της Αννίτας Π. Παναρέτου
Είναι πολύ ιδιαίτερο το μυθιστόρημα της Μαριαλένας Σπυροπούλου, αρχής γενομένης από τον τίτλο του, που, όπως θα διαπιστώνει ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο, συνοψίζει τον πυρήνα της ουσίας του.
Με την ιδιότητά της, της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπεύτριας, η συγγραφέας έρχεται σε άμεση επαφή με τη φυσιογνωμία της σημερινής κοινωνίας και με τις παθογένειες που τη διατρέχουν.
Φυσιογνωμία και παθογένειες μεταφέρονται στο Τάισέ με. Τόσο τα αίτιά τους όσο και οι επιπτώσεις τους συνδέονται με την πορεία και τις εκδηλώσεις της συμπεριφοράς των δύο φύλων και ιχνηλατούνται σε παρελθόντα, σε ενεστώτα αλλά και σε μέλλοντα χρόνο.
Στη δύσκολη αυτή σύνθεση βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση, στην οποία η Μαριαλένα Σπυροπούλου ανταποκρίθηκε με συνέπεια και επάρκεια, παρουσιάζοντας ένα έπος της ανθρώπινης ψυχής, σε μια υπαρκτή και σε μια δυνητική πραγματικότητα.
Το βιβλίο δομείται σε δύο επίπεδα, άμεσα διακριτά -καθώς το ένα εμφανίζεται με όρθια και το δεύτερο με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία- και σε μια διαρκή μεταξύ τους διαδοχή. Στα κεφάλαια με τα όρθια τυπογραφικά στοιχεία γνωρίζουμε τη Μαρίνα, που στα 30 της χρόνια συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης γυναίκας, απελευθερωμένης, ανεξάρτητης, ενίοτε επιθετικής. Η ιστορία της εξελίσσεται μέσα σε τρεις ημέρες, Παρασκευή με Κυριακή, αλλά μέσα της χωρούν και παρελαύνουν γενεές ελληνικής ζωής. Η Μαριαλένα Σπυροπούλου αφηγείται με ευστοχία και γλαφυρότητα αυτή τη ζωή, όπου όλοι, κυρίως όμως όλες, κάπου θα αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας και περιστάσεις του δικού μας έσω και έξω βίου.
Η Μαρίνα ζει την αθηναϊκή πολυπολιτισμικότητα της εποχής της, στο μεταίχμιο των ανατροπών που προκύπτουν από την περίφημη παγκοσμιοποίηση. Αντιδρά αρνητικά στο σύνολο σχεδόν των καθέκαστων της τυπικής αστικής οικογένειας μέσα στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε -μιας οικογένειας διαμορφωμένης σύμφωνα με αξίες, αρχές, ήθη, ακόμη και λεκτικούς κώδικες που παγιώθηκαν από τα μέσα του 20ού αιώνα.
