της Άννυς Ποδηματά (*)
Θέλω καταρχήν να εξομολογηθώ πως όταν μου μίλησε για πρώτη φορά η Ελευθερία για την απόφασή της να ξεκινήσει αυτό το βιβλίο ξαφνιάστηκα, προβληματίστηκα κι αναρωτήθηκα σε τί πάει να μπλέξει.
Πώς θα τα καταφέρει να αφηγηθεί την ιστορία του πιο επιδραστικού Εκδοτικού Συγκροτήματος, για το οποίο είχαν κυκλοφορήσει τόσοι και τόσοι θρύλοι; Πώς μπορεί να γραφεί ένα βιβλίο για το ΔΟΛ τόσο κοντά στα γεγονότα που σηματοδότησαν το τέλος του ΔΟΛ, χωρίς την απόσταση ασφαλείας που δημιουργεί ο χρόνος;
Όπως αναφέρει η ίδια η Ελευθερία στον πρόλογο του βιβλίου της, όταν εξομολογήθηκε σε έναν «σοφό συνομιλητή της» (δεν τον κατονομάζει) τις σκέψεις της για τη δημιουργία αυτού του βιβλίου, της είπε, «το θέμα αυτό είναι σαν τον λαβύρινθο. Παραμονεύει ο Μινώταυρος να σε καταπιεί».
Όμως η Ελευθερία, που μεγάλωσε σε ένα σπίτι που είχε την αύρα του ΔΟΛ, θήτευσε επί 20 χρόνια στο ΔΟΛ και διατηρεί την αύρα του ΔΟΛ όχι μόνο στο βιβλίο αλλά και σε κάθε κείμενο που μας παραδίδει, είναι θαρραλέα. Μπήκε στο λαβύρινθο, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μινώταυρο και τον νίκησε κατά κράτος.
Μας παρέδωσε ένα βιβλίο αναφοράς για την ιστορία του θρυλικού εκδοτικού συγκροτήματος, ένα αφήγημα συναρπαστικό, που με κορμό το ΔΟΛ διατρέχει τη μεταπολεμική ιστορία του τόπου. Δεν είναι ένα βιβλίο που παραθέτει μαρτυρίες και ντοκουμέντα-θα ήταν αυτό μια εύκολη και ασφαλής επιλογή. Η Ελευθερία συγκέντρωσε μαρτυρίες και υλικό, τα επεξεργάστηκε, τα ανασυνέθεσε και τα ενέταξε σε ένα ενιαίο αφήγημα που διαβάζεται απνευστί, με ενότητες θεματικές και χρονολογικές και πάνω απ’ όλα με τη δική της γλωσσική και υφολογική σφραγίδα.
Εκ των πραγμάτων το βιβλίο διαβάζεται και προσλαμβάνεται διαφορετικά από τους εκτός και τους «εκ των έσω».
Για τους πρώτους, είτε ανήκουν στις γενιές που έζησαν τον ΔΟΛ τις εποχές της παντοδυναμίας του και υπήρξαν αναγνώστες των εντύπων του είτε είναι πολύ νεότεροι και απομακρυσμένοι από τον έντυπο Τύπο, το βιβλίο προσφέρει συμπυκνωμένη γνώση όχι μόνο για το Συγκρότημα και τα γεγονότα της εποχής του αλλά και για την εξέλιξη της έντυπης δημοσιογραφίας και της επιδραστικότητάς της στην πορεία του χρόνου. Κι επειδή η εποχή μας δεν έχει καμία σχέση με την εποχή που έζησε ο ΔΟΛ, επειδή η ίδια η φιλοσοφία του επαγγέλματος έχει αλλάξει, επειδή κυριαρχούν πια τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και η αξία της διασταύρωσης της είδησης έχει αισθητά ατονίσει, το βιβλίο της Ελευθερίας, υποδόρια έστω, τροφοδοτεί τις συγκρίσεις και τον προβληματισμό. Κι αυτό δεν αφορά φυσικά την εξέλιξη και την πρόοδο της τεχνολογίας, αυτή είναι δεδομένη κι αναπόδραστη, αφορά το αξιακό υπόβαθρο, τη σημασία που έχει η εξέλιξη της τεχνολογίας να διέπεται κάθε φορά από κανόνες. Σήμερα που γίνεται ευρύτατη συζήτηση διεθνώς για τις προκλήσεις και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες Δημοκρατίες, που ανελεύθερα ή και αυταρχικά καθεστώτα, τύποις δημοκρατικά, βρίσκουν εύφορο έδαφος ακόμα και στη Δύση, έχουμε πολύ μεγάλη υποχρέωση να αναδεικνύουμε και να υπερασπιζόμαστε συνεχώς τη σημασία ισχυρών, αξιόπιστων και ανεξάρτητων Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας.
