Δύο κριτικές από συνεργάτιδες του Αναγνώστη για ένα έργο που τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ το 2020 και προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον.
- Γράφει η Δήμητρα Ρουμπούλα
Όταν ο/η 30χρονος/η σήμερα Μαριέκε Λούκας Ρίνεβελντ ήταν σε μικρή ηλικία έχασε τον μεγαλύτερο αδελφό του/της σε ατύχημα. Η απάντηση σε εκείνο το συνταρακτικό γεγονός ήταν να χτίσει δύο βιβλία γύρω από την αδιανόητη πρόωρη συνάντησή του/της με τον θάνατο: Μια ποιητική συλλογή που βραβεύτηκε στην πατρίδα του/της, Ολλανδία, το 2015, και τον/την ανέδειξε σε λογοτεχνικό ταλέντο της χρονιάς, και τρία χρόνια μετά ένα μυθιστόρημα, το «Δυσφορεί τη νύχτα», το οποίο διακρίθηκε με το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ το 2020 και φυσικά πέρασε τα σύνορα για πολλές χώρες και γλώσσες. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ίκαρος» και είναι το πρώτο βιβλίο που παρουσιάζεται στη χώρα μας χωρίς τον προσδιορισμό της δυαδικότητας των φύλων, κατ΄ απαίτηση του/της Ρίνεβελντ.
Αναμφισβήτητα ο θάνατος ενός παιδιού αλλάζει ανεπανόρθωτα τη ζωή μιας οικογένειας, μπορεί να ενώσει σφιχτά τα υπόλοιπα μέλη της, μπορεί και να διαλύσει τις σχέσεις. Τι συμβαίνει όμως με την οικογένεια που περιγράφει το «Δυσφορεί τη νύχτα» και μας μεταφέρεται μέσα από τα μάτια ενός δεκάχρονου κοριτσιού; Η ιστορία αρχίζει τραγικά. Μια χειμερινή ημέρα, ο Μάτις, το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά αυτής της αγροτικής και φανατικά θρησκευόμενης οικογένειας συμμετέχει στους τοπικούς αγώνες παγοδρομίας και χάνεται σε μια τρύπα του πάγου. Η οικογένεια βυθίζεται σε ανείπωτη θλίψη, ενώ η μικρή αδελφή του, η Τζάκετ, πνίγεται από ενοχή καθώς θεωρεί πως φταίει εκείνη για τον χαμό του. Επειδή δεν την είχε πάρει μαζί της στους αγώνες, το κορίτσι είχε παρακαλέσει τον Θεό να πάρει τον Μάτις κι όχι τον Ντίβερτγιε, το αγαπημένο της κουνέλι το οποίο προοριζόταν για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι δύο ημέρες μετά. «Κάθε φορά που κατέβαινα τώρα στο μπροστινό δωμάτιο», λέει «έλπιζα ότι στο φέρετρο δεν θα έβρισκα ξαπλωμένο τον Μάτις αλλά το κουνέλι μου. Θα στεναχωριόμουνα, βέβαια. Αλλά καμία σχέση με τις πρησμένες φλέβες στο μέτωπό μου όταν κρατούσα την αναπνοή μου στο κρεβάτι για να καταλάβω τον θάνατο».
