Δύο νέοι συγγραφείς: Το κομπολόι (Έφη Καλογεροπούλου),Τσίχλες νικοτίνης (Απόστολος Σφέτσας)

0
987

Το κομπολόι  (της Έφης Καλογεροπούλου)

Τις Κυριακές φορούσε κοστούμι. Λίγο πριν την εξώπορτα έπαιρνε το καπέλο, τη μαγκούρα κι έβαζε το κομπολόι στην αριστερή τσέπη, στο σακάκι του. Έριχνε μια τελευταία ματιά στο μουστάκι του σε ένα καθρεφτάκι μικρό, ορθογώνιο, με φθαρμένες άκρες. Με τη γιαγιά αντάμωναν στο πλατύσκαλο της αυλής. Τού άνοιγε την αυλόπορτα την ώρα που ακουμπούσε το καπέλο στο κεφάλι του και έβγαζε από την τσέπη το κομπολόι. «Μα στημένη μου την έχεις; Ήθελα να ΄ξερα».

«Ναι, στη στήνω για να καμαρώσω τον κομπολογά. Κράτα καλά τη μαγκούρα χριστιανέ μου να βγεις ίσα πάνω και άσε τα κομπολόγια»

Έλεγε πως το κομπολόι ήταν ο φίλος του. Πως όταν έφευγε για χτισίματα στα διπλανά χωριά το κρατούσε στα χέρια του όταν ξαπόσταιναν. Ή το βράδυ στην ταβέρνα, το κομπολόι τον συγκρατούσε από τα τσιγάρα.

Μια εποχή λέει ξεκίνησε να καπνίζει. Γύρναγε σπίτι με λιγότερα λεφτά στην τσέπη. Η κυρά Ντίνα τον μουρμούραγε. Ένας εργολάβος στην οικοδομή που χρώσταγε στον παππού πέντε χιλιάδες δραχμές του έδωσε το κομπολόι. Του λέει «πάρτο, κοστίζει τα διπλά. Είναι από κόκκαλο καμήλας”. Ο παππούς το έβαλε στην τσέπη. Έβαζε ολοένα το χέρι του να το ακουμπήσει, να στριφογυρίσει τις χάντρες. Έτσι ξέχναγε το τσιγάρο, μέχρι που το έκοψε.

Το έβγαζε μετά το φαγητό. Ώσπου να μαζέψει η γιαγιά το τραπέζι, συζητούσαν. Το κρατούσε ίσιο και άφηνε μια μια χάντρα να πάει κάτω. Όποτε εκνευριζόταν πέρναγε δυο δυο ή τρεις τρεις τις χάντρες.

Ένα βράδυ γυρνούσε από το καφενείο. Είχε πιει παραπάνω. Παραπάτησε και έπεσε. Στηρίχτηκε στη μαγκούρα για να σηκωθεί. Το κομπολόι γλίστρησε από το χέρι του. Έψαξε λίγο τριγύρω. Το σκοτάδι δε βοηθούσε. Το πρωί ξαναπήγε στο ίδιο σημείο. Τίποτα.

Μέσα στη μέρα όλο και το αναζητούσε. Το έψαχνε στην τσέπη του. Άλλες φορές κουνούσε τα δάχτυλα του σαν να το κρατούσε. Στη γιορτή του τα παιδιά τους έστειλαν ένα μπλεγλέρι. Το κράτησε για λίγο. Το στριφογύριζε πιο νευρικά. Δεν του άρεσε και ο δυνατός ήχος που έκαναν οι χάντρες. Το άφηνε στην εταζέρα και κάπου κάπου το έπιανε στα χέρια του. Έλεγε στο καφενείο ότι έχασε το ρολόι του. «Ρολόι;” τον ρωτούσαν όλοι. Ναι, για ρολόι το είχε το κομπολόι. Μετρούσε το χρόνο. Μάθαινε αριθμητική στα εγγόνια του. «Μα πως γίνεται παππού να έχει τριάντα τρεις χάντρες και να είναι ίσιο»;

«Η ισορροπία είναι η παραπάνω χάντρα. Σε όλα, το ένα παραπάνω ισορροπεί. Ας πούμε αν έχεις μια παραπάνω γυναίκα». Γελούσαν όλοι και εκνευριζόταν η γιαγιά.

Το κομπολόι το βρήκε κρεμασμένο σε ένα παιδικό ποδήλατο. Ήταν του εγγονού του καφετζή. Του λέει «Μικρέ που το βρήκες αυτό, δικό μου είναι».

