Ο ερωτικός και ο μελετητής Ντίνος Χριστιανόπουλος (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
1111

της Βαρβάρας Ρούσσου

Δύο σχόλια για τον Ντ.Χρ.

 

  1. Ο «ερωτικός» Χριστιανόπουλος

Η ποίηση του Χριστιανόπουλου έχει ως τώρα μελετηθεί ικανοποιητικά και έχουν γραφτεί γι’ αυτήν μονογραφίες που καλύπτουν ζητήματα ποιητικής -τρόπων και μορφής-, διακειμενικότητας, εξελικτικής πορείας κλπ. Φιλόλογοι και κριτικοί που έχουν συστηματικά ασχοληθεί με το έργο του Χριστιανόπουλου αναγνωρίζουν την γυμνότητα, στα όρια της ρεαλιστικής τραχύτητας, του ποιητικού του λόγου που ενισχυμένη από την ειρωνεία αποβάλλει το λυρικό τόνο και αποδίδει με αφοπλιστικά ρεαλιστική οξύτητα την εμπειρία για να επιτρέψει διάσπαρτες ψηφίδες τιθασευμένου συναισθήματος να αναδυθούν σε έναν όλως ιδιόμορφο λυρισμό.[1] Επίσης πολλοί είναι εκείνοι που έχουν χαρακτηρίσει τον ποιητή κατεξοχήν ερωτικό (Λίνος Πολίτης, Αλέξανδρος Αργυρίου, Περικλής Σφυρίδης κ.ά.), γνώρισμα που και ο ίδιος αποδέχεται όταν δηλώνει «είμαι ερωτικός ποιητής» καθώς από τον ερωτισμό αποτυπώνει «το μικρό κομματάκι που μου αντιστοιχεί».[2] Το ζήτημα που τίθεται είναι ποιο είναι αυτό το κομματάκι και για ποιον ερωτισμό γίνεται λόγος, όταν η σεξουαλικότητα και η ομοφυλόφιλη επιθυμία καταγράφονται με ρεαλιστική ακρίβεια.

Μοιραία λοιπόν ο Χριστιανόπουλος τοποθετήθηκε στη χορεία εκείνων των ποιητών για τους οποίους κριτήριο συναρίθμησης υπήρξε, μεταξύ άλλων ή και κατά κύριο λόγο, και η ομοερωτική έκφραση. Με σημείο εκκίνησης τον Καβάφη και στη συνέχεια τον Λαπαθιώτη ο κύκλος συνεχίζεται με τους σύγχρονους του Χριστιανόπουλου Θεσσαλονικείς Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου και Γιώργο Ιωάννου, συνδεδεμένους εξάλλου και με τη Διαγώνιο.[3]

Ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος αρνείται την ποίησή του ως «ομοφυλόφιλη» θεωρώντας δεσμευτικό το χαρακτηρισμό και περιοριστικό για το έργο του: «όποιος τη χαρακτηρίζει έτσι αυτομάτως αδικεί τα 4/5 της».[4] Πράγματι, ποια σημασία θα είχε το επίθετο ως συνοδό της ίδιας της ποίησης; Ισχύει όμως και αρκεί η κατάθεση του ίδιου του ποιητή περί αδικίας;

Όπως και να έχουν τα πράγματα αφενός είναι αδύνατο να μην υπάρχει αυτή η οπτική στην ποίησή του και δεν αρκεί να της αναγνωρίσουμε την ηθική τόλμη. Μένοντας στη γραμμή που οδηγεί προς τα πίσω στους Καβάφη-Λαπαθιώτη  διακρίνουμε το νήμα που οδηγεί από τη συγκρότηση του ανθρωπότυπου «ομοφυλόφιλος», που τον βλέπουμε να διαμορφώνεται στο τέλος του 19ου αιώνα και την αρχή του 20ου στο καβαφικό έργο, για να περάσει αμέσως και να ολοκληρωθεί με τον Λαπαθιώτη και να καταλήξει με τον Χριστιανόπουλο και με άλλους ακόμα ποιητές, στο μεταπολεμικό πλέον τύπο φορτισμένο με μισό αιώνα ιατρικού λόγου και εθνοετεροκανονιστικής ρητορικής.[5] Μέσα σε αυτή την κοινωνική συνθήκη, και ήδη πια το 1950 φορτισμένη με τον ηθικό και ιατρικό λόγο καταφανώς αρνητικά για πάνω από μισό αιώνα, ο Χριστιανόπουλος, όπως είπα και πριν, υπαινικτικά από το 1950, ρητά λίγα χρόνια αργότερα, τοποθετεί το ομοφυλόφιλο υποκείμενο σε χώρους, με πρακτικές και πρόσωπα που συνιστούν την μεταπολεμική σεξουαλική (βλέπε ομοφυλόφιλη) υποκουλτούρα.