«Ήμουν δέκα χρονών κι είχα σταματήσει να βγάζω το τζάκετ μου», είναι η πρώτη φράση της αφήγησης της δεκάχρονης, η οποία από εκείνη την αποφράδα μέρα κρύβεται μέσα στο πανωφόρι της. Η ταυτότητά της ταυτίζεται με το κέλυφος που έχει δημιουργήσει με τον έξω κόσμο. Μπορεί να αναπνέει και να υπάρχει μόνο μέσα από το κόκκινο «τζάκετ φόβου» που φορά ακόμη κι όταν καίγεται ο τόπος. Γι΄ αυτό και την αποκαλούν Τζάκετ. Το μόνο που ελπίζει είναι ο Θεός να μην την άκουσε όταν προσευχόταν για να προστατεύσει το κουνέλι της. Δυστυχώς, οι καταναγκαστικές σκέψεις δεν την βοηθούν. Αποξενώνεται συνεχώς από το περιβάλλον της και αποκτά παράξενες συνήθειες, όπως να κρατά τα πάντα πάνω της (στις τσέπες του τζάκετ κρύβει ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί), αλλά και εντός της με αποτέλεσμα να πάσχει από φοβερή δυσκοιλιότητα και να υφίσταται εξευτελιστικές καταστάσεις από τον πατέρα της, ο οποίος την μεταχειρίζεται όπως τις αγελάδες, συμπιέζοντας μέσα της πράσινο σαπούνι, κάνοντάς την να ντρέπεται αφόρητα. Κανείς από την οικογένεια δεν δείχνει να ενοχλείται, αλλά στον αναγνώστη περνά το αίσθημα ανασφάλειας και φόβου του κοριτσιού. Ακριβώς σε αυτό το κομβικό σημείο της ζωής της, στην ευάλωτη φάση της μετάβασης από την παιδική αθωότητα στην έτσι κι αλλιώς δύσκολη εφηβεία, ο πατέρας την πλησιάζει με τρόπο που την μπερδεύει.
Ο/η Ρίνεβελντ συνοψίζει τις αθώες, παρθένες σκέψεις της ηρωίδας σε εντυπωσιακές εικόνες και παρατηρήσεις. Σε άψογες, λεπτομερείς φράσεις επιχειρεί, και το καταφέρνει, να συλλάβει την παγωμένη και καταπιεστική ατμόσφαιρα στο σπιτικό των Μπούλντερ. Οι γονείς είναι καταρρακωμένοι από το πένθος και, αργότερα, από τη θανάτωση ολόκληρου του κοπαδιού των αγελάδων, εξαιτίας του αφθώδους πυρετού. Η μητέρα μαραίνεται, δεν τρώει και χάνει βάρος, ενώ ο πατέρας σέρνεται πίσω από τον αυταρχικό του ρόλο και απειλεί να φύγει για πάντα. Οι γονείς εμφανίζονται σκληροί με τα παιδιά τους και μεταξύ τους ούτε καν αγγίζονται. Η Τζάκετ αγωνιά. «Προσέχω να τους έχω πάντα στην άκρη του ματιού μου, όπως και τα δάκρυα για τον Μάτις». Ονειρεύεται την επάνοδο της ευτυχία τους. Με παιδική αφέλεια πιστεύει ότι αν πείσει τα δύο βατράχια που κρύβει σε έναν κουβά κάτω από το κρεβάτι της να ζευγαρώσουν, τότε και οι γονείς της θα μπορούσαν «μια μέρα να ζευγαρώσουν πάλι, για να ξαναρχίσει η μαμά να τρώει και να μην πεθάνει κανείς από τους δύο».
«Ο μπαμπάς λέει ότι τα παιδιά δεν έχουν έγνοιες, γιατί οι έγνοιες αρχίζουν όταν έχεις δικά σου χωράφια να οργώνεις και να θερίζεις. Εγώ όμως βλέπω πως οι έγνοιες για μένα έχουν αρχίσει … κι απ΄ ό,τι φαίνεται, όλο μεγαλώνουν», μας λέει αυτό το ευαίσθητο, εύθραυστο και έξυπνο πλάσμα που αμφισβητεί πλέον και το Θεό, ενώ έχει για φίλους μόνο ένα κουνέλι και δύο βατράχια. «Δεν ξέρω αν έχω τη δύναμη να συναντήσω το θάνατο τώρα», την ακούμε να λέει μέσα σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχει ελάχιστη συνομιλία και πλακώνεται από σιωπή. Όταν ο πατέρας της αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα, δύο χρόνια μετά το τραγικό συμβάν, να βγάλει η Τζάκετ το ξεθωριασμένο τζάκετ, γιατί όλο το χωριό την κοροϊδεύει, την λέει αλλόκοτη και κανείς δεν θα την παντρευτεί, εκείνη απευθύνεται στα βατράχια της: «Νομίζω ότι είμαι σαν τον Σαμψών, μόνο που η δύναμή μου δεν είναι στα μαλλιά μου αλλά στο τζάκετ μου. Δίχως το τζάκετ θα με σκλαβώσει ο Θάνατος. Καταλαβαίνετε;».
