Δύο «Μισάνθρωποι» στου Ψυρρή (της Όλγας Σελλά)

0
952

 

της Όλγας Σελλά

 

Είναι έτσι κι αλλιώς ένας από τους πλέον αγαπημένους, σε σκηνοθέτες και κοινό συγγραφείς και τα έργα του παίζονται ξανά και ξανά. Πέρα από αυτό, δεν έχει λήξει ακόμα το «Έτος Μολιέρου» με αφορμή τη συμπλήρωση των 400 χρόνων από τη γέννησή του μεγάλου Γάλλου θεατρικού συγγραφέα. Έτσι, αυτή την περίοδο παρουσιάζονται ταυτόχρονα και σε γειτονικά θέατρα, στην περιοχή του Ψυρρή, δύο παραστάσεις του ίδιου έργου: του «Μισάνθρωπου», έργου που εκδόθηκε το 1666 και σχολιάζει την υποκρισία, την ίντριγκα, τις επιφανειακές σχέσεις και την ερημιά που προκαλούν. Στη βασιλική αυλή του τότε, κατά πρώτον, στην κοινωνία συνολικότερα και διαχρονικά.

Δύο παραστάσεις, δύο «Μισάνθρωποι», με διαφορετική προσέγγιση και αισθητική. Η μία, στο θέατρο «Εμπορικόν» φέρει την υπογραφή του Γιάννη Κακλέα. Η άλλη, στο θέατρο «Θησείον» φέρει την υπογραφή της Μαρίας Μαγκανάρη. Τις είδα και τις δύο, με μια εβδομάδα διαφορά. Δεν πρόκειται να κάνω συγκριτική παρουσίαση, θα ήταν και άστοχο και λάθος. Θα παρουσιάσω την προσέγγιση του κάθε σκηνοθέτη, την κάθε παράσταση και τη συνομιλία της καθεμιάς με το μολιερικό σύμπαν, αλλά και το πώς επιχείρησε ο κάθε σκηνοθέτης να φέρει στο σήμερα ένα κλασικό έργο. Τα συμπεράσματα δικά σας.

  • Ο «Μισάνθρωπος» της Μαρίας Μαγκανάρη

Στο φουαγιέ του θεάτρου «Θησείον» μας περιμένουν ο Αλσέστ (Κώστας Κουτσολέλος) και ο φίλος του ο Φιντέλ (Κώστας Κορωναίος). Γινόμαστε, «άθελά μας», ωτακουστές της διαφωνίας τους, έτσι όπως κρυφακούμε άθελά μας τους διπλανούς μας στο μετρό, στο καφέ, στο δρόμο.  Ο Φιντέλ προσπαθεί να μαλακώσει την άκαμπτη συμπεριφορά και αντίδραση του Αλσέστ στις ψεύτικες συμπεριφορές που κυριαρχούν γύρω του: «Και τίποτ’ άλλο δε μισώ όσο τις τσιριμόνιες/ όλων αυτών που υπόσχονται φιλίες πιστές, αιώνιες,/ τους προσηνείς, με τα κενά, σαχλά αγκαλιάσματά τους,/ τους ευφραδείς, με τα κοινά τα φληναφήματά τους», λέει ο Αλσέστ. Και απαντά ο Φιλέντ: «Πολλές φορές, αν λέγαμε την καθαρήν αλήθεια,/ γελοίοι θα καταντούσαμε, θα ‘ταν απρέπεια ηλίθια/. (…) Σε κάποιον που μισεί κανείς ή απλώς που δεν τ’ αρέσει/ το πώς έχουν τα πράγματα θα κάτσει να του εκθέσει;». Ένας διαπληκτισμός, με τα λόγια της απαράμιλλης έμμετρης μετάφρασης που έκανε  η Χρύσα Προκοπάκη και ακούστηκε για πρώτη φορά το 1996 στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων.

Φορούν και οι δύο (όπως και οι υπόλοιποι ηθοποιοί) σύγχρονα ρούχα, με τον Αλσέστ να θέλει να διατηρεί τα σύμβολα μιας άλλης εποχής, πιο ρομαντικής (ποσέτ, λουλούδι στο χέρι). Τους ακολουθούμε στο χώρο τους, εμείς στην πλατεία εκείνοι στη σκηνή του θεάτρου, που έχει απλά, απλούστατα σκηνικά. Μερικές καρέκλες παραταγμένες, ένα πιάνο και μερικά στρώματα πιο πέρα, το ένα πάνω στο άλλο, που δηλώνουν τη λαγνεία και τη χαλαρότητα. Στο «καθιστικό» φτάνει ο Ορόντ (Γιάννης Κλίνης), και παρακολουθούμε μια σπαρταριστή σκηνή απόλυτα υπονομευτικής κωμωδίας, όταν θέλει να παρουσιάσει στον Αλσέστ το ποιητικό του πόνημα, καλώντας του να του πει ειλικρινά τη γνώμη του. Μόνο που δεν αντέχει την ειλικρινή κρίση και γρήγορα πιάνονται στα χέρια, με τον φουκαρά Φιλέντ να μπαίνει στη μέση. Και δεν μένει εκεί ο Ορόντ. Χρησιμοποιώντας τις υψηλές του γνωριμίες, καλεί τον Αλσέστ σε απολογία για την προσβολή του έκανε.

