της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Η ζωή μπορεί να γίνει τόσο ενδιαφέρουσα που μας κάνει να ξεχνάμε το φόβο». Είναι όμως έτσι, όπως τιτλοφορεί ένα κεφάλαιο του τελευταίου βιβλίου του ο Ντον ΝτεΛίλλο;
Εδώ και μισό σχεδόν αιώνα, από το πρώτο του μυθιστόρημα, «Americana» (1971), αυτός ο πιο επιδραστικός συγγραφέας του καιρού μας εκφράζει το πνεύμα και τις ανησυχίες της εποχής μας. Απεγνωσμένη αναζήτηση νοήματος στον ορίζοντα της πυρηνικής και βιοχημικής καταστροφής, τρομοκρατία, οικονομική κατάρρευση, υποκουλτούρα, οικολογικές απειλές, τεχνολογία και διασυνδεδεμένος κόσμος … Βαδίζοντας στο 84ο έτος της ηλικίας του ο μείζων Αμερικανός συγγραφέας δεν μπορεί παρά να τον απασχολεί το τέλος της ζωής. Στο προηγούμενο βιβλίο του, «Zero K», όπου οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την τεχνολογία σε μια προσπάθεια ανάσχεσης του θανάτου, αναρωτιέται αν στην εποχή των ασύλληπτων επιστημονικών επιτευγμάτων υπάρχει θάνατος μετά τη ζωή αντιστρέφοντας το αρχέγονο ερώτημα αν υπάρχει ζωή μετά θάνατον. Στο καινούργιο, «Η σιωπή», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Gutenberg», η «σιωπή» της τεχνολογίας σηματοδοτεί το τέλος του κόσμου και του χρόνου, φέρνει τον πολιτιστικό θάνατο, αλλά οι άνθρωποι αρνούνται τον ατομικό θάνατο. «Να φροντίσουμε τα απλούστερα φυσικά πράγματα. Αγγίξτε, αισθανθείτε, δαγκώστε, μασήστε. Το σώμα έχει μυαλό δικό του», λέει.
Είναι ανατριχιαστικό το γεγονός ότι ενώ Η σιωπή ολοκληρώθηκε λίγες βδομάδες πριν από την έλευση του Covid 19, ο ΝτεΛίλλο που έχει χαρακτηριστεί μεταμοντέρνος προφήτης δημιουργεί μια ατμόσφαιρα σαν αυτή που ζει σήμερα ολόκληρος ο πλανήτης εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού. Στο βιβλίο γίνεται αναφορά σε πανούκλα και μάσκες στα πρόσωπα. Πάντως αυτή η «πανούκλα» είναι υπό έλεγχο το 2022, το έτος δηλαδή που ο συγγραφέας έχει ορίσει για να συντελεστεί η «σιωπή», αφού οι διεθνείς αεροπορικές πτήσεις διεξάγονται κανονικά και οι αθλητικοί αγώνες έχουν επιστρέψει στα γήπεδα και στις οθόνες. Δύο από τους πέντε ήρωες, ο Τζίμ Κριπς, εμπειρογνώμων σε ασφαλιστική εταιρεία, και η σύντροφός του, Τέσα Μπέρενς, ποιήτρια και διαδικτυακή συντάκτρια συμβουλευτικής, πετούν προς το Νιούαρκ από το Παρίσι. Μόλις φτάσουν, σχεδιάζουν να πάνε κατευθείαν στο διαμέρισμα των φίλων τους για να παρακολουθήσουν όλοι μαζί τον τελικό πρωταθλήματος Super Bowl, όπως όλοι οι Αμερικανοί. Ώσπου ξαφνικά η οθόνη της πτήσης, την οποία παρακολουθεί επισταμένως ο Τζιμ και κρατά όπως συνηθίζει σημειώσεις (ύψος, εξωτερική θερμοκρασία, ταχύτητα), σβήνει και το αεροσκάφος αρχίζει να πέφτει.
Την ίδια στιγμή, σε ένα διαμέρισμα του ανατολικού Μανχάταν, τρεις άνθρωποι είναι στημένοι μπροστά σε μια άλλη, μεγάλη οθόνη και περιμένουν τους καλεσμένους τους: Ο Μαξ Στένερ, με ιστορικό μεγάλων στοιχημάτων στα αθλητικά γεγονότα που έχει ποντάρει και στο επικείμενο παιχνίδι. Η σύντροφός του, Νταϊάν Λούκας, συνταξιούχος καθηγήτρια φυσικής η οποία ενδιαφέρεται λιγότερο για τον αγώνα αλλά περισσότερο για το τρίτο άτομο, τον πρώην μαθητή της Μάρτιν Ντέκερ. Ο τελευταίος, ένας μοναχικός τύπος, διδάσκει φυσική σε σχολείο του Μπρόνξ (σε όλα τα βιβλία του ο ΝτεΛίλλο κάνει αναφορά στην πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε), είναι επιρρεπής στις ερμηνείες γύρω από τον χρόνο και τον χώρο, και εμμονικός στον Αϊνστάιν. «Ένας άνδρας χαμένος στην ψυχαναγκαστική μελέτη του σχετικά με το Χειρόγραφο του 1912 του Αϊνστάιν για την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας». Οι τρεις συζητούν, πίνουν ένα παλαιωμένο ουίσκι, σχολιάζουν τον αγώνα, ενώ οι καλεσμένοι καθυστερούν.