Με το πρώτο του μυθιστόρημα, ο/η Ρίνεβελντ ρίχνεται στα βαθιά, προσφέροντας την αφήγηση σε ένα παιδί, και μάλιστα πληγωμένο, να συνδιαλέγεται με το θάνατο και να αναζητά τον «αληθινό εαυτό» του μέσα στη «δυσφορία». Με μια σφιχτή αφήγηση, από το πρώτο κεφάλαιο, αρπάζει τον αναγνώστη και τον βυθίζει στον κόσμο του δεκάχρονου κοριτσιού που διαρκώς αγωνίζεται, από τη μια, για να κατανοήσει την απώλεια του αδελφού και την παροδικότητα της ζωής, και από την άλλη, για μια ασφαλή φωλιά με αγάπη. «Εκτός από φαγητό και ντύσιμο θέλουμε και προσοχή. Ο μπαμπάς και η μαμά δεν προσέχουν τα τικ μας. Δεν συνειδητοποιούν ότι όσο λιγότεροι κανόνες υπάρχουν, τόσο εμείς φτιάχνουμε τους δικούς μας». Σαν μάγος, ο/η συγγραφέας εγκλωβίζει τον αναγνώστη μέσα στο διαρκώς συρρικνούμενο σύμπαν αυτής της οικογένειας, παραδομένης στην Εκκλησία των Αληθινών Καλβινιστών. Τα πάντα, ακόμη και τα απλά καθημερινά, απαντώνται με εδάφια από τις Γραφές. Το ίντερνετ επιτρέπεται στα παιδιά ελάχιστα, γιατί «ό,τι υπάρχει σε αυτό είναι του Διαβόλου», ενώ με το φόβο του γυμνού απαγορεύεται και η τηλεόραση.
Το αγροτικό περιβάλλον είναι ένα μέρος όπου ευδοκιμεί η γραφή του/της Ρίνεβελντ. Μεγάλωσε σε φάρμα στη Βόρεια Βραβάντη της Ολλανδίας και συνεχίζει να δουλεύει σε φάρμα. Όμως αυτή που περιγράφει εδώ είναι τόσο βουτηγμένη στη θλίψη που δεν υπάρχει χώρος να αναπνεύσεις. Η επιβίωση είναι δύσκολη και η βία παρούσα. Η μητέρα αλείφει τα παιδιά για να μην κρυώνουν με λίπος, με την ίδια αλοιφή που βάζουν στα μαστάρια των αγελάδων. Γιατρός τους είναι ο κτηνίατρος. Οι συναισθηματικά ελαττωματικοί γονείς αντιμετωπίζουν τα παιδιά ως μέρος του ζωικού κεφαλαίου του αγροκτήματος κι αυτό επιδεινώνεται με τον χαμό του πρωτότοκού τους. Τα υπόλοιπα – «οι τρεις μάγοι» – παίζουν άγρια παιχνίδια, βασανίζοντας ζώα, και συχνά επικίνδυνα όταν το αγόρι, ο Όμπε, εκτροχιάζεται στριμώχνοντας με τις εφηβικές σεξουαλικές ορμές του τις αδελφές του. «Έχουμε χάσει το δρόμο μας και δεν υπάρχει κανείς να του ζητήσουμε οδηγίες». Η μικρότερη αδελφή, η Χάνα, ξέρει ότι πρέπει να φύγει «μακριά απ’ τις αγελάδες, μακριά απ΄ το θάνατο, μακριά απ΄αυτή την πρωταρχική ζωή».