Και βρισκόμαστε σε μια περίεργη, όσο και γοητευτική συνθήκη, ν’ ακούμε σε έμμετρη μετάφραση το κείμενο –όλο το κείμενο- του Μολιέρου και να αναγνωρίζουμε στους ήρωες επί σκηνής σύγχρονες και αναγνωρίσιμες συμπεριφορές. Που υπογραμμίζονται από τη στάση του σώματος του καθενός, από την εκφορά του λόγου, που παρότι έμμετρος ακούγεται τόσο σημερινός! Ο Αλσέστ είναι ο απογοητευμένος και άκαμπτος ιδεολόγος, ο Φιλέντ είναι η συνετή και ταπεινή φιγούρα που προτιμά ν’ αποφεύγει στις συγκρούσεις, ο Ορόντ είναι ο φαφλατάς, ο νάρκισσος, που πλασάρει τις ισχυρές του γνωριμίες («Αν χρειαστείτε στην Αυλή να κάνω κάποια νύξη/ ο βασιλεύς, που μ’ εκτιμά, τις πόρτες του θ’ ανοίξει»). Η Σελιμέν (Σύρμω Κεκέ), το αντικείμενο του πόθου του Αλσέστ, αλλά και του Ορόντ, είναι η δυναμική, αδέσμευτη όσο και χειριστική γυναίκα, η ξαδέλφη του Σελιμέν, η Ελιάντ (Μαρία Γεωργιάδου) είναι η φωνή της λογικής, ενώ η Αρσινόη (Μαρία Μαγκανάρη), που διεκδικεί επίσης τον Αλσέστ, εμφορείται από επιθετική προπέτεια. Αναγνωρίσιμες συμπεριφορές, αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες, διπλανοί μας. Όσο για τους μαρκήσιους του μολιερικού έργου, στην παράσταση είναι δύο νέοι άνθρωποι, ένας άνδρας, ο Ακάστ (Βαγγέλης Αμπατζής) και μια γυναίκα, ο/η Κλιτάντρ (Πάολα Καλλιγά) που μόνο ξεφαντώνουν σα να μην υπάρχει αύριο, θεωρώντας τα όλα δεδομένα και δικά τους –και τη Σελιμέν. Κακομαθησιά, αδιαφορία, ελαφρότητα. Η χλιδή και η εύκολα ζητούμενη πολυτέλεια εικονοποιούνται υπαινικτικά από το περιοδικό «Κλικ» που ξεφυλλίζει ένας από τους παρευρισκόμενους, ο μοναχικός δρόμος του Αλσέστ με το τραγούδι του Νικόλα Άσημου «Βρε μπαγάσα…» και η διάχυτη υποκρισία των διαπροσωπικών σχέσεων στο πασίγνωστο «Υποκρίνεται, στο λέω υποκρίνεται…».

Όλο το μολιερικό σύμπαν είναι εδώ, όλο το μολιερικό κείμενο είναι εδώ, όλη η μολιερική ουσία είναι εδώ, όλες οι αποχρώσεις των χαρακτήρων είναι εδώ, και είναι τόσο αναγνωρίσιμες, τόσο διαχρονικές, τόσο σημερινές. Όπως εδώ είναι και οι εύστοχοι και ευφυείς σχολιασμοί της επικαιρότητας, που  μας γυρνούν στη δεκαετία του ’90, στην περίοδο Κοσκωτά, στα κραυγαλέα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, στον φιλοτομαρισμό και τη θρασύτητα που άρχισε να χαρακτηρίζει τις σχέσεις των ανθρώπων.

Όλα είναι άμεσα, χειροπιαστά, χειροποίητα, υπαινικτικά, θεατρικά. Το σαρδόνιο χιούμορ του Μολιέρου, οι χαρακτήρες του, ο επιτυχής σχολιασμός των ανθρώπινων συμπεριφορών και μικροτήτων. Θα ξεχωρίσω από τους συντελεστές της παράστασης τους φωτισμούς της Μαρίας Γοζαδίνου, που δημιουργούν συναισθήματα, και συνομιλούν με τις στιγμές του κειμένου. Αλλά δεν θα ξεχωρίσω καμία από τις ερμηνείες. Όλες είχαν καθαρότητα και ευστοχία, και έπλασαν διακριτά τους μολιερικούς χαρακτήρες. Με γήινο πρόσημο όλοι, ακόμα και η Σελιμέν, που δεν είναι, όπως συνήθως, μόνο η πλανεύτρα γυναίκα. Θέλει να είναι κάτι παραπάνω η Σελιμέν της Σύρμως Κεκέ, είναι η γυναίκα που αναζητά και διεκδικεί την αυτοδιάθεσή της. Μια προσέγγιση με ρίσκο, που όμως αποδόθηκε σωστά από την ηθοποιό.

