Της Νίκης Κώτσιου.
“Νέα Φινλανδική Γραμματική” τιτλοφορείται το πιο γνωστό και πολυβραβευμένο μυθιστόρημα του εμπνευσμένου ιταλού συγγραφέα Ντιέγκο Μαράνι (σε ωραία μετάφραση της Δήμητρας Δότση, εκδ. Αιώρα). Αν και ο τίτλος δεν εξάπτει και πολύ τη φαντασία, το βιβλίο είναι ένα ατμοσφαιρικό ψυχολογικό θρίλερ με θέμα τη θρυμματισμένη ταυτότητα και την υπαρξιακή αγωνία του υποκειμένου, όταν ο κόσμος γύρω του κι εντός του καταρρέει. Μαζί με το θέμα της ταυτότητας και σε συνάρτηση με αυτό εξετάζονται επίσης με τρόπο πολύ ευρηματικό και ευφάνταστο το ζήτημα της γλώσσας, της εθνικής συνείδησης, της απώλειας και της αναζήτησης νοήματος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Σεπτέμβριος 1943. Ένας γιατρός φινλανδικής εθνικότητας περιθάλπει στην Τεργέστη έναν βαριά τραυματισμένο στρατιώτη αγνώστου ταυτότητας, που έχει χάσει εντελώς τη μνήμη και τη γλωσσική του ικανότητα. Το μοναδικό αναγνωριστικό στοιχείο που φέρει πάνω του ο μυστηριώδης στρατιώτης είναι ένα φινλανδικό όνομα πάνω σε μια ραμμένη ετικέτα του αμπέχονου: Σάμπο Κάργιαλαϊνεν. Με βάση αυτό το όνομα, ο γιατρός εικάζει ότι ο άγνωστος ασθενής του είναι Φινλανδός κι έτσι αποφασίζει να πράξει τα δέοντα ώστε ο στρατιώτης να επιστρέψει στην υποτιθέμενη πατρίδα του. Ο γιατρός προσπαθεί μάλιστα να διδάξει απ’ την αρχή στον άγνωστο τη φινλανδική γλώσσα ώστε να τον επανεξοικειώσει με την απωλεσθείσα μητρική γλώσσα. Ο τραυματίας στέλνεται στη γερμανόφιλη τότε Φινλανδία, την εποχή που η χώρα βάλλεται από τους Ρώσους, και προσπαθεί να αφομοιώσει τη γλώσσα και με τη σειρά του να αφομοιωθεί από τη φινλανδική κοινωνία. Νιώθει ξένος και μόνος σε ένα ολότελα καινούριο περιβάλλον και ενίοτε έχει την εντύπωση πως, όλες οι σκληρές και επίμονες προσπάθειές του να καλλιεργήσει το γλωσσικό του αίσθημα, πέφτουν στο κενό.
Η φινλανδική είναι μια πολύπλοκη και δύσκολη γλώσσα με ισχυρές αντιστάσεις, που δεν παραδίδεται εύκολα και απαιτεί υπομονή και κόπο για να δωρηθεί στον εκάστοτε καινούριο ομιλητή. Ο επίμοχθος αγώνας με τις κάποτε ανυπέρβλητες δυσκολίες της γραμματικής ανοίγει ένα άλλου είδους μέτωπο για τον άτυχο στρατιώτη, που έχει τώρα να αντιπαλέψει με έναν καινούριο ανυποχώρητο «αντίπαλο», έναν αντίπαλο που δεν χαρίζεται εύκολα και αξιώνει θυσίες. Η κατάκτηση της νέας γλώσσας είναι ένα ακόμη πεδίο μάχης και ο ταλαιπωρημένος στρατιώτης μοιάζει να μην έχει τις απαιτούμενες αντοχές για να αντεπεξέλθει. Ωστόσο, δεν παύει να παλεύει και δε διστάζει να αναμετρηθεί με τις ποικίλες γλωσσικές δυσκολίες που κατά καιρούς παρεμποδίζουν και μπλοκάρουν με τρόπο δραματικό την επικοινωνία του με τον έξω κόσμο.