Το βιβλίο της Ελευθερίας είναι γραμμένο για ένα μύθο, το μύθο του ΔΟΛ και του μύθο του Χρήστου Λαμπράκη- και είναι γεγονός αδιαμφiσβήτητο ότι και ο Οργανισμός και ο εκδότης του έχουν βάλει σφραγίδα ανεξίτηλη στη νεότερη ιστορία του τόπου. Την ίδια στιγμή όμως το βιβλίο, μέσα από τη σύνθεση και την επεξεργασία του υλικού, αρχειακού και βιωματικού, που συγκέντρωσε η συγγραφέας, διαλύει πολλούς μύθους γύρω από το μύθο.
Πολλά πράγματα μπαίνουν στη θέση τους καθώς φωτίζεται μέσα από πραγματικά γεγονότα και περιστατικά η αλληλεπίδραση Τύπου και πολιτικής εξουσίας, στις διαστάσεις τις πραγματικές και όχι τις φαντασιακές -κι από εκεί και πέρα ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να κρίνει. Η Ελευθερία δεν κρύβει τίποτα κάτω από το χαλί, δεν συσκοτίζει, γράφει όμως όπως η ίδια δηλώνει ρητά και ξεκάθαρα, με σεβασμό «ανάλογο προς την εμβληματική θέση που είχε ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη στην ελληνική κοινωνία.».
Για τους «εκ των έσω» όσους και όσες συνδέσαμε μέρος της ζωής μας με τον εμβληματικό ΔΟΛ, το βιβλίο έχει και μια άλλη διάσταση ανεκτίμητης αξίας, για την οποία οφείλουμε στην Ελευθερία ένα μεγάλο ευχαριστώ. Πρώτον, γιατί εκπλήρωσε ένα χρέος ΚΑΙ εκ μέρους όλων μας. Δεύτερον, γιατί είναι σαν να μας προσφέρεται δώρο, μαζί με το βιβλίο, κι ένα λεύκωμα, με υλικό, φωτογραφίες και μαρτυρίες για μια περίοδο της ζωής μας, διαφορετική για κάθε έναν και κάθε μια, που όμως για τους περισσότερους -και πάντως για μένα σίγουρα- θα μπορούσε να τιτλοφορείται «τα καλύτερά μας χρόνια».
Όχι βεβαίως γιατί ήταν πάντα όλα ωραία και ανέφελα. Άλλωστε σε πόσα κεφάλαια του βιβλίου, σε πόσες μαρτυρίες δεν αναφέρονται δύσκολες στιγμές, παρεξηγήσεις, συγκρούσεις, αποχωρήσεις.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ωστόσο ότι σε όλες ανεξαιρέτως τις μαρτυρίες ανθρώπων που βρέθηκαν στο ΔΟΛ σε διαφορετικές θέσεις και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και ακολούθησαν στη συνέχεια πολύ διαφορετικούς δρόμους, εντός της δημοσιογραφίας ή εκτός, διακρίνεται ένα αδιόρατο νήμα, ένας συνεκτικός ιστός αυτού που κάποτε ήταν η οικογένειά μας.
