Ο Κσμάς Πολίτης μεταφράζει Βοκάκιο. (*)
Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό στα μέρη τής Ανατολής ζούσε ένας άρχοντας που είχε μια κόρη πολύ όμορφη. Αυτή δεν ήταν χριστιανή, μα έκαμε παρέα με πολύ κόσμο που πίστευε. Άκουγε λοιπόν στα ανταμώματα να μιλάνε με λόγια θαυμαστά για τη θρησκεία. Η κόρη του άρχοντα ρώτησε μια μέρα: «Πώς μπορεί κανένας να υπηρετήσει τον Θεό;» κι οι γυναίκες της παρέας τής είπαν πως αυτοί που ήξεραν καλά ήταν όσοι έφευγαν στην έρημο και γίνονταν μοναχοί μακριά απ’ τους ανθρώπους.
Η κόρη θες από αμυαλιά, θες από καπρίτσιο, πήρε την απόφαση να φύγει στην έρημο να συναντήσει τους ερημίτες, κι εκείνοι να της δείξουν πως μπορούσε κάποιος να υπηρετήσει τον Θεό. Έφυγε κρυφά, δίχως σε κανένα να μιλήσει και πήρε τους δρόμους που οδηγούσαν στην έρημο. Μα ο δρόμος εύκολος δεν ήταν. Πείνασε, δίψασε, βασανίστηκε πολύ. Μα λένε πως ύστερα από κάμποσες μέρες, κατάφερε από μακριά να ξεχωρίσει μια καλύβα μέσα στο πουθενά, σε μια θάλασσα από άμμο. Σιμώνει και χτυπά την πόρτα. Αυτή άνοιξε και πρόβαλε ένας ερημίτης. Τρόμαξε σαν είδε άνθρωπο μέσα σε τόση ερημιά και τη ρωτά: «Τι θες και τι γυρεύεις εδώ πέρα!» Η κόρη αποκρίνεται: «Με έφερε ο Θεός, γιατί γυρεύω τρόπο να τον υπηρετήσω και ψάχνω κάποιον να μου δείξει…» Ο ερημίτης τότε μουρμούρισε: «Αν την κρατήσω εδώ κοντά μου, ένας Θεός ξέρει μονάχα σε τι πειρασμούς θα με ρίξει ο διάολος…» Της λέει: «Τι καλά που θες να υπηρετήσεις τον Θεό! Μα εγώ, άξιος για τέτοια δουλειά του λόγου μου δεν είμαι. Όμως λίγο πιο κάτω είναι ένας άνθρωπος άγιος που μπορεί να σε βοηθήσει!» Σαν είπε τούτα, της έδωσε λίγο νερό, να ξεδιψάσει και μια χούφτα χορταρόριζες και λιγοστούς χουρμάδες να βάλει στο στόμα της και της έδειξε ποιο δρόμο να τραβήξει.
Η κόρη έφαγε και πήρε μιαν ανάσα. Ύστερα βγήκε ξανά μέσα στο λιοπύρι της ερήμου να βρει τον άγιο που ήξερε να της δείξει πώς να υπηρετήσει τον Θεό. Περπάτησε πολύ. Πέρασαν κάμποσες ώρες, όταν τα μάτια της από μακριά είδανε ανάμεσα σε κάτι βράχια ένα μικρό καλύβι. Σιμώνει λοιπόν, χτυπά την πόρτα κι αυτή άνοιξε. Φάνηκε ένας άνθρωπος ψημένος απ’ τον ήλιο και ξερακιανός, που τρόμαξε σαν την είδε! «Τι γυρεύεις, παιδί μου, μέσα στις ερημιές;» τη ρωτάει. Η κόρη τού είπε πως γύρευε να υπηρετήσει τον Θεό. Πως έψαχνε κάποιον που ήξερε για να της δείξει. «Πίσω μου σ’ έχω, Σατανά!» μουρμούρισε ο ερημίτης κι έβαλε με τον νου του γρήγορα να τη διώξει, μην τύχει και τον βάλει να κολαστεί. Της είπε πως παρακάτω ήταν ένας άγιος, νέος στα χρόνια που θα μπορούσε να τη βοηθήσει να μάθει.
Η κόρη ευχαρίστησε τον ερημίτη. Αφού ήπιε λίγο νερό, για να διώξει τη σκόνη της ερήμου απ’ το λαρύγγι της, πήρε τον δρόμο ξανά που πήγαινε στο πουθενά. Περπάτησε ώρα πολλή! Τα πόδια της ζεματίστηκαν απ’ τον ήλιο, το λιοπύρι την έψησε κάμποσο. Μα στο τέλος, βρήκε την καλύβα που ζητούσε. Χτύπησε την πόρτα και σαν τούτη άνοιξε, φάνηκε ένας ερημίτης νέος στα χρόνια. Του είπε τα λόγια που ακούστηκαν και στους άλλους, μα αυτός δεν την έδιωξε. Μουρμούρισε και λέει: «Ο Θεός μου τη στέλνει για να με δοκιμάσει…» και την έβαλε μέσα.