«Δεν θέλει να μιλάει ούτε να σκέφτεται, είναι εκνευρισμένη, ξαφνικά της φταίνε όλα. Είναι βαρετά, αναμενόμενα, η χώρα, οι γονείς της, οι φίλοι της, προβλέψιμες ζωές, ρόλοι με συγκεκριμένες προδιαγραφές. [..] Αλλά, πάλι, εκείνη τι θέλει; Δεν ξέρει. […] Δεν έχει βρει τη θέση της στη ζωή και δεν ξέρει ποιον να κατηγορήσει γι΄αυτό, πού να το αποδώσει. Δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι είναι άλλη μία που θα τακτοποιηθεί μέσα από το γάμο της, ότι θα είναι άλλη μία που θα κυνηγά τα παιδιά της στις παιδικές χαρές, μετά θα κυνηγά τον άνδρα της να μην την απατήσει, και στο τέλος θα κυνηγά τα χρόνια της που θα έχουν βάλει φτερά στα πόδια. […] Δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι αυτό είναι η ζωή, έζησε και ανατράφηκε με τα μεγαλύτερα όνειρα, για να φτάσει σε μια ηλικία όπου ο γάμος είναι η μόνη λύση. Που πάλι ένας άνδρας είναι το ζήτημα για να «ολοκληρωθεί» -σιχαίνεται τη λέξη που εκστομίζουν οι φίλες της μάνας της. […] Πώς μπορεί να σε ολοκληρώσει ένας άνδρας; Γιατί μια γυναίκα είναι μισή και θέλει ολοκλήρωση; […] Να είναι και να μην είναι, να ανήκει και να μην ανήκει, να μην ελέγχει και να μην ελέγχεται, νιώθει τον γάμο και τα παιδιά σαν μπετονιέρα που της ρίχνει στα πόδια όλο το μπετόν του κόσμου. […] Ποια είναι η φύση της; Υπάρχουν στιγμές που νιώθει πιο άνδρας από τον άνδρα, σίγουρα πιο άνδρας από τον πατέρα της. Από πολλούς άνδρες που έχει γνωρίσει. Ψάχνει από μικρή άνδρες που στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και συνεχώς την πληγώνει αυτό που αντικρίζει. Πατέρας, δάσκαλοι, καθηγητές, φίλοι -πού πήγαν οι άνδρες; Κάτι ανδρείκελα βλέπει για άνδρες. Δεν αντέχει άλλο να τους υποτιμά, τους έχει ανάγκη. Τη θυμώνουν κάθε φορά που αποτυγχάνουν, κάθε φορά που κρύβονται πίσω από τα εκάστοτε φουστάνια, της μάνας τους, της ντροπής τους, της δειλίας τους. […] Βυθίζεται σε διλήμματα, πρακτικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά, με μια υπαρκτή επιλογή από τη μία και από την άλλη το χάος.»
Η Μαρίνα, με την επιπλέον δυσκολία μιας ισχυρής μεν αλλά σαστισμένης λίμπιντο, δυσκολεύεται να χειριστεί το φορτίο του φύλου της, έτσι όπως το συνέθεσαν ιστορικές, κοινωνικές, θρησκευτικές επιταγές και στερεότυπα. Το άχθος αυτό του φύλου απασχολεί το δεύτερο επίπεδο του βιβλίου -με τα πλάγια τυπογραφικά στοιχεία- σε μια σειρά από ιντερμέδια, τα οποία, αν διαβαστούν συνεχόμενα, προσφέρουν ένα αφήγημα επιστημονικής φαντασίας, γοητευτικό ως ανάγνωσμα, τρομακτικό ως ενδεχόμενο:
«Στην αυγή του εικοστού δεύτερου αιώνα κάτι άλλαζε. […] Οι ανακατατάξεις θα ήταν ραγδαίες. […] Οι γυναίκες θα κέρδιζαν ό,τι είχαν χάσει τόσους αιώνες. Πάλευαν κρυφά και φανερά από παλιά».
Η ανικανοποίητη πείνα των γυναικών για όσα είχαν στερηθεί, μετουσιωμένη σε οργή για την σε βάρος τους αδικία, θα φέρει την απόλυτη ανατροπή.