Άμεσα συνάπτεται ο μεσο- και μετά- πολεμικός ομοφυλόφιλος, ως ιδιότυπος περιπατητής, με τον αστικό χώρο και με στραμμένη την προσοχή στα πρόσωπα που πλαισιώνουν. Μαζί με τον ομοφυλόφιλο αναδύονται ταυτότητες και συμπλέκονται μαζί του περιστασιακά: ο προλεταριακός έρωτας του Λαπαθιώτη, του Ιωάννου και του Χριστιανόπουλου με ρίζες στον Καβάφη λαμβάνει χώρα στην πόλη και τις σκοτεινές πλευρές της.[6] Εκεί η επιθυμία ελευθερώνεται πλήρως και εκεί συχνάζουν τα περιπόθητα αντικείμενά της: λαϊκοί εύρωστοι τύποι που εκδίδονται επ’ αμοιβή, ομοφυλόφιλοι της εργατικής τάξης, φαντάροι. Ο ρεμπέτης του Χριστιανόπουλου, ο προλετάριος του Ιωάννου, το απλό παιδί του Λαπαθιώτη, ο νέος του δρόμου ή του καφενείου του Καβάφη είναι μορφές της περιπλάνησης στην μια πλευρά της πόλης. «Σταυρούπολη, Ηλιούπολη, Πολίχνη συνοικίες του λαθρόβιου έρωτά μου». Αυτόματα ο διαχωρισμός εξυφαίνεται και χωρίς να δηλωθεί.

Στον Χριστιανόπουλο παράλληλα η εξουσία και ο απεχθής της λόγος τείνει να ακυρωθεί μέσω της ειρωνείας. Δεν μιλώ εδώ για τις κοινωνικές πλευρές της ποίησής του που επισημάνθηκαν από μελετητές και συνδέθηκαν με την έκφραση σεξουαλικότητας τρόπον τινά επιχειρώντας να την «καθαγιάσουν». Μιλώ για μια αντιεξουσιαστική στάση, πέρα από συγκεκριμένες κομματικές τοποθετήσεις, και αυτό αποτελεί ακόμη ένα σημείο εισόδου στην ανάγνωση του Χριστιανόπουλου.

Η στέρηση, η ενοχή, η αυτοτιμωρία των τύψεων μοιάζουν να ακυρώνονται από τη δημόσια, μέσω της ποίησης, εξομολόγηση της επιθυμίας συγκροτώντας έτσι το προκλητικό/δημόσιο πρόσωπο της ομοφυλοφιλίας. Την καβαφική αίσθηση της διαφοράς ως υπερηφάνεια -όσο αυτή απαντά- θα τη βρούμε, ως ένα βαθμό και πάλι, και στο Χριστιανόπουλο (δυο πρόχειρα παραδείγματα: «η μοναξιά μου δε χορταίνει/ τις λιχουδιές των σκελιών τους/ εμένα δε με νοιάζει πια ο ουρανός» και: «μεγάλωσε η σερμαγιά του πάθους/πλούτισα απ’ τη διερχόμενη ομορφιά») αλλά όχι την ανάλαφρη προκλητικότητα του Λαπαθιώτη. Αντίθετα, απαντούν η σκληρότητα, ο σαρκασμός της άμεσης απεύθυνσης, σε β΄ ενικό, συχνά στο αντικείμενο της επιθυμίας στο οποίο θα επιστρέψει ετεροχρονισμένα την ψυχρότητα και υποτίμηση του ερωτικού παζαριού ή θα διασώσει λυρικά την απειροελάχιστη τρυφερότητα της εφήμερης επαφής.

