Δώδεκα κι ένα καινούργια βιβλία για την Ελληνική Επανάσταση (του Σπύρου Κακουριώτη)

0
769

 

του Σπύρου Κακουριώτη

 

Μπορεί να απομακρυνόμαστε χρονικά από την επέτειο των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, τα «απόνερά» της όμως, εκδοτικά, συνεχίζουν να μας προσφέρουν πλούσιους καρπούς, αποτέλεσμα του ανανεωμένου ερευνητικού ενδιαφέροντος, μιας νέας γενιάς ιστορικών, που θέτει καινούργια ερωτήματα και εξετάζει με φρέσκια ματιά ένα επιστημονικό αντικείμενο που θεωρούνταν από καιρό «άγονο» και περιχαρακωμένο σε ένα στενό κύκλο ειδημόνων.  

 

Ό. Κατσιαρδή-Hering – Δ. Κοντογεώργης, Η αυστριακή αρμάδα κατά την Ελληνική Επανάσταση, Ίδρυμα της Βουλής

Λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου καταφθάνει ένας στολίσκος 11 πλοίων που φέρουν τη σημαία της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, προκειμένου να προστατεύει τα αυστριακά εμπορικά από την πειρατική δράση, που είχε ενταθεί στην περιοχή. Παρακολουθώντας την αυστριακή αρμάδα και τη δράση της, οι δύο ιστορικοί εξετάζουν καταλεπτώς την αυστριακή πολιτική έναντι της Επανάστασης, έτσι όπως εφαρμόζεται επί του πεδίου, είτε αυτό είναι οι θάλασσες του Αιγαίου και του Ιονίου είτε τα διπλωματικά σαλόνια και η Υψηλή Πύλη. Αρχικά, οι δύο συγγραφείς αναλύουν τις διπλωματικές σχέσεις των δύο αυτοκρατοριών, Αψβουργικής και Οθωμανικής, από τα τέλη του 17ου αιώνα έως το 1821, την οργάνωση της αυστριακής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη και τη συγκρότηση ενός εκτεταμένου δικτύου προξενείων και υποπροξενείων σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, επικεντρώνονται στις σχέσεις των δύο αυτοκρατοριών στη διάρκεια της Επανάστασης, ιδιαίτερα στις διπλωματικές επιλογές του αυστριακού καγκελάριου Μέττερνιχ. Η ανάπτυξη των ποικίλων εμπορικών και ναυτιλιακών σχέσεων της Αυστρίας στην Ανατολική Μεσόγειο μετά την ήττα του Ναπολέοντα κάνει φανερή την ανάγκη  συγκρότησης της «αυστριακής αρμάδας», την οποία οι μελετητές παρακολουθούν διεξοδικά, τόσο ως προς την οργάνωση και τη στελέχωσή της όσο και ως προς τη δράση της, σε κάθε ταξίδι, από την πρώτη αποστολή το 1822 έως το 1830. Στη συνέχεια καταγράφονται αναλυτικά περιπτώσεις συλλήψεων ή λεηλασιών αυστριακών πλοίων και οι εκδικάσεις αυτών των υποθέσεων, ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης προσεγγίζεται η πρόσληψη των ελλήνων επαναστατών από τους αυστριακούς αξιωματούχους, τόσο τον ίδιο τον Μέττερνιχ όσο και από τα στελέχη της διπλωματικής υπηρεσίας στην Κωνσταντινούπολη και τα κατά τόπους προξενεία. Μέσα από τη στέρεα τεκμηριωμένη μελέτη των δύο ιστορικών, βασισμένη σε έναν εντυπωσιακό όγκο πρωτογενούς υλικού (από τα κρατικά αρχεία της Βιέννης, της Τεργέστης και της Αθήνας), αλλά και σε κριτικό διάλογο με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, η Ελληνική Επανάσταση προσεγγίζεται μέσα σε ένα ευρύτερο μεσογειακό και ευρωπαϊκό πλαίσιο, στο οποίο περιλαμβάνεται η δράση των χριστιανών κουρσάρων και πειρατών, αλλά και η αντίδραση των αυστριακών, στρατιωτικών και πολιτικών.

 