Εξίσου επικίνδυνες με τα παιχνίδια των παιδιών είναι και οι αναφορές στο όνομα του Χίτλερ από τη μικρή Τζάκετ, η οποία γκουγκλάροντας στα κρυφά τα γενέθλιά της διαπιστώνει ότι έχει την ίδια με εκείνον ημερομηνία γενεθλίων (20 Απριλίου), ενώ τη χρονιά που αυτή γεννήθηκε ο Φύρερ είχε ήδη 46 χρόνια πεθαμένος, προσδιορίζοντας έτσι ο/η συγγραφέας τον χρόνο εξέλιξης του μυθιστορήματος. Η μόνη διαφορά, σκέφτεται η Τζάκετ, είναι ότι εκείνη δεν μισεί τους Εβραίους που δεν έχει δει ποτέ, αν και στη σφαίρα της φαντασίας της η μητέρα της έχει κρύψει στο υπόγειο μια εβραϊκή οικογένεια. Όταν η δασκάλα ζητά να γράψουν οι μαθητές ένα γράμμα στην Άννα Φρανκ παραξενεύεται αφού «στον παράδεισο δεν πηγαίνουν γράμματα», αλλά νιώθει σαν την Άννα Φρανκ, επειδή και η ίδια «κρύβεται». Μια φορά, κάνει έναν ναζιστικό χαιρετισμό στο σχολείο, ενώ άλλη στιγμή λέει ότι έχει δύο πλευρές: «είμαι και Χίτλερ και Εβραία, και καλή και κακή». Μαύρο χιούμορ; Κοινωνική αποξένωση που υποθάλπει ακραίες συμπεριφορές;
Με τον συμβολισμό να κρύβεται πραγματικά παντού, με την προσεγμένη επιλογή των λέξεων που διαμορφώνουν τους χαρακτήρες και τους παρακολουθούν να σκοτεινιάζουν όλο και περισσότερο, αλλά και να αναζητούν με κάθε τρόπο τον αληθινό εαυτό τους, με το πνιγηρό πλαίσιο της θλίψης, της κακοποίησης και της κλιμακούμενης άρρωστης σεξουαλικότητας, μα πάνω από όλα με τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός παιδιού μέσα σ’ όλα αυτά, το «Δυσφορεί η νύχτα» είναι μια γροθιά στο στομάχι. Η δύναμή του βέβαια δεν έγκειται μόνο στο ότι συγκινεί, ξεβολεύει και μας φέρνει απέναντι στο ότι «μόνος του ο καθένας έρχεται αντιμέτωπος με το σκοτάδι», αλλά στο τεράστιο ταλέντο του/της συγγραφέα, γεγονός που δημιουργεί προσμονή για επόμενα έργα του/της.
***
2. Γράφει η Δέσποινα Παπαστάθη
«Σύμφωνοι, εγώ δεν ξέρω τι είναι ο έρωτας. Ξέρω όμως ότι σου δίνει φτερά στα πόδια και πηδάς ψηλότερα, κολυμπάς χωρίς να κουράζεσαι, και όλοι σε βλέπουν –παύεις να είσαι αόρατη. […] Κάτι πρέπει να κάνουμε λοιπόν για τον έρωτα εδώ στο κτήμα. Για να είμαι ειλικρινής πάντως, αξιότιμα βατράχια, νομίζω πως έχουμε χωθεί κι εμείς μέσα στο χώμα και στη λάσπη, όπως κάνετε εσείς, κι ας είναι καλοκαίρι. Είμαστε θαμμένοι βαθιά στη γη και κανείς δεν θα ’ρθει να μας βγάλει. Εσείς έχετε θεό; Θεό που συγχωρεί ή θεό που δεν ξεχνάει τίποτα; Τι είδους θεό έχουμε εμείς, δεν ξέρω. Ίσως λείπει διακοπές, ίσως έχει χωθεί κι Αυτός στο χώμα. Όπως κι αν έχει, δεν βρίσκεται συχνά στο πόστο Του. Κι είναι τόσα πολλά τα ερωτήματα, βατράχια μου! Πόσα χωράνε στα μικρά σας κεφαλάκια; Δεν είμαι καθόλου καλή στα μαθηματικά, αλλά υπολογίζω δέκα περίπου. Κι αν τα κεφαλάκια σας χωράνε εκατοντάδες φορές στο δικό μου, λογαριάστε: πόσα ερωτήματα υπάρχουν στο δικό μου και πόσες απαντήσεις μένουν να δοθούν».
