητρίου (*)
«Το δίκαιον του να φανερώνωμεν την γνώμην μας και τους συλλογισμούς μας, τόσον με την τυπογραφίαν, όσον και με άλλον τρόπον ∙ το δίκαιον του να συναθροιζώμεθα ειρηνικώς ∙ η ελευθερία κάθε είδους θρησκείας, Χριστιανισμού, Τουρκισμού, Ιουδαϊσμού και τα λοιπά, δεν είναι εμποδισμένα εις την παρούσαν διοίκησιν. Όταν εμποδίζωνται αυτά τα δίκαια, είναι φανερόν πως προέρχεται τούτο από την Τυραννίαν, ή πως είναι ακόμη ενθύμησις του εξοστρακισθέντος Δεσποτισμού, οπού απεδιώξαμεν». [1] Αυτό έγραφε ο Ρήγας Φεραίος, το 1797στη «Νέα Πολιτική Διοίκηση», στα άρθρα σχετικά με τα «Δίκαια του Ανθρώπου» στο άρθρο 7. Ο εκφραστής του δημοκρατικού πολιτικού ανθρωπισμού, στη χώρα μας, ο εμπνευσθείς από τον Ρουσσώ, αναγνώριζε την ελευθερία της έκφρασης στο παλλάδιο των θεμελιωδών ελευθεριών, σε μία ουσιώδη σύνθεση δημοκρατικής και φιλελεύθερης αρχής. Το βιβλίο του Φιλήμονα Παιονίδη περιλαμβάνει πέντε δοκίμια. Είναι πέντε κείμενα με εσωτερική συνοχή και κοινό πεδίο αναφοράς τη διαβουλευτική δημοκρατία. Η τελευταία είναι και το πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται η ελευθερία της έκφρασης. Άλλωστε χωρίς αυτήν, το πεδίο της διαβουλευτικής δημοκρατίας θα είναι κενό, διότι θα απουσιάζουν και η διαβούλευση και η δημοκρατία.
I
Ο συγγραφέας ξεκινά με το να προσδιορίσει το εκφραστικό ενέργημα και τη σύνδεσή του με την προσωπικότητα του εκφραζόμενου ανθρώπου. Έχει σημασία ότι αυτόν τον προσδιορισμό τον συσχετίζει με το ότι «δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι ο χαρακτηρισμός μιας ενέργειας ως εκφραστικού ενεργήματος δεν προδικάζει και την αξιολόγησή της. Το αν προστατεύεται ή όχι καθώς και το σε ποιες περιπτώσεις αποτελεί συνάρτηση των επιχειρημάτων που επικαλείται η εκάστοτε θεωρία για να αποδεχθεί ή να απορρίψει συγκεκριμένες μορφές έκφρασης» (σ. 21). Ο Φιλήμων Παιονίδης εξετάζει το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης σε συγκεκριμένο πεδίο. Είναι το πεδίο του δημοκρατικού ιδεώδους. Αφού δείξει προηγουμένως ότι σε απολυταρχικά καθεστώτα – ακόμη και σε αυτά που είναι ήπια – δεν υπάρχει καταστατική θέση για ένα δικαίωμα όπως η ελευθερία της έκφρασης, εξετάζει μορφές ανταγωνιστικής και ελιτιστικής δημοκρατίας, στις οποίες ο κομματικός ανταγωνισμός δεν αφήνει περιθώρια για τη διασφάλιση και την ανάπτυξη της ελευθερίας της έκφρασης, διότι αποσκοπεί πρωτίστως στη χειραγώγηση των πολιτών, τους οποίους βλέπει ως ψηφοφόρους. Το