Ντούσαν Σπασόγιεβιτς, Ελλάδα: Ο αγώνας για την ανεξαρτησία, Καστανιώτης

Σπάνια πια συναντά κανείς σε σύγχρονες ιστορικές μελέτες τον πληθωρισμό επιθέτων στον οποίο μας είχε συνηθίσει η ιστοριογραφία του 19ου αιώνα. Συνεπώς ξενίζει η κατάχρηση του χαρακτηρισμού «ένδοξη» για την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και οι αναφορές σε «εθνικό χαρακτήρα» ή σε «ελληνικό εθνικό είναι», που συναντά κανείς στον ανά χείρας τόμο. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας του δεν είναι ιστορικός αλλά διπλωμάτης, ο οποίος μάλιστα υπηρετεί ως πρέσβης της χώρας του, της Σερβίας, στην Αθήνα, εξηγεί, ίσως, κάποιες μεγαλοστομίες ως φιλοφρόνηση, αφού, άλλωστε, το έργο γράφτηκε με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, με σκοπό να φέρει «πιο κοντά στον σέρβο αναγνώστη τη σύγχρονη Ελλάδα». Βέβαια, η εικόνα που φιλοτεχνεί ο σέρβος διπλωμάτης για τη «σύγχρονη» Ελλάδα, για στοιχεία όπως η εθνική ταυτότητα, ο ρόλος της ορθόδοξης Εκκλησίας ή η σχέση με την αρχαιότητα, μάλλον ανάγεται στον 19ο αιώνα παρά στον 21ο, καθώς ο συγγραφέας δεν φείδεται επαίνων για το «τρίσημο σχήμα» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (ο οποίος, όπως μας θυμίζει, υπήρξε επίτιμο μέλος της Σερβικής Εταιρείας Λογίων), το οποίο αποκατέστησε την «εθνική συνέχεια» με την αρχαιότητα. Στη συνέχεια ο συγγραφέας προχωρεί στην αφήγηση των συμβάντων της Επανάστασης, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος, αφενός, στις διεθνείς πτυχές της και τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, αφετέρου, στον ρόλο των Αλβανών και ιδιαίτερα του Αλή Πασά, αλλά και στην Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ζητήματα και τα δύο που έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το σερβικό κοινό. Επίσης, ο συγγραφέας αφιερώνει δύο ξεχωριστά κεφάλαια στην Κρήτη και την «τουρκική τυραννία» στο νησί, αλλά και την επανάσταση του 1821 εκεί – το οποίο τιτλοφορεί «Ξεχασμένο κεφάλαιο» και αποτελεί το ακροτελεύτιο του τόμου. Πέρα από την προσφορά του βλέμματος του «άλλου», και μάλιστα ενός γειτονικού «άλλου», που τόσο σπανίζει στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, η προσφορά του παρόντος έργου έγκειται στο ότι, μέσα από το ελληνικό παράδειγμα, μας μιλά, μάλλον, για τους προβληματισμούς, τις στάσεις και τις ανησυχίες ενός τμήματος της σερβικής ελίτ για την ίδια τη Σερβία και τη θέση της στον κόσμο.

 

Α. Αθανασούλη, Β. Ράπτη, Β. Σαράφης (επιμ.), Εννέα επεισόδια από την Επανάσταση του 1821, ΕΜΝΕ-Μνήμων

Έχοντας το προνόμιο να αποτελεί σχεδόν τη μοναδική επιστημονική εταιρεία που συντήρησε τις μελέτες για την Επανάσταση του 1821 σε καιρούς ερευνητικής ξηρασίας, η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού κατάρτισε, με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων, ένα πλούσιο συνεδριακό και εκδοτικό πρόγραμμα, στο πλαίσιο του οποίου δρομολόγησε και την ανά χείρας έκδοση. Στον μικρό αυτό τόμο περιλαμβάνονται εννέα σύντομα μελετήματα, που κινούνται, χρονολογικά, πέριξ του 1821, τα οποία αφορούν ισάριθμα σύντομα επεισόδια, τα οποία οι συγγραφείς των κεφαλαίων αναλύουν και τοποθετούν στην ιστορική τους συνάφεια. Δίνοντας έμφαση στην ανάδειξη αναξιοποίητου αρχειακού υλικού, αλλά και στην πρωτοτυπία της πραγμάτευσης, τα κείμενα εξετάζουν ζητήματα όπως ο πολιτικός χαρακτήρας της διαμάχης Κοραή – Κορδικά (Κ. Ηροδότου), η δικτύωση της Φιλικής Εταιρείας στην Αίγυπτο (Β. Σαράφης), οι αντιλήψεις περί «έθνους» και «ελευθερίας» των οθωμανικών αρχών (Γ. Ζιγιά Καραμπατσάκ), η οθωμανική κατασκοπία και αντικατασκοπία (Λ. Μοίρας), η τύχη των αιχμαλώτων γυναικών (Β. Ράπτη), ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής των ελίτ της Ερμούπολης, όπως αποτυπώνεται στη δραστηριότητα μιας διάσημης μοδίστρας της πόλης (Ό. Ευαγγελίδου), οι μαρτυρίες για τη δράση του υποπρόξενου του Βασιλείου των Δύο Σικελιών στην Αθήνα (Φ. Σκαλόρα) και του πρόξενου της Γαλλίας στη Σμύρνη (Ά. Αθανασούλη), αλλά και τα ίχνη των οικισμών της Πελοποννήσου που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου (Μ. Φέστας). Τον τόμο, με τον οποίο εγκαινιάζεται μια νέα σειρά, που θα περιλαμβάνει «Μικρές Μελέτες», με αφορμή ένα συμβάν, ένα τεκμήριο, μια μικρή ιστορία, προλογίζει ο ιστορικός Χρήστος Λούκος, ιδρυτικό μέλος της ΕΜΝΕ, προβαίνοντας σε έναν πρώτο ερευνητικό και ιστοριογραφικό απολογισμό των δράσεων της δισεκατοντετηρίδας.