Λέγοντας «οικογένεια» θέλω να πω κάτι πιο προσωπικό. Εάν υπάρχει ένας άνθρωπος για τον οποίο ο ΔΟΛ ήταν οικογένεια, ήταν το σπίτι του, ήταν ο Στάθης Ευσταθιάδης. Ο θάνατος του Χρήστου Λαμπράκη, για τον οποίο έτρεφε βαθιά εκτίμηση και σεβασμό, του στοίχισε πολύ. Άλλαξε ο Στάθης από τότε. Είχε την αίσθηση ότι στο οικοδόμημα, δηλαδή στο σπίτι του, δημιουργούνται ρωγμές που δεν θα είναι εύκολο να αποκατασταθούν στην πορεία. Όταν ο Στάθης έφυγε τον Ιανουάριο του 2017 κι εγώ και πολλοί άλλοι συνάδελφοι σκεφτήκαμε «ευτυχώς που έφυγε και δεν έζησε το τέλος». Αφηγείται ο Ριχάρδος Σωμερίτης (σελ. 734) του βιβλίου:
«Ο Ευσταθιάδης ήταν το φάντασμα του ΔΟΛ. Χιόνιζε, έβρεχε, ήταν πάντα εκεί. Με το πουκάμισο. Ήταν στο συγκρότημα από την εποχή της δικτατορίας. Είχε ταυτιστεί τόσο πολύ με την εφημερίδα που αν τον ακούγατε να μιλάει θα νομίζατε ότι ήταν παρών στην έκδοση του πρώτου φύλλου του Βήματος, το 1922».
Μέσω του Στάθη, έμαθα από πολύ μικρή, από τότε που πήγαινα ακόμη σχολείο και διάβαζα τα γράμματα που έστελνε στους γονείς μου από την Αμερική, να κοιτάζω τον κόσμο εκτός συνόρων. Τα γράμματα του Στάθη δεν ανήκαν στην κλασσική αλληλογραφία μεταξύ συγγενών, δεν περιορίζονταν στα προσωπικά νέα. Ήταν η περιγραφή και η ματιά του για τα όσα συνέβαιναν εκεί, στο οικονομικό, πολιτικό, γεωπολιτικό πεδίο. Η Ελευθερία γράφει στον πρόλογο του βιβλίου της ότι η αύρα του ΔΟΛ περιέβαλε το σπίτι της πολύ πριν αποφασίσει η ίδια να ενταχθεί στο ΔΟΛ και να γίνει δημοσιογράφος, εγώ οφείλω στο Στάθη το άνοιγμα της ματιάς μου στον κόσμο πολύ πριν αποφασίσω να γίνω δημοσιογράφος. Όταν πέρασα για πρώτη φορά το κατώφλι του ΔΟΛ, σε ηλικία 25-26 ετών (στο ελεύθερο ρεπορτάζ), ήξερα βαθιά μέσα μου ότι το όνειρό μου ήταν να γίνω κάποτε διπλωματικός συντάκτης. Δεν ήταν απλό, το Βήμα είχε επί σειρά ετών μεγάλο κύρος και βαριές υπογραφές και στα διεθνή και στο διπλωματικό, όπως ο μετέπειτα μέντοράς μου Γιάννης Καρτάλης.
Όταν πολύ αργότερα επέστρεψα στο Βήμα ως διπλωματικός συντάκτης πλέον, στα τέλη του 1998, σε μια περίοδο εξαιρετικά ενεργητική και γόνιμη στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και δη των ευρωπαϊκών θεμάτων, βίωσα το κύρος και το ειδικό βάρος της εφημερίδας στο πεδίο αυτό από πρώτο χέρι.
Ναι, είμασταν πολύ επιδραστικοί κι όχι μόνο εντός αλλά κι εκτός της χώρας. Αλλά η επιδραστικότητα αυτή υπηρετούσε σταθερά ένα σκοπό, ένα σκοπό στον οποίο όπως αναφέρει σε πολλά σημεία της δικής του αφήγησης ο Αντώνης Παπαγιαννίδης, ήταν απόλυτα προσηλωμένος ο Χρήστος Λαμπράκης, αυτόν της ομαλής και διαρκούς ενσωμάτωσης της χώρας μας στην εξελισσόμενη ευρωπαϊκή ενοποίηση..
(*) Η Άννυ Ποδηματά είναι δημοσιογράφος και πρώην ευρωβουλευτής. Το κείμενο είναι η ομιλία της στην παρουσίαση του βιβλίου στο Μέγαρο Μουσικής, 11.10.2023.
Ελευθερία Κόλλια, Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη, Πατάκης