του Γιώργου Τριλλίδη (*)
To Plisskën του 2015 διήρκησε 2 μέρες (5-6 Ιουνίου) και έλαβε χώρα στις εγκαταστάσεις του Ελληνικού Κόσμου σε 5 σκηνές (2 υπαίθριες, 3 κλειστές). Headliners την μια μέρα ήταν οι Mogwai. Την επόμενη ή οι Horrors ή ο Ariel Pink. Η μπάντα που κατά γενική ομολογία έκλεψε τις εντυπώσεις του διημέρου ήταν οι Savages. Αν μπει κάποιος στο σάιτ του Plisskën σήμερα, θα διαπιστώσει πως οι Savages δεν υπάρχουν στην αφίσα και στα flyers οπότε υποθέτει κανείς πως θα ήταν προσθήκη της τελευταίας στιγμής. Στα διάφορα memorabilia και προωθητικά και διαφημιστικά που διατίθεντο στο φεστιβάλ, η Vodafone μοίραζε κάτι αυτοκόλλητα στο μέγεθος τσιρότου, σε έντονα χρώμα. Έγραφαν πάνω μόνο μια λέξη -δίκην χιψστερικού συνθηματικού ή non-sequitor κοάν- με κεφαλαία γράμματα. Ενδεικτικά παραδείγματα: ΧΩΣΕ, ΨΗΣΟΥ, ΡΙΣΠΕΚΤ. Ένα από αυτά, σε έντονο πορτοκαλί φόντο έγραφε ΑΡΚΟΨΕΣ. Ο τόνος, αγαπητοί ελλαδίτες αναγνώστες, σε περίπτωση που πρώτη φορά συναπαντάτε το εν λόγω λεξίδιο (spoiler: δεν είναι αρκτικόλεξο, είναι επίρρημα), μπαίνει στο άλφα.
Με τον φίλο που είχαμε πάει στο φεστιβάλ πήραμε αμέσως από ένα και το κολλήσαμε στο στήθος σαν παράσημο. Σκεφτήκαμε ότι κάποιο indie chick από τα χιλιάδες που κυκλοφορούσαν στον χώρο θα αναγνώριζε εκ του μακρόθεν -ή, τύχη αγαθή, εκ του συστάδην- την ατόφια κυπριακή μας κατατομή και θα μας ρωτούσε με ερεθιστική καλαμαρίστικη προφορά τι σημαίνει ΑΡΚΟΨΕΣ. Δεδομένου ότι επρόκειτο για μια λέξη αρκετά παρωχημένη, την οποία ουδείς 20άρης ή 30άρης Κύπριος δε χρησιμοποιούσε πια (το 2015) αλλά την είχαμε ακούσει από θείους και γιαγιάδες στα χωριά μας, είχαμε αμφιβολίες μεταξύ μας εάν σήμαινε «χθες βράδυ», «αύριο βράδυ» ή «μεθαύριο βράδυ». Μπροστά στον άμεσο κίνδυνο να παραπλανήσουμε τις αδαείς πλην ολοπρόθυμες ελλαδίτισσες ιθαγενείς, οι οποίες οσονούπω θα μας προσέγγιζαν με βλέμμα γεμάτο ανυπόκριτη απορία και χείλη έμφορτα πατριδογνωστικής περιέργειας, καλέσαμε τη μεγαλόνησο για ενισχύσεις (το google search δεν μας διαφώτιζε – όχι το 2015, εν πάση περιπτώσει).