Από αυτόν τον «Μισάνθρωπο» θα κρατήσω το πώς καταφέρνουν να αποφύγουν τον χυλό που επικρατεί γύρω τους και να συναντηθούν δύο άνθρωποι με υπομονή, ταπεινότητα και λογική (ο Φιλέντ και η Ελιάντ), αλλά και τον τρόπο που αναδείχθηκε, με τρυφερότητα που αγγίζει τη θλίψη, η  ερημιά όσων βαδίζουν, ανυποχώρητα, μόνοι, όπως ο Αλσέστ. Το εξαιρετικό φινάλε της παράστασης, που δεν το αποκαλύπτω, υπογραμμίζει ακριβώς αυτό.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

 

Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη, σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη, φώτα: Μαρία Γοζαδίνου, σκηνικά: Φιλάνθη Μπουγάτσου, κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος, μουσική: Πέτρος Μάλαμας, βοηθός σκηνοθέτιδας: Άννα Καραμανίδου, βοηθός ενδυματολόγου: Ελίνα Τσούτσια, φωτογραφίες: Μαρία Γοζαδίνου

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Βαγγέλης Αμπατζής, Μαρία Γεωργιάδου, Πάολα Καλλιγά, Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Κώστας Κορωναίος, Κώστας Κουτσολέλος, Μαρία Μαγκανάρη

 «Θησείον- Ένα θέατρο για τις τέχνες », Τουρναβίτου 7, Ψυρρή (Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 9μ.μ., Κυριακή στις 7μ.μ.).

 

  • Ο «Μισάνθρωπος» του Γιάννη Κακλέα

Βρισκόμαστε σε μια αίθουσα που επικρατεί χαλαρότητα και κραιπάλη, με πολυτέλεια που παραπέμπει σε άλλη εποχή, αφού όλοι οι παρευρισκόμενοι φορούν ρούχα που θυμίζουν τον 17ο αιώνα ή σ’ ένα θεματικό πάρτι, με αυτόν τον άξονα. Η μουσική έτσι κι αλλιώς παραπέμπει σε πάρτι. Μια νέα γυναίκα, σε έμμετρο λόγο και σε ρόλο κομπέρ, σχολιάζει ό,τι συμβαίνει (Φωτεινή Αθερίδου), σα να τους παρατηρεί από μακριά.

Δεκάδες μπουκάλια συμπληρώνουν το σκηνικό: γεμάτα, άδεια, μισογεμάτα. Υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος στο χώρο που είναι ντυμένος διαφορετικά, στα μαύρα. Είναι ο Αλσέστ (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος), που δεν συναγελάζεται με τους υπόλοιπους που χορεύουν, χαριεντίζονται και γελούν. Και είναι βαρύθυμος και οργισμένος με την υποκρισία και την κενότητα που επικρατεί γύρω του. Δεν εννοεί με τίποτα, όπως τον συμβουλεύουν, να στρογγυλεύει τις απόψεις του, να μην είναι ευθύς και δηκτικός με τα καμώματα των άλλων. Και σύντομα πληρώνει αυτή του τη στάση, λέγοντας στον Ορόντ (Στέλιος Ιακωβίδης), έναν φέρελπι και νάρκισσο ποιητή και θαμώνα των κενών διασκεδάσεων, την ειλικρινή του γνώμη, κατεδαφίζοντας ένα ποίημά του. Η σύγκρουση, όσο και η εκδίκηση, δεν αργεί. Δεν είναι μόνο η αντιδικία για την κριτική στο ποίημα που χωρίζει τον Αλσέστ από τον Ορόντ.  Είναι και η Σελιμέν (Ευγενία Σαμαρά), μια γοητευτική γυναίκα, αντικείμενο του πόθου για πολλούς από τους τακτικούς και τακτικά διασκεδάζοντες –με κουτσομπολιό, με χαβαλέ, με ίντριγκα, με ποτό και χορό-, που δεν διστάζει να υπόσχεται σε όλους, να τους παίζει όλους. Ανάμεσά τους, τους μαρκήσιους Ακάστ και Κλιτάντρ (Θάνος Μπίρκος και Αυγουστίνος Κούμουλος). Και τότε εμφανίζεται η Αρσινόη (Αθηνά Μουστάκα), η αντίζηλος της Σελιμέν, με ρούχα σύγχρονα μέσα στο γκλίτερ, η οποία διεκδικεί τον Αλσέστ. Και ο καβγάς τους για τον Αλσέστ δεν αργεί να φτάσει σε κατώτατα σκαλιά συμπεριφοράς και φρασεολογίας: «Είσαι μια χρησιμοποιημένη σερβιέτα», είναι μία από τις φράσεις που ακούγονται. Ο Αλσέστ μπουχτισμένος από τη διαφθορά και την υποκρισία θέλει να φύγει απ’ όλα αυτά.