Ξαφνικά ο κόσμος αλλάζει. «Τότε κάτι συνέβη», όπως γράφει ο ΝτεΛίλλο. Η οθόνη μαυρίζει, τα τηλέφωνα νεκρώνουν, το ίδιο και οι υπολογιστές, ήχος κανένας. Η τεχνολογία δεν λειτουργεί. Εκατομμύρια σβηστές οθόνες. Σκοτεινοί δρόμοι. Απόκοσμη παγκόσμια σιωπή. Ο φόβος δεν τους επιτρέπει να βγουν από το σπίτι. Ο Μαξ αναρωτιέται «τι συμβαίνει με το στοίχημά του», ενώ λίγο αργότερα, κοιτάζοντας επίμονα τη μαύρη οθόνη, υποδύεται ο ίδιος τον σπίκερ του πρωταθλήματος που του έχουν αρνηθεί. Την φανταστική αναμετάδοση διακόπτει μάλιστα με διαφημίσεις – «Ασύρματο όπως το επιθυμείτε. Καταπραΰνει και ενυδατώνει …» Η Νταϊάν ελέγχει τις ψηφιακές συνδέσεις του σπιτιού και δίνει μια εκδοχή της κατάστασης: «Μήπως είναι το χαλαρό αγκάλιασμα που σηματοδοτεί την πτώση του παγκόσμιου πολιτισμού;» Και ο Μάρτιν εικάζει ότι «οι Κινέζοι παρακολουθούν το Super Bowl … Ξεκίνησαν επιλεκτικά μια ιντερνετική καταστροφή». Κι όταν του ζητούν να πει «κάτι πιο έξυπνο» καταφεύγει στον «χωροχρόνο» και στην ιερή τριάδα της επιστήμης που ακούει στα ονόματα των Αϊνστάιν, Χάιζενμπεργκ και Γκέντελ: Σχετικότητα, αβεβαιότητα ή απροσδιοριστία – βασικό αξίωμα της κβαντικής μηχανικής, μη πληρότητα. Για ό,τι συνέβη ευθύνεται όχι μόνο η τεχνολογία αλλά και ο χρόνος. «Ζούμε σε μια προσωρινή πραγματικότητα; Ένα μέλλον που δεν είναι να πάρει μορφή ακόμη;»
Μέσα σε αυτό το κλειστό και εσωστρεφές σκηνικό, σαν σκηνή θεάτρου, εμφανίζονται και τα δύο πρόσωπα με τα οποία ξεκίνησε Η σιωπή, επιζώντες από τη δραματική πτήση και εξαντλημένοι: Ο Τζιμ, που υπέστη έναν τραυματισμό στο κεφάλι κατά την ανώμαλη προσγείωση, και η Τέσα, οι οποίοι μεταφέρουν την εμπειρία τους από τη συντριβή του αεροσκάφους και από το νοσοκομείο στη συνέχεια όπου δεν λειτουργούσε καμία ιατρική συσκευή για τους τραυματίες που κατέφθαναν και επικρατούσε πανικός. «Ό,τι κι αν συμβαίνει έχει συντρίψει την τεχνολογία μας», λέει η γιατρός. Στην τουαλέτα του νοσοκομείου το ζευγάρι κάνει έρωτα, μια πράξη που «συνόψισε την επιβίωσή τους». Φτάνουν στους φίλους τους πεζή, αντικρύζοντας μια σκοτεινή δυστοπική πόλη με τους ψηφιακούς τροχονόμους να έχουν μείνει ακίνητοι. Πέντε χαρακτήρες, ο καθένας αντιδρά με τον δικό του τρόπο, ισορροπώντας ανάμεσα στη λογική και το παράλογο. Οι φράσεις είναι ημιτελείς και αμφίσημες, οι διάλογοι θολώνουν, «βουλιάζουν στην κβαντική κυριαρχία».
