Συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο.
O Διονύσης Χαριτόπουλος είναι συγγραφέας και περήφανος που είναι πειραιώτης και αυτό φαίνεται πρώτα από όλα στα βιβλία του. Το τελευταίο του με τίτλο «Πειραιώτες» (εκδ. Τόπος) κατά κάποιον τρόπο συμπληρώνει το προηγούμενό του «Εκ Πειραιώς». Όπως λέει ο ίδιος : «Το «Έκ Πειραιώς» ήταν η γεωγραφία του Πειραιά ενώ το παρόν βιβλίο είναι οι άνθρωποι του Πειραιά. Βέβαια και σε αυτό υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία που πιθανόν να μη φαίνονται άμεσα. Στο «Πειραιώτες» συστήνω εμένα , τη γειτονιά μου, τους φίλους μου, ανθρώπους γνώρισα, που με διαμόρφωσαν. Παράλληλα το βιβλίο αυτό είναι δείγμα της ψυχής της πόλης, αυτοί οι άνθρωποι ήταν η ψυχή της πόλης δεν ήταν ο υπουργός Ναυτιλίας και ο Δήμαρχος».
Φυσικά ο Πειραιάς αλλάζει μαζί με τις εποχές και μαζί του οι άνθρωποι. Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει τον Πειραιά; Ο Διονύσης Χαριτόπουλος δίνει το σημερινό στίγμα: «Το λιμάνι είναι μεγάλη ιστορία, έχω φωτίσει λίγες μόνον από τις πολλές όψεις του. Και να φανταστείτε ότι αυτό το λιμάνι δεν έχει πίσω του ένα μεγάλο στιβαρό κράτος όπως τα μεγάλα λιμάνια της Γαλλίας ή της Ιταλίας , Γερμανίας κλπ. Κι όμως ήταν και είναι πρωταγωνιστής. Ο Πειραιάς διατηρεί και σήμερα μια ιδιαιτερότητα. Ο Πειραιάς δεν ακολούθησε όπως οι υπόλοιπες πόλεις της χώρας το αθηναϊκό μοντέλο, δεν σουσούδισε αυτόν τον μικροαστισμό της Αθήνας. Έχει μια δική του φυσιογνωμία και μια δική του ταυτότητα. Λέγανε είμαι Πειραιώτης από την Καλαμάτα, από την Κρήτη ή τη Μάνη. Αυτή η ταυτότητα που διαμορφωνόταν στις συνοικίες γύρω από το λιμάνι ήταν άκρως γοητευτική».
Οι άνθρωποι του Πειραιά διαφέρουν από τους υπόλοιπους των αστικών πόλεων; Ο συγγραφέας λέει ότι «ο Πειραιάς είναι η μόνη πόλη που δεν ένοιωσε ανταγωνιστικά ως προς την πρωτεύουσα και μάλιστα ως ένα βαθμό την περιφρονούσε. Όπως γράφω και στο προηγούμενο βιβλίο μου «το λιμάνι είναι ένα ανοικτό στόμα από το οποίο τρέφεται όλη η χώρα», αυτό έδινε και δίνει και το αίσθημα της περηφάνιας στους Πειραιώτες . Είναι σα να λένε «εμείς είμαστε». Μη ξεχνάτε ότι οι άνθρωποι που ζουν στα μεγάλα λιμάνια έχουν κάτι ιδιαίτερο που τους ξεχωρίζει από όσους που ζουν στην ενδοχώρα. Στα μεγάλα λιμάνια έρχεσαι σε επαφή με τον έξω κόσμο από πρώτο χέρι. Και μαθαίνεις πράγματα που θα αργήσουν πολύ να τα αντιληφθούν οι άλλοι αν ποτέ τα αντιληφθούν».