πεδίο, λοιπόν, του δημοκρατικού ιδεώδους μπορεί να ορισθεί σε αναφορά προς τη διαβουλευτική δημοκρατία. Η θεωρία που στηρίζει το ιδεώδες της διαβουλευτικής δημοκρατίας δεν περιορίζει τη θεσμική, καθώς και την ευρύτερα πολιτική, λειτουργία της δημοκρατίας με τη διενέργεια εκλογών και μόνο, δηλαδή με την τακτική τους διεξαγωγή και τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει σε αυτήν η αρχή της πλειοψηφίας. Η παραπάνω συνθήκη θα πρέπει να έχει ως θεσμικό και ηθικοπολιτικό της συμπλήρωμα τη διασφάλιση των ουσιωδών προϋποθέσεων μια ευρείας διαβούλευσης, η οποία θα αφορά ένα μεγάλο εύρος εριζόμενων ζητημάτων. Αυτό βεβαίως προαπαιτεί να υπάρχει ευρεία και αξιόπιστη ενημέρωση των πολιτών, γι’ αυτό και ο Φιλήμων Παιονίδης τονίζει ότι «Η πολιτεία οφείλει είτε μέσω των κρατικών ΜΜΕ, είτε μέσω της επιβολής της υποχρέωσης πολύπλευρης και εις βάθος κάλυψης των ζητημάτων της επικαιρότητας από τα ιδιωτικά ΜΜΕ (που συμπεριλαμβάνει και την υποχρέωση να επιτρέπουν στους πολίτες που άμεσα θίγουν να χρησιμοποιούν το ίδιο μέσο για να απαντήσουν), είτε με άλλους τρόπους, να ενισχύσει τις εκφρασιακές δυνατότητες των αδυνάμων, χωρίς να καταφύγει στη λογοκρισία των οικονομικά και θεσμικά ισχυρών» (σ.36). Αυτή η θέση του Φιλήμονα Παιονίδη εγγράφεται στο πεδίο των αποριών της δημόσιας χρήσης του λόγου. Είναι, όμως, αυτονόητο ότι η δημόσια διαβούλευση είναι αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της δημοκρατικής διαδικασίας; Ναι, εάν θεωρήσουμε ότι η κοινωνία των πολιτών είναι πεδίο της δημόσιας χρήσης του λόγου, της δοκιμασίας του ελέγχου, στη βάσανο του οποίου πρέπει να εκτίθενται οι πεποιθήσεις μας. Για να υπάρξει, όμως, τέτοια ζωοποιός της κριτικής δοκιμασίας χρήση του λόγου, προϋποτίθεται η ελευθερία της έκφρασης. Οι συλλογικές αποφάσεις, ως προς το τι θα επιλεγεί και θα προκριθεί ως πρακτέο, στη σφαίρα της συλλογικής πολιτικής αυτονομίας, προαπαιτούν και τη δυνατότητα ατομικού αυτοκαθορισμού, ως προς τον σχηματισμό και την διατύπωση πεποιθήσεων, αλλά και την ισηγορική δυνατότητα αντιπαράθεσης ως προς τον έλεγχο και την επιχειρηματολογική στήριξή τους. Αλλιώς, η ζητούμενη ορθότητα, θα υπονοείται ως λησμονημένη, περιφρονημένη ορθότητα. Θα μας αρκεί, τότε, το να πιστέψουμε ότι οι πεποιθήσεις μας είναι ορθές, επειδή απλώς και μόνο είναι δικές μας; Αυτός είναι ο ευκολότερος και ασφαλέστερος τρόπος, για να κουρνιάσει κάποιος στη δογματική αυταρέσκεια.