 

Δ. Δημητρόπουλος, Β. Παναγιωτόπουλος, Μ.-Χ. Χατζηιωάνου (επιμ.), Πελοποννησιακή Γερουσία: Ένας πολιτικός θεσμός της Ελληνικής Επανάστασης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης συγκροτήθηκαν άτυπα διοικητικά όργανα σε τοπικό επίπεδο, με τα οποία οι επαναστα­τικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν τις νέες ανάγκες που δημιουργούσε το καθεστώς πολέμου: τη στρατολόγηση, τον εφοδιασμό, τη διεύθυνση των επαναστατικών δυνάμεων. Ανάμεσά τους, η Πελοποννη­σιακή Γερουσία υπήρξε ένας θεσμός όπου συνυπήρχε η εθνική προσπάθεια ενοποίησης του κράτους, με τις ισχυρές τοπικές, κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις που προέκυψαν και από την ίδια τη δυναμική της επανάστασης. Θεσμός που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διοικητική συγκρότηση των επαναστατημένων περιο­χών, στην οργάνωση της επιμελητείας των ενόπλων σωμάτων, στην εδραίωση του Αγώνα, η Πελοποννη­σιακή Γερουσία υπήρξε το αντικείμενο επιστημονικού συνεδρίου που διοργα­νώθηκε από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και το Κοινωφελές Ίδρυμα Μιχαήλ Ν. Στασινόπουλος – ΒΙΟΧΑΛΚΟ, τον Νοέμβριο του 2020, στην Τρίπολη. Στον παρόντα τόμο φιλοξενούνται δέκα ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν σε αυτό, κατανεμημένες σε δύο άξονες, οι οποίοι αφορούν, αφενός, το ιστορικό πρόβλημα της δημιουργίας της Πελοποννησιακής Γερουσίας και, αφετέρου, τα ιστορικά τεκμήρια που συνδέονται με σημαντικές στιγμές της διαδρομής της. Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος εξετάζει τους τοπικούς και περιφερειακούς θεσμούς κατά το πρώτο έτος του Αγώνα, ενώ ο Νίκος Τόμπρος μελετά την Πελοποννησιακή Γερουσία μέσα από το πρίσμα των πρωταγωνιστών της. Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος μελετά τη στάση της σχετικά με τις βαπτίσεις μουσουλμάνων, και ο Σίμος Μποζίκης τις σχέσεις της με την εθνική Διοίκηση, ενώ η Αλίκη Φάκουρα εξετάζει την πολιτική και τις νοοτροπίες στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, Τέλος, ο Μιχάλης Τσαπόγας αναλύει το συνταγματικό αίτημα και τις θέσεις της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται αναλυτικά τα σχετικά ιστορικά τεκμήρια: Η Πράξη των Καλτεζών (Βαγγέλης Σαράφης), δυο αθησαύριστα χειρόγραφα της Γερουσίας (Γιάννης Κόκκωνας) και το συμφωνητικό συνεργασίας που υπέγραψε μαζί της ο Κολοκοτρώνης. Ο τόμος ολοκληρώνεται με την παρουσίαση του βασισμένου σε ιστορικά τεκμήρια εκπαιδευτικού προγράμματος «Ο Γέρος του Μοριά διηγείται» από τον Χρήστο Χρυσανθόπουλο.

 

Γιώργος Γεωργής, Κιαμίλμπεης, ο οθωμανός άρχοντας της Κορίνθου, Καστανιώτης

Σε μια σχεδόν μυθική φιγούρα της Ελληνικής Επανάστασης, τον Χουσεΐν Κιαμίλ μπέη, έναν από τους πλουσιότερους κατοίκους της Πελοποννήσου, είναι αφιερωμένη η μικρή αυτή βιογραφική δοκιμή, που ουσιαστικά θέτει στο επίκεντρό της την περιοχή της Κορινθίας, από το ξέσπασμα της Επανάστασης μέχρι και τη συντριβή του Δράμαλη και το οριστικό τέλος της εκστρατείας του, στα τέλη του 1822. Ελέγχοντας την πρόσβαση στον Μοριά, η Κόρινθος και ο επιβλητικός Ακροκόρινθος, το κάστρο που ήταν ο φρουρός της πόλης και της χερσονήσου, υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα θέατρα της Επανάστασης. Τσιφλικάς που έλεγχε όχι μονάχα την Κορινθία αλλά μια περιοχή που απλωνόταν μέχρι τα Δερβενοχώρια των Μεγάρων στον βορρά, την Τροιζήνα και την Επίδαυρο ανατολικά, ο Κιαμήλ αναδείχτηκε σε έναν από τους σημαντικότερους ήρωες των Οθωμανών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, χάρη στο θάρρος και την απαντοχή που επέδειξε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του. Έχοντας βρεθεί στην Τριπολιτσά για διαβουλεύσεις όταν ξέσπασε η Επανάσταση και άρχισε η πολιορκία της πόλης, διασώθηκε από τη σφαγή που ακολούθησε την πτώση της εξαιτίας της προσδοκίας, αφενός, ότι οι συγγενείς του θα παραδώσουν τον Ακροκόρινθο και, αφετέρου, ότι θα αποκαλύψει τους αμύθητους θησαυρούς που οι φύλακές του πίστευαν ότι είχε κρυμμένους. Τίποτε από τα δύο δεν συνέβη, και το κάστρο παραδόθηκε χωρίς τη μεσολάβηση του οθωμανού άρχοντα, που αρνούνταν ότι είχε πλούτη κρυμμένα ακόμη και όταν οι επαναστάτες εκτέλεσαν μπροστά στα μάτια του συγγενείς και ακολούθους του. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τις περιπέτειες του Κιαμήλ μέχρι την εκτέλεσή του, κατά την υποχώρηση των δυνάμεων των επαναστατών από τον Ακροκόρινθο, όταν έκαναν την εμφάνισή τους οι στρατιές του Δράμαλη, ενώ η αφήγηση συνεχίζεται με την καταστροφή αυτού του τελευταίου, μέχρι την οριστική κατάληψη του κάστρου από τους επαναστάτες και την εξολόθρευση των υπερασπιστών του, κατά την προσπάθεια διαφυγής τους. Αφήγηση αναγκαστικά μονομερής, αφού βασίζεται αποκλειστικά σε ελληνόφωνες πηγές, από τις οποίες απουσιάζει ο λόγος της «άλλης πλευράς», κατά τα πρότυπα της «εθνικής» ιστοριογραφίας. Μάλλον οξύμωρο, όταν γίνεται λόγος για έναν οθωμανό ήρωα…