«Για αιώνες η συλλογική μνήμη περισυνέλλεγε το αίσθημα του γυναικείου φύλου και της ανδρικής απουσίας. Διατηρούνταν για αιώνες το βαθύ αίσθημα της μοναξιάς. Τα φύλα συγκρούστηκαν πάνω στη Δημιουργία. […] Οι μεν ζήλευαν τους δε. Φθόνος κυρίευσε τα πλευρά τους. Να γεννάνε παιδιά, να γεννάνε επιτεύγματα. Αναποδογύρισε ο κόσμος. […] Ολάκερες κοινωνίες τέντωναν τις ισορροπίες, τα κράτη, οι θεσμοί, οι νόμοι καταλύονταν, ποσοστώσεις, οικονομική υποτίμηση, εργασιακές απαιτήσεις, ανταγωνισμός, εγκατάλειψη. “Ισότητα, Ισότητα, Ισότητα, Ισότητα”, φώναζαν όλοι. Τα δύο φύλα έφταναν σε αδιέξοδο. […] Η Επανάσταση είχε ξεκινήσει. Οι γυναίκες θα έπαιρναν τα ηνία. Καμία δεν χρειαζόταν να χαλάσει το σώμα της, να θηλάσει, να ανεχτεί την οικογένεια ή την αδιαφορία του άνδρα με τον οποίο είχε κάνει παιδί. Σιγά σιγά η συντροφικότητα έχανε τη γαλήνη της, η αφοσίωση ήταν υπερτιμημένη. […] Οι γυναίκες της Νέας Εποχής δεν έκαναν παιδιά. Το ρολόι της μητρότητας σταμάτησε να χτυπά».
Οι ρόλοι των φύλων, ήδη μη σαφώς διακριτοί, αντιστρέφονται και φυσιολογικό τείνει να θεωρείται το άλλοτε αδιανόητο. Ο κόσμος δεν αναποδογύρισε απλώς, χωρίστηκε στα δυο: αρχικά, μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας, αυτάρκειας, αυτοδιάθεσης, οι γυναίκες προχωρούν -ταχύτατα, για να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο- στο μέλλον ενός καταδικού τους πολιτισμού, μιας καταδικής τους κοινωνίας δικαιωμάτων, όπου λιγοστοί μόνο άνδρες παρασιτούν, προορισμένοι για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών. Η πλειονότητα του ανδρικού εκτοπίζεται σε μια υποανάπτυκτη ζούγκλα και υποχωρεί σε μια μορφή πρωτογονισμού.
Μια μεθοδική περιγραφή φωτίζει κάθε λεπτομέρεια της όψης και της διαδρομής αυτού του διχασμένου, αποπροσανατολισμένου κόσμου, που προσδιορίζεται από το πρόθεμα «μετα-»: η μετ-εξέλιξη του εξουσιάζοντος αρσενικού (το πανάρχαιο καθεστώς που επικράτησε), η μετ-εξέλιξη της αμαζόνας (το πανάρχαιο πείραμα που απέτυχε). Με ένα διάλειμμα χιλιετιών συντελείται το πέρασμα από τη μυθολογία στη μετα-μυθολογία. Η προσέγγιση, από τη Μαριαλένα Σπυροπούλου, της ψυχολογίας αυτού του κόσμου της επιστημονικής φαντασίας αποφέρει ένα είδος μετα-ψυχολογίας: οι ψυχολογικές μεταλλάξεις σε ένα μετ-αλλαγμένο κόσμο αποδεικνύονται δυο παράμετροι εξίσου εφιαλτικές.
Καθώς όμως το αφήγημα οδεύει προς ένα δυσοίωνο απόγειο, στον κόσμο των -εν πολλοίς άφυλων- γυναικών συντελείται μια μυστική αποστασία: μία και μόνη γυναίκα αφήνει τον εαυτό της να κυοφορήσει. Και όταν μια ξαφνική παγωνιά καλύπτει και νεκρώνει μεγάλο μέρος αυτού του κόσμου, εκείνη αναλαμβάνει να ανακόψει τον επερχόμενο αφανισμό. Είναι σαφείς οι αναγωγές σε βιβλικούς συμβολισμούς: η Μάγκντα (όνομα με όχι τυχαία προέλευση από το «Μαγδαληνή», ενώ αν αφαιρεθεί το τ προκύπτει το θριαμβευτικό λατινικό Μάγκνα) αποφασίζει να αναζητήσει σωτηρία στη ζούγκλα των ανδρών. Περιμαζεύει και παίρνει μαζί της ζώα, που με τον θάνατο των θηλυκών αφεντικών τους έμειναν αδέσποτα -η Κιβωτός ενός θηλυκού Νώε. Κι όταν μέσα στο ψύχος γεννά τον γιο της, αυτά τα ζώα την περιστοιχίζουν και τη ζεσταίνουν με την ανάσα τους -μια νέα Θεία Γέννηση:
«Ερχόταν. Ένας οξύς διαπεραστικός πόνος, ποδοβολητά αλόγων στα εντόσθια, κεφάλια που σπρώχνονται σε στενά περάσματα, ανάσες, ανάσες, να μην ξεχάσει να πάρει ανάσες. Έρχεται. […] Το κλάμα ήρθε πρώτο. Κλάμα διαπεραστικό από άλλον κόσμο. Και έπειτα το δέρμα. Χνουδωτό δέρμα. Πιο κοντά στην ανυπαρξία παρά στην ύπαρξη, ένα ουρλιαχτό-σειρήνα, ένας πόνος για τα κρίματα του κόσμου. Ένα σύννεφο με αίματα, σάρκινο μικρό ανθρώπινο θαύμα. […] Ήρθε. Και στο άκουσμα αυτού του κλάματος, λύθηκαν τα μέλη της. Έγινε νερό. Ένα αγιασμένο νερό που δρόσισε την πλαγιά όπου ακουμπούσε η νέα ζωή και το αγκάλιασε ενώνοντας τα δάκρυά της μ΄εκείνο τον μικρό Θεό. Την κοιτούσε γεμάτος από όλα όσα είχε δει και πάσχιζε στο φως του πρώτου ήλιου να μην ξεχάσει. Να κρατήσει στις αποθήκες του σώματος τη μνήμη που έφερνε από όλα του τα ταξίδια, τις αναμνήσεις από τη γνώση που δε λέγεται, δεν μεταφέρεται, κατοικεί μόνο στις σκιές, στις σιωπές και στα υπόγεια. Εκείνη τη γνώση των κορυφών όπου όλα ίπτανται και λυγίζουν. […] Δάκρυα κυλούσαν. Για τη μητέρα που γεννήθηκε μαζί του, για τον Θεό που επέστρεψε μέσα από το μυώδες σώμα του πιο μικρού ανθρώπινου αποτυπώματος, του πιο μικρού θαύματος, του μικρού Θεού, του μεγάλου Ανθρώπου, την ώρα της πιο μεγάλης συνάντησης. Της συνάντησης μάνας-γιου».
Η Μαριαλένα Σπυροπούλου αποδίδει στην ιερή στιγμή του τοκετού το δέος που της οφείλεται, υπενθυμίζοντας ότι ένα συμβάν αενάως επαναλαμβανόμενο παραμένει μοναδικό και συγκλονιστικό, το ίδιο όπως και η ευθύνη της συντήρησης της ζωής από τη γυναίκα που την τίκτει:
« Η Μάγκντα κοιμήθηκε για ώρες, βυθισμένη στην κούραση. Ξύπνησε με το κλάμα του μωρού, το έφερε κοντά της, αυτό τη μύρισε, την ψηλάφισε, άνοιξε το στόμα στη ρώγα της. Με κλειστά τα μάτια του γράπωσε τη θηλή. Άρχισε να θηλάζει. Πιπιλούσε άγαρμπα, βιαστικά, εξουθενωμένα. Βύζαινε, έτοιμο από καιρό. Αναζητούσε τη μεγάλη της ρώγα να τραφεί, να μείνει στον κόρφο της, να ηρεμήσει. Ολόκληρος αγώνας για να βρει τον προορισμό του ο άνθρωπος. Το στήθος της μάνας. Η αγκαλιά. Τα χέρια που σφίγγουν και κρατούν, το χάδι, το σώμα γίνεται απατηλή άμμος, τρυφερό βαμβάκι, χρυσό πέπλο που αγκαλιάζει τους πόρους του σώματος το δέρμα, το πιο μεγάλο όργανο του σώματος θέλει να τραφεί με σώμα. Σώμα ζεστό, φορτίο ηλεκτρισμένο, μπολιασμένο με ψυχή και αίμα, αίμα από το αίμα, να ακούγεται από κάτω ο παφλασμός των χτύπων, οι καρδιές, τα κύματα του Ειρηνικού. […] Είναι έτοιμο, επέλεξε τη Μάγκντα για να τραφεί κι εκείνη να γίνει η κοιλότητα της ζωής του. Αγκαλιασμένοι και οι δυο, σε σιωπηρή ευτυχία, κοιμήθηκαν γλυκά, μόλις το πρώτο γάλα κύλησε στις φλέβες του».