Σαν άρχισε να σκοτεινιάζει, της έστρωσε σε μια γωνιά για στρώμα φύλλα φοινικιάς και της είπε να ξαπλώσει. Μα τα μάτια του έβλεπαν την ομορφάδα της και κατάλαβε πως δεν ήταν εύκολο ν’ αντέξει σε τέτοιον πειρασμό! Μα δεν ήθελε να καταλάβει τίποτα η κόρη. Της έπιασε την κουβέντα. Τότε κατάλαβε πως αυτή δεν ήξερε τίποτα από άντρες. «Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να υπηρετεί κάποιος τον Θεό με το να βάζει τον διάολο στην Κόλαση, εκεί που τον καταδίκασε ο Θεός!» «Πώς θα το κάνω αυτό;» ρώτησε η κόρη. «Κάνε αυτό που κάνω κι εγώ!» λέει ο ερημίτης.
Έβγαλε τα λιγοστά ρούχα που φορούσε και γονάτισε σαν να ήθελε να προσευχηθεί. Η κόρη έκανε αυτά που έκανε ο ερημίτης και βρέθηκε αντίκρυ του. Σε μια στιγμή τον ρωτά; «Τι είναι τούτο που πετάγεται μέσα απ’ τα πόδια σου κι εγώ δεν το ’χω;» «Τούτο το πράμα που βλέπεις, είναι ο διάολος που δε μ’ αφήνει να ησυχάσω! Μα κι εσύ έχεις κάτι άλλο, που εμένα μου λείπει!» της λέει ο ερημίτης. «Τι έχω εγώ;» ρωτά η κόρη. «Έχεις την Κόλαση ανάμεσα στα πόδια σου κι αν θες να υπηρετήσεις τον Θεό, βόηθα με, να χαρείς, να τον βάλουμε ξανά στην Κόλαση για να μη με παιδεύει άλλο!» Η κόρη αποκρίνεται: «Αφού έχω την Κόλαση τι καθόμαστε; Ας γίνει αυτό που χρειάζεται κι εσύ ορίζεις».
Έπεσαν πάνω στο στρώμα. Ο ερημίτης τής έδειξε πώς να βάλουν τον διάολο καλύτερα στην Κόλαση, μα σαν μπήκε μια φορά η κόρη λέει: «Ο διάολος σου με κάνει και πονώ σαν χώνεται μέσα μου. Δε φτάνει που βασανίζει εσένα, κάνει και την ίδια την Κόλαση να πονάει, βασανίζει κι εμένα!» Ο ερημίτης τής είπε πως τούτο γίνεται τις πρώτες φορές που ο διάολος αντιδρά στη φυλάκισή του και πως τα πράγματα θ’ αλλάξουν! Για να της δείξει, έβαλαν τον διάολο στην Κόλαση όχι μονάχα μια φορά, μα τρεις και τέσσερις και πέντε! Η κόρη, που άρχισε να ευχαριστιέται κάθε φορά και περισσότερο, λέει του ερημίτη: «Μωρέ, δίκιο έχουν αυτοί που λένε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά και γλύκα απ’ το να υπηρετείς τον Θεό! Εγώ ήρθα εδώ για να κάνω τούτο κι όχι να τεμπελιάζω! Τι καθόμαστε λοιπόν! Ας βάλουμε τον διάολο στην Κόλαση ακόμα μια φορά!» Ο ερημίτης όμως δεν άντεχε στις τιμωρίες του διαόλου του! Κι εκεί που στην αρχή ήθελε συνέχεια να μπαίνει στην Κόλαση, τώρα άρχισε να κάνει πίσω κι έλεγε πως ο διάολος πρέπει να τιμωρείται μονάχα σαν σηκώνει κεφάλι!
Πέρασε κάμποσος καιρός κι οι τιμωρίες αραίωσαν. Η κόρη θύμωσε και μια μέρα τού λέει: «Άκου να σου πω! Αν ο δικός σου διάολος σταμάτησε να σε βασανίζει, εμένα η Κόλασή μου δε μ’ αφήνει σε ησυχία. Έλα με τον διάολό σου να την ησυχάσεις και βόηθα με, όπως κι εγώ σε βοήθησα, όταν ο διάολός σου σήκωνε κεφάλι!» Μα πώς ν’ αντέξει κανένας σαν τρώει μονάχα χόρτα και ρίζες; Πού και πού τιμωρούσαν τον διάολο, αλλά πώς να ταΐσεις ένα θεριό μονάχα με ένα σπυρί σιτάρι; «Εσένα, χρειάζονται πολλοί διαόλοι, για να ησυχάσει η Κόλασή σου!» της είπε μια μέρα. Από τότε κινήσαν τα παράπονα κι οι φωνές. Κι εκεί που έπαιρναν χαρά, άρχισαν στα ξαφνικά οι καβγάδες.