Ο Φιλήμων Παιονίδης θα μας δείξει άλλον δρόμο: Μέσα από το «Περί Ελευθερίας» του Μιλλ, του κατεξοχήν θεωρητικού του δημοκρατικού, πολιτικού φιλελευθερισμού και υπερασπιστή της ελεύθερης ατομικότητας και της έκφρασής της, καθώς και της καντιανής «Αιώνιας Ειρήνης», θα γειώσει τη θεωρητική προβληματική του στο τραχύ έδαφος των σύγχρονων διακυβευμάτων, αφού, όμως, πιο πριν θέσει ένα κρίσιμο πρόβλημα: «η διαβουλευτική δημοκρατία παρέχει μια ικανοποιητική και εύλογη δικαιολόγηση της κανονιστικής σημασίας της έκφρασης του πολιτικού λόγου, ο οποίος λόγω της φύσης του είναι περισσότερο επιρρεπής στην κυβερνητική χειραγώγηση. Το ερώτημα είναι εάν και στον μη πολιτικό λόγο παρέχεται ισότιμη προστασία. Εδώ το υπό συζήτηση πρότυπο δείχνει να αγγίζει τα όριά του» (σ.44). Τι οριοθετούν, όμως, αυτά τα όρια και πού χαράσσονται; Σαφώς και η απάντηση θα ανήκει στην κριτική αυτενέργεια του αναγνώστη. Ο συγγραφέας, όμως, από τη μεριά του, βοηθάει αρκετά: μέσα από μία σειρά περιπτώσεων, που καθεμιά αποτελεί και μία δοκιμασία των ορίων της ελεύθερης έκφρασης, θα μας δείξει γιατί αυτή είναι «μια δύστροπη έννοια». Ο Φιλήμων Παιονίδης ξεκινά από την, λησμονημένη ίσως σήμερα, περίπτωση του λήμματος «Βούλγαρος» στο Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (1988) του Γ. Μπαμπινιώτη. Είναι γνωστό ότι η τότε συγκυρία, μαζί με την άκαμπτη στάση της δικαστικής εξουσίας, οδήγησαν στην αμφισβήτηση συγκροτητικών της εύνομης δημοκρατικής πολιτείας δικαιωμάτων. Το επίδικο, βεβαίως, ζήτημα ήταν τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης. Ο συγγραφέας εξαρτά τη χρήση του ανάλογου δικαιώματος με την εκούσια δέσμευση σε ηθικές αρχές. Με άλλα λόγια, η συνεπής προσήλωση στην άσκηση τέτοιων δικαιωμάτων προϋποθέτει την αναγνώριση της εγγενούς τους αξίας και τη στερέωσή τους ισχυρό ηθικοπολιτικό έρεισμα, κάτι που δίνει και την αντίστοιχη κατηγορικότητα. Ένα τέτοιο ισχυρό έρεισμα, μια τέτοια βαθειά κραταίωση, εξασφαλίζει ότι αυτές οι αρχές δεν θα είναι φτερό στον άνεμο. Γι’ αυτό και ο Φιλήμων Παιονίδης θα πει ότι «Θεωρώ ότι η εν γένει ορθότητά τους υποσκελίζει τις όποιες αβαρίες υποστούμε στην προσπάθειά μας να τις εφαρμόσουμε και να ζήσουμε σύμφωνα με αυτές. Η καθ’ όλα κατανοητή προσδοκία κάποιου προσωπικού ανταλλάγματος για την ηθική στάση που τηρεί κανείς δεν έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα και δεν αποτελεί τμήμα της συλλογιστικής που οδηγεί στην επιλογή και στην τήρηση, η ενίοτε στην απόρριψη τέτοιου είδους αρχών. Διαφορετικά, οι ηθικές αξίες υποβιβάζονται σε προτιμήσεις που μεταβάλλονται ανάλογα με τις επιθυμίες, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της στιγμής» (σ.51). Νομίζω ότι αυτή η θέση περιγράφει ξεκάθαρα τη σκοπιά από την οποία ο συγγραφέας εξετάζει τις επίμαχες περιπτώσεις, οι οποίες συστήνουν κα το πεδίο στο οποίο δοκιμάζει τη θεωρία του ως προς τη σχέση διαβουλευτικής δημοκρατίας κα ελευθερίας της έκφρασης. Η διατάραξη αυτής της σχέσης μετέτρεψε σε συγκρουσιακό ζήτημα το λήμμα ενός λεξικού, δηλαδή κάτι που δεν είναι ζήτημα. Είναι απλώς το λήμμα ενός λεξικού.