 

Στέλιος Φώκος, Ο Λόρδος Μπάιρον στην Ελλάδα, 1823-1824, Οδυσσέας

Την προσφορά του «φιλελληνισμού» στην Επανάσταση του 1821 εξετάζει στο έργο του ο συγγραφέας, επιχειρώντας να αντιμετωπίσει κριτικά τον μύθο του Μπάιρον και της συμβολής του στον αγώνα των επαναστατών. Στηριγμένος σχεδόν αποκλειστικά σε δημοσιευμένες πρωτογενείς πηγές, ο φιλόλογος συγγραφέας παρακολουθεί τον ρομαντικό ποιητή κατά την παραμονή του στην Ιταλία και εξετάζει τις διαδικασίες που τον οδήγησαν στην απόφασή του να μεταβεί στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, διερευνά την πολύμηνη παραμονή του στην Κεφαλονιά και τα αίτιά της, τη γνωριμία του με τον Μαυροκορδάτο και τη μετάβαση απεσταλμένων του στην Πελοπόννησο, καθώς και την απόφασή του να μεταβεί στο Μεσολόγγι. Τέλος, μελετά την ολιγόμηνη δραστηριότητά του στην πόλη, την πολιτική του στάση απέναντι στις ελληνικές φατρίες και τη διαχείριση του αγγλικού δανείου. Γραμμένη στον απόηχο της επετείου των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, η παρούσα μελέτη επιχειρεί να αναμετρηθεί με μία από τις ισχυρές τάσεις που αναδείχθηκαν, κυρίως από τη δημόσια ιστορία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του εορτασμού, αυτή που αναδεικνύει τον Μαυροκορδάτο σε πρωταγωνιστή της Επανάστασης, εις βάρος άλλων, περισσότερο «παραδοσιακών» μορφών ηρώων, όπως ο Κολοκοτρώνης ή ο Ανδρούτσος. Ο συγγραφέας, στηριγμένος κυρίως στην αλληλογραφία του Μπάιρον, αλλά και σε άλλες πηγές, επιδιώκει να αναδείξει τη μεροληψία στην οποία τον οδήγησε η προσκόλλησή του στον Μαυροκορδάτο, ενώ ο εγκλεισμός του στο Μεσολόγγι, αδικαιολόγητος από στρατηγικής απόψεως, δεν του επέτρεψε να σχηματίσει μια σφαιρική εικόνα για τον Αγώνα και τις ανάγκες του. Ο συγγραφέας δεν αρνείται την ειλικρινή πρόθεση του βρετανού ποιητή να βοηθήσει την Ελλάδα, θεωρεί όμως πως, για τους λόγους που αναλύει, απέτυχε να το κάνει. Άλλωστε, η απομάκρυνσή του από την Αγγλία τον μετέτρεψε σε ένθερμο πατριώτη, σε σημείο που να μη διαχωρίζει τα συμφέροντα των δύο χωρών. «Ήταν φίλος της ελευθερίας και όχι της Ελλάδας», καταλήγει ο συγγραφέας.

 

Ξένη Μπαλωτή, Νικολά Ζοζέφ Μαιζών, ο απελευθερωτής της Πελοποννήσου, Εστία

Έκδοση που η ιστορικός είχε προετοιμάσει με φροντίδα πριν τον αδόκητο θάνατό της, το 2022, αποτελεί συντετμημένη εκδοχή της διδακτορικής της διατριβής, εμπλουτισμένη με τη δημοσίευση της πλήρους αλληλογραφίας του γάλλου στρατηγού Νικολά Ζοζέφ Μαιζών με τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες αλλά και παραγνωρισμένες μορφές που συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης, ο Μαιζών υπήρξε γνήσιο τέκνο της Γαλλικής Επανάστασης. Γεννημένος σε φτωχή οικογένεια, πολέμησε εθελοντικά κατά της Αυστρίας, το 1792, για να ανέλθει, στη συνέχεια, τα κλιμάκια της στρατιωτικής ιεραρχίας και να αποτελέσει έναν από τους στρατηγούς του Ναπολέοντα. Έχοντας επίσης εξαιρετικές ικανότητες στη διπλωματία και την πολιτική, τον εγκατέλειψε εγκαίρως, υπηρετώντας εξίσου καλά τους διαδόχους του. Με αυτή του την ιδιότητα, το 1828, τέθηκε επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος που αποφάσισε να στείλει στην Ελλάδα ο Κάρολος Ι της Γαλλίας, προκειμένου να εκκαθαρίσει την Πελοπόννησο από τα υπολείμματα της στρατιάς του Ιμπραήμ, αλλά και να αποκαταστήσει στοιχειωδώς τις υποδομές του υπό σύσταση κράτους. Λίγους μήνες αργότερα, το εκστρατευτικό σώμα ακολούθησε μια γαλλική επιστημονική αποστολή, αποτελούμενη από ακαδημαϊκούς και στρατιωτικούς ποικίλων ειδικοτήτων (μηχανικοί, γεωγράφοι, φυσιοδίφες κ.λπ.) Η Μπαλωτή, μέσα από την ανασύσταση της αλληλογραφίας του Μαιζών με τον Καποδίστρια, αναδεικνύει, αφενός, την ικανότητα του Κυβερνήτη να ενσωματώνει τους φιλέλληνες (και όχι μόνο αυτούς) στο πολιτικό του σχέδιο, αλλά και την προσήλωση του Μαιζών στη δική του αποστολή. Πέραν του στενά ελληνικού ενδιαφέροντος, ο ανά χείρας τόμος αποτελεί μια ολοκληρωμένη βιογραφία του «απελευθερωτή της Πελοποννήσου», που παρακολουθεί την εξέλιξή του από στρατιώτη της ναπολεόντειας Μεγάλης Στρατιάς σε βουλευτή μετά τη μοναρχική παλινόρθωση και, ύστερα από την επιστροφή του από την Ελλάδα, τη διπλωματική του καριέρα στο υπουργείο Εξωτερικών και στις πρεσβείες της Βιέννης και της Πετρούπολης. Η έκδοση συμπληρώνεται με τη δημοσίευση, πέραν της αλληλογραφίας Μαιζών – Καποδίστρια, πληθώρας αρχειακού υλικού, όπως το κείμενο του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου και της συνθήκης της Αλεξάνδρειας, τα ελληνικά αποχαιρετιστήρια προς τον Μαιζών κ.λπ.