Το πρώτο γάλα είναι η ανταπόκριση στο πρώτο «τάισέ με» (το πρώτο-πρώτο «τάισέ με» είναι βουβό και είναι ενδομήτριο). Η Μάγκντα με το βρέφος περνά τελικά στον κόσμο-ζούγκλα των ανδρών. Η εμφάνισή της αφυπνίζει βίαια τη νοσταλγία του παλαιού κόσμου που χάθηκε. Η νοσταλγία γίνεται πείνα, που εκδηλώνεται σχεδόν σαν κανιβαλισμός. Η γυναίκα προσφέρει ξανά τον εαυτό της, ταΐζει ξανά -περνώντας μ΄αυτό τον τρόπο το κατώφλι της συμφιλίωσης.
Η Μάγκντα, στον εικοστό δεύτερο αιώνα, έχει έμπρακτα απαντήσει στο ερώτημα της Μαρίνας: «Πώς φτιάχνεται μια μάνα που μπορεί να σώσει τον κόσμο;»
Όμως η Μαρίνα δεν την ξέρει την απάντηση -είναι ακόμα νωρίς. Εξακολουθεί να παραπαίει μπερδεμένη και απόμακρη: «Πώς γεννήθηκε αυτό το κοριτσάκι; Πώς έγινε έτσι; Τότε που ψαχούλευε τα συρτάρια της μαμάς της και έψαχνε να βρει εναγωνίως πιστοποιητικό υιοθεσίας, που μάταια αναζητούσε, δεν ένιωθε μέρος όλης αυτής της ιστορίας, ήταν πολύ κανονική η οικογένειά της για να τη γεννήσει […]».
Η δική της μάνα δεν έσωσε τον κόσμο, έφτιαξε όμως ένα κόσμο για τα παιδιά της, συμπληρωμένο και από την πατρική συνεισφορά –αυτό, η Μαρίνα το ξέρει: «Η μητέρα της, συγκρατημένη, απλή, δεν ασχολούνταν πολύ με τον εαυτό της. Μόνο με τις κόρες της ασχολούνταν, μεγάλωνε τα παιδιά της, ξαγρυπνούσε τις νύχτες του πυρετού, των παραμυθιών που διάβαζε, της μαγειρικής της, της ζαχαροπλαστικής της. Η κουζίνα των παιδικών της χρόνων είχε ερεθιστικές μυρωδιές από βούτυρο, ντομάτα και κρεμμύδι, όλο και κάτι τσιγάριζε, και ένα μπλέντερ δούλευε, η μητέρα τάιζε με αφοσίωση τα δύο κορίτσια της, το σπίτι όλο, όλο το χώρο που σφραγιζόταν από το άρωμά της, τη δική της παρουσία».