Ο δύσβατος δρόμος, που πρέπει να διανύσει ο Σάμπο για να επιτύχει τους γλωσσικούς του στόχους λειαίνεται για ένα διάστημα χάρη στην συμβολή ενός απροσδόκητου φίλου, του λουθηρανού ιερέα Κόσκελα. Ο Κόσκελα γίνεται δάσκαλος του Σάμπο και τον μυεί στα μεγάλα κείμενα της φινλανδικής μυθολογίας διδάσκοντας μαζί με τη γλώσσα κι τις αξίες που διέπουν τη φινλανδική ψυχή. Ο ρόλος του Κόσκελα ενέχει μια ευρύτερη παιδαγωγική διάσταση καθώς προσπαθεί, μέσα από τις διασταλτικές ερμηνείες των συναρπαστικών μύθων,να εμφυσήσει στο Σάμπο αγάπη για την πατρίδα και για όλα όσα περικλείει η πατρίδα. Ο Σάμπο ακούει εκστατικός και εμφανίζεται ιδιαίτερα δεκτικός απέναντι στα υποβλητικά κηρύγματα του Κόσκελα, που δίνουν στη διδασκαλία μια άλλη πνοή και την απογειώνουν σε συγκλονιστική ψυχωφελή εμπειρία, με ισχυρό αντίκτυπο στην ψυχή του «μαθητή». Ο Κόσκελα βρίσκει ριζωμένο μέσα στη γλώσσα το θρησκευτικό στοιχείο και δεν παύει να αναδεικνύει στις αναλύσεις του μια ποιητική, μεταφυσική διάσταση του γλωσσικού φαινομένου προκαλώντας το δέος και το θαυμασμό του Σάμπο. Μετά την αμνησία του, ο Σάμπο έχει γίνει tabula rasa και απορροφά σαν το σφουγγάρι ό,τι καινούριο έρχεται να εγγραφεί μέσα του δίνοντας περιεχόμενο σε μια ύπαρξη στερημένη από γλώσσα και μνήμη, δηλαδή ολότελα κενή.
Στη «Νέα Φινλανδική Γραμματική» η κατάκτηση της γλώσσας μοιάζει με μια ιερουργία που ξορκίζει το χάος παράγοντας νόημα και σημασία εκεί όπου άλλοτε υπήρχε κενό και χάος. Ο Σάμπο, που έχει χάσει ένα μέρος της υπόστασής του, επανασυγκροτείται εκ νέου ως υποκείμενο, καθώς μετέχει στο σύστημα και την κουλτούρα μιας καινούριας γλώσσας . Ο καθοριστικός ρόλος που παίζει στη μετάδοση της γνώσης η εμπνευσμένη γλωσσική διδασκαλία του ιερέα Κόσκελα, (που ενίοτε χαρακτηρίζεται «σαμάνος»), υπογραμμίζει το «μαγικό» χαρακτήρα της επικοινωνίας και τη θαυμαστή-«θαυματουργική» συμβολή της γλώσσας στη μετάδοση της ιστορίας και κάθε ιδιαίτερης πολιτισμικής παρακαταθήκης. Μετέχοντας σε μια καινούρια γλώσσα, ο Σάμπο μετέχει συγχρόνως και σε ένα θαύμα εν εξελίξει. Διαμορφώνεται και διαπλάθεται από τη γλώσσα που μαθαίνει αλλά συγχρόνως ως χρήστης, έστω στοιχειώδης, τη διαμορφώνει και ο ίδιος, σε μια σχέση διαρκούς και συναρπαστικής αλληλεπίδρασης.
Ωστόσο, ο ενθουσιασμός του Σάμπο γνωρίζει μεγάλες διακυμάνσεις. Συχνά βυθίζεται σε μια ανεξήγητη μελαγχολία, που έχει να κάνει με τη βαθύτερη άρνησή του να προσχωρήσει στη φινλανδική γλώσσα και κουλτούρα. Αυτή η άρνηση να αποδεχθεί μια γλωσσική και εθνική ταυτότητα, που αποφασίστηκε σχεδόν ερήμην του, πηγάζει από μια μυστηριώδη διαίσθηση , που τον κρατά μακριά από το ευκταίο. Ο Σάμπο δεν παύει να νιώθει αποξενωμένος και, παρά τις προόδους που σημειώνει, εξακολουθεί να αισθάνεται παρείσακτος και περιθωριακός. Στην πραγματικότητα, ο φερόμενος ως Σάμπο δεν υπήρξε ποτέ Φινλανδός, εξ ού και η ενστικτώδης απροθυμία και αντίστασή του απέναντί σε ταυτότητες αλλότριες και διαφορετικές.
Η Νέα Φινλανδική Γραμματική ενσωματώνει έναν βαθύ προβληματισμό πάνω στη γλώσσα και τα όριά της, πάνω στη γλώσσα και τα ποικίλα εσωτερικά κι εξωτερικά, πραγματικά και συμβολικά σύνορα που αυτή ορίζει και επιβάλλει αλλά και πάνω στην απίστευτα απελευθερωτική δύναμή της. Η γλώσσα πρωταγωνιστεί στο έργο του Ντιέγκο Μαράνι ως εργαλείο επικοινωνίας αλλά και ως σύστημα πλοήγησης μέσα σε έναν ολοένα και πιο σύνθετο ευρωπαϊκό κόσμο, ως μηχανισμός που παράγει ιδεολογία και εθνική συνείδηση αλλά και διαμορφώνεται με τη σειρά της από την ιδεολογία και την εθνική συνείδηση. Όλα αυτά χωρίς καθόλου θεωρίες και φλυαρίες, μέσα από το αβίαστο ξεδίπλωμα των χαρακτήρων και της πλοκής, με λόγο ρέοντα και απολαυστικό που υποβάλλει όχι μόνο συναισθήματα αλλά και σκέψεις.
ΙΝFO:Ντιέγκο Μαράνι: Νέα Φινλανδική Γραμματική, μτφρ. Δήμητρα Δότση, σελ.232, εκδ.Αιώρα,2015