 

Γ. Καρδαράς, M. Kalinowska, Α. Σφοίνη, M. Kowalska (επιμ.) Ο ελληνικός Αγώνας της Ανεξαρτησίας και ο πολωνικός Φιλελληνισμός (1821-1833), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Την ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος στην Πολωνία, τα εδάφη της οποίας, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, μοιράζονταν η Ρωσία, η Αυστρία και η Πρωσία, εξετάζουν διεπιστημονικά οι συμβολές στον ανά χείρας συλλογικό τόμο, προϊόν ενός συνεδρίου που διεξήχθη στην Αθήνα το 2022, από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, σε συνεργασία με τη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Συγκεντρώνοντας έλληνες και πολωνούς μελετητές από διάφορα επιστημονικά πεδία (Ιστορία, Ιστοριογραφία, Λογοτεχνία, Λαογραφία, Ιστορία του Τύπου κ.ά.), ο τόμος, ο πρώτος που εκδίδεται στην Ελλάδα με τέτοιο θέμα (μολονότι τα κείμενα είναι δημοσιευμένα στα αγγλικά), στοχεύει στην εξέταση όψεων του πολωνικού Φιλελληνισμού, καθώς και στην ανάδειξη των πολύπλευρων διαστάσεων του φιλελληνικού κινήματος στην Πολωνία. Οι φιλελληνικές αποτυπώσεις στη λογοτεχνία, όπως στις διαλέξεις του Adam Mickiewicz στο Παρίσι (1840-1844), στο έργο του γερμανόφωνου δανού συγγραφέα και επαναστάτη Harro Paul Harring, η κατασκευή της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας στην πολωνική λυρική ποίηση με φιλελληνικά μοτίβα του 19ου αιώνα ή οι αναφορές στον Βύρωνα και στον αγώνα του στο έργο του Tadeusz Konwicki, ενός από τους μεγαλύτερους πολωνούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, καλύπτουν το πρώτο μέρος του τόμου. Στη συνέχεια, τα επόμενα κείμενα επικεντρώνονται στον φιλελληνισμό ως πολιτιστικό φαινόμενο, ανιχνεύοντας την παρουσία φιλελληνικών ιδεών σε λογοτεχνικά έργα, ιδίως της ρομαντικής περιόδου, όπως τα βυρωνικά κείμενα και οι προσλήψεις τους στην Πολωνία, τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια και η θέση που κατείχαν στις πολωνικές λογοτεχνικές συζητήσεις, η ανάδειξη του Μάρκου Μπότσαρη από τον πολωνικό ρομαντισμό ως ενός «τόπου» του ένδοξου θανάτου. Στη συνέχεια, ο Przemyslaw Kordos ανατρέχει στην ιστορία της δικής του οικογένειας, προκειμένου να ανακαλύψει ίχνη της παρουσίας των Ελλήνων στις νοτιοανατολικές εσχατιές της σημερινής Πολωνίας, αναδεικνύοντας την ακτινοβολία της κληρονομιάς του ελληνικού πολιτισμού στη χώρα. Ακόμη, δύο εργασίες εξετάζουν την εικόνα της Ελληνικής Επανάστασης σε περιοδικά που εκδίδονταν στα πολωνικά εδάφη, ενώ, τέλος, δύο ακόμη συμβολές επικεντρώνονται στους πολωνούς φιλέλληνες που είχαν άμεση συμμετοχή στις μάχες της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, παρουσιάζοντας άγνωστες μέχρι τώρα ιστορίες και πρόσωπα, εξετάζοντας τα κίνητρα της συμμετοχής τους και τις ιδέες που τους ενέπνευσαν.

