Κατερίνα Σχινά.
Νομίζω ότι θα ήταν καλό, οι άνθρωποι που γράφουν πεζογραφία να κάνουν πότε πότε λίγο ρεπορτάζ, μόνο και μόνο για να θυμούνται ότι ο κόσμος είναι πολύ πιο παράξενος και πολύπλοκος απ’ όσο φαντάζονται.
Μάικλ Φρέιν
Δεν θυμάμαι να έχει συζητηθεί τα τελευταία χρόνια ένα Νόμπελ λογοτεχνίας με τόση ένταση, όσο αυτή που πυρπόλησε εσχάτως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή κάποιες σελίδες εντύπων. Δεν είναι δυνατόν να βραβεύεται μια δημοσιογράφος, βοούσαν οι καθαρολόγοι, «τι σχέση έχει με την λογοτεχνία;» H δημοσιογραφία καταγίνεται μόνο με το πολιτικό, το κοινωνικό, το επικαιρικό – έστω κι αν πολλές φορές επιτυγχάνει απαράμιλλο ύφος. Η λογοτεχνία, από την άλλη πλευρά, αγωνίζεται να προσπελάσει το νόημα της ύπαρξης – γι’ αυτό και της χρειάζεται η μυθοπλασία. Και βέβαια, λογοτεχνία χωρίς μυθοπλασία δεν νοείται.
Ενδιαφέρουσες αυτές οι παρατηρήσεις – πλην μας επαναφέρουν στην ανάγκη ανακαθορισμού των αυτονοήτων. Πράγματι, επί δεκαετίες, η τεκμηριωμένη, αντικειμενική (factual) και η μυθοπλαστική (fictional) αφήγηση θεωρούνταν διαμετρικά αντίθετες, αφού διέφεραν και εννοιολογικά (η τεκμηριωμένη αφήγηση είναι αναφορική ενώ η μυθοπλαστική δεν έχει αναφορά, ή τουλάχιστον δεν αναφέρεται ευθέως σε συγκεκριμένα γεγονότα), και αφηγηματολογικά (στην τεκμηριωμένη αφήγηση συγγραφέας και αφηγητής είναι το ίδιο πρόσωπο ενώ στην μυθοπλαστική ο αφηγητής, μέρος του μυθοπλαστικού κόσμου, διαφέρει από τον συγγραφέα, που είναι μέρος του κόσμου στον οποίο ζει ο αναγνώστης) και πραγματιστικά (η τεκμηριωμένη αφήγηση εγείρει αξιώσεις αλήθειας ενώ η μυθοπλαστική όχι) αλλά και οντολογικά (η μυθοπλαστική αφήγηση ερευνά την φύση του όντος, την υπαρκτική του υπόσταση, ενώ η τεκμηριωμένη αφήγηση το φαινόμενο και μόνο). Ωστόσο, ήδη από την εποχή του new journalism, του Τρούμαν Καπότε και του Νόρμαν Μέιλερ, τα όρια επινόησης και τεκμηρίου έχουν γίνει ρευστά και το πραγματικό γεγονός πυροδοτεί συχνά το λογοτεχνικό συμβάν με τρόπους πραγματικά αναπάντεχους. Δεν χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς όσους (και είναι πολλοί) μεταδομιστές φιλοσόφους, ανθρωπολόγους και θεωρητικούς της λογοτεχνίας έχουν αμφισβητήσει την εγκυρότητα της διάκρισης, συχνά υποστηρίζοντας πως και το ίδιο το γεγονός είναι μια μορφή μυθοπλασίας, ή που επιμένουν στην «μυθοπλαστική» φύση οποιασδήποτε αφήγησης, στον βαθμό που αυτή συγκροτεί έναν κόσμο. Κάθε αναγνώστης, κάθε φανατικός της γραφής θα συναινούσε, αν είχε φροντίσει να απαλλαγεί εγκαίρως από το στενό κοστούμι των ορισμών, πως η κατάργηση των ασφυκτικών ορίων, η αναστάτωση των τακτοποιημένων κατηγοριών, και η απελευθέρωση της γραφής από την δικτατορία των «ειδών» μόνο πιο γόνιμη μπορεί να κάνει την λογοτεχνία ή την «λογοτεχνία».
«Δεν υπάρχουν καθαρές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτού που είναι πραγματικό και αυτού που δεν είναι, και κατά τον ίδιο τρόπο δεν υπάρχουν καθαρές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτού που είναι αληθινό και αυτού που δεν είναι» έγραψε ο Πίντερ. «Δεν πρέπει κάτι να είναι οπωσδήποτε αληθινό ή μη αληθινό, μπορεί να είναι και τα δυο, και αληθινό και μη αληθινό». Στην λεπτή και απροσδιόριστη αυτή διαχωριστική γραμμή κινείται η δημοσιογραφία της Αλεξίεβιτς – κι αν διεκδικεί το πεδίο της λογοτεχνίας δεν είναι επειδή επενέβη δημιουργικά στο υλικό της, ή επειδή προσέδωσε αισθητική βαρύτητα στην σπαρακτική αυθεντικότητά του. Είναι επειδή κατάφερε να χρησιμοποιήσει το ρεπορτάζ για να αναπαραστήσει το αδιανόητο, να αποστάξει από τα λόγια των συνομιλητών της το ρίγος του ανείπωτου και να αναδείξει το επίκαιρο ως έκφανση της αέναα επαναλαμβανόμενης ανθρώπινης τραγωδίας.
Πολύ σωστά και πολύ ξεκάθαρα. Συνήθως πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό.
Το αποτέλεσμα μετράει. Και αποδίδεται με πολλαπλούς τρόπους και όχι με κλισέ.
Εξαιρετικό!
Κάνω μια εργασία σχετικά με την περίπτωση της Σβετλάνα Αλιξίεβιτς και βρήκα πολλά αξιόλογα σημεία στο άρθρο σας. Θα μπορούσατε να μου πείτε πότε γράφτηκε το συγκεκριμέν άρθρο;
Δημοσιεύτηκε στον Αναγνώστη στις 20 Οκτ 2015