Τελικά, όμως ο διαχωρισμός, η κρυφή ηδονή της νύχτας, το «κουσούρι» δεν περιθωριοποιούν αλλά καθώς η έκφραση της επιθυμίας δημοσιοποιείται περνά από το κρυφό στο ολοφάνερο του αναγνώστη, από τη συνδήλωση στη δήλωση, αποκαλύπτουν μια ταυτότητα που εμπρόθετα συγκροτείται μέσω των λέξεων φανερά μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Η σωματικότητα, το ποθητό σώμα, το ανθρώπινο σώμα με τις οσμές και τις εκκρίσεις του -στη ρεαλιστική ωμότητά του- είναι μια άλλη πτυχή της ποίησής του που συνεχίζει τη γραμμή Καβάφη-Λαπαθιώτη θέτοντας τις βάσεις για άλλους εκφραστές ομοερωτικής σεξουαλικότητας.

Μπορεί ο Χριστιανόπουλος να μη(;) λειτούργησε ως απολογητής της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, όπως το δήλωσε ο ίδιος. Παρά ταύτα, είναι απαραίτητο να επικεντρωθούμε στα ποιήματα και όχι στις δηλώσεις ή τις παλινωδίες του δημιουργού τους. Είναι σκόπιμο όμως να εντοπίσουμε την ασυμφωνία μεταξύ λόγων του ποιητή και λόγων της ποίησης και περαιτέρω να εξετάσουμε κατά πόσο η δημόσια ποιητική έκθεση της ενοχής τελικά την υπερβαίνει: αφενός λειτουργεί συγκροτητικά για τον ομοφυλόφιλο τύπο αφετέρου αποτελεί μια αναμέτρηση με την επιβεβλημένη από την εθνοετεροκανονιστική κοινωνία ενοχή.

Όμως ο χαρακτηρισμός σήμερα παρεκκλίνουσα, η επένδυση της ποίησής του με τη μιζέρια του στερητικού και ενοχικού συμπλέγματος, η απόδοση της μοναξιάς στην ομοφυλοφιλία του, μάλλον αδικούν την ποίησή του όπως την αδικεί, κατά το ίδιο, ο χαρακτηρισμός ομοφυλόφιλη. Και τα ποιήματα, νομίζω, δεν εκπέμπουν την περιθωριακή μιζέρια όπως και δεν αντανακλούν ως καθρέφτης το βίωμα.

 

  1. Μια πλευρά του μελετητή Χριστιανόπουλου

Το 2001 οι εκδόσεις του Εντευκτηρίου κυκλοφορούν την Ανθολογία Μακεδόνων ποιητών 1860-1913 με επιμέλεια και εισαγωγή του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Σε αυτό το βιβλίο το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην ενασχόληση του Χριστιανόπουλου με ποιητές των μέσων του 19ου αιώνα και ιδίως με την άγνωστη Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου. Η Σαμαρτζίδου, με καταγωγή από τη Σκύρο, δασκάλα, εκδότρια της Κυψέλης (1845), του πρώτου γυναικείου περιοδικού στην Κων/πολη, ποιήτρια (η συλλογή της με τίτλο Συλλογή ποιήσεων κυκλοφορεί το 1857) περιέρχεται την τουρκοκρατούμενη Μακεδονία οργανώνοντας και διευθύνοντας Παρθεναγωγεία. Έτσι μεταξύ 1864-1870 διευθύνει το Ανώτερον Κεντρικόν Παρθεναγωγείον της Θεσσαλονίκης. Ο φιλέρευνος Χριστιανόπουλος παραθέτει αυτά τα στοιχεία επιδαψιλεύοντας μάλιστα στη Σαμαρτζίδου πρωτεία μάλλον υπερβολικά. Γράφει δηλαδή ότι στη δεκαετία του 1860  μετέδωσε τον ποιητικό της ενθουσιασμό στις μαθήτριές της και «μεταλαμπάδευσε στη Θεσσαλονίκη την καθαρευουσιάνικη ρομαντική σχολή της Αθήνας. Αυτό είχε κάποιες αρνητικές επιπτώσεις, που εμπόδισαν του Θεσσαλονικείς ποιητές να βρουν το αληθινό τους πρόσωπο.».[7] Αν και ποιητές της Θεσσαλονίκης των μέσων του 19ου αιώνα θα ακολούθησαν τον αθηναϊκό κλασικορομαντισμό μπορούμε να θεωρήσουμε μάλλον βέβαιο ότι αυτό δεν οφείλεται στην έντονη επίδραση της Σαμαρτζίδου. Παρά το δυναμικό της χαρακτήρα, τη σύντομη εκδοτική της δραστηριότητα και την έντονη την διδασκαλική της δράση, τα λίγα ποιήματά της, περίπου τριάντα, δεν είχαν την επιδραστικότητα που τους αποδίδει ο Χριστιανόπουλος συνδυαστικά μάλιστα και με  τη σύντομη διαμονή της στη Θεσσαλονίκη. Επιπλέον, και κυρίως, μια γυναίκα στη δεκαετία του 1860 δεν θα μπορούσε να ασκήσει τέτοια εκτεταμένη επιρροή και να ποδηγετήσει άντρες ποιητές κατευθύνοντάς τους προς τον «αθηναϊκό ρομαντισμό». Θα έλεγα ότι εδώ μπορούμε να υποθέσουμε ως κίνητρο μια ετεροχρονισμένα πρώιμη διάσταση μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης.