II
Είπαμε πριν ότι ο Φιλήμων Παιονίδης βλέπει τη «δύστροπη έννοια» μέσα από το «Περί Ελευθερίας» του Μιλλ, ιδίως μέσα από το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου. Ο Μιλλ έχει πυρήνα του τον πολιτικό φιλελευθερισμό, καθώς και τη συμφυή σχέση του με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την έννοια της ατομικής ελευθερίας, η οποία είναι ατομική, λογιζόμενη, όμως, όχι σε αναφορά προς τον ατομικισμό, ως ιδιοκτησιακό δικαίωμα και μόνο ή ως θήρευση και κατασφάλιση του ατομικού συμφέροντος, αλλά σε αναφορά προς την έννοια της ατομικότητας, που είναι συνθήκη αυτοκαθορισμού και πυρήνας της αυτεξούσιας προσωπικότητας. Είναι η ελεύθερη ατομικότητα του καθενός και όλων εντός της δημοκρατίας. Συστοιχεί προς ένα ιδεώδες αυτοκυβέρνησης. Γι΄ αυτό και στη θεωρία του Μιλλ, ο οποίος δεν αποδέχεται τη γνωστή διάκριση θετικής και αρνητικής ελευθερίας, η ατομική και η πολιτική ελευθερία, χωρίς να ταυτίζονται βέβαια, είναι δύο όψεις της ίδια ελευθερίας. Συνυπάρχουν στην ίδια νοηματική και αξιακή συνάφεια. Για τον Μιλλ, οι ατομικές ελευθερίες, άρα και η ελευθερία της έκφρασης, δεν αντιβαίνουν προς τον δημοκρατικό αυτοκαθορισμό, δηλαδή τη σύνθεση ατομικού και πολιτικού αυτοκαθορισμού. Αντιθέτως, είναι αναγκαίο περιεχόμενου αυτού του αυτοκαθορισμού. Με το ίδιο πνεύμα, ο Μιλλ αναπροσδιορίζει τη σχέση και τη διάκριση ατομικής και πολιτικής ελευθερίας, αναδεικνύοντας την ατομική ελευθερία ως προϋπόθεση για την επίτευξη της πολιτικής ελευθερίας. Άλλωστε το αναπεπταμένο πεδίο της δημοκρατίας είναι η δημόσια σφαίρα. Η ίδια η δημοκρατική πρακτική δοκιμάζεται στο πεδίο του δημόσιου λόγου, στο οποίο, για τον Μιλλ, θα πρέπει να έχουν ισότιμη πρόσβαση και συμμετοχή όλοι οι πολίτες. Αυτό είναι το πεδίο της ισότιμης, ως προς την ελευθερία, εκφοράς όλων των ηθικοπολιτικών κρίσεων και της ανάπτυξης των ελεγκτικών και υποστηρικτικών επιχειρημάτων αυτών των κρίσεων. Είναι, όμως, για όλους αυτούς τους λόγους, που με σαφήνεια εξηγεί ο Φιλήμων Παιονίδης, και το πεδίο στο οποίο διατρανώνεται η ελευθερία της έκφρασης.