Αναπάντητα ερωτήματα για τον έρωτα, τη ζωή, τον θάνατο και την απώλεια βασανίζουν την Τζάκετ, αφηγήτρια και πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος τ@ Marieke Lucas Rijneveld, Δυσφορεί η νύχτα, (μτφρ.: Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, Ίκαρος, Αθήνα 2021). Η δεκάχρονη Τζάκετ ζει μαζί με τους θρησκόληπτους γονείς και τα τρία αδέρφια της, Μάτις, Όμπε και Χάνα στη φάρμα τους σε ένα μικρό ολλανδικό χωριό. Ο θυμός της επειδή ο μεγαλύτερος αδερφός της Μάτις δεν την πήρε μαζί του για παγοδρομία μια χειμωνιάτικη μέρα και ο φόβος της πως το αγαπημένο κουνέλι της θα καταλήξει θυσία στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ωθούν την ηρωίδα να απευθύνει στον Θεό μια ευχή-κατάρα: «να μην πάρει το κουνέλι μου, να πάρει αν μπορούσε τον αδερφό μου τον Μάτις: “Αμήν”». Ο Μάτις εκείνο το βράδυ θα πνιγεί στο παγωμένο νερό της λίμνης. Ο θάνατός του θα σημάνει την αρχή του τέλους για τα μέλη της οικογένειας, τα οποία εγκλωβίζονται στον πόνο και τη θλίψη της απώλειας.
«Το πένθος, λοιπόν, είναι ένα σακουλάκι άδειο, δίχως βόλους»[1] όπως άδειοι από συναισθήματα για τη μικρή Τζάκετ είναι και οι γονείς της μετά τον θάνατο του Μάτις. Σε όλη την πορεία της αφήγησης παρακολουθούμε την ηρωίδα να ζητά απεγνωσμένα την προσοχή τους, μια ματιά, ένα χάδι, μια αγκαλιά, να γίνουν «γονείς που διώχνουν τα φαντάσματα που είναι κρυμμένα κάτω απ’ το κρεβάτι σου ή μέσα στο κεφάλι σου».[2] Οι γονείς της ζουν παγιδευμένοι στις θρησκόληπτες αντιλήψεις της μικρής κοινωνίας τους, οι οποίες ενισχύουν τα αδιέξοδα συναισθήματα που έχει προκαλέσει ο θάνατος του γιου τους, καθιστώντας ακόμα πιο εύθραυστο τον ψυχισμό της ηρωίδας. Η πρωτοπρόσωπη, πλήρης περιγραφών, αφήγηση συνιστά εργασία του πένθους μέσω της οποίας η αυτοδιηγητική αφηγήτρια διεκδικεί τη γνώση και την αυτογνωσία μέσω της βίωσης της απώλειας του αδερφού της. Πρώτος σταθμός στην πορεία αυτή συνιστά η λεπτομερής περιγραφή του τελετουργικού της κηδείας του αδερφού και των αντιδράσεων των μελών της οικογένειας. Από τη μικρή Χάνα που χτυπάει το τζαμάκι του φέρετρου και με σιγανή φωνούλα εκλιπαρεί τον νεκρό να σταματήσει τις βλακείες, γιατί δεν της αρέσει καθόλου το παράξενο αυτό παιχνίδι της ακινησίας, τον βουβό θρήνο του πατέρα πάνω στο φέρετρο, την επιθυμία της Τζάκετ να πάρει αγκαλιά τον αδερφό της για να ξεπαγώσει, έως και τις σκατολογικές εικόνες οι οποίες επενδύουν το εθιμοτυπικό της προετοιμασίας του νεκρού, όλα τα μέλη της οικογένειας επιθυμούν ο Μάτις από πεθαμένος να γινόταν «σιγά σιγά ζωντανός, περδίκι».[3]
Η δυσφορία, ένα έντονο συναίσθημα εσωτερικής, ψυχικής πίεσης και πνιγμού, είναι η κυρίαρχη κατάσταση των ηρώων του συγκλονιστικού αυτού μυθιστορήματος τ@ Marieke Lucas Rijneveld. Ωστόσο, «μέσα στην ανησυχία, μέσα στη δυσφορία βρίσκεται ο αληθινός μας εαυτός», τον οποίο εναγωνίως αναζητούν οι ήρωες του μυθιστορήματος. Ο πόνος, ψυχικός και σωματικός, είναι για την Τζάκετ ένα πρώιμο και πρωτογενές συναίσθημα σε αντίδραση στο τραύμα του θανάτου του Μάτις. Η άρνησή της να αφοδεύσει, η πινέζα που καρφώνει στον αφαλό της, η εμμονή της να καμουφλάρει τα συναισθήματά της πίσω από το κόκκινο τζάκετ της, που το φορά χειμώνα–καλοκαίρι, καλλιεργούν συστηματικά μια ενόρμηση θανάτου, που εγγράφεται ως μια διάθεση βίωσης συνεχόμενου πόνου. Η θλίψη μοιάζει να είναι κάτι υπέρ το δέον και οδηγεί τα παιδιά της οικογένειας σε τελετουργικά-«θυσίες», μέσα από τα οποία αναζητούν απαντήσεις τόσο για τον θάνατο, όσο και για τον έρωτα και τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Στο μυθιστόρημα ο πόνος της απώλειας δημιουργεί στους ήρωες θυμική έξαψη με αποτέλεσμα να βιώνεται με τέτοια ένταση που φτάνει στα όρια της ηδονής.