 

Δημήτρης Κατσορίδας, Πρώιμη εργατική τάξη κατά την επανάσταση του 1821, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

Μολονότι οι μελέτες που είδαν το φως κατά τη διάρκεια της επετείου της Επανάστασης του ’21 διερεύνησαν πολλές και διαφορετικές πτυχές της γενέθλιας πράξης συγκρότησης του ελληνικού κράτους, μια πτυχή για την οποία χύθηκε πολύ μελάνι κατά το παρελθόν έμεινε σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο του σύγχρονου επιστημονικού ενδιαφέροντος: η αντιμετώπιση της επανάστασης και των συγκρούσεων που προκάλεσε ως μιας «οιονεί ταξικής διαπάλης», όπως την χαρακτήριζε ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς. Αυτήν την πλευρά επιχειρεί να αναδείξει στο μικρό αυτό μελέτημά του ο συγγραφέας και μάλιστα από τη σκοπιά του εργατικού κινήματος, καθώς ο ίδιος είναι οικονομολόγος και επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Έτσι, επιδιώκει να καταδείξει τη συμμετοχή των εργαζόμενων στρωμάτων μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, παρακολουθώντας την ανάπτυξη της ανερχόμενης αστικής τάξης και την ανάδυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε οικονομικές δραστηριότητες όπως το εμπόριο, η ναυτιλία, η βιοτεχνία ή η γεωργία, στις οποίες απασχολείται ένα πολυπληθές τμήμα μισθωτών εργαζομένων. Παρακολουθεί επίσης τις κοινωνικές αντιδράσεις και τους ταξικούς ανταγωνισμούς από μεριάς των πληβειακών στρωμάτων (φτωχών αγροτών, ναυτών, υπαλλήλων εμπορικών εταιρειών, μισθοσυντήρητων των συντεχνιών κ.λπ.), που υπό την επιρροή των φιλελευθέρων αστικών ριζοσπαστικών ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης απέκτησαν γρήγορα εξεγερσιακή συνείδηση. Έτσι, αφού μελετήσει τις απαρχές της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της εργατικής συγκρότησης, την ανάπτυξη των μισθωτών δραστηριοτήτων, με ιδιαίτερη αναφορά στην περίπτωση της ναυτιλίας, εξετάζει την κοινωνική συμμαχία στην οποία ηγεμόνευε η αστική τάξη κατά την Επανάσταση του 1821. Τέλος, ο συγγραφέας αναλύει τους κοινωνικούς αγώνες και τη συγκρότηση της πρώιμης εργατικής τάξης, με τις απαρχές του χωρισμού της εργασίας από το κεφάλαιο και τις πρώτες δυναμικές κοινωνικές αντιδράσεις, με ιδιαίτερη αναφορά στο ναυτεργατικό δυναμικό, αλλά και τους κολίγους, τους ακτήμονες και τα σινάφια.

 

Δ. Δημητρόπουλος – Μ.-Χ. Χατζηιωάννου (επιμ.) Η οικονομία στα χρόνια της Επανάστασης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Ένα σχετικά άγνωστο και σχεδόν αχαρτογράφητο πεδίο, τη λειτουργία της οικονομίας στις πολεμικές συνθήκες που επέβαλε το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, επιχειρεί να προσεγγίσει ο παρών συλλογικός τόμος, προϊόν ομόθεμου διεθνούς συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά το 2021, στο πλαίσιο της επετείου της δισεκατονταετηρίδας. Οι δέκα μελέτες που περιλαμβάνονται στις σελίδες του προσεγγίζουν επιμέρους όψεις της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας στα χρόνια της Επανάστασης και προσκομίζουν νέα τεκμήρια και νέες ερμηνείες όσον αφορά την ηθική οικονομία, την οργάνωση των δημόσιων οικονομικών, τη διαχείριση της εγγείου ιδιοκτησίας και των φυσικών αγαθών και, βέβαια, τη ναυτιλία, κατά την περίοδο πριν και μετά το 1821. Μεγάλο μέρος των κειμένων του τόμου αφορούν τα δημόσια οικονομικά της περιόδου. Ειδικότερα, εξετάζονται η οικονομική σκέψη τις παραμονές της Επανάστασης (Εύη Καρούζου), η έννοια της «χρηματικής θυσίας» και οι νέες αντιλήψεις σχετικά με τη φύση της φορολογίας, με αφορμή την οικονομική συμμετοχή των νησιών του Αιγαίου στην επανάσταση (Ελευθερία Ζέη), η χρήση της διπλογραφίας και η δημόσια οικονομία στα 1823-1824 (Σίμος Μποζίκης), η είσπραξη των εθνικών προσόδων, η ισχυροποίηση των τοπικών ελίτ και οι συγκρούσεις στην Κορινθία κατά την επαναστατική περίοδο (Γιώργος Νικολάου), τα δημόσια οικονομικά και η υγεία στο περιβάλλον πολιτικών συγκρούσεων της καποδιστριακής περιόδου (Θανάσης Μπαρλαγιάννης). Πέραν των δημοσιονομικών, στη συνέχεια εξετάζονται οι συγκρούσεις μεταξύ αγροτικών κοινοτήτων για τη χρήση των φυσικών πόρων στην επαναστατημένη Πελοπόννησο (Σάκης Δημητριάδης), οι οθωμανικές ιδιοκτησίες στην Αθήνα κατά την επαναστατική περίοδο (Σεβαστή Λάζαρη), ενώ προσεγγίζονται και οι παραγωγικές δραστηριότητες των πόλεων κατά την ίδια περίοδο (Δημήτρης Δημητρόπουλος). Τέλος, μελετώνται οι οικονομικοί προσανατολισμοί των υδραίικων πλοιοκτητικών οικογενειών στη διάρκεια της Επανάστασης (Μηνάς Αντύπας) και, γενικότερα, η εμπορική ναυτιλία στο πλαίσιο της οικονομίας του πολέμου (Κατερίνα Γαλάνη). Παρά την πλούσια εκδοτική σοδειά που μας κληροδότησε η επέτειος των 200 χρόνων, η χορεία των μελετών για τα οικονομικά του Αγώνα εξακολουθεί να είναι περιορισμένη, με εξαίρεση, ίσως, θεματικές όπως τα δάνεια της ανεξαρτησίας ή η ναυτιλία της περιόδου. Με αυτήν την έννοια, ο ανά χείρας τόμος αποτελεί μια πολύτιμη συμβολή, σε μια θεματική που, για την επιστημονική κοινότητα, μάλλον εγκαινιάζεται παρά ολοκληρώνεται.