Στο πεδίο της δημοσιότητας, όμως, δηλαδή της δημόσιας χρήσης του λόγου, αναπτύσσεται και ο ακαδημαϊκός-επιστημονικός λόγος και κατά τη διδακτική και κατά τη συγγραφική-ερευνητική εκφορά του, αλλά και ως δοκιμιακός συχνά λόγος. Ο Φιλήμων Παιονίδης, διατυπώνοντας το ποιες θα ήταν οι ακραίες προσεγγίσεις της αρχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας – και ως προς πιθανούς τιμωρητικούς περιορισμούς της και ως προς το να εκληφθεί ως απεριόριστο δικαίωμα – το οποίο θα υπερέβαινε την άσκηση κριτικής, ακολουθεί μία ισοζυγιασμένη, μετριοπαθή προσέγγιση, μια αρχή της μεσότητας ως κριτικής διερεύνησης του ζητήματος. Με αυτό το πνεύμα, εξετάζει τα επιχειρήματα του Ρόρτυ και του Ντουόρκιν ως προς τη σχέση ακαδημαϊκής ελευθερίας, αλήθειας και ορθότητας, άρα και των συναφών κριτηρίων, και, μέσα από αυτήν την εξεταστική πορεία, προχωρεί προς τη σκιαγράφηση μιας δικής του θεωρίας για τη δικαιολόγηση της αρχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας ως ελευθερίας της έκφρασης. Για τον συγγραφέα «Η ελευθερία ακαδημαϊκής έκφρασης δικαιολογείται ηθικά λόγω της συμβολής της στην στο μέτρο του εφικτού πραγμάτωση του κανονιστικού προτάγματος της αναζήτησης της αλήθειας» (σ. 108). Ο Φιλήμων Παιονίδης, όμως, διευκρινίζει ότι η αναζήτηση της αλήθειας σημαίνει διαδικασία η οποία απολήγει σε προκαθορισμένο – ούτε καν ορατό – αποτέλεσμα, δηλαδή την εύρεση τέτοιας αλήθειας, εφόσον η επιστημονική έρευνα, σε όλα τα γνωστικά πεδία, μπορεί και να βρίσκει και να αναιρεί αλήθειες. Είναι μία κριτική, εξεταστική, ζητητική διαδικασία, η οποία συνδέει την αλήθεια με την ουσιαστική ορθότητα αυτού που, κάθε φορά, ονομάζεται «γνώση», άρα δεν αποτελεί μία εξιδανίκευση της επιστημονικής έρευνας. Η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας, σύμφωνα με τον συνταγματικό της καθορισμό, είναι μία αμυντική αρχή, εγγραφόμενη στο πεδίο της λεγόμενης «αρνητικής ελευθερίας». Είναι μία αρχή που προστατεύει τον πανεπιστημιακό δάσκαλο από εξωγενείς αυθαίρετες παρεμβάσεις, αποσκοπούσες στη χειραγώγηση του διδακτικού και ερευνητικού έργου, άρα προστατεύει από λογοκριτικές παρεμβάσεις. Ο Φιλήμων Παιονίδης τολμά, επιτυχώς, κατά τη γνώμη μου, να διατυπώσει, συμπληρωματικώς προς τα παραπάνω, και μία «θετική» προσέγγιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και έκφρασης. Η προσέγγισή του ανέτως χωρεί στο πεδίο της δημοκρατικής και πολιτικά φιλελεύθερης δικαιολόγησης της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία παραμένει «δύστροπη», ως προς τις ευρύτερες καταχρηστικές της επικλήσεις. Παραμένει, όμως, και αδιαπραγμάτευτα αναγκαία για την κριτική μας αυτενέργεια, αλλά και για τη σύνθεση ελευθερίας και ισότητας, χωρίς την οποία δεν έχει περιεχόμενο η δημοκρατική αρχή. Και αυτή η τελευταία συχνά γίνεται δύστροπη, αλλά, χωρίς αυτήν, δεν θα είμαστε ελεύθεροι και ίσοι, όχι μόνο ως προς το να διαπιστώνουμε τη «δυστροπία» της, δηλαδή το πόσο ευάλωτη είναι, άρα και ως προς την ίση υποχρέωση υπέχουμε στο να την προστατεύουμε. Έχουμε ίσο δικαίωμα, επειδή έχουμε και αντίστοιχη υποχρέωση. Σε αυτά τα δύο τελευταία, άλλωστε, συνίσταται και ο προσδιορισμός της δημοκρατικής πολιτική ιδιότητας, που, από το τρίτο βιβλίο των «Πολιτικών» του Αριστοτέλη, μέχρι τα ισχύοντα δημοκρατικά Συντάγματα, παραμένει ίδιος. Γι’ αυτό και εμείς παραμένουμε το ίδιο ελεύθεροι και ίσοι ως πολίτες, με το ίδιο δικαίωμα σε αυτήν τη «δυστροπία».
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
[1] Ρήγα Βελεστινλή, «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας», στο, Πασχάλης Κιτρομηλίδης (επιλογή κειμένων), Απάνθισμα Κειμένων, Αθήνα 1998, σ. 125.