Αλέξιος Μάινας.
Κάδρα με τσίγκινες επωμίδες.
Κάτω απ’ τις προτομές των συνοδοιπόρων
σαστισμένων στα κύματα των βουνοσειρών
και το τρέμουλο της μαγνητικής βελόνας
είχε γίνει ο κονιορτός του μονοπατιού λασπουριά.
Έβρεχε και κολλούσε για μέρες
τα χρόνια της αναζήτησης μιας εξόδου
απ’ τα τείχη του οροπεδίου αυτής της ζωής,
την κατάποση της ντροπής
και τα χαμόσπιτα της νοσταλγίας,
τη θέα του μπλε ματιού που σκύβει πάνω
απ’ το πέλαγος και τον χυμό των πλοίων,
τους τριγμούς της μπογιάς στα μαδέρια
που δέχεται τη νύχτα με υπομονή,
τα λακτίσματα της βροχής
ή την ψαύση της ομίχλης,
τραγουδώντας ύμνους των ανταρτών
που γονατίζουν
απόμυθοι
στις ρυτίδες των αμαξών
που πέρασαν ψάχνοντας για πυγολαμπίδες.
Αύριο θα ήταν Χριστούγεννα, θα πηγαίναμε θέατρο.
Εσύ, η αγωνία, θα ερχόσουν
με το αμάξι σου να με πάρεις.
Θα κόρναρες
να κατέβω.
Από την ανέκδοτη συλλογή:
«Ο διαμελισμός του Αδάμ»
Αλέξιος Μάινας
© 2008-2015