 

Μαρία Καλιαμπού (επιμ.), Η Επανάσταση του 1821 και οι Έλληνες της Αμερικής, Ασίνη

Ο εορτασμός της επετείου της Επανάστασης αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των ελληνικών υπερπόντιων μεταναστευτικών κοινοτήτων, ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική, όπου τιμάται από τις ελληνοαμερικανικές οργανώσεις ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, με την πρώτη δημόσια παρέλαση να πραγματοποιείται στη Νέα Υόρκη την 6η Απριλίου του 1893 (λόγω του Ιουλιανού ημερολογίου). Όπως σημειώνει η επιμελήτρια του παρόντα τόμου, η Επανάσταση είναι το γεγονός που λειτουργεί ως θεμέλιο της συλλογικής ταυτότητας των Ελληνοαμερικανών και αυτό γίνεται αισθητό όχι μονάχα στους ποικίλους τρόπους με τους οποίους την τιμούν μέσα στα χρόνια αλλά και στις πολλές και διάφορες πολιτισμικές πρακτικές που υιοθετούν, από ονοματοδοσίες συλλόγων μέχρι την παρουσία της στη λογοτεχνία, τις τέχνες, τον Τύπο κ.λπ. Αυτές τις πτυχές διερευνούν με τα κείμενά τους επτά διακεκριμένοι καθηγητές και καθηγήτριες αμερικανικών και καναδικών πανεπιστημίων, ελληνοαμερικανικής ή ελληνικής καταγωγής. Αρχικά, τα δύο πρώτα κεφάλαια ασχολούνται με την πρόσληψη και τον εορτασμό της Επανάστασης από την AHEPA, τη μεγαλύτερη ελληνοαμερικανική οργάνωση (Αλέξανδρος Κιτροέφ) και από τις ελληνικές κοινότητες στον Καναδά (Σάκης Γκέκας), εξετάζοντας τις αλλαγές αυτής της πρόσληψης μέσα στο κάθε φορά ιστορικό συγκείμενο. Στη συνέχεια, εξετάζεται η κληρονομιά των ιδεών της Επανάστασης έτσι όπως αποτυπώνεται στην αμερικανική και ελληνοαμερικανική αρχιτεκτονική και τον ρυθμό της Ελληνικής Αναβίωσης (Κωστής Κουρέλης), στον κινηματογράφο, εξετάζοντας το πρόσφατο (2019) φιλμ Cliffs of Freedom (Ε. Καλογεροπούλου-Χαουζχόλντερ), ή μια σειρά βιβλίων ελληνοαμερικανικής παραγωγής (ποίηση, θέατρο, αναγνωστικά) κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα (Μαρία Καλιαμπού). Ακόμη, η Φεβρωνία Σουμάκη αναλύει τον τρόπο εορτασμού της επετείου των 150 χρόνων, μεσούσης της δικτατορίας στην Ελλάδα, από τα ελληνορθόδοξα σχολεία, ενώ, τέλος, ο Γιώργος Αναγνώστου προχωρά στη σύγκριση των εορτασμών των ελληνικών κοινοτήτων της διασποράς στη Βόρεια Αμερική με εκείνες της Αυστραλίας. Μέσα από αυτά τα κείμενα, ο τόμος καλύπτει ένα σημαντικό κενό στις εκδόσεις σχετικά με τη δισεκατονταετηρίδα και τις εκάστοτε αναγνώσεις της Επανάστασης από ένα έκκεντρο, αλλά σημαντικό, τμήμα του ελληνισμού.

 