@ συγγραφέας, που δεν επιθυμεί να προσδιορίζεται με βάση τη δυαδικότητα των δύο φύλων, θεωρείται δικαίως μία από τις σημαντικότερες νέες φωνές της ολλανδικής λογοτεχνίας. Για το μυθιστόρημα αυτό τιμήθηκε το 2020 με το International Booker Prize και έγινε @ νεότερ@ συγγραφέας που το κερδίζει. Όταν @ συγγραφέας ήταν τριών ετών, όπως αναφέρει σε συνέντευξή της, ένα λεωφορείο χτύπησε και σκότωσε τον δωδεκάχρονο αδερφό της, καθώς κατευθυνόταν από την οικογενειακή φάρμα στο σχολείο. Οι συνέπειες του δυστυχήματος έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στις ζωές των μελών της οικογένειάς τ@, καθορίζοντας, όπως δηλώνει, τις επιλογές και τη μελλοντική τους πορεία. Ωστόσο, παρά την όποια αυτοβιογραφική αφόρμηση στη γραφή του έργου αυτού, @ Marieke Lucas Rijneveld κατόρθωσε με το μυθιστόρημά της Δυσφορεί η νύχτα, να σκηνοθετήσει τα συναισθήματα που προκαλεί ο θάνατος τόσο σε διυποκειμενικό (πρόσωπα) όσο και σε ενδογλωσσικό (ύφος) επίπεδο, αποδεικνύοντας πως ο πόνος του θανάτου είναι η απόδειξη της αναζήτησης του νοήματος της ζωής ακόμα και όταν όλα καταλήγουν σε μια σιωπή παγωμένη, σαν αυτή της μικρής Τζάκετ:
«Στέκομαι μπροστά στον καταψύκτη, κολλητά στον τοίχο. Παραμερίζω το πανί που είναι απλωμένο πάνω του, στερεωμένο με πιαστράκια στις γωνίες – εντελώς περιττά, αφού στο υπόγειο δεν φυσάει ποτέ-, και ανοίγω το καπάκι. Βλέπω μόνο μερικά κατεψυγμένα χριστουγεννιάτικα τσουρέκια […]. Ξαπλώνω ανάμεσα στα τσουρέκια και διπλώνω τα χέρια μου πάνω στην κοιλιά μου, που είναι πάλι πρησμένη τούμπανο. Νιώθω την πινέζα να με τσιμπάει κάτω από το τζάκετ, νιώθω τον πάγο στα πλαϊνά του καταψύκτη, ακούω το θόρυβο των παγοπέδιλων […]. Χωρίς καμιά άλλη σκέψη, κλοτσάω το στειλιάρι που κρατούσε το καπάκι ανοιχτό και ψιθυρίζω: «Έρχομαι, καλέ μου Μάτις». Ένας γδούπος δυνατός και το φως σβήνει. Κατάμαυρο σκοτάδι και σιωπή. Σιωπή παγωμένη».[4]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Marieke Lucas Rijneveld, Δυσφορεί η νύχτα, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, Ίκαρος, Αθήνα 2021, σ. 164.
[2] Στο ίδιο, σ. 164.
[3] Στο ίδιο, σ. 43.
[4] Στο ίδιο, σ. 330-332.
Marieke Lukas Rijneveld, Δυσφορεί η νύχτα, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, Ίκαρος
Βρες το εδώ