Μα λένε πως μια μέρα φάνηκε μέσα στην έρημο ένας καβαλάρης. Έψαχνε τούτος να βρει την κόρη του άρχοντα. Γιατί λένε πως μια φωτιά μεγάλη είχε κάψει το σπίτι και μαζί όλη την οικογένεια. Τώρα μονάχα η κόρη απόμενε ζωντανή, μ’ όλο το βιος του πατέρα της στα χέρια. Ήτανε λοιπόν νύφη που πολλοί θα ήθελαν στο πλάι τους να σταθεί! Έπρεπε να τη βρει, πριν περάσει καιρός και το βιος του πατέρα το έπαιρνε η πολιτεία, όπως τότε όριζε ο νόμος.
Τη βρήκε και την πήρε μαζί του. Γιατί πια η Κόλασή της δεν μπορούσε να βρει παρηγοριά στον ερημίτη. Μα πριν από τον γάμο λένε πως η κόρη βρέθηκε με γυναίκες που την ήξεραν απ’ τη δική της θρησκεία και την είχαν για χαμένη. Τη ρώτησαν μια μέρα αν βρήκε τρόπο τάχα να υπηρετήσει στην έρημο τον Θεό. Εκείνη τους είπε τι είχε γενεί και πως ο άντρας που ήταν να παντρευτεί σε λίγες μέρες είχε κάμει αμαρτία μεγάλη που την πήρε απ’ την έρημο. Οι γυναίκες αποκρίθηκαν: «Μη στενοχωριέσαι για τούτο. Και στη δική μας θρησκεία το ίδιο κάνουμε. Κι ο καινούριος σου άντρας θα καταφέρει να σε βοηθήσει όπως πρέπει».
Η ιστορία της κόρης από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε σε όλη την πολιτεία. Από τότε λένε μια παροιμία: «Αν θέλεις να υπηρετείς τον Θεό, βάζε τον διάολο στην Κόλαση».
Πηγή: Βοκκάκιος, Δεκαήμερον, μτφ. Κοσμάς Πολίτης, τμ. Α΄, Εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα 1993, σσ. 292–297
Η ιστορία ανήκει στην κατηγορία «Ευτράπελα-ανεκδοτολογικά παραμύθια» (atu 1200–1999) και κατατάσσεται στον ομώνυμο παραμυθιακό τύπο atu 1425. Το Δεκαήμερον του Βοκκάκιου αποτελεί πηγή της παρούσας, ένα έργο εμπνευσμένο πιθανά από την επιδημία του 1348, που άσκησε επιρροή στις σχετικές λαϊκές αφηγήσεις. Πρόκειται για μια συλλογή από 100 ιστορίες προφορικής παράδοσης σε λογοτεχνική απόδοση αλλά και λογοτεχνικής έμπνευσης που αφηγείται μια ομάδα αντρών σε μια άλλη γυναικών, όντας απομονωμένες σε βίλα έξω από τη Φλωρεντία, προκειμένου να προστατευτούν από τον Μαύρο Θάνατο που μαστίζει την πόλη. Το θέμα δημιούργησε ολόκληρο κύκλο αφηγήσεων, όπου κυρίαρχα στοιχεία είναι η ονομασία των γεννητικών οργάνων ως πάπας ή διάολος και Ρώμη ή κόλαση, και η παραβατική συμπεριφορά κληρικών, οι οποίοι συνειδητά ξεγελούν γυναίκες με σκοπό την ερωτική συνεύρεση. Συναντάται στη Φινλανδία, Πορτογαλία, Γαλλία, Φλάνδρα, Γερμανία, Ιταλία, Κροατία, Ρωσία, Τουρκία, Σιβηρία, Κίνα, Χιλή, Αίγυπτο, αμερικανικές και αφροαμερικανικές προφορικές παραδόσεις με τίτλους όπως «Ο πάπας στη Ρώμη» ή «Ας βάλουμε το κλειδί τού παραδείσου στην κλειδωνιά».
Από το βιβλίο : Δημήτρης Β. Προύσαλης, Άσεμνα, σεξουαλικά λαϊκά παραμύθια. Πρόλογος: Γιώργος Κατσαδώρος. Απόπειρα, Αθήνα 2023