Στην αρχή της παράστασης ο Γιάννης Κακλέας ανέβηκε στη σκηνή και μας ζήτησε να είμαστε επιεικείς με τους ηθοποιούς μιας και βλέπαμε την πρόβα τζενεράλε της παράστασης. Όμως το πρόβλημα δεν ήταν οι ηθοποιοί, που ήταν πανέτοιμοι και υπηρέτησαν απολύτως το ρυθμό της παράστασης και τις σκηνοθετικές οδηγίες. Κινήθηκαν θαυμάσια και τίποτα δεν έδειχνε ότι ήταν μια πρόβα τζενεράλε. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος έδειξε το απελπισμένο και οργισμένο ύφος ενός μπουχτισμένου ανθρώπου, ο Στέλιος Ιακωβίδης ήταν η μόνη μολιερική φιγούρα της παράστασης, ωραία η σκηνή με τον τσακωμό των δύο μαρκησίων (Θάνος Μπίρκος, Αναστάσιος Κούμουλος), ενώ περίσσευε η υπερβολή στον καβγά της Σελιμέν με την Αρσινόη. Ο Γιάννης Κακλέας επέλεξε σ’ αυτόν τον «Μισάνθρωπο» να φωτίσει περισσότερο τη Σελιμέν δείχνοντας μια σύγχρονη γυναίκα, που έχει αυτοπεποίθηση και τσαμπουκά, και μαζί είναι η ψυχή του πάρτι και πρώτη στον χαβαλέ. Και η Ευγενία Σαμαρά ανταποκρίθηκε στις σκηνοθετικές οδηγίες. Πολύ ωραία η μουσική και απολύτως ενταγμένη στο ύφος της παράστασης, και πολύ ενδιαφέρουσα η προσθήκη και η παρουσία της Φωτεινής Αθερίδου σ’ αυτόν τον εκτός κειμένου ρόλο.

Ήταν αυτός ο «Μισάνθρωπος στον καμβά της πλοκής του  μολιερικού κειμένου; Σε γενικές γραμμές ήταν, και σε γενικές γραμμές τον ακολούθησε ο Γιάννης Κακλέας. Κάνοντας όμως αρκετές παρεμβάσεις στο κείμενο, αφαιρώντας ρόλους (της Ελιάντ), μινιμάροντας άλλους σημαντικούς στην ουσία του έργου (όπως τον Φιλέντ και τον Ορόντ) και σημεία πλοκής, μπερδεύοντας οπωσδήποτε όσους από τους θεατές γνωρίζουν και έχουν ξαναδεί το έργο, στοχεύοντας, νομίζω ευθέως, σ’ ένα νεότερο κοινό και εντάσσοντας στην αισθητική της παράστασης στοιχεία που θα ήταν γνώριμα σ’ αυτό το κοινό. Θα γνωρίσει αυτό το κοινό τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου; Σε γενικές γραμμές.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία/ Απόδοση κειμένου: Γιάννης Κακλέας , Σκηνικά: Ηλένια Δουλαδίρη – Γιάννης Κακλέας, Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη, Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου, Κίνηση: Αγγελική Τρομπούκη, Μουσική: Βάϊος Πράπας, Βίντεο- Επεξεργασία εικόνας: Παντελής Μάκκας, Μουσική επιμέλεια: Γιάννης Μπερερής, Βοηθός Σκηνοθέτη: Ρέα Σαμαροπούλου

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας – Εβίτα Σκουρλέτη

Παίζουν οι ηθοποιοί: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Ευγενία Σαμαρά, Στέλιος Ιακωβίδης, Αθηνά Μουστάκα, Θάνος Μπίρκος, Φωτεινή Αθερίδου, Αυγουστίνος Κούμουλος, Αλέξης Φουσέκης, Κυριάκος Σαλής

Ημέρες και ώρες παραστάσεων

Τετάρτη και Κυριακή στις 8μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή στις 9μ.μ., Σάββατο, στις 6 και στις 9μ.μ.

Θέατρο Εμπορικόν, Σαρρή 11, Αθήνα

 

Προηγούμενο άρθροΘραύσματα (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΟι ήχοι των τοπίων της λογοτεχνίας (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