Αν άλλοτε ο συλλογικός φόβος μιας πυρηνικής καταστροφής πυροδοτούσε τη φαντασία των μυθιστοριογράφων της γενιάς του ΝτεΛίλλο, σήμερα άλλες απειλές, σιωπηλές, βάζουν φωτιά στις πένες τους γύρω από το τέλος του κόσμου: τήξη των πάγων, εξαφάνιση ποταμών, καταιγίδες και πυρκαγιές, ουρανοί κάργα στη ρύπανση, ιοί, άνοδος της στάθμης των θαλασσών και της θερμοκρασίας του αέρα, εξάπλωση της τρομοκρατίας, πείνα, πόλεμοι με ντρόουνς, κυβερνοεπιθέσεις, ψηφιακές εισβολές ή όπως στο μυθιστόρημα σβήσιμο των τεχνολογικών εγκεφάλων στους οποίους ο άνθρωπος έχει μεταφέρει όλες τις λειτουργίες της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά και όλη τη «μνήμη» του παρελθόντος του. Τι συμβαίνει; «Και αν ο κόσμος που γνωρίζουμε αναδιοργανώνεται εντελώς καθώς στεκόμαστε και κοιτάμε ή καθόμαστε και μιλάμε;», αναρωτιέται ο Τζιμ. Και η Τέσα: «Μήπως είμαστε κάποιο πείραμα που τυχαίνει να καταρρέει, ένα σχέδιο που κινείται από δυνάμεις έξω από τον έλεγχό μας;»
«Κανείς δεν θέλει να το αποκαλέσει Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά είναι αυτό ακριβώς», αποφαίνεται ο Μάρτιν. Ολόκληρο το μυθιστόρημα μοιάζει με μια προσπάθεια να απαντήσει στο περιεχόμενο του επιγράμματός του που είναι μια πολύ γνωστή φράση η οποία αποδίδεται στον Αϊνστάιν: «Δεν γνωρίζω με τι όπλα θα διεξαχθεί ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά ο Δ΄ Παγκόσμιος θα γίνει με ξύλα και πέτρες». Όταν ζητείται από τον ήρωα να εξηγήσει όλα αυτά απαντά με έναν ορισμό του καπιταλισμού.
«Όσο πιο εξελιγμένοι, τόσο πιο ευάλωτοι». Το λιτό και περιεκτικό, μόλις 115 σελίδων, δέκατο όγδοο βιβλίο του ΝτεΛίλλο, με τους ήρωες να αναμετρούνται με φόβους και ερμηνείες, μας ζητά να σκεφτούμε τη σχέση μας με την τεχνολογία, τη θέση του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στον ψηφιακό κόσμο, το πώς το Διαδίκτυο άλλαξε τη σχέση μας με τον χρόνο. Χωρίς να γίνεται αρνητής της τεχνολογίας, ο συγγραφέας μάς καλεί να σκεφτούμε πόσο μεγάλο μέρος της ζωής μας ζούμε μέσα στο Διαδίκτυο και πόσο θα χάναμε αν δεν είχαμε πρόσβαση σε αυτό. «Τι συμβαίνει στους ανθρώπους που ζουν μέσα στα τηλέφωνά τους;» Μας προσκαλεί να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση του ατόμου με το σύμπαν, «υπονοώντας», όπως εύστοχα αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα η μεταφράστρια Ζωή Μπέλλα – Αρμάου, «μια απειλητική ρήξη η οποία δημιουργεί έναν ζοφερό κόσμο αβεβαιότητας και ανασφάλειας, μόνιμη απειλή για το λογικό και τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου».
Παλαιότερα γνωστός για την εκτενή διάρκεια των μυθιστορημάτων του, όπως ο μνημειώδης «Υπόγειος κόσμος», ο ΝτεΛίλλο προτιμά πλέον τις πιο σύντομες αφηγήσεις, πάντα όμως με έντονο φιλοσοφικό και πολιτικό χαρακτήρα. Η σιωπή θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί σε ένα μακροσκελές μυθιστόρημα, με εξαντλητικές περιγραφές της δυστοπικής κατάστασης στην οποία θα είχαν παγιδευτεί οι ήρωές του. Επιλέγει τον πιο ελλειπτικό λόγο, αλλά πάντοτε κοφτό και καθηλωτικό, τη γραφή που υποχωρεί προς τα μέσα κι όταν κοιτάζει προς τα έξω συναντά ένα ασαφές μέλλον. Επίσης την περιορισμένη δράση να ζωηρεύει με υπαινιγμούς και την απομόνωση των ηρώων στον δικό τους πνευματικό κόσμο (εξ ου και οι ασύνδετοι συχνά μονόλογοι) προσπαθώντας να εξηγήσουν τα καίρια προβλήματα του καιρού μας και εν τέλει να συνεχίσουν να νιώθουν ζωντανοί. «Πρέπει να μην ξεχνάμε να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι είμαστε ακόμη ζωντανοί».
Don DeLillo, Η σιωπή, μτφρ. Ζωή Μπέλλα-Αρμάου,εκδ. Gutenberg, σελ. 115