Περάσαμε δύο 12 ώρα (πηγαίναμε στο φεστιβάλ αργά το απόγευμα και φεύγαμε πρωινές ώρες), ανάμεσα σε 10000 χιλιάδες κόσμο -εκ των οποίων αρκετές εκατοντάδες έκαναν τη χάρη στην εν λόγω εταιρεία και διαφήμιζαν τα δικά τους μονολεκτικά αυτοκόλλητα σε backpacks, ταγάρια και τι-σερτ (νομίζω το πιο δημοφιλές ήταν ένα που έγραφε ΣΩΡΑΙΟΣ!), περιφερόμενοι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του χώρου με την κυπριακή λέξη μοστραρισμένη κατάστηθα, χωρίς ποτέ κανείς και καμιά να έρθει να μας ρωτήσει τι σημαίνει ΑΡΚΟΨΕΣ – να μας ρωτήσει το οτιδήποτε, βασικά. Στο τέλος του φεστιβάλ, περπατώντας προς την Πειραιώς για ταξί, σχεδόν ξημερώματα, ήμουν κάπως σκεπτικός. Μετέφερα στον φίλο μου τις σκέψεις μου. Μα δεν έχει ούτε ένας άνθρωπος την απορία τι σημαίνει η λέξη; Τόση αδιαφορία από τους αδελφούς μας, δεν την περίμενα. Ο φίλος μου γέλασε. Δεν κατάλαβες, μου είπε. Ξέρουν όλοι τι σημαίνει η λέξη, γι’ αυτό δεν μας ρώτησε κανείς.
Θυμήθηκα το περιστατικό με αφορμή την κουβέντα που γίνεται τις τελευταίες μέρες για τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου σε πεζογραφικά κείμενα κυπρίων λογοτεχνών. Μια κουβέντα που άργησε 4-5 χρόνια (αλήθεια, γιατί οι προηγούμενες γενιές κυπρίων λογοτεχνών που εξέδιδαν στην Ελλάδα πεζογραφικά κείμενα προτιμούσαν να αναμετρώνται με το υλικό τους στην κοινή νεοελληνική;) αλλά επιτέλους γίνεται στις σελίδες του Αναγνώστη. Οι απόψεις που κατατέθηκαν (όλες σεβαστές και πολύτιμες) μου έφεραν στο νου την άποψη ενός εξέχοντος κύπριου πνευματικού ανθρώπου (μακαρίτη πια) όταν ανέκυψε το ίδιο περίπου θέμα (όμως σε κλίμακα λευκωσιάτικου λογοτεχνικού καφενείου) τη δεκαετία του 2000 με αφορμή το Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή του Βασίλη Γκουρογιάννη. Στο εν λόγω μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται σε μεγάλο μέρος του στην Κύπρο, ο Ηπειρώτης συγγραφέας έκανε σποραδική χρήση της κυπριακής διαλέκτου σε μια προσπάθεια να αποδώσει τη τρέχουσα λαλιά των Κυπρίων χαρακτήρων του. Η απόδοση του ιδιώματος είχε αρκετά λαθάκια (π.χ. την ανοικονόμητη και συλλήβδην προσθήκη του τελικού «ν» σε κάθε σχεδόν λέξη που εκστόμιζε κύπριος) που, αν δεν κάνω λάθος, έγιναν παραδεκτά από τον Γκουρογιάννη και στις επόμενες εκδόσεις διορθώθηκαν ή απαλείφθηκαν.
Όπως και να’ χει, η εν λόγω κουβέντα στην οποία αναφέρομαι και η οποία έγινε πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, εν τέλει γενικεύτηκε και κατέληξε σε ντιμπέιτ ως προς το θεμιτό -ή ακόμα και ωφέλιμο- της χρήσης ολόκληρων προτάσεων σε μια γραπτή ελληνική γλώσσα που δεν είναι αντιληπτή στον Έλληνα μη Κύπριο αναγνώστη. Ο αποθανών λογοτέχνης -αριστερών καταβολών μεν ελληνοκεντρικής προσέγγισης δε- αποφάνθηκε πως κάτι τέτοιο δεν είναι απλώς ανυπόφορα επαρχιώτικο ή απλώς βαθιά αντιδημοκρατικό αλλά, εν τέλει, κάργα υποτιμητικό για τον ίδιο τον συγγραφέα. Διότι, είχε πει ο νεκρός πια Κύπριος συγγραφέας, η μαστοριά του λογοτέχνη είναι να γράφει σε μια γλώσσα όπου όλοι οι αναγνώστες της θα έχουν ίσο δικαίωμα στην άγνοια, δηλαδή στην έκπληξη.
Παρεμπιπτόντως, άρκοψες σημαίνει «αύριο βράδυ». Νομίζω.
(*) O Γιώργος Τριλλίδης είναι συγγραφέας