Όπως και να είναι πάντως ο Χριστιανόπουλος κάνει μια ενδιαφέρουσα υπόθεση βασισμένη σε ένα είδος αυτονόητης, κατ’ αυτόν, ισότητας των φύλων όπου βάση αποτελεί η ποιητική υπόσταση και όχι το φύλο ή η σεξουαλικότητα.

Ευχαριστίες στη Βάγια Κάλφα και το Νικόλα Κουτσοδόντη για τη συζήτηση που τροφοδότησε το παραπάνω κείμενο 

 

 

[1] Παραθέτω εδώ χάριν παραδείγματος Δημ. Κόκορης, Λόγος Γυμνός. Εισαγωγή στο έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, νησίδες Θεσσαλονίκη 2011. Δημ. Κόκορης (επιμ.), Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, Αιγαίον Λευκωσία 2003, συλλογικός τόμος με εξαιρετικά μελετήματα

[2] Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το επ’ εμοί. Δοκίμια, Μπιλιέτο Αθήνα 1993 σ. 56

[3] Περικλής Σφυρίδης, «Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Ιωάννου: η επιρροή τους σε νέους ποιητές εντός και εκτός Διαγωνίου » στο Περικλής Σφυρίδης (επιμ) Πρακτικά Συνεδρίου «Η ποίηση της Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα» Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης 2003

[4] Συνέντευξη στον Χ. Ζαφείρη Παρατηρητής τχ. 6-7 (Ιούλιος 1988) σ. 44

[5] Για τη σχέση με τον Λαπαθιώτη βλ. το εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο «Κι ως τώρα, μόνος μας δεσμός/ δεν ήταν παρά κάποιοι στίχοι. Ναπολέων Λαπαθιώτης-Ντίνος Χριστιανόπουλος: το πολύπλευρο μιας σχέσης»  από το βιβλίο του Μάριου-Κυπαρίσση Μώρου Πέρα από τις ισχνές αγελάδες Μελετήματα για την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου Ιανός, 2018

[6] Βλ. Βαρβάρα Ρούσσου «Περί προλεταριακού έρωτα -και πάλι- ο λόγος» Πόρφυρας τχ. 136 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010) όπου συζητώ το θέμα της ένταξης των Καβάφη και Λαπαθιώτη στην ευρωπαϊκή παράδοση της μυθοποίησης του προλεταριάτου, αλλά και άλλα παρεμφερή ζητήματα ανοίγοντας διάλογο με αντίστοιχο άρθρο της Μάρθας Βασιλειάδη σε προηγούμενο τεύχος του ίδιου περιοδικού

[7]   Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ανθολογία Μακεδόνων ποιητών 1860-1913, Θεσσαλονίκη εκδόσεις Εντευκτηρίου 2001,  σ. 13

Προηγούμενο άρθροΗ Χάρις και η Τζάνις (του Χρήστου Τσιάμη)
Επόμενο άρθροΜία Βρετανίδα στην Ευρώπη του 1940 (της Θεοδώρας Δ. Πατρώνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