Όμως ο Πειραιάς του τότε ήταν πρωτοπόρος και σε μερικά άλλα ζητήματα που ίσως δεν είναι πολύ γνωστό. Ο Διονύσης Χαριτόπουλος επισημαίνει ότι ο πρώτος κινηματογράφος στην Ελλάδα ήταν το σημερινό Σπλέντιτ . Επίσης η πρώτη μπουτίκ ρούχων η περίφημη Ρεγγίνα άνοιξε στον Πειραιά. «Οι γυναίκες της ηλικίας μου», θυμάται, «κατέβαιναν από την Αθήνα να ψωνίσουν σε αυτήν. Εγώ έπινα εσπρέσο και καπουτσίνο στην αρχή της δεκαετίας του 6΄0, άγνωστα αφεψήματα τότε στην Αθήνα. Φοράγαμε μπλουτζιν άγνωστο είδος τότε στην Αθήνα, καπνίζαμε τσιγάρα αμερικάνικα και πίναμε καλά ουίσκι, πράγματα που μας τα έφερναν οι ναυτικοί. Ο Πειραιάς ήταν η πύλη της Ελλάδος, αν σκεφτείτε ότι τότε δεν ήταν διαδεδομένες οι αεροπορικές συγκοινωνίες είτε ήθελες να πας στην Αμερική ή στην Ευρώπη».
Τα αποσπάσματα που διανθίζουν όλο το κείμενο είναι από εφημερίδες και είναι πραγματικά γεγονότα. Σε πολλά από αυτά δεσπόζει το σεξ, κυρίως το παραβατικό. «Ζούσαμε σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε παρά η αξιοπρέπεια και ο έρωτας σε πρώτο ρόλο. Δεν υπήρχε η τηλεόραση ή άλλα θεάματα. Ο έρωτας είχε προτεραιότητα σε όλες του τις εκδοχές. Ζήσαμε το ‘ 50-‘60 την εποχή των ανδρών που κυνηγάγανε πιτσιρίκια, την εποχή της Τρούμπας κ.τ.λ.», συμπληρώνει ο Διονύσης Χαριτόπουλος.
Αναρωτιέμαι τι έχει επιβιώσει τελικά στον Πειραιά; Μήπως χάθηκαν πράγματα που άξιζαν. Ο Χαριτόπουλος είναι κατηγορηματικός: «επιβιώνουν όσα αξίζουν» και φέρνει το παράδειγμα του ρεμπέτικου και του Ολυμπιακού. Ακόμα και οι μάγκες, συμπληρώνει: «μόνον που δεν κρατάνε το κομπολόι και δεν γερνούν από τη μια μεριά από την πολύ μαγκιά. Ο μάγκας ο σοβαρός άντρας, ο λιγόλογος, ο αποτελεσματικός , ο αξιοπρεπής υπάρχει και σήμερα». Αναπόφευκτα η συζήτηση φτάνει στην πειραιώτικη ομάδα, τον Ολυμπιακό. Ο Χαριτόπουλος δηλώνει ότι δεν συμφωνεί με τις πράξεις του Κοντονή. «Δεν μπορείς να στερείς από τον απλό άνθρωπο τη χαρά της εβδομάδας. Γιατί μια χαρά έχει. Το καλοκαίρι που διακόπτονται οι αγώνες οι άνθρωποι βογγάγανε , το ποδόσφαιρο είναι λαϊκό άθλημα, πώς να το κάνεις. Για τον Πειραιά ρεμπέτικο και Ολυμπιακός είναι εικονίσματα. Μεγάλοι ρεμπέτες, όπως ο Οδυσσέας Μοσχονάς και ο Τάκης Μπίνης είχαν όνειρο να κατέβουν στον Πειραιά και να παίξουν στην Τρούμπα».
Σκέπτομαι μήπως όλα όσα γράφει για τον Πειραιά είμαι μια απλή νοσταλγία για κάτι που χάθηκε. Η εξήγηση του είναι αποστομωτική: «Τον εαυτό μου προσπαθώ να ερμηνεύσω, και αυτά τα βιβλία είναι ένα αντίδωρο στην πόλη που με έπλασε. Όταν γράφω ότι «στον Πειραιά πατάω στεριά» σημαίνει περηφάνια, εκεί που είδα τη ζωή ωμή, χωρίς φιοριτούρες και στολίδια. Αυτό ήταν η ζωή στον Πειραιά, ωμή, όπως ήταν».
(*) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Επένδυση 9/4/16)