Φωτεινή Ασημακοπούλου (επιμ.), Δράξασθε παιδείας και ελευθερίας, Ασίνη

Διαφορετικές όψεις της Ελληνικής Επανάστασης, της ιστοριογραφικής της αντιμετώπισης αλλά και των ποικίλων προσλήψεών της στη δημόσια σφαίρα μελετούν τα κείμενα που συγκεντρώνει ο παρών τόμος που μόλις κυκλοφόρησε. Αντλώντας έμπνευση, αλλά και τον τίτλο του, από το πρόταγμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού: «Δράξασθε παιδείας», την προτροπή λογίων που συνήθως διαβιούσαν έξω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και επεδίωκαν να διαποτίσουν τις παραδοσιακές κοινωνίες των «ομογενών» τους με το πνεύμα της δυτικής νεωτερικότητας, ο συλλογικός αυτός τόμος επιχειρεί να προσεγγίσει το 1821 με κεντρικό άξονα την παιδεία και τον αγώνα για την ελευθερία. Οι συμβολές σε αυτόν εκτείνονται σε πολύ περισσότερες θεματικές, που ταξινομούνται σε τρεις βασικές περιοχές. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του λόγου που έχει συγκροτηθεί για το 1821, όχι μόνον από την ελληνική εθνορομαντική ή από τη μαρξιστική οπτική, αλλά και από τους «άλλους», φίλους, εχθρούς, συνεργούντες, συνοδοιπόρους, ανθρώπους της διανόησης και της δράσης, από φορείς της προφορικής παράδοσης και του επίσημου λόγου της γραφειοκρατίας. Στη δεύτερη ενότητα αναδεικνύονται κάποια «ήσσονα» επεισόδια της καθημερινότητας της Επανάστασης, επεισόδια συνταρακτικά αλλά και συνηθισμένα, ως επί το πλείστον τραγικά, ενίοτε όμως και γελοία, από πρόσωπα που σπάνια απασχολούν μια συμβατική ιστοριογραφική συγγραφή. Μέσα από το αρχειακό υλικό που έρχεται στο φως αναδεικνύονται νοοτροπίες και αξίες, επιταγές και απαγορεύσεις, αδράνειες, συναισθήματα, σπαράγματα προσωπικών διαδρομών, σκηνές οικογενειακών δραμάτων, η πεζή καθημερινότητα της επιβίωσης, οι έμφυλες σχέσεις, οι ανθρώπινες και οι υλικές απώλειες, τα άγχη και οι φόβοι του πολέμου. Τέλος, οι συμβολές του τρίτου μέρους προσεγγίζουν τη διδασκαλία  της Ελληνικής Επανάστασης στο ελληνικό σχολείο, αλλά και την παρουσία της στη Δημόσια Ιστορία, μέσω της πρόσφατης επετείου. Παραμένοντας στον χώρο της εκπαίδευσης και του σχολείου, από το νηπιαγωγείο μέχρι το λύκειο, στο Παράρτημα περιλαμβάνονται τρεις παρεμβάσεις που έχουν δοκιμαστεί είτε στη σχολική τάξη, στο πλαίσιο του μαθήματος της ιστορίας, είτε σε σχολικές επετειακές εκδηλώσεις.

 

 

Νίκος Κ. Αλιβιζάτος (επιμ.) Τα διακόσια χρόνια του ελληνικού κράτους. Δομές και θεσμοί, ΕΚΠΑ – Τράπεζα Πειραιώς

Το πρώτο εξάμηνο του 2022, ένα χρόνο μετά την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών διοργάνωσε κύκλο δέκα ημερίδων με τίτλο Τα διακόσια χρόνια του ελληνικού κράτους και πριν λίγες ημέρες τύπωσε, με τη φροντίδα της Τράπεζας Πειραιώς, και παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό δέκα μικρά βιβλιαράκια σε ένα κομψό χαρτόδετο κουτί. Στις ημερίδες έλαβαν μέρος πάνω από εκατό δόκιμοι επιστήμονες, ειδικοί σε διάφορους κλάδους από πολλά πανεπιστήμια της χώρας, καθώς και από ερευνητικά κέντρα και άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνονται οι αρχικές εισηγήσεις σε κάθε θέμα της αντίστοιχης ημερίδας. Όπως αναφέρει και ο υπότιτλος του έργου, το κύριο βάρος δόθηκε στους θεσμούς και τις δομές του κράτους. Στόχος ήταν να αναδειχθεί το πώς το νεαρό αυτό κράτος δημιουργήθηκε εξαρχής και δημιούργησε τη θεσμική/οργανωτική διάσταση της κρατικής δράσης σε διάφορους τομείς. Έτσι, από τη μια εξετάζονται οι κρατικοί θεσμοί καθαυτοί, Βουλή, δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση, διπλωματία, ένοπλες δυνάμεις, και από την άλλη εξετάζονται οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν σε πεδία όπως ο πολιτισμός, η υγεία, η οικονομία, η κοινωνική ασφάλιση και η εκπαίδευση. Οι μελέτες αυτές δεν παραβλέπουν να τονίσουν επίσης τον ρόλο και τη σημασία των δράσεων σημαντικών προσωπικοτήτων, όχι μόνο των δημοσίων προσώπων αλλά και μεμονωμένων «αφανών», με ιστορικό όμως ρόλο και συνεισφορά. Στην διάρκεια της 200ής επετείου της Επανάστασης οργανώθηκαν πολλές εκδηλώσεις, τόσο από το επίσημο κράτος όσο και από την Πρωτοβουλία 21, διάφορα Πανεπιστήμια και ιδιωτικούς φορείς. Ο τόμος αυτός, που θα παρουσιαστεί στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 3 Απριλίου 2024, έρχεται ως επιστέγασμα μιας συνολικής θεώρησης για το πώς ξεκινήσαμε και πού βρισκόμαστε και έτσι, μαζί με τις πολλές άλλες εκδόσεις που έγιναν από το 2021 έως σήμερα, προσφέρεται για μια παραπέρα διερεύνηση των επιμέρους θεμάτων αλλά και της συνολικής πορείας μας.

Προηγούμενο άρθρο«Το φευγαλέο της στιγμής» (του Γιάννη Στρούμπα)
Επόμενο άρθροΠροβολές της Ιστορίας-Ελληνογερμανικοί κινηματογραφικοί διάλογοι για το παρελθόν και το μέλλον

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