«Α, το πουλάω μπάρμπα»

«Πόσο το πουλάς»;

«Δώσε ένα κατοστάρικο και πάρτο».

«Πάρε δυο κατοστάρικα και έτσι και το ξαναχάσω, να μου το φέρεις».

Το ξανάχασε όταν έπαθε το έμφραγμα στο νοσοκομείο. Ένας νοσοκόμος το βρήκε και το έστειλε στο σπίτι την ώρα που τον ξενυχτούσαν. Εκεί το είδε ο εγγονός του καφετζή και το θυμήθηκε. Το πήρε και το έβαλε στην τσέπη του παππού στο φέρετρο.

 

 

*****

 

 

Τσίχλες νικοτίνης   (του Απόστολου Σφέτσα)

 

Γέμισε με καυτό τσάι το τενεκεδένιο παγούρι. Έβαλε το σακουλάκι με τις σταφίδες στην δεξιά πλαινή τσέπη. Σήκωσε το κολάρο από το μπουφάν, φόρεσε σκουφί και γάντια. Πριν χτυπήσει την πόρτα του αξιωματικού υπηρεσίας έχωσε στο στόμα μια τσιχλα νικοτίνης.

«Κύριε Κακάνη, βγαίνω».

«Στις τρεις δε πιάνεις, στρατιώτη;»

«Να αλλάξω τον Στεργίου. Θα’χει παγώσει ολόκληρος».

«Καλό νούμερο».

Ο Καπνιάς ροχάλιζε στην γωνία. Τον σκούντηξε ελαφρά στον ώμο.

«Ρε Machine, άνοιξε το κοτέτσι να φεύγω» του είπε.

Ο θαλαμοφύλακας πετάχτηκε πάνω, άνοιξε τον οπλοβαστό και σωριάστηκε πάλι στην καρέκλα.

Έβαλε το G3 στον ώμο, υπέγραψε στο βιβλίο εισόδου-εξόδου και βγήκε.

Δάκρυσαν τα μάτια του από το κρύο. Πιάστηκε από το κάγκελο και κατέβηκε προσεχτικά τις σκάλες. Το χιόνι έφτανε μέχρι το γόνατο. Άρχισε να μετράει από μέσα του με κατεβασμένο κεφάλι. Λόχος -σκοπιά 875 βήματα. Κάθε τόσο μάζευε το σάλιο του και έφτυνε κάτω. Δεν μπορούσε να δει στο σκοτάδι αλλά ήτανε σίγουρος ότι άφηνε πίσω του μικρές πράσινες τρύπες σαν πύον. Τι απαίσια γεύση. Τα τσιρώτα όμως δεν τα άντεχε.

Στο υπόστεγο με τα Στάγιερ σταμάτησε. Υπέγραψε στο τετράδιο ελέγχου που ήτανε δεμένο στην κολώνα της ΔΕΗ και συνέχισε το δρόμο του.

Μια μαύρη σκιά, σαν σκιάχτρο, εμφανίστηκε στην κορυφή του λόφου. Ο Στεργίου. Στριφογύριζε νευρικά γύρω από το φυλάκιο λες και τον είχανε δέσει με λουρί. Όταν τον είδε να ανηφορίζει το μοναδικό φωτισμενο κομμάτι του στρατοπέδου κάρφωσε το βλέμμα πάνω του. Την Μόνικα Μπελούτσι να’βλεπε δε θα έκανε τέτοια χαρά.

«Ήρθες ρε προφέσορα!» του φώναξε και του έδωσε τον ασύρματο. «Είσαι αδερφός ρε Τρίκαλο».

«Καλή ξεκούραση».

Κοίταξε κάτω το μωσαικό των σβησμένων τσιγάρων.

Έβγαλε την τσίχλα από το στόμα και την κόλλησε μέσα στο άδειο πακέτο από τα Marlboro. Εφτά μ’αυτήν.

Όλο το βράδυ η παγωμένη ανάσα του ανέβαινε και χανόταν στον σκοτεινό ουρανό.

Λες και κάπνιζε.

 

 

Σημ: Η Έφη Καλογεροπούλου ζει στην Ανάφη, ο Απόστολος Σφέτσας ζει στο Λονδίνο.

 

Προηγούμενο άρθροΕλευθερία και πίστη: Μια ατομική θρησκεία; (του Στέφανου Δημητρίου)
Επόμενο άρθρο«Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» – Στη συντροφιά εμπνευσμένου θεάματος (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