Εγκλωβίζεται ανάμεσα στην απόρριψη («όταν δεν ξέρουν οι γυναίκες τι να κάνουν με τη ζωή τους αραδιάζουν παιδιά και θεωρούν ότι είναι δημιουργία»), στην αναγνώριση του αγώνα των δικών της για να στηθεί αυτός ο κόσμος, ο πλασμένος ειδικά για την ίδια και την αδελφή της, και στην ανάγκη «να επιστρέφει εκεί, χωρίς κανείς να τη βλέπει, να ξαναγυρίζει σε αυτό που από αντίδραση βιαζόταν από νωρίς να εγκαταλείψει»:
«Μια εγωκεντρική φούσκα περιείχε τον κόσμο τους, και αυτός ο κόσμος τους ανήκε. Δεν διαφαίνονταν εμπόδια. Κανείς δεν τους μίλησε γι΄αυτά που έρχονταν. Κανείς δεν πρόβλεψε την παγίδα στην οποία θα έπεφταν. Αυτή η ακόρεστη πείνα βασάνιζε τη Μαρίνα, αναζητώντας να κερδίζει όσα περισσότερα μπορούσε, θύμωνε για το ότι έφτασε η στιγμή να πάρει κι εκείνη μια απόφαση να χάσει κάτι. […] Την ξεγέλασαν, όλα αυτά που της έταξαν τώρα της τα έπαιρναν. Δεν υπήρχε λογική στη σκέψη της, κανείς δεν της είχε τάξει τίποτα. Τη συνεχή βελτίωση τροφοδοτούσαν όλοι γύρω της. Αγόρια και κορίτσια αιώνια παιδιά και όλος ο κόσμος στα πόδια τους: σπουδές, επιλογές, ταξίδια, φίλοι, ρούχα, βραδινές έξοδοι, απόψεις και ξανά απόψεις, και λίγη πίεση, τόση για να αποδειχθεί ότι η ζωή είχε μια κάποια εξέλιξη, αργή και άκαμπτη. Γιατί να μεγαλώσει; Κανείς δε μεγάλωσε σ΄αυτή τη χώρα. […] Όταν κάποιος σου δίνει χωρίς να σου ζητά, σε αιχμαλωτίζει. Πώς μεγαλώνει ο εξαρτημένος;»
Την απόφαση να χάσει κάτι, θα την επιβάλει η αποκάλυψη οικογενειακών μυστικών, καλά φυλαγμένων: στις συμβιβασμένες, παραιτημένες, χαμένες -όπως πίστευε- ζωές των δικών της κρύβονταν πάθη και επαναστάσεις. Η μητέρα τόλμησε να διεκδικήσει το φύλο της μέσα στα δεσμά. Ο ρόλος της νοικοκυράς, συζύγου και μητέρας δεν υπήρξε ο μοναδικός στην ενήλικη ζωή της.
Μια χροιά προδοσίας επικαλύπτει την απώλεια, που ωστόσο η Μαρίνα θα πρέπει να αποδεχτεί, για να μεγαλώσει. Είναι σε θέση να τα καταφέρει. Το έχει ήδη διαισθανθεί σαν σε όραμα η καλύτερή της φίλη: «φτερά ανοίγουν στις πλάτες της, τα ρούχα της ένα ένα ανεβαίνουν στον ουρανό, γυμνή πετάει για λίγο πάνω από τον δρόμο. Μια Νύμφη που ξεδιψά τους ταξιδιώτες. Η χαρά, αυτό θα ήταν για πάντα η χαρά, μια γυναίκα στο θρόνο της να στάζει χυμούς και να πίνουν οι διαβάτες. Μια υπέροχη άρπα ανεμίζει στις σκεπές, φωνές μικρών παιδιών ψέλνουν το “Ave Maria”. […] Η Μαρίνα είναι ήδη αέρας, έχει αφήσει πίσω της μικρά τριαντάφυλλα, το αυτοκίνητό της χάνεται στο τέλος του δρόμου».
Ώσπου, μάνα και κόρη βρίσκονται ξανά στην κουζίνα. Αυτή τη φορά η Μαρίνα αναλαμβάνει να μαγειρέψει. Είναι η σειρά της να προσφέρει τον εαυτό της ταΐζοντας, κι έτσι περνά κι αυτή το κατώφλι της συμφιλίωσης.
Στις ιστορίες της Μαρίνας και της Μάγκντα υπάρχουν πολλές αντιστοιχίες σε διαφορετικές κλίμακες. Η ιστορία της Μάγκντα θα μπορούσε να είναι η συνέχεια και η κατάληξη της ιστορίας της Μαρίνας, αν οι συγκυρίες είχαν οδηγήσει τον κόσμο στο ακραίο σημείο πριν την αυτοκαταστροφή.
Η Μαριαλένα Σπυροπούλου παρατηρεί όσα συμβαίνουν στη δική μας καθημερινή πραγματικότητα και επινοεί και χρησιμοποιεί την ιστορία της Μάγκντα ως ένα είδος προειδοποίησης.
Και στις δύο, πάντως, ιστορίες, την απάντηση στο αδιέξοδο, υπαρκτό ή διαφαινόμενο, δίνει η αναθεωρημένη συνδιαλλαγή με τον εαυτό, με τον άλλο, με το φύλο, και η θαρραλέα παραδοχή της πείνας -για τροφή, για στοργή, για ηδονή, εκτίμηση, θαυμασμό, ασφάλεια, για γαλήνη, για έξαρση. Το «τάισέ με», ως επίκληση, ως ικεσία, ως προσταγή αποτελεί μια ακόμα αναγωγή: στον θεμελιώδη συμβολισμό της Θείας Μετάληψης (ή Θείας Κοινωνίας), όπου κυριαρχεί η αγάπη, ως φιλοσοφική αρετή και ως κορυφαίο αρχέτυπο συναίσθημα, αυτόνομη και απαλλαγμένη από συμβατικές, μελοδραματικές ή ηθικοπλαστικές γραφικότητες.
Το βιβλίο της Μαριαλένας Σπυροπούλου είναι κατά το ήμισυ δυστοπικό, αλλά το τελικό του μήνυμα είναι ελπιδοφόρο. Οι απόπειρες σχάσης του ενιαίου κόσμου, ως απάντηση στις μεταβολές που ο χρόνος επιφέρει στην έμφυλη ανθρώπινη υπόσταση, είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Όταν ο ανδρικός και ο γυναικείος κόσμος ανακτήσουν τη συνείδηση ότι ο ένας έχει ανάγκη να τον έχει ανάγκη ο άλλος, μπορεί να ακολουθήσει μια μετα-εποχή, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις θα έχουν τη δυναμική να ανθίσουν από την αρχή.
Φιλόδοξο ως σύλληψη, άξιο ως πραγμάτωση, το «Τάισέ με» περιέχει, άρτια αφομοιωμένο μέσα σε μια μυθιστορηματική πλοκή και σε μια αξιοσημείωτη λογοτεχνική απόδοση, ένα δοκίμιο ψυχολογίας.
Η επεξεργασία της άφθονης πρώτης ύλης έγινε με τρόπο ώστε τα εκφραστικά μέσα να διασφαλίζουν την ακριβολογία και την παραστατικότητα. Ένας ιδιότυπος λυρισμός χρωματίζει με δύναμη τις αντιστίξεις επιφάνειας και βάθους, αισθητού και νοητού, σκληρού και τρυφερού, τολμηρού και καθαγιασμένου, ζοφερού και καταυγασμένου, καταθλιπτικού και απογειωτικού.
Η γυναικεία προσωπογραφία του Γιώργου Ρόρρη στο εξώφυλλο συμπληρώνει το βιβλίο, πλήρως εναρμονισμένη με το περιεχόμενο και το πνεύμα του.
(*) «Διότι η πείνα επεβάρυνεν επί πάσαν την γην»(Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις, 41)
info: Μαριαλένα Σπυροπούλου, Τάισέ με, Μεταίχμιο, 2019
΄΄Τάισέ με ΄΄
Εδώ,στο πολυσύνθετο μυθιστόρημα και στο άρθρο της βαθυστόχαστης παρουσίασής του, ταιριάζει λαμπρά θαρρώ,
στον πυρήνα, η αταλάντευτη πίστη του Νικηφόρου Βρεττάκου στο υπέρτατο αγαθό της αγάπης:
<>
Οἱ μικροὶ γαλαξίες
Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους –
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.
Νικηφόρος Βρεττάκος 1/1/1913 – 4/8/1991